72. Η μετάνοια μιας υποκρίτριας
Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Το να υπηρετεί κανείς τον Θεό δεν είναι απλή υπόθεση. Εκείνοι των οποίων η διεφθαρμένη διάθεση παραμένει αμετάβλητη δεν μπορούν ποτέ να υπηρετήσουν τον Θεό. Αν η διάθεσή σου δεν έχει κριθεί και παιδευτεί από τα λόγια του Θεού, τότε εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τον Σατανά, κάτι που αποδεικνύει ότι υπηρετείς τον Θεό για το δικό σου όφελος, ότι η υπηρεσία σου είναι βασισμένη στη σατανική φύση σου. Υπηρετείς τον Θεό με τον φυσικό χαρακτήρα σου και σύμφωνα με τις δικές σου προσωπικές προτιμήσεις. Επιπλέον, σκέφτεσαι συνεχώς ότι τα πράγματα που είσαι πρόθυμος να κάνεις είναι αυτά που είναι ευχάριστα για τον Θεό και τα πράγματα που δεν επιθυμείς να κάνεις ο Θεός τα μισεί· εργάζεσαι εξ ολοκλήρου σύμφωνα με τις δικές σου προτιμήσεις. Μπορεί αυτό να ονομαστεί υπηρεσία προς τον Θεό; Τελικά, δεν πρόκειται να υπάρξει η παραμικρή αλλαγή στη διάθεση της ζωής σου· αντίθετα, η υπηρεσία σου θα σε κάνει ακόμα πιο πεισματάρη, εδραιώνοντας έτσι βαθύτερα τη διεφθαρμένη διάθεσή σου· ως εκ τούτου, θα αναπτυχθούν μέσα σου κανόνες για την υπηρεσία προς τον Θεό οι οποίοι θα βασίζονται κυρίως στον δικό σου χαρακτήρα και τις εμπειρίες που προέρχεται από την υπηρεσία σου, ανάλογα με τη δική σου διάθεση. Αυτές είναι οι εμπειρίες και τα διδάγματα του ανθρώπου. Είναι η φιλοσοφία που έχει ο άνθρωπος για τη ζωή στον κόσμο. Τέτοιου είδους άνθρωποι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως Φαρισαίοι και θρησκευτικοί αξιωματούχοι. Αν δεν αφυπνιστούν και δεν μετανοήσουν ποτέ, τότε σίγουρα θα γίνουν οι ψευδόχριστοι και οι αντίχριστοι που εξαπατούν τους ανθρώπους κατά τις έσχατες ημέρες. Οι ψευδόχριστοι και οι αντίχριστοι που προαναφέρθηκαν θα προκύψουν από τέτοιους ανθρώπους» («Η θρησκευτική υπηρεσία πρέπει να εξυγιανθεί» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Το χωρίο αυτό των λόγων του Θεού έφερνε πάντα στη σκέψη μου τους υποκριτές Φαρισαίους, τον κλήρο κι όλους τους κακούς αντίχριστους που έχουν εμμονή με το κύρος. Νόμιζα πως γι’ αυτούς μιλούσε ο Θεός. Ήξερα στη θεωρία πως ο Θεός αποκάλυπτε κάτι που έχουμε όλοι μέσα μας και πως κι εγώ είχα αυτού του είδους τη διεφθαρμένη διάθεση. Όμως, δεν είχα μια αληθινή κατανόηση του εαυτού μου, και κάποιες φορές, οι Φαρισαίοι, οι αντίχριστοι και οι απατεώνες έμοιαζαν κάτι μακρινό σ’ εμένα. Δεν ήμουν έτσι και δεν θα έφτανα ποτέ σ’ αυτό το σημείο. Πίστευα για χρόνια, έκανα καλά πράγματα κι είχα πληρώσει το τίμημα στο καθήκον μου. Όποιο καθήκον κι αν μου ανέθετε η εκκλησία, υπάκουα και το εκτελούσα. Συν τοις άλλοις, δεν πάσχιζα να γίνω επικεφαλής κι έκανα το καθήκον μου με ή χωρίς κύρος. Πώς μπορούσα να μετατραπώ σε αντίχριστο, σε απατεώνισσα; Στην πραγματικότητα όμως, ζούσα ολότελα με τις αντιλήψεις και τις φαντασιοκοπίες μου, κι αργότερα, ενώπιον των γεγονότων, οι αντιλήψεις μου αυτές ανατράπηκαν.
Πήγα να αναλάβω το ευαγγελικό έργο μιας εκκλησίας εκτός πόλεως. Σύντομα, αυτό το επιμέρους έργο άρχισε να ανακάμπτει και οι επικεφαλής με εκτιμούσαν πολύ. Μερικές φορές, με γύρευαν για να συζητήσουμε για άλλες πτυχές του έργου τους, να με συμβουλευτούν. Εκτός αυτού, ήμουν παλιά πιστή και μπορούσα να υποφέρω κακουχίες για το καθήκον μου, έτσι, οι αδελφοί και οι αδελφές με είχαν κάπως σε υπόληψη. Επίσης, με θεωρούσα πολύ σπουδαία. Ήμουν πιστή όλα αυτά τα χρόνια και ήμουν υπεύθυνη, έτσι, πίστευα πως δεν ήμουν σαν τους άλλους, πως έπρεπε να φαίνομαι καλύτερή τους. Θεωρούσα πως δεν έπρεπε να αποκαλύπτω χειρότερη διαφθορά από τη δική τους, πως δεν έπρεπε να φανερώνω αδυναμία ή αρνητικότητα όπως εκείνοι. Διαφορετικά, τι θα σκέφτονταν για μένα; Δεν θα έλεγαν πως μετά από τόσα χρόνια στην πίστη, είχα μικρό ανάστημα και θα με περιφρονούσαν; Αργότερα, αντιμετωπίστηκα από μια επικεφαλής λόγω παράβασης αρχών στο καθήκον μου. Είπε πως μετά από τόσα χρόνια στην πίστη, ακόμα δεν είχα αντίληψη των πραγμάτων και την πραγματικότητα της αλήθειας. Ένιωσα απίστευτη ντροπή και εξευτελισμό, αλλά δεν προβληματίστηκα πάνω στη διαφθορά και τις ελλείψεις μου ούτε επιδίωξα την αλήθεια για να διορθώσω τα ελαττώματά μου. Αντιθέτως, πέταξα πολλά κενά λόγια και δόγματα, προσποιούμενη πως γνώριζα τον εαυτό μου, και συμπεριφέρθηκα σαν πνευματικό άτομο για να καλύψω την έλλειψη της πραγματικότητας της αλήθειας.
Θυμάμαι μια φορά, ένας συνεργάτης που πίστευε στον Κύριο, είπε πως ήθελε να διερευνήσει την αληθινή οδό. Η επικεφαλής μού είπε να πάω αμέσως να δώσω μαρτυρία για το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες. Είπα πως θα πήγαινα, όμως ανακάλυψα πως είχε πολλές αντιλήψεις που ήταν δύσκολο να διορθωθούν. Ήμουν πολύ απασχολημένη, κι έτσι για την ώρα έβαλα την αποστολή αυτή στην άκρη. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η επικεφαλής με ρώτησε: «Μετά από τόσο καιρό, γιατί δεν του μίλησες για τη μαρτυρία σου; Θέλει να διερευνήσει την αληθινή οδό και ηγείται πολλών πιστών που περιμένουν την έλευση του Κυρίου. Γιατί δεν έγινες ακόμα μάρτυρας για το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες;» Ένιωσα κάπως ένοχη και έσπευσα να δώσω εξηγήσεις, λέγοντας: «Προέκυψαν άλλα ζητήματα και δεν πρόλαβα». Η επικεφαλής έγινε έξαλλη όταν το άκουσε και είπε πως ήμουν ανεύθυνη και αδιάφορη στο καθήκον μου, πως χασομερούσα και παρακώλυα σοβαρά το ευαγγελικό μας έργο. Με επέπληξε πολύ έντονα. Εκείνη τη στιγμή, βρίσκονταν πολλοί αδελφοί και αδελφές εκεί και το πρόσωπό μου είχε ανάψει. Σκέφτηκα: «Γιατί δεν περιέσωσες λίγο την αξιοπρέπειά μου και ήσουν τόσο σκληρή μαζί μου; Ξέρω πως έκανα λάθος, δεν μπορώ να πάω τώρα να του διαδώσω το ευαγγέλιο; Δεν υπάρχει λόγος να με αντιμετωπίζεις τόσο αυστηρά». Δικαιολογούμουν επίσης στον εαυτό μου, καθώς σκεφτόμουν πως δεν ήμουν τεμπέλα, πως κάθε μέρα, κήρυττα το ευαγγέλιο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά και πάλι είπε πως ενεργούσα μηχανικά και ήμουν ανεύθυνη. Τι παραπάνω θα μπορούσε κανείς να μου ζητήσει; Ένιωθα πως το καθήκον μου ήταν πολύ δύσκολο. Μετά τη συνάθροιση, κρύφτηκα στο δωμάτιό μου και έκλαιγα με λυγμούς. Ένιωθα αδικημένη και αρνητική και ήμουν γεμάτη παρανοήσεις για τον Θεό. Ένιωσα μέσα μου ένα προδοτικό συναίσθημα. Σκέφτηκα πως εφόσον η επικεφαλής ήταν τόσο σκληρή μαζί μου, ο Θεός πρέπει να με απεχθάνεται. Πώς λοιπόν θα συνέχιζα να κάνω αυτό το καθήκον; Ίσως θα έπρεπε να αναλάβω την ευθύνη, να το πάρω απόφαση και να παραιτηθώ, έτσι το έργο του οίκου του Θεού δεν θα παρακωλυόταν κι εγώ δεν θα έκανα μια άχαρη δουλειά. Όσο έκλαιγα γοερά, ένιωθα πως η κατάστασή μου δεν ήταν σωστή. Πίστευα για πάρα πολλά χρόνια και μόλις αντιμετωπίστηκα λίγο έντονα, δεν το δέχτηκα. Έκρινα και ανταγωνίστηκα τον Θεό και μάλιστα ήθελα να τα παρατήσω. Δεν είχα πραγματικό ανάστημα. Θυμήθηκα τα λόγια του Θεού, πως πρέπει να μένουμε πιστοί στο καθήκον μας ακόμα κι αν ο ουρανός πέσει. Μόλις το σκέφτηκα, πήρα κουράγιο. Ό,τι κι αν σκέφτονταν για μένα ο Θεός και η επικεφαλής, δεν έπρεπε να καταρρεύσω, αλλά να σταθώ στο ύψος μου, όσο σκληρό κι αν ήταν το καθήκον μου. Όταν το σκέφτηκα έτσι, δεν ένιωθα τόσο στεναχωρημένη. Σκούπισα αμέσως τα δάκρυά μου και πήγα να συζητήσω με τους αδελφούς και τις αδελφές. Μέσα σε λίγες μέρες, είχα φέρει τον συνεργάτη στην εκκλησία. Όμως, έπειτα, δεν αναζήτησα ειλικρινά την αλήθεια και δεν αναλογίστηκα τα προβλήματά μου. Αντιθέτως, συνέχισα να κάνω το καθήκον μου με βάση τη δική μου συνείδηση και βούληση. Θεωρούσα πως είχα κάποιο ανάστημα και πρακτικότητα.
Στην πραγματικότητα, η επικεφαλής με αντιμετώπισε επειδή ήμουν ανεύθυνη, της εύκολης λύσης, και δεν έκανα πρακτικό έργο. Αυτά ήταν πολύ σοβαρά προβλήματα. Ηγούμουν του ευαγγελικού μας έργου κι όταν είδα κάποιον με πολλές αντιλήψεις, δεν ήμουν πρόθυμη να ριχτώ στη συναναστροφή και στη μαρτυρία. Το παραμέρισα αδιάφορα και άφησα να περάσει ένας μήνας. Έτσι, η διερεύνηση της αληθινής οδού και η υποδοχή της έλευσης του Κυρίου από πολλούς καθυστέρησε! Η αδιαφορία μου στο καθήκον μου αποτελούσε αντίσταση στον Θεό και προσβολή της διάθεσής Του. Ποτέ δεν ήμουν τεμπέλα και πλήρωνα το τίμημα στο καθήκον μου, όμως όποτε αντιμετώπιζα μια πρόκληση, δεν εστίαζα στην αναζήτηση της αλήθειας για να επιλύσω το πρόβλημα και να κάνω καλά το καθήκον μου. Αντιθέτως, υποχωρούσα και έκανα ό,τι με βόλευε, βάζοντας απλώς αδιάφορα στην άκρη την αποστολή του Θεού. Θεωρούνταν αυτό αφοσίωση; Η επικεφαλής μίλησε για την αδιάφορη, ανεύθυνη συμπεριφορά μου στο καθήκον μου, για τη δόλια σατανική μου διάθεση και είπε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα κάνει κάτι τέτοιο. Μού το ανέλυσε μάλιστα, ώστε να γνωρίσω τον εαυτό μου, να μετανοήσω και ν’ αλλάξω, όμως δεν έκανα αυτοκριτική με ειλικρίνεια ούτε είδα που βρισκόταν η ρίζα των προβλημάτων μου. Έκανα πως αποδεχόμουν το κλάδεμα και την αντιμετώπιση, αλλά δεν είχα αληθινή κατανόηση του εαυτού μου. Γι’ αυτό είπα κάποιες κενολογίες και δόγματα στη συνάθροιση κι έπειτα προσποιήθηκα πως είχα αποκτήσει αυτογνωσία. Είπα πως ήμουν ανεύθυνη στο καθήκον μου και καθυστερούσα το έργο του οίκου του Θεού, ζημιώνοντάς το σοβαρά. Η επίπληξή μου από την επικεφαλής ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Η επικεφαλής ανέφερε πράγματα στη φύση μου, τη σατανική μου διάθεση, που δεν με άφηναν να αναλύσω το σωστό και το λάθος όσων είχα κάνει. Όμως ποτέ δεν συναναστράφηκα για το πού έκανα λάθος, για τη φύση και τις συνέπειες των πράξεών μου, αλλά και για το τι διεφθαρμένη διάθεση αποκάλυπτα με την αδιάφορη στάση μου απέναντι στο καθήκον μου, και τι παράλογες σκέψεις και αντιλήψεις είχα. Αδιαφορούσα γι’ αυτές τις πιο λεπτομερείς πτυχές. Αντ’ αυτού, για τι πράγμα μιλούσα; Για το ότι βασίστηκα στον Θεό και εισήλθα από τη θετική πλευρά. Μιλούσα συνεχώς γι’ αυτού του είδους τις θετικές κατανοήσεις. Έλεγα πως ένιωσα αρνητική και παραπονέθηκα όταν αντιμετωπίστηκα και ήθελα να τα παρατήσω, όμως τα λόγια του Θεού μού έδωσαν κίνητρο να μην καταρρεύσω. Πως ο Θεός είχε εργαστεί πολύ μέσα μου και μου είχε δώσει πάρα πολλά, επομένως έπρεπε να έχω συνείδηση και να μην απογοητεύσω τον Θεό. Έτσι, σκέφτηκα πως όσο κι αν κλαδευόμουν και αντιμετωπιζόμουν, όσο δύσκολο κι αν ήταν το καθήκον μου, έπρεπε να το κάνω καλά, και πως αντιμετωπίστηκα από την επικεφαλής για να προβληματιστώ και να γνωρίσω τον εαυτό μου, να μετανοήσω και να αλλάξω. Όταν το άκουσαν οι άλλοι, δεν είχαν κάποια διάκριση των προβλημάτων και της διαφθοράς μου και δεν θεωρούσαν πως είχα κάνει σημαντική ζημιά στο έργο του οίκου του Θεού. Αντιθέτως, θεωρούσαν πως η επικεφαλής ήταν πολύ σκληρή μαζί μου, πως κλαδεύτηκα και αντιμετωπίστηκα για ένα μικρό λάθος στο έργο μου. Ήταν πολύ συμπονετικοί και με κατανόηση. Και βλέποντας πως δεν είχα γίνει αρνητική μετά την τόσο σκληρή αντιμετώπισή μου, αλλά συνέχιζα να κάνω το καθήκον μου, ένιωθαν πως κατανοούσα την αλήθεια και είχα ανάστημα. Πραγματικά, με εκτιμούσαν και με εκθείαζαν. Τότε, μερικοί είπαν πως το ότι παρέμενα δυνατή και συνέχιζα το καθήκον μου μετά την αυστηρή αντιμετώπισή μου, ήταν αξιοθαύμαστο. Και κάποιοι είπαν πως το καθήκον μου δεν ήταν καθόλου εύκολο, πως όχι μόνο είχα βάλει όλη την ενέργειά μου σ’ αυτό, αλλά δέχτηκα και επίπληξη όταν κάτι μου διέφυγε. Με είδαν να σκουπίζω τα δάκρυά μου για να επιστρέψω στο καθήκον μου, και είπαν πως είχαν καταρρεύσει πριν καιρό και δεν είχαν αυτό το ανάστημα. Άκουσαν τη συναναστροφή μου και δεν κατανόησαν το μονοπάτι άσκησης για την αποδοχή αντιμετώπισης και κλαδέματος. ή πως το κλάδεμα και η αντιμετώπιση ήταν η αγάπη και η σωτηρία του Θεού. Αντιθέτως, παρανόησαν τον Θεό, φυλάχτηκαν και απομακρύνθηκαν από Εκείνον και ήρθαν πιο κοντά σ’ εμένα. Μετά απ’ αυτό, αντιμετωπίστηκα μερικές φορές και κάθε φορά είχε την ίδια κατάληξη. Μιλούσα πάντα για κατά γράμμα δόγματα, παρίστανα πως είχα πνευματικότητα και αυτογνωσία προσποιούμουν πως είχα ανάστημα και πρακτικότητα και ξεγελούσα όλους τους αδελφούς και τις αδελφές. Δεν είχα ιδέα, ήμουν τελείως απαθής και περήφανη για τον εαυτό μου που παρόλα αυτά παρέμενα όρθια. Ήμουν απίστευτα αυτάρεσκη και θεωρούσα πως είχα ανάστημα και την πραγματικότητα της αλήθειας. Γινόμουν όλο και πιο αλαζονική και σίγουρη για τον εαυτό μου.
Μια φορά, ένας αδελφός επισήμανε κάποια προβλήματα στο καθήκον μου. Αρνήθηκα να τα αποδεχτώ και παραπονέθηκα πως έψαχνε για προβλήματα, πως ήταν σχολαστικός. Με είχε εκνευρίσει πολύ. Όμως, φοβόμουν πως αν κάποιος έβλεπε πόσο αλαζονική ήμουν παρόλο που πίστευα όλα αυτά τα χρόνια δεν θα είχε καλή γνώμη για μένα. Επίσης, αν η επικεφαλής το μάθαινε, θα έλεγε πως δεν αποδεχόμουν την αλήθεια, κι έτσι προσποιήθηκα και συγκρατήθηκα να μην παραπονεθώ. Με προσποιητή ηρεμία, του είπα: «Αδελφέ, πες μου όλα τα προβλήματα που βλέπεις και θα τα συζητήσουμε ένα προς ένα. Αν δεν βρούμε λύση, θα μιλήσουμε στην επικεφαλής». Παρέθεσε ένα προς ένα όλα τα προβλήματα και του ανέφερα τα αντεπιχειρήματά μου για το καθένα. Μέχρι να τελειώσουμε, είχαν αντικρούσει την πλειονότητα των προβλημάτων που είχε θέσει. Θεώρησα ότι το πρόβλημα λύθηκε κι ένιωθα πολύ ευχαριστημένη. Όμως εκείνος ένιωθε άβολα, κι έτσι πήγε να το συζητήσει με την επικεφαλής. Κάποια από τα προβλήματα που είχε θέσει ήταν πραγματικά και μόλις το έμαθε η επικεφαλής, με αντιμετώπισε και με κλάδεψε μπροστά σε όλους. Είπε πως ήμουν αλαζονική και δεν αποδεχόμουν τις υποδείξεις των άλλων, πως ήμουν άναρχη στο καθήκον μου και παρόλο που πίστευα για χρόνια, δεν κατείχα την πραγματικότητα της αλήθειας. Πως δεν επέλυα κανένα πρακτικό πρόβλημα και ήμουν τυφλά αλαζονική και εντελώς παράλογη. Ήταν σκληρό που το άκουγα, αλλά δεν είχα πειστεί εντελώς. Σκέφτηκα: «Είμαι αλαζονική και μερικές φορές σίγουρη για τον εαυτό μου, όμως δέχομαι κάποιες υποδείξεις. Δεν είμαι τόσο αλαζονική».
Λίγο αργότερα, εκτέθηκα και πάλι σε μια συνάντηση για το έργο. Η επικεφαλής ανακάλυψε πως κωλυσιεργούσα στο έργο που ηγούμουν και με ρώτησε: «Γιατί η εργασία σου είναι τόσο αναποτελεσματική; Τι πρόβλημα υπάρχει; Μπορείς να το κάνεις καλύτερα;» Η απάντησή μου ήταν: «Όχι, δεν μπορώ». Ένιωθα πως δεν κατανοούσε την πραγματική μας κατάσταση, πως είχε υπερβολικές προσδοκίες. Έπειτα, μας διάβασε κάποια λόγια του Θεού και συναναστράφηκε σχετικά με τη σημασία της διάδοσης του ευαγγελίου. Είπε επίσης πως τα χρονικά περιθώρια στένευαν κι έπρεπε να βελτιώσουμε την αποδοτικότητά μας. Δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα έλεγε. Επέμενα στις δικές μου αντιλήψεις και την εμπειρία μου και σκεφτόμουν: «Δεν μπορώ να βελτιώσω την απόδοσή μας». Ρώτησα χαμηλόφωνα τους αδελφούς και τις αδελφές δίπλα μου: «Νομίζετε πως μπορούμε;» Το κίνητρό μου πίσω απ’ αυτήν την ερώτηση ήταν να τους πάρω με το μέρος μου, να συμφωνήσουν μαζί μου, να τους στρέψω εναντίον της επικεφαλής και να κρατήσω τους αργούς ρυθμούς. Ήταν προφανές, όμως είχα απόλυτη άγνοια. Δεν μπορούσαν να με διακρίνουν. Με άλλα λόγια, δεν είχαν καθόλου διάκριση. Πήραν όλοι το μέρος μου και συμφώνησαν μαζί μου.
Αργότερα, εφόσον ήμουν αλαζονική και αναποτελεσματική στο καθήκον μου, κι όχι μόνο δεν διηύθυνα σωστά το έργο της ομάδας, αλλά και το εμπόδιζα, με έβγαλαν από το καθήκον μου. Αλλά προς έκπληξή μου, στις εκλογές του νέου επικεφαλής ομάδας, οι αδελφοί και οι αδελφές, όχι μόνο με ψήφισαν ξανά, αλλά και ομόφωνα. Άκουσα κάποιους να λένε πως με την απομάκρυνσή μου, όλη η ομάδα θα διαλυόταν και ποιος άλλος θα μπορούσε να τη διευθύνει; Τότε ένιωσα πως είχα σοβαρό πρόβλημα, πως παρά τον τρόπο που εργαζόμουν, όλοι με άκουγαν και με υποστήριζαν. Παρόλο που η επικεφαλής με είχε αποδεσμεύσει, όλοι με ψήφισαν και μάλιστα, πάλεψαν για τη δίκαιη αντιμετώπισή μου. Είχα πραγματικά παραπλανήσει τους αδελφούς και τις αδελφές.
Θυμήθηκα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Όσον αφορά όλους εσάς, εάν σας παρέδιδαν τις εκκλησίες μιας περιοχής και δεν σας επέβλεπε κανείς για ένα διάστημα έξι μηνών, θα αρχίζατε να παραστρατείτε. Εάν δεν σε επέβλεπε κανείς για διάστημα ενός χρόνου, θα τις παραπλανούσες και θα τις παρέσυρες. Εάν περνούσαν δυο χρόνια και ακόμη κανείς δεν σε επέβλεπε, θα τις έφερνες ενώπιόν σου. Γιατί συμβαίνει αυτό; Έχετε ποτέ αναλογιστεί αυτήν την ερώτηση νωρίτερα; Θα μπορούσατε να είστε έτσι; Η γνώση σας μπορεί να στηρίξει τους ανθρώπους μόνο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Καθώς περνά ο καιρός, εάν συνεχίζεις να λες τα ίδια πράγματα, κάποιοι άνθρωποι θα το αντιληφθούν· θα πουν πως είσαι πάρα πολύ επιφανειακός, πως υπολείπεσαι πάρα πολύ σε βάθος. Δεν θα έχεις άλλη επιλογή από το να δοκιμάσεις να εξαπατήσεις τους ανθρώπους κηρύττοντας δόγματα. Εάν συνεχίζεις πάντα μ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνοι που βρίσκονται κάτω από εσένα θα ακολουθήσουν τις μεθόδους σου, τα βήματα και το υπόδειγμα της πίστης σου, της βίωσης και της πράξης αυτών των λόγων και δογμάτων. Τελικά, καθώς εσύ συνεχίσεις να κηρύττεις και να κηρύττεις, όλοι εκείνοι θα φτάσουν στο σημείο να χρησιμοποιήσουν εσένα σαν πρότυπο. Όταν καθοδηγείς τους άλλους, μιλάς για δόγματα, κι έτσι εκείνοι κάτω από σένα θα μάθουν δόγματα από σένα και, καθώς τα πράγματα θα προχωρούν, θα έχεις πάρει το λανθασμένο μονοπάτι. Εκείνοι που είναι κάτω από σένα θα πάρουν όποιο μονοπάτι πάρεις εσύ· όλοι τους θα μαθαίνουν από σένα και θα σε ακολουθούν, οπότε εσύ θα αισθάνεσαι: “Είμαι δυνατός τώρα· μ’ ακούν τόσο πολλοί άνθρωποι και η εκκλησία είναι στη διάθεσή μου ανά πάσα στιγμή”. Αυτή η προδοτική φύση μέσα στον άνθρωπο σε κάνει ασυνείδητα να μετατρέπεις τον Θεό σε μια διακοσμητική φιγούρα, κι εσύ ο ίδιος στη συνέχεια σχηματίζεις κάποιο είδος δόγματος. Πώς προκύπτουν τα διάφορα δόγματα; Έτσι προκύπτουν. Κοίτα τους επικεφαλής κάθε δόγματος: είναι όλοι αλαζόνες και αυτάρεσκοι, και οι ερμηνείες τους για τη Βίβλο είναι εκτός πλαισίου και καθοδηγούνται από τις δικές τους φαντασιοπληξίες. Όλοι στηρίζονται στα χαρίσματα και στην πολυμάθεια για να κάνουν το έργο τους. Αν δεν μπορούσαν καθόλου να κηρύξουν, θα τους ακολουθούσαν οι άνθρωποι; Εν τέλει, κατέχουν πράγματι κάποιες γνώσεις και μπορούν να κηρύξουν για κάποιο δόγμα ή γνωρίζουν πώς να κερδίζουν τους άλλους και πώς να χρησιμοποιούν κάποιο τέχνασμα. Αυτά τα χρησιμοποιούν για να φέρουν τους ανθρώπους ενώπιόν τους και να τους εξαπατήσουν. Θεωρητικά, εκείνοι οι άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό, όμως στην πραγματικότητα ακολουθούν τους επικεφαλής τους. Όταν συναντήσουν κάποιον που κηρύττει την αληθινή οδό, κάποιοι από αυτούς λένε: “Πρέπει να συμβουλευτούμε τον επικεφαλής μας σχετικά με την πίστη μας”. Ένας άνθρωπος είναι το μέσο της πίστης τους στον Θεό· δεν είναι αυτό πρόβλημα; Σε τι έχουν μετατραπεί λοιπόν εκείνοι οι επικεφαλής; Δεν έχουν γίνει Φαρισαίοι, ψευδείς ποιμένες, αντίχριστοι που βάζουν εμπόδια στην αποδοχή της αληθινής οδού από τους ανθρώπους; Τέτοιοι άνθρωποι ανήκουν στο ίδιο σινάφι με τον Παύλο» («Μόνο η επιδίωξη της αλήθειας είναι η αληθινή πίστη στον Θεό» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Μέσα απ’ αυτά, μπόρεσα να δω πως ήμουν ακριβώς σαν τους Φαρισαίους που εκθέτει και πως όχι μόνο είχα δόλια, μοχθηρή, σατανική διάθεση, αλλά η συμπεριφορά μου είχε φτάσει στο σημείο να παραπλανώ και να ελέγχω τους άλλους και να παραμερίζω τον Θεό. Σκέφτηκα εκείνους τους υποκριτές Φαρισαίους και τα μέλη του κλήρου που μιλούν μόνο για το δόγμα και κάνουν πως εργάζονται σκληρά για να παραπλανούν τους ανθρώπους. Λένε πως χρωστούν πολλά στον Θεό και φαίνονται ταπεινοί και με αυτογνωσία, αλλά πάντα επιδεικνύουν πόσα εγκατέλειψαν για τον Κύριο, πόσο πολύ υποφέρουν και πόσο έργο έχουν κάνει. Ως αποτέλεσμα, οι πιστοί τούς λατρεύουν και θεωρούν πως όσα λένε συμφωνούν με το θέλημα του Κυρίου. Δεν έχουν καμία διάκριση σχετικά μ’ αυτούς. Νομίζουν μάλιστα πως η υπακοή σ’ αυτούς αποτελεί υπακοή στον Κύριο. Είναι πιστοί του Κυρίου κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα, ακολουθούν τον κλήρο. Το μονοπάτι στο οποίο βάδιζα έχει καμιά διαφορά με το μονοπάτι των Φαρισαίων και του κλήρου; Επίσης, εστίαζα στο δόγμα και στις επιφανειακές θυσίες, ώστε οι αδελφοί και οι αδελφές να νομίζουν πως ήμουν αφοσιωμένη στο καθήκον μου. Όταν αντιμετωπιζόμουν, δεν αναζητούσα την αλήθεια ούτε έκανα αυτοκριτική με ειλικρίνεια. Έλεγα μόνο όσα ακούγονταν σωστά για να τους παραπλανώ, ώστε να νομίζουν πως υποτασσόμουν, πως έχω ανάστημα, κι έτσι να με λατρεύουν και να με ακούν. Τους πήρα μάλιστα με το μέρος μου ενάντια στις απαιτήσεις του Θεού. Εγώ ήμουν εκείνη που εξουσίαζε. Διέφερα καθόλου από έναν αντίχριστο; Δεν ήμουν επικεφαλής και δεν είχα κάποια υψηλή θέση. Μοιραζόμουν απλώς την ευθύνη κάποιου έργου μαζί με δύο αδελφές υπό την επίβλεψη της επικεφαλής, αλλά ακόμα κι έτσι, το πρόβλημά μου είχε επιδεινωθεί. Αν προαγόμουν σε υψηλότερη θέση και ήμουν αποκλειστικά υπεύθυνη για κάτι, δεν θέλω να σκέφτομαι πόσο κακό θα μπορούσα να είχα κάνει. Θεωρούσα πως εφόσον ήμουν παλιά πιστή έκανα το καθήκον μου παρά τις δυσκολίες ή τις δοκιμασίες που αντιμετώπιζα, είχα πολύ καλή ανθρώπινη φύση και ποτέ δεν πάσχιζα να γίνω επικεφαλής, ποτέ δεν θα γινόμουν Φαρισαία ή αντίχριστη. Όμως απέναντι στα γεγονότα, είχα μείνει άναυδη και δεν είχα κάτι να πω. Τελικά κατάλαβα πόσο παράλογες και βλαβερές ήταν οι αντιλήψεις μου και πόσο κακή και τρομακτική ήταν η διάθεσή μου. Κατάλαβα πως ως πιστή, δεν επιδίωκα την αλήθεια, και δεν υποτασσόμουν στην κρίση, την παίδευση, την αντιμετώπιση και το κλάδεμα του Θεού. Δεν αντιλαμβανόμουν και δεν γνώριζα τη σατανική μου φύση μέσα από τα λόγια του Θεού. Μου αρκούσε η επιφανειακή υπακοή και η λεκτική διαβεβαίωση. Όμως, όσο κι αν φαινόμουν καλή κι ότι τηρούσα τους κανόνες, με την πρώτη ευκαιρία, η σατανική μου φύση, η προδοτική προς τον Θεό, ήρθε στο προσκήνιο και ακούσια και εν αγνοία μου, διέπραξα το κακό. Όπως λέει ο Θεός: «η φύση σας παραμένει όπως ήταν, και η πιθανότητα να Με προδώσετε παραμένει στο εκατό τοις εκατό».
Ο Θεός ήξερε πόσο βαθιά διεφθαρμένη από τον Σατανά, απαθής και ισχυρογνώμων ήμουν. Δεν μπορούσα να αλλάξω με μόνο λίγη γνώση του εαυτού μου. Έτσι, αργότερα εκτέθηκα και αντιμετωπίστηκα από αδελφούς και αδελφές. Θυμάμαι μια φορά, μια αδελφή μού είπε, χωρίς περιστροφές: «Έχω πλέον κάποια διάκριση σχετικά μ’ εσένα. Ποτέ δεν συναναστρέφεσαι πάνω στις μύχιες σκέψεις σου ούτε αποκαλύπτεις τη διαφθορά σου. Μιλάς μόνο για κάποια θετική είσοδο και κατανόησή σου, σαν να έχει διορθωθεί τελείως η διαφθορά σου και έχεις απαλλαχτεί απ’ αυτήν». Είπε επίσης πως πάντα με λάτρευε, πως θεωρούσε πως ως μακροχρόνια πιστή, κατανοούσα την αλήθεια, πως γνώριζα πώς να βιώνω διάφορα πράγματα, να υποφέρω και να πληρώνω το τίμημα στο καθήκον μου, και κυρίως, πώς να αποδέχομαι την αυστηρή αντιμετώπιση και το αυστηρό κλάδεμα. Γι’ αυτό με είχε σε υπόληψη. Θεωρούσε πως όσα έλεγα ήταν σωστά και πάντα με άκουγε, βάζοντάς με ουσιαστικά στη θέση του Θεού στην καρδιά της. Όταν την άκουσα να λέει πως ουσιαστικά με έβλεπε σαν Θεό, ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός. Τρόμαξα πολύ και αντιστάθηκα σ’ αυτό. Σκέφτηκα: «Αν ισχύει, δεν έχω γίνει ένας αντίχριστος; Πώς μπορείς να είσαι τόσο ανόητη, χωρίς καθόλου διάκριση; Κι εγώ έχω διαφθαρεί από τον Σατανά. Πώς μπορούσες να με βλέπεις έτσι;» Ήμουν για μέρες συντετριμμένη. Κάθε φορά που σκεφτόμουν τι είχε πει, ένιωθα ένοχη και είχα ένα παράξενο συναίσθημα τρόμου πως κάτι κακό θα με έβρισκε. Ήξερα πως ήταν η οργή του Θεού απέναντί μου, πως η δίκαιη διάθεσή Του έπεφτε πάνω μου κι έπρεπε να αποδεχτώ τις συνέπειες της διάπραξης αυτού του κακού. Ήξερα πως η διάθεση του Θεού δεν ανεχόταν καμιά προσβολή κι ένιωθα πως είχα ήδη καταδικαστεί από τον Θεό, κι έτσι πίστευα πως το μονοπάτι μου στην πίστη έφτανε στο τέλος του. Στη σκέψη αυτή, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως εγώ, που δεν φαινόμουν να κάνω μεγάλο κακό ή κακές πράξεις, θα μπορούσα να φτάσω σε τόσο σοβαρό σημείο. Όχι μόνο παραπλανούσα τους άλλους με δόγματα, αλλά και τους έκανα να με λατρεύουν σαν Θεό. Αυτό έκανε τον Θεό να μοιάζει διακοσμητικός και πρόσβαλλε σοβαρά τη διάθεσή Του. Ένιωθα πολύ αρνητική και πως οι παραβάσεις μου και οι κακές μου πράξεις μού έκαιγαν τα σωθικά. Πως ήμουν σαν ένας Φαρισαίος, ένας αντίχριστος, πως ανήκα στον Σατανά, μια πάροχος υπηρεσιών που θα εξαλειφόταν. Δεν καταλάβαινα πώς είχα αφήσει τον εαυτό μου να φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Γεμάτη τύψεις, παρουσιάστηκα ενώπιον του Θεού και μετανόησα, λέγοντας: «Θεέ μου, έχω κάνει μεγάλο κακό. Έχω προσβάλει τη διάθεσή Σου και θα πρέπει να με καταραστείς και να με τιμωρήσεις! Δεν Σου ζητώ συγχώρεση, απλώς Σου ζητώ να με διαφωτίσεις, ώστε να κατανοήσω τη σατανική μου φύση και την αλήθεια της διαφθοράς μου από τον Σατανά. Θεέ μου, επιθυμώ να μετανοήσω, να είμαι έντιμη και ακέραιη».
Τις επόμενες ημέρες, άρχισα να σκέφτομαι τον λόγο που είχα βρεθεί σε μια τόσο τρομερή θέση και πού βρισκόταν η ρίζα του προβλήματος. Μια φορά, στην πνευματική μου άσκηση, διάβασα το εξής: «Τι χαρακτήρα υποδύονται οι αντίχριστοι; Ποιον παριστάνουν; Η μίμησή τους αυτή, φυσικά, γίνεται για χάρη της κοινωνικής θέσης και της φήμης. Δεν μπορεί να χωριστεί από αυτά τα πράγματα, αλλιώς οι αντίχριστοι δεν θα ήταν δυνατόν να προσποιούνται με αυτόν τον τρόπο —δεν θα έκαναν με τίποτα κάτι τόσο ανόητο. Δεδομένου ότι μια τέτοια συμπεριφορά θεωρείται αισχρή, απεχθής και αποκρουστική, γιατί εξακολουθούν να το κάνουν; Έχουν αναμφίβολα τους δικούς τους στόχους και κίνητρα —εμπλέκονται προθέσεις και κίνητρα σ’ αυτό. Αν είναι οι αντίχριστοι να κερδίσουν κοινωνική θέση στο μυαλό των ανθρώπων, πρέπει να κάνουν αυτούς τους ανθρώπους να τους έχουν σε υψηλή εκτίμηση. Και τι οδηγεί τους ανθρώπους σ’ αυτό; Εκτός της μίμησης κάποιων συμπεριφορών και εκφράσεων που, κατά τις αντιλήψεις των ανθρώπων, θεωρούνται καλές, οι αντίχριστοι μιμούνται και συγκεκριμένες συμπεριφορές και εικόνες που οι άνθρωποι θεωρούν ευγενείς, για να κάνουν τους άλλους να τους θαυμάζουν». «Ανεξάρτητα από το περιβάλλον ή το μέρος όπου εκτελούν το καθήκον τους, οι αντίχριστοι δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι αδύναμοι, ότι τρέφουν απόλυτη αγάπη για τον Θεό, ότι είναι γεμάτοι πίστη στον Θεό και ότι δεν έχουν ποτέ τους υπάρξει αρνητικοί, κρύβοντας από τους άλλους την πραγματική τους στάση και την πραγματική άποψη που κρύβουν στα βάθη της καρδιάς τους για την αλήθεια και τον Θεό. Στην πραγματικότητα, στα βάθη της καρδιάς τους, πιστεύουν στ’ αλήθεια πως είναι παντοδύναμοι; Πιστεύουν στ’ αλήθεια πως δεν έχουν καμία αδυναμία; Όχι. Επομένως, εφόσον γνωρίζουν πως διαθέτουν αδυναμίες, ανυπακοή και διεφθαρμένες διαθέσεις, γιατί μιλούν και συμπεριφέρονται με τέτοιον τρόπο μπροστά στους άλλους; Ο στόχος τους είναι προφανής: Το κάνουν απλώς και μόνο για να προστατεύσουν την κοινωνική τους θέση μεταξύ και ενώπιον των άλλων. Πιστεύουν πως εάν μπροστά σε άλλους είναι φανερά αρνητικοί, λένε φανερά κάποια πράγματα που είναι αδύναμα, αποκαλύπτουν την ανυπακοή τους και αναφέρονται στο να γνωρίσουν τον εαυτό τους, τότε αυτό είναι κάτι που βλάπτει την κοινωνική τους θέση και την υπόληψή τους, είναι απώλεια. Θα προτιμούσαν, επομένως, να πεθάνουν παρά να πουν ότι είναι αδύναμοι και αρνητικοί, και ότι δεν είναι τέλειοι, αλλά απλώς συνηθισμένοι άνθρωποι. Νομίζουν πως αν παραδεχτούν ότι έχουν διεφθαρμένη διάθεση, ότι είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, μικρά και ασήμαντα όντα, τότε θα χάσουν τη θέση τους στο μυαλό των ανθρώπων. Και έτσι, ό,τι και να γίνει, δεν μπορούν να αποχωριστούν αυτήν τη θέση, αλλά αντιθέτως κάνουν ό,τι μπορούν για να την εξασφαλίσουν. Κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα πρόβλημα, προσφέρονται να το λύσουν —μα μόλις δουν ότι μπορεί να φανερωθούν, ότι οι άνθρωποι μπορεί να τους καταλάβουν, κρύβονται γρήγορα. Αν εξακολουθεί να υπάρχει χώρος για ελιγμούς, αν εξακολουθούν να έχουν την ευκαιρία να μασκαρευτούν, την ευκαιρία να υποκριθούν ότι είναι ειδικοί, ότι γνωρίζουν γι’ αυτό το θέμα και το κατανοούν, και ότι μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, τότε σπεύδουν να αδράξουν την ευκαιρία να κερδίσουν την εκτίμηση του άλλου, να τον πληροφορήσουν ότι έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες σ’ αυτόν τον τομέα». «Οι αντίχριστοι θέλουν να παίξουν τον ρόλο των πνευματικών ανθρώπων, θέλουν να είναι οι πιο επιφανείς μεταξύ των αδελφών, να είναι άνθρωποι που κατέχουν την αλήθεια και κατανοούν την αλήθεια, και που μπορούν να βοηθήσουν εκείνους που είναι αδύναμοι και ανώριμοι. Και ποιος είναι ο στόχος τους με το να παίζουν αυτόν τον ρόλο; Πρώτον, πιστεύουν ότι οι ίδιοι έχουν ήδη υπερβεί τη σάρκα, έχουν παραγκωνίσει τις εγκόσμιες ανησυχίες, έχουν αποβάλει τις αδυναμίες της κανονικής ανθρώπινης φύσης και έχουν ξεπεράσει τις σαρκικές ανάγκες της κανονικής ανθρώπινης φύσης· θεωρούν τους εαυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να αναλάβουν σημαντικά καθήκοντα στον οίκο του Θεού, που μπορούν να ενδιαφέρονται για το θέλημα του Θεού, που τα μυαλά τους είναι γεμάτα με τα λόγια του Θεού. Χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως άνθρωπο που έχει ήδη επιτύχει τις απαιτήσεις του Θεού και έχει ικανοποιήσει τον Θεό, και που μπορεί να ενδιαφέρεται για το θέλημα του Θεού, και που μπορεί να κερδίσει τον όμορφο προορισμό που υποσχέθηκε το ίδιο το στόμα του Θεού. Κι έτσι, συχνά είναι υπεροπτικοί και θεωρούν τον εαυτό τους διαφορετικό από τους άλλους. Χρησιμοποιώντας τα λόγια και τις φράσεις που μπορούν να θυμηθούν και που είναι ικανοί να κατανοήσουν στο μυαλό τους, επιπλήττουν, καταδικάζουν και εξάγουν συμπεράσματα για τους άλλους· κατά τον ίδιον τρόπο, χρησιμοποιούν συχνά τις πρακτικές και τα ρητά που γεννιούνται από τη φαντασία των δικών τους αντιλήψεων για να εξαγάγουν συμπεράσματα για τους άλλους και να τους εκπαιδεύσουν, για να κάνουν τους άλλους να ακολουθήσουν αυτές τις πρακτικές και τα ρητά, επιτυγχάνοντας έτσι την κοινωνική θέση που επιθυμούν ανάμεσα στους αδελφούς και τις αδελφές. Πιστεύουν ότι εφόσον μπορούν να πουν τις σωστές λέξεις και φράσεις, καθώς και τα σωστά δόγματα, μπορούν να ξεστομίσουν μερικά συνθήματα, μπορούν να αναλάβουν λίγες ευθύνες στον οίκο του Θεού, μπορούν να αναλάβουν μια σημαντική εργασία, είναι πρόθυμοι να ηγηθούν και είναι ικανοί να διατηρήσουν την κανονική τάξη σε μια ομάδα ανθρώπων, τότε αυτό σημαίνει πως είναι πνευματικοί και πως η θέση τους είναι ασφαλής. Κι έτσι, καθώς παριστάνουν πως είναι πνευματικοί και καυχιούνται για την πνευματικότητά τους, παριστάνουν επίσης και ότι είναι παντοδύναμοι και ικανοί για τα πάντα, ένα τέλειο άτομο, και πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα και ότι είναι καλοί στα πάντα» («Κάνουν το καθήκον τους μόνο για να διακριθούν και να τροφοδοτήσουν τα δικά τους συμφέροντα και φιλοδοξίες· ποτέ δεν λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του οίκου του Θεού, και μάλιστα ξεπουλάνε αυτά τα συμφέροντα με αντάλλαγμα την προσωπική δόξα (Μέρος δέκατο)» στο βιβλίο «Εκθέτοντας τους αντίχριστους»).
Τα λόγια του Θεού μού έδειξαν γιατί ήμουν πάντα τόσο υποκρίτρια κι έδειχνα στη συναναστροφή μόνο την καλή πλευρά μου, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να κρύψω την άσχημη, κακή πλευρά μου απ’ όλους. Το έκανα για να προστατεύσω τη θέση που είχα στην καρδιά τους, για να διατηρήσω την εικόνα της παλιάς πιστής που είχαν για μένα. Έτσι θα νόμιζαν πως με τόσα χρόνια στην πίστη, ήμουν ξεχωριστή, διαφορετική απ’ τους άλλους αδελφούς και αδελφές, πως κατανοούσα την αλήθεια και είχα ανάστημα, κι έτσι θα με εκτιμούσαν και θα με θαύμαζαν. Κατάλαβα πως ήμουν αλαζονική, μοχθηρή και δόλια! Σκεφτόμουν πως ήμουν παλιά πιστή και κατανοούσα κάποια δόγματα, έτσι με θεωρούσα σπουδαία και προσποιούμουν το πνευματικό άτομο. Δεν κατείχα την πραγματικότητα της αλήθειας και δεν εστίαζα στην επιδίωξή της. Με το δόγμα, την καλή συμπεριφορά και κάποιες επιφανειακές θυσίες κάλυπτα το άσχημο γεγονός ότι στερούμουν την πραγματικότητα της αλήθειας. Το κλάδεμα και η αντιμετώπιση δεν με προβλημάτισαν και δεν γνώριζα τον εαυτό μου, δεν ανέλυσα τα προβλήματα και τη διαφθορά μου. Απέκρυψα τα άσχημα κίνητρα και τη διεφθαρμένη διάθεσή μου, ώστε να μην τα ξέρει κανείς, για να διαφυλάξω τη θέση και την εικόνα μου. Αυτές οι υποκριτικές επιδείξεις διέφεραν καθόλου από εκείνες των Φαρισαίων που αντιτάχθηκαν στον Κύριο Ιησού; Ο Κύριος Ιησούς επέπληξε τους Φαρισαίους: «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι ομοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν όμως γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. Ούτω και σεις έξωθεν μεν φαίνεσθε εις τους ανθρώπους δίκαιοι, έσωθεν όμως είσθε πλήρεις υποκρίσεως και ανομίας» (Κατά Ματθαίον 23:27-28). «Οδηγοί τυφλοί, οίτινες διυλίζετε τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνετε» (Κατά Ματθαίον 23:24). Δεν ήμουν ακριβώς το ίδιο; Φαινόμουν να συναναστρέφομαι σχετικά με την εμπειρία μου, αλλά απλώς μιλούσα για πράγματα που όλοι έβλεπαν, για κενά δόγματα, ενώ έκρυβα και δεν ανέφερα ποτέ τις αληθινές σκέψεις μου και ό,τι διεφθαρμένο και κακό είχα μέσα μου. Έτσι, οι άλλοι θα νόμιζαν πως παρόλο που ήμουν διεφθαρμένη και ανυπότακτη, και πάλι ήμουν πολύ καλύτερη από τους υπολοίπους. Διύλιζα τα κουνούπια, ενώ κατάπινα την καμήλα. Εξωτερικά έδειχνα ταπεινή, αλλά μέσα μου, απλώς προστάτευα το όνομα και το κύρος μου, την εικόνα που είχαν οι άλλοι για μένα. Ήμουν πολύ υποκρίτρια, ύπουλη και δόλια. Είχα ξεγελάσει όλους τους αδελφούς και τις αδελφές. Δεν ήμουν καλό, ακέραιο άτομο ούτε κρατούσα τη θέση μου ως δημιουργημένο ον, και δεν βίωνα το έργο του Θεού από την οπτική κάποιου βαθιά διεφθαρμένου απ’ τον Σατανά, αποδεχόμενη να απαλλαχτώ από τη διαφθορά μου με κρίση, παίδευση, κλάδεμα και αντιμετώπιση από τον Θεό. Αντιθέτως, μέσα από το καθήκον μου, επιδεικνυόμουν για να εδραιώνομαι και να παραπλανώ και ανταγωνιζόμουν τον Θεό για τον εκλεκτό λαό Του. Δεν ήταν αυτό το μονοπάτι της αντίθεσης στον Θεό, του αντίχριστου; Ήταν ένα μονοπάτι που καταδίκασε ο Θεός. Όσον αφορά εμένα, πέρα από τη μακροχρόνια πίστη μου, δεν ήμουν ισάξια των άλλων σε επίπεδο ή στην επιδίωξη της αλήθειας. Μετά από τόσο καιρό, δεν είχα την πραγματικότητα της αλήθειας και η διάθεση της ζωής μου δεν είχε αλλάξει. Ήμουν η ίδια η αλαζονική, υπεροπτική εικόνα του Σατανά και δεν είχα αρχές στο καθήκον μου. Όχι μόνο δεν φρόντισα το θέλημα του Θεού και δεν Τον εξύψωσα, αλλά παρακώλυσα και το ευαγγελικό μας έργο. Βάσει της πολύχρονης εμπειρίας μου ως πιστή, ήμουν πολύ αισχρή. Όμως, το θεώρησα κεφάλαιο που μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να εξυψωθώ και να με εκτιμούν οι άλλοι. Ήμουν πολύ παράλογη και αισχρή!
Σε μια πνευματική μου άσκηση, διάβασα το εξής χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Αν κάποιος δεν επιδιώκει την αλήθεια, δεν θα την καταλάβει ποτέ. Μπορείς να εκφέρεις τα γράμματα και τα δόγματα δέκα χιλιάδες φορές, μα θα παραμείνουν απλώς γράμματα και δόγματα. Ορισμένοι άνθρωποι λένε μόνο: “Ο Χριστός είναι η αλήθεια, η οδός και η ζωή”. Ακόμη κι αν επαναλάβεις αυτά τα λόγια δέκα χιλιάδες φορές, θα είναι και πάλι ανώφελο· δεν κατανοείς το νόημά τους. Γιατί λέγεται ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια, η οδός και η ζωή; Μπορείς να αρθρώσεις τη γνώση που έχεις αποκομίσει γι’ αυτό μέσω της εμπειρίας; Έχεις εισέλθει στην πραγματικότητα της αλήθειας, της οδού και της ζωής; Ο Θεός έχει εκφέρει τα λόγια Του για να τα βιώσετε και να αποκτήσετε γνώση· το να εκφράζετε απλώς γράμματα και δόγματα είναι ανώφελο. Μόνο όταν έχεις κατανοήσει τα λόγια του Θεού και έχεις εισέλθει σε αυτά, μπορείς να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Αν δεν κατανοείς τα λόγια του Θεού, δεν μπορείς να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Μόνο όταν έχεις την αλήθεια μπορείς να διακρίνεις πράγματα· χωρίς την αλήθεια, δεν μπορείς. Μόνο όταν έχεις την αλήθεια μπορείς να κατανοήσεις πλήρως κάποιο ζήτημα· χωρίς την αλήθεια, δεν μπορείς. Μόνο όταν έχεις την αλήθεια μπορείς να γνωρίσεις τον εαυτό σου· χωρίς την αλήθεια, δεν μπορείς. Μόνο όταν έχεις την αλήθεια μπορεί να αλλάξει η διάθεσή σου· χωρίς την αλήθεια, δεν μπορεί. Μόνο αφότου αποκτήσεις την αλήθεια μπορείς να υπηρετείς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού· χωρίς την αλήθεια, δεν μπορείς. Μόνο αφότου αποκτήσεις την αλήθεια μπορείς να λατρεύεις τον Θεό· χωρίς την αλήθεια, η λατρεία σου δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η εκτέλεση θρησκευτικών τελετουργιών. Όλα αυτά τα πράγματα εξαρτώνται από την απόκτηση της αλήθειας μέσα από τα λόγια του Θεού» («Πώς να γνωρίσουμε τη φύση του ανθρώπου» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Διαβάζοντάς το, με βοήθησε να καταλάβω σαφέστερα γιατί είχα πάρει το κακό μονοπάτι της αντίθεσης στον Θεό σαν Φαρισαία. Επειδή όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχα ποτέ επιδιώξει την αλήθεια ούτε την είχα κάνει πράξη, κι όταν διάβαζα τα λόγια του Θεού, εστίαζα απλώς στο κατά γράμμα νόημα. Δεν εισερχόμουν και δεν έκανα πράξη τα λόγια Του, και δεν είχα πραγματική κατανόηση της αλήθειας. Έτσι φυσικά, μπορούσα να εκθέτω μόνο το κατά γράμμα δόγμα. Στην πίστη μου, δεν αγαπούσα την αλήθεια ούτε διψούσα για τα λόγια του Θεού και ποτέ δεν ησύχαζα ενώπιον του Θεού για συλλογιστώ τα λόγια Του, όπως ποια πτυχή της αλήθειας αποκάλυπτε ένα χωρίο, πόσα κατανόησα, έκανα πράξη και εισήλθα σ’ αυτά, ποιο ήταν το θέλημα του Θεού ή πόσα είχε πετύχει μέσα μου. Όταν συνέβαινε κάτι, δεν σκεφτόμουν την κατάστασή μου υπό το πρίσμα των λόγων του Θεού, δεν αναλογιζόμουν τα προσωπικά μου προβλήματα και δεν εξέταζα τι είδους διαφθορά αποκάλυπτα και ποιες λανθασμένες αντιλήψεις είχα. Όπως ο Παύλος, κρατούσα συνεχώς τον εαυτό μου απασχολημένο σκεπτόμενη πώς να υποφέρω για το έργο μου και να ικανοποιήσω τις φιλοδοξίες μου. Ο ενσαρκωμένος Θεός των εσχάτων ημερών έχει εκφράσει πολλές αλήθειες κι έχει συναναστραφεί λεπτομερώς πάνω σε όλες τις πτυχές της αλήθειας. Κι αυτό για να κατανοήσουμε την αλήθεια, την αλήθεια της διαφθοράς μας από τον Σατανά, να μετανοήσουμε και να αλλάξουμε. Όμως πήρα τα λόγια του Θεού πολύ αψήφιστα. Δεν τα συλλογίστηκα, δεν τα αναζήτησα και δεν σκέφτηκα να τα κάνω πράξη ή να εισέλθω σ’ αυτά. Δεν ήταν εντελώς αντίθετο με το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας; Δεν ήταν ακριβώς όπως το μονοπάτι που πήραν Φαρισαίοι και πάστορες στη θρησκεία; Οι Φαρισαίους ενδιαφέρονταν μόνο να κηρύττουν, να υποφέρουν στο έργο τους και να προστατεύουν τις θέσεις τους. Ποτέ δεν έκαναν πράξη τα λόγια του Θεού ούτε μιλούσαν για την εμπειρία και την κατανόησή τους πάνω στα λόγια του Θεού. Δεν οδηγούσαν τους ανθρώπους στην πραγματικότητα της αλήθειας, απλώς τους παραπλανούσαν με κατά γράμμα ερμηνεία, γνώση και δόγματα. Με τον τρόπο αυτόν, αντιτίθεντο στον Θεό. Επίσης, δεν έκανα πράξη την αλήθεια στην πίστη μου, απλώς τηρούσα κάποιους κανόνες. Δεν έκανα μεγάλο κακό ή σπουδαία σφάλματα, αλλά το έπαιζα άψογη και μιλούσα στις συναθροίσεις για ό,τι φαινόταν σωστό, έτσι θεωρούσα ότι τα πήγαινα καλά στην πίστη μου. Κατάλαβα όμως πως ήμουν υποκρίτρια. Αποτελούσε αυτό αληθινή πίστη στον Θεό; Αν συνέχιζα αυτού του είδους την πίστη, χωρίς την πραγματικότητα της αλήθειας, χωρίς κάποια αλλαγή της διεφθαρμένης μου διάθεσης, τελικά δεν θα εξαλειφόμουν; Ήμουν γεμάτη τύψεις και προσευχήθηκα στον Θεό: «Δεν θέλω πια να είμαι υποκρίτρια. Θέλω να επιδιώξω την αλήθεια, να αποδεχτώ και να υποταχτώ στην κρίση και την παίδευσή Σου και ν’ αλλάξω».
Έπειτα, στην πνευματική μου άσκηση, διάβασα το εξής χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Για παράδειγμα, νομίζεις ότι όταν έχεις κάποια κοινωνική θέση, χρειάζεται να έχεις επιβλητική παρουσία και να μιλάς με συγκεκριμένο τόνο. Μόλις συνειδητοποιήσεις ότι αυτός είναι ένας εσφαλμένος τρόπος σκέψης, θα πρέπει να τον εγκαταλείψεις· μην βαδίσεις σ’ αυτό το μονοπάτι. Όταν έχεις σκέψεις σαν κι αυτές, πρέπει να βγεις από αυτήν την κατάσταση και να μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να κολλήσει μέσα σ’ αυτήν. Μόλις κολλήσεις μέσα σ’ αυτήν και διαμορφωθούν αυτές οι σκέψεις και οι απόψεις μέσα σου, θα μεταμφιέζεσαι, θα καλύπτεις τον εαυτό σου με περιτύλιγμα και θα το κάνεις απίστευτα σφιχτά, ώστε κανείς να μην μπορεί να σε καταλάβει ή να αποκτήσει μια αίσθηση της καρδιάς και του μυαλού σου. Θα μιλάς με τους άλλους λες και φοράς προσωπείο. Δεν θα μπορούν να δουν την καρδιά σου. Πρέπει να μάθεις να αφήνεις τους άλλους να δουν την καρδιά σου· μάθε να την ανοίγεις στους άλλους και να τους προσεγγίζεις —εσύ απλώς ακολουθείς την αντίθετη προσέγγιση. Αυτή δεν είναι η αρχή; Αυτό δεν είναι το μονοπάτι άσκησης; Ξεκίνα από μέσα από τις σκέψεις και την αντίληψή σου: Τη στιγμή που νιώθεις πως θες να περιτυλίξεις τον εαυτό σου, πρέπει να προσευχηθείς με τα εξής λόγια: “Ω, Θεέ μου! Θέλω πάλι να μεταμφιεστώ και είμαι έτοιμος να εμπλακώ σε πλεκτάνες και απάτες για μια ακόμη φορά. Τι διάβολος που είμαι! Σε κάνω να με απεχθάνεσαι τόσο πολύ! Αυτή τη στιγμή αηδιάζω τόσο πολύ με τον εαυτό μου! Σε παρακαλώ, πειθάρχησέ με, επίπληξέ με και τιμώρησέ με”. Πρέπει να προσευχηθείς και να βγάλεις τη στάση σου στο φως. Αυτό αφορά το πώς ασκείσαι. Σε ποια πλευρά της ανθρώπινης φύσης στοχεύει αυτή η άσκηση; Στοχεύει στις σκέψεις και στις ιδέες, καθώς και στις προθέσεις που έχουν αποκαλύψει οι άνθρωποι αναφορικά με ένα ζήτημα, όπως επίσης και στο μονοπάτι στο οποίο βαδίζουν και την κατεύθυνση που ακολουθούν. Δηλαδή, μόλις σου έρθουν τέτοιες ιδέες και θέλεις να ενεργήσεις βάσει αυτών, θα πρέπει να τις περιορίσεις και μετά να τις αναλύσεις. Μόλις περιορίσεις και αναλύσεις τις σκέψεις σου, δεν θα εκφράζεις πολύ λιγότερο αυτές τις σκέψεις και δεν θα ενεργείς πολύ λιγότερο βάσει αυτών; Επιπλέον, δεν θα υποχωρούσαν τότε οι διεφθαρμένες εσωτερικές διαθέσεις σου;» («Για να επιλύσει κάποιος τη διεφθαρμένη διάθεσή του, πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένο μονοπάτι πράξης» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Τα λόγια του Θεού μού υπέδειξαν το μονοπάτι άσκησης. Για να διορθώσω την υποκριτική και δόλια σατανική μου διάθεση, έπρεπε να κάνω πράξη την αλήθεια και να είμαι έντιμη, να μάθω να ανοίγομαι στον Θεό, να συναναστρέφομαι με τους άλλους με ειλικρίνεια, και μπροστά στα προβλήματα, να μιλώ για τις αληθινές αντιλήψεις και σκέψεις μου. Όταν έτεινα να γίνω πάλι υποκρίτρια, έπρεπε να προσεύχομαι στον Θεό, να απαρνούμαι τον εαυτό μου και να κάνω το αντίθετο. Έπρεπε να φανερώνω, να αποκαλύπτω και να αναλύω τη διαφθορά μου και να μην αφήνω τη σατανική μου διάθεση να υπερισχύει. Θυμήθηκα τα λόγια του Θεού: «Αν έχεις πολλές εκμυστηρεύσεις που είσαι απρόθυμος να μοιραστείς, αν είσαι απέχεις από το να αποκαλύπτεις τα μυστικά σου —δηλαδή τις δυσκολίες σου— μπροστά σε άλλους ώστε να αναζητήσεις την οδό του φωτός, τότε Εγώ λέω ότι είσαι κάποιος που δεν θα αποκτήσει εύκολα σωτηρία και δεν θα αναδυθεί εύκολα απ’ το σκοτάδι» («Οι τρεις νουθεσίες» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Ένιωσα τότε πόσο σημαντικό είναι να είναι κανείς έντιμος. Όλα τα χρόνια που πίστευα, δεν είχα κάνει πράξη ούτε είχε εισέλθει σε μια τόσο βασική αλήθεια όπως αυτή. Ήταν θλιβερό! Έτσι, προσευχήθηκα στον Θεό, πρόθυμη να μετανοήσω, να κάνω πράξη την αλήθεια και να είμαι έντιμη.
Στο εξής, όποτε άκουγα κάποιον να λέει πως κατανοούσα την αλήθεια και είχα ανάστημα, ένιωθα πολύ άβολα και αμήχανα. Δεν πανηγύριζα όπως στο παρελθόν. Μια φορά, συνάντησα μιαν αδελφή που άκουσε πως πίστευα για πολύ καιρό και μπορούσα να υποφέρω για το καθήκον μου, και με θαύμαζε πολύ. Μου είπε κατά πρόσωπο: «Αδελφή, ξέρω πως πιστεύεις πολύ καιρό, έχεις ακούσει πολλά κηρύγματα και κατανοείς πολλές αλήθειες. Σε θαυμάζω πολύ». Όταν το άκουσα, φοβήθηκα και μου σηκώθηκε η τρίχα. Αμέσως, εξήγησα την αλήθεια γι’ αυτό λέγοντας: «Αδελφή, δεν είναι ακριβώς έτσι. Μην κοιτάς μόνο τα φαινόμενα. Πιστεύω στον Θεό για πολύ καιρό, αλλά δεν έχω επίπεδο και δεν αγαπώ ούτε επιδιώκω την αλήθεια. Όλα τα χρόνια που πιστεύω, κάνω μόνο κάποιες επιφανειακές θυσίες. Κάνω κάποια καλά πράγματα και πληρώνω το τίμημα, αλλά δεν έχω αρχές στο καθήκον μου και η διάθεση της ζωής μου δεν έχει αλλάξει πολύ. Δεν έχω καταφέρει να επωμιστώ τα καθήκοντα που μου έχει αναθέσει ο Θεός. Δεν σέβομαι το θέλημα του Θεού ούτε Τον εξυψώνω, αντιθέτως, Του αντιτίθεμαι και Τον ντροπιάζω». Αργότερα, συναναστράφηκα μαζί της ως εξής: «Η θεώρησή σου δεν συνάδει με την αλήθεια. Μην εκθειάζεις τυφλά κάποιον, αλλά να κοιτάς τους ανθρώπους και τα πράγματα βάσει των αληθειών στα λόγια του Θεού. Πώς κοιτάζει ο Θεός τους ανθρώπους; Δεν ενδιαφέρεται για το πόσα χρόνια πιστεύουν, πόσο έχουν υποφέρει, πόσο έχουν τρέξει ή πόσα μπορούν να κηρύξουν. Αλλά για το αν επιδιώκουν την αλήθεια, αν η διάθεσή τους έχει αλλάξει κι αν μπορούν να δώσουν μαρτυρία στο καθήκον τους. Κάποιοι νέοι πιστοί μπορούν να επιδιώκουν την αλήθεια και να εστιάζουν στην άσκηση και στην είσοδό τους. Προοδεύουν γρήγορα. Είναι πολύ καλύτεροι από μένα. Θα πρέπει να θαυμάζεις αυτούς για τη σοβαρότητα και την προσπάθειά τους στην επιδίωξη της αλήθειας, όχι εμένα επειδή είμαι παλιά πιστή ή επειδή έχω υποφέρει. Ο χρόνος κάποιου στην πίστη καθορίζεται απ’ τον Θεό. Δεν είναι κάτι άξιο θαυμασμού. Αν ένας παλιός πιστός δεν επιδιώκει την αλήθεια και η διάθεση της ζωής του δεν έχει αλλάξει, αλλά κάνει επιφανειακά μόνο κάποια καλά πράγματα, είναι Φαρισαίος που παραπλανεί τους άλλους. Γι’ αυτό, τα πιο σημαντικά είναι η επιδίωξη της αλήθειας και η αλλαγή στη διάθεση». Μετά απ’ αυτήν τη συναναστροφή, ένιωθα πολύ πιο ήρεμη. Μετά απ’ αυτό, σταμάτησα να μιλώ για δόγματα και να καυχιέμαι στις συναθροίσεις, αλλά μιλούσα για την κατανόηση του εαυτού μου μέσα από τα λόγια του Θεού. Επίσης ανακοίνωσα: «Έχω αποκτήσει πολύ μικρή αυτογνωσία. Δεν έχω αλλάξει ακόμα, δεν το έχω κάνει πράξη και δεν έχω εισέλθει ακόμα σ’ αυτό». Η συναναστροφή μου ήταν πιο επιφανειακή, αλλά ένιωθα πιο ήρεμη.
Μέσα από την εμπειρία μου, έχω βεβαιωθεί για ένα πράγμα και το έχω βιώσει βαθιά. Ανεξάρτητα από το πόσο καιρό κάποιοι πιστεύουν, πόσο καλοί φαίνονται, πόσο καλά συμπεριφέρονται, πόσο υποφέρουν και εργάζονται, αν δεν επιδιώκουν την αλήθεια, δεν υποτάσσονται στην κρίση, την παίδευση, το κλάδεμα και την αντιμετώπιση του Θεού, αν δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους και δεν εισέρχονται στην πραγματικότητα των λόγων του Θεού όταν προκύπτουν προβλήματα, αν η σατανική τους διάθεση δεν έχει αλλάξει, βρίσκονται στο μονοπάτι των Φαρισαίων και των αντίχριστων. Όταν το επιτρέψουν οι περιστάσεις, θα μετατραπούν σε αντίχριστους, σε απατεώνες. Αυτό είναι βέβαιο. Είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Έχω δει πόσο σημαντικό είναι κάποιος να επιδιώκει την αλήθεια να υποτάσσεται στην κρίση, την παίδευση και την αντιμετώπιση του Θεού, για να σωθεί και να αλλάξει τη διάθεσή του! Δόξα τω Θεώ!