62. Αφύπνιση ενώπιον μιας αποτυχίας
Προτού πιστέψω στον Θεό, είχα μορφωθεί από το ΚΚΚ και το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να γίνω κάποια και να τιμήσω την οικογένειά μου. Ύστερα, μπήκα σε μια σχολή και έγινα δικηγόρος Πάντα ένιωθα πως ήμουν ανώτερη από τους άλλους. Όπου κι αν πήγαινα, προσπαθούσα πάντα να κάνω επίδειξη, περίμενα οι άλλοι να συμμερίζονται τις απόψεις μου σε όλα και να ενεργούν σύμφωνα με όσα έλεγα. Δεν καταλάβαινα τότε ότι αυτό ήταν μια αλαζονική διάθεση. Ένιωθα πως ήμουν αρκετά σπουδαία. Αφού άρχισα να πιστεύω στον Θεό, διαβάζοντας τον λόγο του Παντοδύναμου Θεού, αναγνώρισα τελικά τη δική μου αλαζονική διάθεση και είδα ότι όχι μόνο είχα φιλοδοξίες και επιθυμίες, αλλά ότι ήμουν και πολύ υπερόπτρια και αυτάρεσκη. Υπήρχαν φορές που όταν μιλούσα ή έκανα κάτι, δεν το συζητούσα με κανέναν και επέμενα να περνά το δικό μου. Παρόλο που κατανόησα κάπως τον εαυτό μου, πίστευα ότι δεν ήταν σοβαρά προβλήματα αυτά. Θυμάμαι ότι διάβασα κάποτε στον λόγο του Θεού: «Το να έχετε μια αμετάβλητη διάθεση σημαίνει πως είστε εχθρικοί προς τον Θεό». Συλλογίστηκα την πρόταση: «Το να έχετε μια αμετάβλητη διάθεση σημαίνει πως είστε εχθρικοί προς τον Θεό». Και οι άνθρωποι με καλή ανθρώπινη φύση; Ή οι άνθρωποι που είναι υπάκουοι στον Θεό; Πρέπει να αλλάζει η διάθεσή τους; Και τι σημαίνει δηλαδή αλλαγμένη διάθεση; Νόμιζα ότι πιστεύαμε στον Χριστό και ο Χριστός είναι ένας πρακτικός Θεός, άρα αφού πιστεύουμε στον Χριστό δεν σημαίνει ότι υπακούμε τον Χριστό; Οπότε, αν υπακούμε τον Χριστό σημαίνει ότι είμαστε συμβατοί με τον Χριστό. Ιδίως όταν σκεφτόμουν ότι είχα εγκαταλείψει την καριέρα και την οικογένειά μου, επιλέγοντας να δαπανώ για τον Θεό, έλεγα «δεν είναι αυτό σημάδι ότι πιστεύω στον Χριστό και είμαι συμβατή με τον Χριστό;» Όμως, τότε δεν ήξερα και δεν καταλάβαινα πως έπρεπε να πετύχω αλλαγή στη διάθεση της ζωής μου για να είμαι συμβατή με τον Χριστό, κι έτσι, εκτελούσα τα καθήκοντά μου καθαρά και μόνο από ενθουσιασμό. Αγνοούσα, επίσης, τι ήταν είσοδος στη ζωή, όπως αγνοούσα και τι ήταν αλλαγή διάθεσης. Θα μπορούσατε να πείτε ότι δεν είχα καθόλου εμπειρία ζωής. Πότε εντέλει κατάφερα ν’ αποκτήσω κάποια γνήσια κατανόηση; Μόνο όταν βίωσα σκληρό κλάδεμα και σφοδρή αντιμετώπιση, έπεσα σε περισυλλογή και είδα ότι η φύση μου ήταν ουσιαστικά πολύ αλαζονική. Δεν ήξερα ν’ αναζητώ την αλήθεια ή να κάνω πράξη τον λόγο του Θεού όταν μου συνέβαιναν πράγματα και δεν είχα καθόλου υπακοή στον Θεό. Θα μπορούσατε να πείτε ότι, δεν ήμουν συμβατή με τον Χριστό. Αφού βίωσα αυτό το κλάδεμα και την αντιμετώπιση, απέκτησα εντέλει πραγματική κατανόηση του τι εννοούσε ο Θεός όταν είπε: «Το να έχετε μια αμετάβλητη διάθεση σημαίνει πως είστε εχθρικοί προς τον Θεό».
Το 2014, επειδή πίστευα στον Θεό, διώχθηκα από το ΚΚΚ και διέφυγα στο εξωτερικό, Αφού έφτασα εκεί, οι αδελφοί και οι αδελφές μου είδαν ότι δαπανούσα εαυτόν με ενθουσιασμό και ήμουν αξιόλογη, οπότε με επέλεξαν ως επικεφαλής της εκκλησίας και συχνά με συνέστηναν για να συμμετέχω σε εκδηλώσεις και να δίνω συνεντεύξεις. Όμως, αυτά τα πράγματα έγιναν το κεφάλαιό μου. Ήμουν ήδη αλαζονική, και με αυτό το κεφάλαιο, έγινα αδιανόητα αλαζονική. Πίστευα ότι η εκκλησία δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς εμένα και ότι έκανα σημαντικό έργο. Όταν οι αδελφοί και οι αδελφές μου ήθελαν να συζητήσουμε πράγματα που εγώ έβρισκα πολύ τετριμμένα, δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ και πίστευα πως έκαναν πολλή φασαρία για το τίποτα. Αν επέμεναν να με ρωτάνε, εκνευριζόμουν. «Τι με ρωτάς για τέτοια μικροπράγματα; Αξίζουν ν’ ασχοληθώ; Βγάλ’ τα πέρα μόνος σου». Και αν επέμεναν, τότε το ύφος μου γινόταν μονομιάς ανακριτικό και επικριτικό μέχρι και διάλεξη τους έκανα σαν να ήμουν ανώτερη. Στην πραγματικότητα, όταν φερόμουν έτσι στους αδελφούς και τις αδελφές μου, έως κι εγώ ένιωθα ότι ήταν ανάρμοστο. Ένιωθα ότι τους πλήγωνα κάπως. Πρέπει, όμως, να καταλάβετε πως ζώντας με τέτοια αλαζονική διάθεση, είχα χάσει κάθε ανθρώπινη φύση. Χάθηκε και εκείνο το ψήγμα αυτοκριτικής. Έτσι ενεργούσα στη δουλειά και στη ζωή μου. Για ό,τι έκανα στο πλαίσιο των καθηκόντων μου, έπρεπε να έχω τον τελευταίο λόγο. Όταν συζητούσα διάφορα με τους αδελφούς και τις αδελφές μου και άκουγα γνώμες ή προτάσεις που δεν μου άρεσαν, αμέσως τους απόπαιρνα χωρίς δεύτερη σκέψη και απαξίωνα τις απόψεις τους σαν να ήταν ασήμαντες. Ήθελα όλα να γίνονται όπως ακριβώς ήθελα εγώ. Επιπλέον, σπάνια έθετα ζητήματα στη δουλειά προς συζήτηση και αναζήτηση με τους συνεργάτες μου, επειδή πίστευα πως αφού έκανα τα καθήκοντά μου τόσο καιρό, είχα αποκτήσει αρκετή πείρα, ώστε να βρίσκω λύσεις αναλύοντας και μελετώντας τις καταστάσεις, και πως οι συνεργάτες μου δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη δουλειά, οπότε δεν καταλάβαιναν πολλά. Θεωρούσα πως, αν τους μιλούσα, δεν θα μπορούσαν να συμβάλουν σε τίποτα, ούτε να καταλάβουν καλύτερα από εμένα. Θεωρούσα πως η διαδικασία της συζήτησης ήταν απλά χάσιμο χρόνου, κάτι που έπρεπε τυπικά να γίνει. Έτσι, σταδιακά, έπαψα να θέλω να συνεργάζομαι μαζί τους. Όταν έρχονταν να με βρουν οι ανώτεροί μου σχετικά με τη δουλειά μου, πάλι εκνευριζόμουν πολύ και δεν ήθελα να δέχομαι εποπτεία ή υποδείξεις από άλλους ανθρώπους. Τότε άρχισα να νιώθω ότι η κατάστασή μου δεν ήταν σωστή. Οι αδελφοί και οι αδελφές μου, μου έλεγαν: «Είσαι τρομερά αλαζονική και αυτάρεσκη και δεν θέλεις να συνεργάζεσαι με κανέναν. Αρνείσαι να δεχτείς εποπτεία και υποδείξεις για τα καθήκοντα και τη δουλειά σου, και δεν θέλεις να ανακατεύεται κανείς στη δουλειά σου». Οι προειδοποιήσεις αυτές και η βοήθεια από τους συνεργάτες μου ήταν, στην ουσία, ένα είδος κλαδέματος και αντιμετώπισης, αλλά δεν έδινα σημασία. Πίστευα ότι, αν και ήμουν αλαζονική, χωρίς πολλή είσοδο στη ζωή ή κάποια αλλαγή, εκτελούσα ακόμη τα καθήκοντά μου, το πρόβλημα δεν ήταν μεγάλο. Δεν έπαιρνα στα σοβαρά τη βοήθεια και τις προειδοποιήσεις των αδελφών μου. Τα υποτιμούσα. Πίστευα πως η αλαζονική διάθεση ή η σατανική φύση μου δεν ήταν κάτι που μπορούσα ν’ αλλάξω από τη μια στιγμή στην άλλη. Σκεφτόμουν ότι είναι μια μακρά διαδικασία και για την ώρα έπρεπε να ασχοληθώ με τη δουλειά μου και την καλή εκτέλεση των καθηκόντων μου.
Όμως, όταν ζούμε μέσα σε αλαζονική διάθεση, δεν σημαίνει πως δεν νιώθουμε τίποτα. Ένιωθα την καρδιά μου πολύ κενή τότε. Μερικές φορές, αφού τελείωνα μια δουλειά, συλλογιζόμουν και αναρωτιόμουν «Όσο το κάνω ή αφού ολοκληρωθεί, τι αλήθειες έχω αποκτήσει; Σε ποιες αρχές έχω αποκτήσει είσοδο; Έχει αλλάξει με κάποιον τρόπο η διάθεση της ζωής μου;» Μα δεν κατόρθωνα ποτέ τίποτα. Γιατί άραγε; Επειδή κάθε μέρα πάσχιζα και σκοτωνόμουν για να φέρω σε πέρας τη δουλειά μου, και όποτε πνιγόμουν στη δουλειά, ξεχείλιζα αγανάκτηση και θυμό. Με το παραμικρό, μπορούσα να βγω εκτός εαυτού. Όταν προσευχόμουν στον Θεό, απλά το διεκπεραίωνα μηχανικά. Δεν είχα τίποτα να πω στον Θεό από καρδιάς. Ούτε έλαβα φώτιση ή διαφώτιση από την βρώση και την πόση των λόγων του Θεού. Ένιωθα τότε πολύ κενή και γεμάτη αγωνία. Ένιωθα πως όσο εκτελούσα τα καθήκοντά μου, τόσο απομακρυνόμουν από τον Θεό και δεν ένιωθα τον Θεό στην καρδιά μου. Φοβόμουν μη με εγκαταλείψει ο Θεός. Έτσι, έσπευσα ενώπιον του Θεού και προσευχήθηκα: «Θεέ μου! Δεν μπορώ να σώσω τον εαυτό μου, και δεν με ελέγχω, γι’ αυτό ζητώ από Σένα να με σώσεις». Λίγο μετά από αυτό, βίωσα αιφνιδιαστικά κλάδεμα και αντιμετώπιση.
Κάποτε, όταν ο αδελφός άνωθεν μου έκανε ερωτήσεις για τη δουλειά μου, εντόπισε ένα πρόβλημα στον τρόπο που είχα χειριστεί τη διάθεση των χρημάτων της εκκλησίας. Διαπίστωσε πως όταν είχα αποφασίσει πώς θα ξοδεύονταν τα λεφτά, δεν το είχα συζητήσει με τους συνεργάτες ή τους επικεφαλής μου. Μου είπε: «Αυτό αφορά στα έξοδα της εκκλησίας. Γιατί δεν το συζήτησες με τους συνεργάτες σου ή τους επικεφαλής; Είναι σωστό να αποφασίζεις μόνη σου;» Δεν έβρισκα τι απάντηση να δώσω στην ερώτησή του. Τότε, πραγματικά δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω στον αδελφό. Γιατί; Δεν ήξερα καθόλου γιατί, διότι πραγματικά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Μετά από αυτό, άρχισα ν’ αναλογίζομαι. Εκείνη την περίοδο, επειδή ζούσα μέσα στην αλαζονική φύση μου, δεν είχα καθόλου φυσιολογική σύνεση, δεν ήξερα ότι τα καθήκοντά μου ήταν η αποστολή του Θεού για εμένα και ότι έπρεπε να τα εκτελώ βάσει αρχών και ν’ αναζητώ την αλήθεια. Δεν ήξερα πως έπρεπε να έχω συζητήσει και συναποφασίσει γι’ αυτά τα θέματα με τους συνεργάτες μου και τους επικεφαλής. Μου έλειπε η σύνεση επειδή ζούσα μέσα στην αλαζονική διάθεσή μου. Και δεν είχα την παραμικρή επίγνωση. Νόμιζα μάλιστα πως ήταν κάτι που κατανοούσα και δεν χρειαζόταν ν’ αναζητώ ή να το εξετάζω. Ο αδελφός με αντιμετώπισε λέγοντας: «Είσαι αλαζονική και αυτάρεσκη και στερείσαι κάθε σύνεση. Αυτές είναι προσφορές στον Θεό από τον εκλεκτό λαό Του και έπρεπε να είχαν ξοδευτεί λογικά βάσει αρχών. Τώρα οι προσφορές κατασπαταλήθηκαν, οπότε πρέπει ν’ αποδώσουμε ευθύνη σύμφωνα με την αρχή». Δεν αποκρίθηκα, αλλά μέσα μου εξακολουθούσα να πιστεύω ότι είχα δίκιο. Δεν είχα κλέψει τις προσφορές. Τις είχα ξοδέψει εκτελώντας έργο για την εκκλησία, οπότε γιατί να φέρω ευθύνη;
Μετά από αυτό, οι ανώτεροί μας ήρθαν στην εκκλησία για να μας συναντήσουν, συναναστράφηκαν για το πρόβλημά μου και το ανέλυσαν με λόγια του Θεού. Τότε, χρησιμοποίησα κι εγώ λόγια του Θεού για να εξηγήσω πώς κατανοούσα εαυτόν, αλλά μέσα μου ήξερα ότι με αυτή τη συναναστροφή πάνω στον λόγο του Θεού απλά εκδήλωνα την ανυποταξία, τη δυσαρέσκεια και την έλλειψη κατανόησης που είχα σωρεύσει στην καρδιά μου. Ένιωθα πως δούλευα σκληρά και δεν έπαιρνα την παραμικρή αναγνώριση. Οι ανώτεροί μου είδαν ότι δεν είχα γνήσια κατανόηση της φύσης μου, οπότε, αφού ζήτησαν τη συναίνεση των αδελφών μου, με απάλλαξαν από τη θέση μου ως επικεφαλής της εκκλησίας. Εκείνη τη στιγμή, δεν ένιωσα ιδιαίτερη μεταμέλεια. Στη συνέχεια, όμως, οι ανώτεροί μου άρχισαν να εξετάζουν λεπτομερώς κάθε δαπάνη και μέσα από αυτή τη διαδικασία, συνειδητοποίησα εντέλει πως υπήρχαν κάποια προβλήματα. Καθώς οι ζημίες συσσωρεύονταν και το ποσό μεγάλωνε, ξεπέρασε τις οικονομικές μου δυνατότητες και άρχισα να νιώθω φόβο. Άρχισα ν’ αναλογίζομαι τις αποφάσεις μου για τη διάθεση των χρημάτων και την απαξιωτική, αφ’ υψηλού στάση μου και άρχισα να νιώθω γνήσια μεταμέλεια και να αποστρέφομαι τον εαυτό μου. Δεν φανταζόμουν ότι επειδή στηριζόμουν στη σατανική μου φύση για τα καθήκοντά μου, θα προκαλούνταν τέτοιες ζημίες στην εκκλησία. Αντιμέτωπη με τα γεγονότα, έσκυψα το κεφάλι που με περίσσια περηφάνεια κρατούσα ψηλά. Δεν ήθελα παρά να χαστουκίσω τον εαυτό μου. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι είχα πράγματι κάνει τέτοια πράγματα.
Κατόπιν, άκουσα τον αδελφό στη συναναστροφή του. «Σήμερα, υπάρχουν επικεφαλής και εργάτες που πιστεύουν στον Θεό επί 10 ή 20 χρόνια, αλλά γιατί δεν κάνουν πράξη έστω και λίγη αλήθεια παρά ενεργούν κατά βούληση; Δεν συνειδητοποιούν ότι οι αντιλήψεις και οι φαντασίες τους δεν είναι η αλήθεια; Γιατί δεν αναζητούν την αλήθεια; Δαπανούν εαυτούς ακούραστα, εκτελούν τα καθήκοντά τους απ’ το πρωί έως το βράδυ χωρίς να φοβούνται την υπερκόπωση, και όμως, γιατί στερούνται αρχών μετά από χρόνια πίστης στον Θεό; Εκτελούν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τις δικές τους ιδέες, κάνοντας ό,τι θέλουν. Μερικές φορές, σοκάρομαι όταν βλέπω τι κάνουν. Συνήθως δείχνουν αρκετά καλοί. Δεν πράττουν το κακό και μιλούν καλά. Δύσκολα φαντάζεται κανείς πως είναι ικανοί για τέτοιες γελοιότητες. Σε τόσο σημαντικά θέματα, γιατί δεν αναζητούν ή δεν ζητούν συμβουλές; Γιατί επιμένουν να περνά το δικό τους και να έχουν τον τελευταίο λόγο σε όλα; Δεν είναι αυτό σατανική διάθεση; Όταν χειρίζομαι σημαντικά θέματα, μιλώ συχνά με τον Θεό, αναζητώ και Του ζητάω να με βοηθήσει. Μερικές φορές, ο Θεός λέει πράγματα που έρχονται σε αντίθεση με τις φαντασίες μου, αλλά πρέπει να υπακούσω και να κάνω αυτό που θέλει ο Θεός. Σε σοβαρά ζητήματα, δεν τολμώ να ενεργώ κατά το δοκούν. Τι θα συνέβαινε αν έκανα λάθος; Ας αναλάβει ο Θεός καλύτερα. Αυτό το βασικό επίπεδο ευλάβειας για τον Θεό είναι κάτι που όλοι οι επικεφαλής και οι εργάτες πρέπει να έχουν. Διαπίστωσα, όμως, πως κάποιοι επικεφαλής και εργάτες είναι ασεβείς. Θέλουν πάντα να γίνεται το δικό τους. Πού είναι το πρόβλημα σ’ αυτό; Είναι πραγματικά επικίνδυνο όταν η διάθεσή μας δεν έχει αλλάξει. Γιατί ο οίκος του Θεού ορίζει ομάδες αποφάσεων; Η ομάδα αποφάσεων είναι απλά άνθρωποι που συζητούν, ερευνούν και αποφασίζουν από κοινού για ένα θέμα, ώστε να αποφεύγονται σοβαρά λάθη και ζημίες. Όμως, κάποιοι παρακάμπτουν τις ομάδες αποφάσεων και κάνουν του κεφαλιού τους. Δεν γίνονται ο διάβολος Σατανάς; Όποιος παρακάμπτει ομάδες αποφάσεων και κάνει του κεφαλιού του είναι ο διάβολος Σατανάς. Σε όποια βαθμίδα ηγεσίας κι αν είναι, αν παρακάμπτουν ομάδες αποφάσεων, δεν υποβάλουν σχέδια προς έγκριση και ενεργούν αυτοβούλως, τότε είναι ο διάβολος Σατανάς και πρέπει να εξοντώνονται και να αποπέμπονται» (Κηρύγματα και Συναναστροφή για την Είσοδο στη Ζωή). Κάθε λέξη από τη συναναστροφή του αδελφού διαπερνούσε την καρδιά μου. Ίσως υπάρχουν αδελφοί και αδελφές που δεν ξέρουν το υπόβαθρο αυτών των θεμάτων, αλλά εγώ ήξερα ότι όλα όσα έλεγε αφορούσαν εμένα και ξεγύμνωνε εντελώς την κατάστασή μου. Όταν άκουσα τον αδελφό να λέει ότι τέτοιοι άνθρωποι είναι ο διάβολος Σατανάς που πρέπει να εξοντωθεί και ν’ αποπεμφθεί, ξαφνικά έμεινα εμβρόντητη. Ένιωσα σαν να είχα μόλις καταδικαστεί σε θάνατο. Σκέφτηκα: «Ξόφλησα. Τώρα, ποτέ δεν θα σωθώ πλήρως. Η ζωή της πίστης μου στον Θεό έφτασε στο τέλος της. Η πίστη μου στον Θεό τερματίστηκε». Εκείνη τη στιγμή, φοβήθηκα πολύ. Ανέκαθεν ένιωθα ότι ο Θεός με φρόντιζε πολύ καλά. Είχα καλή μόρφωση και δουλειά, τα καθήκοντα που εκτελούσα στον οίκο του Θεού ήταν πολύ σημαντικά και οι αδελφοί και οι αδελφές μου με θαύμαζαν, οπότε πάντα θεωρούσα ότι ήμουν πολύ ξεχωριστή για τον Θεό. Πίστευα ότι εγώ θα ήμουν αυτή που θα εκπαιδευόμουν στον οίκο του Θεού. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα με αποστρεφόταν και θα με εξόντωνε ο Θεός, επειδή είχα προσβάλει τη διάθεση του Θεού. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισα να νιώθω ότι η διάθεση του Θεού είναι δίκαιη και δεν ανέχεται ύβρη, ότι ο οίκος του Θεού διοικείται από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και ότι δεν επιτρέπει ποτέ σε κανέναν να επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά. Στην εκκλησία, πρέπει να εκτελούμε τα καθήκοντά μας σύμφωνα με την αρχή και ν’ αναζητάμε την αλήθεια και όχι να κάνουμε απλά ό,τι θέλουμε ή να ενεργούμε όπως μας αρέσει. Συλλογιζόμουν πως, αφού είχα προξενήσει χαλασμό και είχα ξοδέψει απερίσκεπτα τις προσφορές της εκκλησίας, είχα προσβάλει τη διάθεση του Θεού και κανείς δεν μπορούσε να με σώσει. Δεν είχα παρά να περιμένω να εξοντωθώ από τον οίκο του Θεού.
Τις ημέρες που ακολούθησαν, με το που άνοιγα τα μάτια μου κάθε πρωί, ένιωθα έναν στιγμιαίο τρόμο και αποκαρδιωνόμουν τόσο που δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Ένιωθα πως δεν ήξερα πού θα βρισκόμουν στη συνέχεια, ότι το λάθος μου ήταν πάρα πολύ σοβαρό και πως κανείς δεν μπορούσε να με σώσει. Μπορούσα μόνο να πηγαίνω ενώπιον του Θεού, να προσεύχομαι στον Θεό και να Του λέω τι είχα στην καρδιά μου. Είπα στον Θεό: «Θεέ μου, έσφαλα. Δεν φαντάστηκα ποτέ πως αυτή θα ήταν η κατάληξη. Παλιά, δεν Σε γνώριζα και δεν Σε σεβόμουν μέσα στην καρδιά μου. Ήμουν αλαζονική και αυτάρεσκη στην παρουσία Σου, είχα ανάρμοστη συμπεριφορά και στερούμουν κάθε σύνεσης, κι έτσι σήμερα, υφίσταμαι κλάδεμα, αντιμετώπιση, παίδευση και κρίση. Βλέπω τη δίκαιη διάθεσή Σου. Επιθυμώ να υπακούσω και να διδαχθώ από αυτήν την κατάσταση. Σε ικετεύω, Θεέ μου, μη με εγκαταλείπεις, γιατί δεν μπορώ να ζω χωρίς Eσένα». Τις ημέρες που ακολούθησαν, συνέχισα να προσεύχομαι έτσι. Ένα πρωί, άκουσα έναν ύμνο των λόγων του Θεού. «Πρέπει να έχεις μια τέτοιου είδους κατανόηση κάθε φορά που συμβαίνει κάτι: “Ό,τι κι αν συμβεί, όλα είναι μέρος της επίτευξης του στόχου μου και είναι έργο του Θεού. Υπάρχει μέσα μου αδυναμία, μα δεν θα είμαι αρνητικός. Ευχαριστώ τον Θεό για την αγάπη που μου δίνει και για το ότι έχει σχεδιάσει τέτοιο περιβάλλον για μένα. Δεν πρέπει να εγκαταλείψω την επιθυμία και την αποφασιστικότητά μου· το να τα παρατήσω θα ισοδυναμούσε με το να κάνω συμβιβασμό με τον Σατανά, θα ισοδυναμούσε με αυτοκαταστροφή, θα ισοδυναμούσε με προδοσία προς τον Θεό”. Αυτήν τη νοοτροπία πρέπει να έχεις. Ό,τι κι αν λένε, όπως κι αν πράττουν οι άλλοι, όπως κι αν σου συμπεριφέρεται ο Θεός, η αποφασιστικότητά σου δεν πρέπει να κλονίζεται» («Η αποφασιστικότητα που χρειάζεται για την επιδίωξη της αλήθειας» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Όταν άκουσα αυτόν τον ύμνο των λόγων του Θεού, ένιωσα ότι είχα βρει ελπίδα να σωθώ. Τον τραγουδούσα ξανά και ξανά, και όσο τον τραγουδούσα, τόσο περισσότερη δύναμη ένιωθα να πλημμυρίζει την καρδιά μου. Συνειδητοποίησα ότι είχα εκτεθεί, κλαδευτεί και αντιμετωπιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο, επειδή ο Θεός ήθελε να γνωρίσω τον εαυτό μου, ώστε να μετανοήσω και ν’ αλλάξω, και όχι επειδή ο Θεός ήθελε να με αποπέμψει και να με εξοντώσει. Όμως, δεν γνώριζα τον Θεό, παρεξηγούσα τον Θεό και φυλαγόμουν απέναντι στον Θεό, κι έτσι βίωνα μια αρνητική κατάσταση πλήρους απόγνωσης, επειδή νόμιζα πως δεν με ήθελε ο Θεός. Όμως, εκείνη την ημέρα, είδα τον λόγο του Θεού και συνειδητοποίησα ότι το θέλημα του Θεού δεν ήταν καθόλου όπως το φανταζόμουν. Ο Θεός γνώριζε ότι το πνευματικό ανάστημά μου παραήταν ανώριμο, όπως γνώριζε και ότι θα γινόμουν αρνητική και αδύναμη υπό αυτές τις περιστάσεις, και θα έχανα ακόμη και την αποφασιστικότητά μου ν’ αναζητώ την αλήθεια. Και έτσι, ο Θεός χρησιμοποίησε τα λόγια Του για να με παρηγορήσει, να με εμψυχώσει και να με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι οι άνθρωποι πρέπει πάντα να επιδιώκουν την αλήθεια, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όταν οι άνθρωποι αποτυγχάνουν και πέφτουν ή όταν κλαδεύονται και αντιμετωπίζονται, αυτά είναι όλα απαραίτητα βήματα στη διαδικασία της πλήρους σωτηρίας. Όσο μπορούμε να στοχαζόμαστε και να γνωρίζουμε τον εαυτό μας, όσο μπορούμε να μετανοούμε και ν’ αλλάζουμε, τότε αφού βιώσουμε αυτά τα βήματα, βιώνουμε ανάπτυξη στη ζωή. Μόλις το κατάλαβα αυτό, ένιωσα πως δεν παρεξηγούσα πια τόσο τον Θεό και πως δεν ήμουν τόσο επιφυλακτική απέναντι στον Θεό. Ένιωσα πως ό,τι σχεδιάζει και κανονίζει ο Θεός, είναι σίγουρα όλα ευεργετικά για εμένα και πως ο Θεός έπαιρνε την ευθύνη για τη ζωή μου. Έτσι, βρήκα το κουράγιο και ετοιμάστηκα ν’ αντιμετωπίσω οτιδήποτε θα συνέβαινε στη συνέχεια.
Φυσικά, ηρέμησα επίσης και στοχάστηκα ξανά. Γιατί είχα πέσει και είχα αποτύχει τόσο πολύ; Ποια ήταν η ρίζα της αποτυχίας μου; Μόνο αφού διάβασα τον λόγο του Θεού, κατάλαβα τελικά. Ο λόγος του Θεού λέει: «Εάν κατέχεις πραγματικά την αλήθεια μέσα σου, το μονοπάτι που βαδίζεις θα είναι εκ φύσεως το σωστό μονοπάτι. Χωρίς την αλήθεια, είναι εύκολο να πράξεις το κακό, και θα το κάνεις άθελά σου. Για παράδειγμα, αν υπήρχαν μέσα σου η αλαζονεία και η έπαρση, θα σου ήταν αδύνατον να αποφύγεις να αψηφήσεις τον Θεό· θα ένιωθες αναγκασμένος να Τον αψηφήσεις. Δεν θα το έκανες σκόπιμα, θα το έκανες υπό την κυριαρχία της αλαζονικής και υπεροπτικής φύσης σου. Η αλαζονεία και η έπαρσή σου θα σε ανάγκαζαν να κοιτάζεις τον Θεό αφ’ υψηλού και να Τον βλέπεις ως ανάξιο· θα σε έκαναν να εξυμνείς τον εαυτό σου, να επιδεικνύεσαι μονίμως και, εν τέλει, να καθίσεις στη θέση του Θεού και να γίνεις μάρτυρας για τον εαυτό σου. Στο τέλος, θα μετέτρεπες τις δικές σου ιδέες, το σκεπτικό και τις αντιλήψεις σου σε αλήθειες που θα έπρεπε να λατρεύονται. Δες πόσο κακό γίνεται από τους ανθρώπους όταν αυτοί κυριαρχούνται από την αλαζονική και υπεροπτική τους φύση! Για να επιλύσουν τις κακές τους πράξεις, πρέπει πρώτα να επιλύσουν το πρόβλημα της φύσης τους. Χωρίς αλλαγή στη διάθεσή τους, δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθεί ουσιαστική λύση σε αυτό το πρόβλημα» («Μόνο αναζητώντας την αλήθεια, μπορεί να επιτύχει κανείς αλλαγή στη διάθεσή του» στο βιβλίο «Αρχεία των Συνομιλιών του Χριστού»). Παλιά, παραδεχόμουν την αλαζονεία μου θεωρητικά, αλλά δεν είχα γνήσια κατανόηση της φύσης μου. Εξακολουθούσα να θαυμάζω τον εαυτό μου, ζώντας μέσα στις δικές μου αντιλήψεις και φαντασίες. Ένιωθα ότι ήμουν αλαζονική γιατί είχα τα προσόντα για να είμαι. Αυτός είναι ο λόγος που όταν οι αδελφοί και οι αδελφές μου επιχειρούσαν να με κλαδέψουν, να με αντιμετωπίσουν και να με βοηθήσουν, εγώ τους αγνοούσα. Δεν έδινα καμία απολύτως σημασία. Όταν όμως διάβασα τον λόγο του Θεού, κατάλαβα εντέλει ότι η αλαζονική, επαρμένη φύση μου ήταν η ρίζα της αποστασίας και της αντίστασής μου απέναντι στον Θεό. Ήταν μια κλασική σατανική διάθεση. Όταν οι άνθρωποι ζουν μέσα σε μια τόσο αλαζονική, επαρμένη φύση, πράττουν το κακό και αντιστέκονται στον Θεό ακούσια. Θυμήθηκα ότι είχα πάντα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου από τότε που άρχισα να εκτελώ το καθήκον της επικεφαλής της εκκλησίας. Νόμιζα ότι μπορούσα να κάνω οτιδήποτε, ότι ήμουν καλύτερη από όλους και ήθελα να γίνεται σε όλα το δικό μου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελα να κάνω κουμάντο και να καθοδηγώ την εργασία όλης της ομάδας μου και να αναγκάζω τους αδελφούς και τις αδελφές μου να κάνουν αυτό που ήθελα. Δεν σκέφτηκα ποτέ αν ήταν σωστές οι σκέψεις και οι αποφάσεις μου ή αν ήταν προκατειλημμένες ή αν προξενούσαν ζημία στο έργο της εκκλησίας, ώσπου άκουσα εκείνον τον αδελφό να λέει πως όταν του συνέβαιναν διάφορα, ρωτούσε τον Θεό, γιατί φοβόταν μήπως κάνει κάτι λάθος, και ενεργούσε μόνο αφού έπαιρνε σαφή απάντηση από τον Θεό. Ο αδελφός άνωθεν είναι άνθρωπος που κατέχει την αλήθεια, έχει θεοσεβούμενη καρδιά και που κάνει πράγματα σύμφωνα με τις αρχές. Ωστόσο, εξακολουθεί να μην τολμά να εμπιστευτεί απόλυτα τον εαυτό του. Όταν του συμβαίνουν διάφορα, ρωτά τον Θεό και αφήνει τον Θεό ν’ αποφασίζει. Ένας επικεφαλής εκκλησίας, πρέπει ν’ αναζητά την αλήθεια στα πάντα. Εγώ, όμως, δεν αναζητώ τον Θεό ούτε έχω θεοσεβούμενη καρδιά. Όποτε μου συνέβαινε κάτι, βασιζόμουν στις αντιλήψεις και τις φαντασίες μου για να με κατευθύνουν και αντιμετώπιζα τις ιδέες μου σαν να ήταν η αλήθεια. Θεωρούσα τον εαυτό μου μεγάλο και τρανό. Δεν είναι αυτό κλασική σατανική διάθεση; Ήμουν ακριβώς σαν τον αρχάγγελο που ήθελε να είναι ίσος με τον Θεό. Και αυτό ήταν κάτι που πρόσβαλε βαριά τη διάθεση του Θεού! Αφού πια τα κατάλαβα αυτά, ένιωσα πως η αλαζονική, επαρμένη φύση μου ήταν τρομακτική. Με έκανε να ζω δίχως σύνεση, μ’ ανάγκαζε να κάνω πολλά πράγματα που έβλαπταν ανθρώπους και προσέβαλλαν τον Θεό, και μ’ έκανε να ζω ως τέρας. Όμως, ο Θεός είναι δίκαιος. Πώς ήταν δυνατό να επιτρέπει σε κάποια γεμάτη σατανικές διαθέσεις, όπως εγώ, να δρα ανεξέλεγκτα και να διαταράσσει το έργο του οίκου του Θεού; Μου άξιζε, λοιπόν, που απαλλάχθηκα από τα ηγετικά καθήκοντά μου. Εγώ το προκάλεσα στον εαυτό μου. Συνειδητοποίησα πως όσα χρόνια πίστευα στον Θεό, βασιζόμουν στα χαρίσματά μου, στις αντιλήψεις μου και τις φαντασίες μου για να επιτελέσω το έργο μου, και σπάνια αναζητούσα την αλήθεια. Έτσι, μετά από τόσο καιρό, δεν είχα πλέον καμία πραγματικότητα της αλήθειας και ήμουν μάλιστα πνευματικά φτωχή και αξιολύπητη. Αναρωτιόμουν, γιατί δεν μπορώ ν’ αναζητήσω την αλήθεια; Γιατί νομίζω πάντα ότι οι δικές μου ιδέες και κρίσεις είναι σωστές; Αυτό μάλιστα αποδείκνυε ότι δεν είχα θέση στην καρδιά μου για τον Θεό, πόσο μάλλον θεοσεβούμενη καρδιά. Το ότι εκτέθηκα από τον Θεό στο καθήκον μου σήμερα ήταν η υπενθύμιση και προειδοποίηση του Θεού προς εμένα, και αν δεν άλλαζα στάση, η κατάληξή μου θα ήταν να εξοντωθώ και να σταλώ στην κόλαση. Μόλις τα κατάλαβα αυτά, αισθάνθηκα ότι η κρίση, η παίδευση, το κλάδεμα και η αντιμετώπιση του Θεού είναι στην ουσία η αγάπη και η προστασία του Θεού για τους ανθρώπους και οι καλές προθέσεις του Θεού κρύβονται πίσω απ’ όλα αυτά. Ο Θεός κρίνει και παιδεύει ανθρώπους όχι γιατί τους μισεί, αλλά για να τους σώσει από την επιρροή του Σατανά και από τη σατανική διάθεσή τους. Και μόλις το κατάλαβα αυτό, ένιωσα πως μειώθηκαν οι παρανοήσεις μου για τον Θεό και ήμουν λιγότερο επιφυλακτική απέναντί Του. Ένιωθα ακόμα πως όποιες περιστάσεις κι αν κανόνιζε o Θεός για εμένα στο μέλλον, η κυριαρχία και οι διευθετήσεις του Θεού θα ήταν πίσω απ’ όλα κι επιθυμούσα να υπακούσω.
Τα καθήκοντά μου είχαν περαιτέρω επακόλουθες εργασίες που έπρεπε να τελειώσω και ένιωθα πως αυτό ήταν μια ευκαιρία που μου έδινε ο Θεός να μετανοήσω, οπότε ήθελα να εκτελέσω καλά αυτό το τελευταίο καθήκον. Μετά από αυτό, στην πορεία των καθηκόντων μου, όταν συζητούσα το έργο μου με τους αδελφούς και τις αδελφές μου, δεν τολμούσα πια να βασιστώ στην αλαζονική διάθεσή μου, θεωρώντας ότι έχω δίκιο και αναγκάζοντάς τους όλους να με ακούνε. Αντίθετα, επέτρεπα στους αδελφούς και τις αδελφές μου να εκφράζουν τις απόψεις τους και τελικά αποφάσιζα τι να κάνω ζυγίζοντας τις ιδέες όλων. Φυσικά, όταν οι γνώμες μας διίσταντο, θα μπορούσα να σταθώ αλαζονική και αυτάρεσκη, να επιμείνω στις δικές μου απόψεις και να μην είμαι πρόθυμη να δεχτώ γνώμες και συμβουλές άλλων. Όμως, θυμόμουν ότι είχα αποτύχει, πέσει, κλαδευτεί και αντιμετωπιστεί, και αισθανόμουν φόβο, και τότε πήγαινα ενώπιον του Θεού να προσευχηθώ. Απαρνιόμουν συνειδητά τον εαυτό μου, κι έπειτα, αναζητούσα την αλήθεια και τις αρχές με θεοσεβούμενη καρδιά μαζί με τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Ένιωθα πολύ ασφαλής εκτελώντας έτσι τα καθήκοντά μου, και οι αποφάσεις μου άντεχαν διεξοδικό έλεγχο. Και όταν συνεργαζόμουν με τους αδελφούς και τις αδελφές μου, συνειδητοποιούσα πως κάποιες από τις ιδέες μου ήταν μάλιστα μονόπλευρες. Η συναναστροφή με αδελφούς και αδελφές μου και η εμβάθυνση σε διάφορα, στην περίπτωσή μου τουλάχιστον, σε θέματα αλήθειας, αρχής και ενόρασης, με βοήθησαν πολύ. Ιδίως όταν έβλεπα πως όποτε συνέβαινε κάτι στους αδελφούς και τις αδελφές μου, εκείνοι προσεύχονταν στον Θεό, αναζητούσαν και συναναστρέφονταν, και δεν εμπιστεύονταν τον εαυτό τους με ελαφρότητα, αναρωτιόμουν γιατί εγώ δεν αναζητούσα την αλήθεια και εμπιστευόμουν τόσο εύκολα τον εαυτό μου. Έβλεπα ότι η αλαζονεία και η έπαρσή μου μ’ έκανε ικανή για οτιδήποτε. Ήμουν πολύ βαθιά διεφθαρμένη από τον Σατανά και καθόλου καλύτερη από τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Μόνο μετά από αυτό, συνειδητοποίησα πως μπορεί να είχα λίγες περισσότερες γνώσεις από τους αδελφούς και τις αδελφές μου, αλλά βαθιά στο πνεύμα μου, δεν μπορούσα καν να συγκριθώ μαζί τους. Η καρδιά μου ήταν λιγότερο θεοσεβούμενη από τη δική τους. Σε αυτό, οι αδελφοί και οι αδελφές μου με ξεπερνούσαν κατά πολύ. Και όταν το είδα αυτό, συνειδητοποίησα πως κάθε αδελφός και κάθε αδελφή μου είχαν συγκεκριμένα δυνατά σημεία, ενώ παλιά δεν έβλεπα έτσι τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Ένιωσα ότι όλοι τους ήταν καλύτεροι από μένα, και δεν είχα κάτι να με κάνει αλαζονική, οπότε άρχισα να κρατώ το κεφάλι χαμηλά και κατάφερα να συνεννοούμαι με τους αδελφούς και τις αδελφές μου και να συνεργάζομαι καλά μαζί τους. Όταν τελείωσα με τις περαιτέρω εργασίες, περίμενα ήρεμα την εκκλησία ν’ αποφανθεί πώς θα με χειριζόταν. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα μου έλεγε ο αδελφός πως είχε δει ότι ήμουν ακόμα ικανή να διεκπεραιώνω πράγματα και να εκτελώ τα καθήκοντά μου, αφού είχα κλαδευτεί και αντιμετωπιστεί και είχα αποκτήσει κάποια κατανόηση για τον εαυτό μου, και μου είπε πως μου επέτρεπαν να συνεχίσω τα καθήκοντά μου. Επεσήμανε επιπλέον μερικά προβλήματα στην εκπλήρωση των καθηκόντων μου. Όταν άκουσα τον αδελφό να λέει πως μου επέτρεπαν να συνεχίσω τα καθήκοντά μου, εκείνη τη στιγμή, το μόνο που μπορούσα να πω ήταν δόξα Σοι ο Θεός. Ένιωθα ότι μετά από αυτήν την εμπειρία, αφού εκτέθηκα, αφού κλαδεύτηκα και αντιμετωπίστηκα με τρόπο που έφτανε ως το κόκαλο, είχα εντέλει κάποια κατανόηση για τη σατανική φύση μου. Όμως, το τίμημα ήταν πολύ υψηλό. Επειδή είχα βασιστεί στη διεφθαρμένη σατανική διάθεσή μου για τα καθήκοντά μου, είχα προξενήσει ζημίες στην εκκλησία, και σύμφωνα με τις αρχές, έπρεπε να έχω τιμωρηθεί. Μα ο Θεός δεν με χειρίστηκε σύμφωνα με τις παραβάσεις μου, αλλά απεναντίας μου έδωσε την ευκαιρία να συνεχίσω τα καθήκοντά μου. Προσωπικά, βίωσα την απίστευτη ελεημοσύνη και ανοχή του Θεού!
Κάθε φορά που αναλογίζομαι αυτή την εμπειρία, μετανοώ για τις ζημίες που προξένησα στην εκκλησία, επειδή βασίστηκα στη σατανική φύση μου στα καθήκοντά μου. Επίσης, συμφωνώ απολύτως με τα λόγια του Θεού: «Το να έχετε μια αμετάβλητη διάθεση σημαίνει πως είστε εχθρικοί προς τον Θεό». Ωστόσο, ακόμα περισσότερο, νιώθω ότι η παίδευση, η κρίση, το κλάδεμα και η αντιμετώπιση του Θεού είναι η μεγαλύτερη προστασία και η πιο ειλικρινής αγάπη του Θεού για τη διεφθαρμένη ανθρωπότητα!