Σχετικά με τη ζωή του Πέτρου
Ο Πέτρος ήταν το πρότυπο του Θεού για την ανθρωπότητα, μια πασίγνωστη προσωπικότητα. Για ποιον λόγο ένας τόσο απλός άνθρωπος ανυψώθηκε ως υπόδειγμα από τον Θεό και εξυμνήθηκε επί γενεές γενεών; Εξυπακούεται πως αυτό συνδέεται άρρηκτα με την έκφραση της αγάπης του προς τον Θεό και την απόφασή του να αγαπά τον Θεό. Όσο για το πώς εκδηλωνόταν η καρδιά του Πέτρου που αγαπούσε τον Θεό, και πώς ήταν πραγματικά οι εμπειρίες της ζωής του, πρέπει να επιστρέψουμε στην Εποχή της Χάριτος ώστε να ξαναρίξουμε μια ματιά στα έθιμα της εποχής και να παρατηρήσουμε τον Πέτρο την περίοδο εκείνη.
Ο Πέτρος ήταν γόνος μιας συνηθισμένης οικογένειας Ιουδαίων αγροτών. Οι γονείς του συντηρούσαν ολόκληρη την οικογένεια μέσω της γεωργίας, ενώ ο Πέτρος ήταν το μεγαλύτερο από τα παιδιά και είχε τέσσερις αδελφούς και αδελφές. Φυσικά, αυτό δεν είναι το κύριο μέρος της ιστορίας μας· ο Πέτρος είναι ο κεντρικός μας χαρακτήρας. Όταν ο Πέτρος ήταν πέντε χρονών, οι γονείς του ξεκίνησαν να τον διδάσκουν ανάγνωση. Την περίοδο εκείνη, οι Ιουδαίοι ήταν πολύ ευρυμαθείς και ήταν ιδιαίτερα προηγμένοι στους τομείς της γεωργίας, της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Ως αποτέλεσμα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, και οι δύο γονείς του Πέτρου είχαν λάβει ανώτερη μόρφωση. Παρόλο που κατάγονταν από την επαρχία, διέθεταν μεγάλη μόρφωση, ισάξια με αυτήν ενός μέσου φοιτητή πανεπιστημίου σήμερα. Προφανώς, ήταν μεγάλη ευλογία το ότι ο Πέτρος είχε γεννηθεί υπό τέτοιες ευνοϊκές κοινωνικές συνθήκες. Ήταν ευφυής, μάθαινε γρήγορα και αφομοίωνε τις νέες ιδέες με ευκολία. Όταν ξεκίνησε τις σπουδές του, επιδείκνυε μεγάλη αντίληψη κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Οι γονείς του ήταν υπερήφανοι που είχαν τέτοιον έξυπνο γιο, και κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να του δώσουν τη δυνατότητα να πάει στο σχολείο, με την ελπίδα πως θα μπορούσε να διακριθεί και να εξασφαλίσει κάποιου είδους επίσημη θέση στην κοινωνία. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, ο Πέτρος είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται για τον Θεό, με αποτέλεσμα, όταν ήταν δεκατεσσάρων και πήγαινε στο γυμνάσιο, να αρχίσει να νιώθει αποστροφή προς τα μαθήματα αρχαιοελληνικού πολιτισμού που παρακολουθούσε, ιδιαίτερα όσον αφορά τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες και τα φτιαχτά γεγονότα της αρχαιοελληνικής ιστορίας. Από εκεί και πέρα, ο Πέτρος —ο οποίος ήταν πάνω στο άνθος της νιότης του— άρχισε να προσπαθεί να ανακαλύψει περισσότερα για την ανθρώπινη ζωή και τον κόσμο. Η συνείδησή του δεν τον ανάγκασε να ξεπληρώσει το χρέος για τις επίπονες προσπάθειες που είχαν καταβάλει οι γονείς του, γιατί έβλεπε ξεκάθαρα πως όλοι οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στην αυταπάτη, διήγαγαν όλοι ανούσιους βίους, κατέστρεφαν την ίδια τη ζωή τους στον αγώνα τους για δόξα και πλούτο. Οι γνώσεις του σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. Όσο μεγαλύτερη γνώση κατέχουν οι άνθρωποι, τόσο πιο περίπλοκες είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις και ο εσωτερικός κόσμος τους, και ως εκ τούτου, τόσο μεγαλύτερο είναι το κενό στο οποίο βρίσκονται. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Πέτρος περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας διάφορες επισκέψεις, κατά κύριο λόγο σε θρησκευτικές προσωπικότητες. Φαίνεται πως είχε κάποιο απροσδιόριστο αίσθημα μέσα του πως όλα τα ανεξήγητα πράγματα του ανθρώπινου κόσμου μπορούσαν να βρουν εξήγηση στη θρησκεία, οπότε πήγαινε συχνά σε μια συναγωγή κοντά στο σπίτι του, ώστε να παρίσταται στη λειτουργία. Αυτό γινόταν εν αγνοία των γονέων του, και πολύ σύντομα ο Πέτρος, που είχε πάντα άριστη διαγωγή και επιδόσεις, άρχισε να μισεί το σχολείο. Μετά βίας τελείωσε το γυμνάσιο υπό την επίβλεψη των γονέων του. Αφού κολύμπησε προς τη στεριά από τον ωκεανό της γνώσης, πήρε μια βαθιά ανάσα· έκτοτε, κανείς δεν θα τον εκπαίδευε ούτε θα τον περιόριζε πια.
Όταν τελείωσε το σχολείο, ξεκίνησε να διαβάζει κάθε λογής βιβλία, ωστόσο στην ηλικία των δεκαεπτά, εξακολουθούσε να στερείται μεγάλης εμπειρίας από τον ευρύτερο κόσμο. Αφού αποφοίτησε, βιοποριζόταν κάνοντας αγροτικές εργασίες, ενώ έβρισκε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για να διαβάζει βιβλία και να παρίσταται στη θεία λειτουργία. Οι γονείς του, οι οποίοι έτρεφαν μεγάλες ελπίδες γι’ αυτόν, συχνά καταριόνταν τον Ουρανό για τον «ανυπότακτο γιο» τους, αλλά ούτε καν αυτό δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην ικανοποίηση της πείνας και της δίψας του για δικαιοσύνη. Ο Πέτρος αντιμετώπισε ουκ ολίγες αναποδιές κατά τις εμπειρίες του, αλλά η καρδιά του ήταν ακόρεστη, και ο ίδιος μεγάλωνε σαν το χορτάρι μετά τη βροχή. Σύντομα, είχε την «τύχη» να συναντήσει κάποιες υψηλόβαθμες προσωπικότητες του θρησκευτικού κόσμου και, επειδή η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, άρχισε να συναναστρέφεται όλο και πιο συχνά τους ανθρώπους αυτούς, μέχρι που περνούσε σχεδόν όλο τον χρόνο του μαζί τους. Πάνω που είχε κατακλυστεί από ευτυχία και ήταν άκρως ικανοποιημένος, συνειδητοποίησε ξαφνικά πως οι περισσότεροι εξ αυτών των ανθρώπων είχαν πίστη μόνο στα λόγια, αλλά δεν πίστευαν με την καρδιά τους. Πώς θα μπορούσε ο Πέτρος, ο οποίος είχε ακέραια και αγνή ψυχή, να αντέξει τέτοιο χτύπημα; Συνειδητοποίησε πως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν ήταν θηρία με ανθρώπινη αμφίεση —ήταν ζώα με ανθρώπινη όψη. Την εποχή εκείνη, ο Πέτρος ήταν πολύ αφελής, οπότε τους απηύθυνε επανειλημμένα εκκλήσεις από καρδιάς. Μα πώς ήταν δυνατόν αυτές οι πονηρές, πανούργες θρησκευτικές προσωπικότητες να ακούσουν ποτέ τις εκκλήσεις ενός νεαρού γεμάτου πάθος; Τότε ήταν που ο Πέτρος ένιωσε το πραγματικό κενό της ανθρώπινης ζωής: Είχε αποτύχει καθώς έκανε το πρώτο του βήμα στη ζωή… Έναν χρόνο αργότερα, απομακρύνθηκε από τη συναγωγή και ξεκίνησε να διάγει τον δικό του αυτόνομο βίο.
Η αναποδιά που αντιμετώπισε ο δεκαοκτάχρονος Πέτρος τον έκανε πολύ πιο ώριμο και εκλεπτυσμένο. Η αφέλεια της νιότης του είχε εξαφανιστεί πια· η αναποδιά που αντιμετώπισε κατέπνιξε βάναυσα τη νεανική αθωότητα και αγνότητα που κατείχε, και ξεκίνησε να ζει ως ψαράς. Έκτοτε, έβλεπε κανείς ανθρώπους να τον ακούν καθώς κήρυττε στην ψαρόβαρκά του. Καθώς ψάρευε για να βγάζει τα προς το ζην, διέδιδε το μήνυμα όπου κι αν πήγαινε, και όλοι όσοι τον άκουγαν να κηρύττει μαγεύονταν, διότι αυτά που έλεγε άγγιζαν μια ευαίσθητη χορδή στις καρδιές των απλών ανθρώπων, και όλοι συγκινούνταν βαθιά από την ειλικρίνειά του. Συχνά δίδασκε τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τους άλλους από καρδιάς, να επικαλούνται τον Κυρίαρχο των ουρανών και της γης και των πάντων, και να μην αγνοούν τη συνείδησή τους ούτε να κάνουν επαίσχυντα πράγματα, αλλά να ικανοποιούν στο καθετί τον Θεό, για τον οποίο έτρεφαν αγάπη στην καρδιά τους… Οι άνθρωποι συχνά συγκινούνταν βαθιά αφού άκουγαν τα κηρύγματά του· τους ενέπνεε όλους και όλοι συγκινούνταν συχνά μέχρι δακρύων. Την περίοδο εκείνη, τον θαύμαζαν πολύ όλοι όσοι τον ακολουθούσαν, οι οποίοι ήταν άποροι και, φυσικά, δεδομένων των κοινωνικών συνθηκών εκείνης της εποχής, εξαιρετικά λίγοι. Επιπλέον, ο Πέτρος εδιώκετο από τους θρησκευτικούς παράγοντες της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Για τον λόγο αυτόν, επί δύο χρόνια μετακινούταν συνεχώς από τόπο σε τόπο και διήγαγε μοναχικό βίο. Στα δύο αυτά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε εξαιρετικές εμπειρίες, απέκτησε πολλές γνώσεις και έμαθε πολλά πράγματα που αγνοούσε παλιότερα, έτσι ώστε ήταν πλέον τελείως διαφορετικός άνθρωπος σε σύγκριση με τον δεκατετράχρονο εαυτό του, με τον οποίο έμοιαζε να μην έχει πια τίποτα κοινό. Κατά τη διάρκεια των δύο αυτών ετών, συνάντησε κάθε λογής ανθρώπους και διέκρινε κάθε λογής αλήθειες για την κοινωνία, με αποτέλεσμα να απαλλαγεί σταδιακά από κάθε είδους τελετουργία του θρησκευτικού κόσμου. Επιπλέον, επηρεάστηκε βαθιά από τις εξελίξεις στο έργο του Αγίου Πνεύματος την περίοδο εκείνη· τον καιρό εκείνον, ο Ιησούς είχε ήδη εργαστεί για πολλά χρόνια, οπότε, παρόλο που ο Πέτρος δεν είχε συναντήσει ακόμη τον Ιησού, το έργο του επηρεάστηκε και από το έργο του Αγίου Πνεύματος κατά την περίοδο εκείνη. Για τον λόγο αυτόν, όταν ο Πέτρος κήρυττε, κέρδιζε πολλά πράγματα, τα οποία οι προηγούμενες γενιές αγίων δεν είχαν κερδίσει ποτέ. Φυσικά, την περίοδο εκείνη, μόλις και μετά βίας γνώριζε τον Ιησού, αλλά δεν του είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία να Τον συναντήσει πρόσωπο με πρόσωπο. Ήλπιζε και λαχταρούσε μονάχα να δει την ουράνια εκείνη μορφή που γεννήθηκε από το Άγιο Πνεύμα.
Ένα απόγευμα, ο Πέτρος ψάρευε με τη βάρκα του υπό το λυκόφως (κοντά στην ακτή της Θάλασσας της Γαλιλαίας, όπως ήταν τότε γνωστή). Κρατούσε ένα καλάμι ψαρέματος στα χέρια του, αλλά είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Το φως του δειλινού φώτιζε την επιφάνεια του νερού σαν απέραντος ωκεανός αίματος. Το φως καθρεφτιζόταν στο νεαρό, αλλά ήρεμο και συγκροτημένο πρόσωπο του Πέτρου· φαινόταν να είναι χαμένος στις σκέψεις του. Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αεράκι, και ξαφνικά αισθάνθηκε πως στη ζωή του επικρατούσε μοναξιά και, λόγω αυτού, τον κατέκλυσε αμέσως ένα αίσθημα απόγνωσης. Καθώς τα κύματα του ωκεανού λαμπύριζαν στο φως, ήταν φανερό πως δεν είχε καμία διάθεση να ψαρέψει. Καθώς ήταν χαμένος στις σκέψεις του, άκουσε ξαφνικά κάποιον από πίσω του να λέει: «Σίμωνα Ιουδαίε, υιέ του Ιωνά, οι μέρες της ζωής σου είναι γεμάτες μοναξιά. Θα Με ακολουθήσεις;» Ο Πέτρος σάστισε και του έπεσε το καλάμι από τα χέρια, το οποίο βυθίστηκε αμέσως στον πυθμένα της θάλασσας. Ο Πέτρος γύρισε γρήγορα πίσω του και είδε έναν άντρα να στέκεται όρθιος στη βάρκα του. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω: Τα μαλλιά Του, που έπεφταν στους ώμους Του, χρύσιζαν κάπως κάτω από το φως του ήλιου, φορούσε γκρίζα ρούχα, ήταν μετρίου αναστήματος και ο ρουχισμός Του ήταν εξ ολοκλήρου αυτός ενός Ιουδαίου. Στο λυκόφως, τα γκρίζα Του ρούχα έμοιαζαν σχεδόν μαύρα, ενώ το πρόσωπό Του έμοιαζε να έχει μια ανεπαίσθητη λάμψη. Ο Πέτρος είχε επιχειρήσει πολλές φορές να συναντήσει τον Ιησού, αλλά δεν τα είχε καταφέρει ποτέ. Τη στιγμή εκείνη, ο Πέτρος πίστεψε βαθιά μέσα του πως ο άντρας εκείνος ήταν σίγουρα ο Πανάγιος στην καρδιά του, οπότε προσέπεσε μέσα στην ψαρόβαρκά του και είπε: «Μήπως είσαι Εσύ ο Κύριος που έχει έρθει να κηρύξει το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών; Έχω ακούσει για τις εμπειρίες Σου, αλλά δεν Σε έχω δει ποτέ. Ήθελα να Σε ακολουθήσω, αλλά δεν μπορούσα να Σε βρω». Ο Ιησούς είχε ήδη πάει στο αμπάρι της βάρκας και καθόταν εκεί ήσυχα. «Σήκω και κάθισε δίπλα Μου!» είπε. «Έχω έρθει εδώ για να αναζητήσω εκείνους που Με αγαπούν αληθινά. Έχω έρθει ειδικά για να διαδώσω το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών, και θα ταξιδέψω παντού για να αναζητήσω εκείνους που είναι σε σύμπνοια με Εμένα. Είσαι πρόθυμος;» Ο Πέτρος απάντησε: «Πρέπει να ακολουθήσω τον απεσταλμένο του ουράνιου Πατέρα. Πρέπει να αναγνωρίσω τον εκλεκτό του Αγίου Πνεύματος. Εφόσον αγαπώ τον ουράνιο Πατέρα, πώς θα μπορούσα να μην είμαι πρόθυμος να Σε ακολουθήσω;» Παρόλο που τα λόγια του Πέτρου έβριθαν από θρησκευτικές αντιλήψεις, ο Ιησούς χαμογέλασε και έγνεψε με ικανοποίηση. Τη στιγμή εκείνη, ένα αίσθημα πατρικής αγάπης αναπτύχθηκε μέσα Του για τον Πέτρο.
Ο Πέτρος ακολούθησε τον Ιησού για πολλά χρόνια και είδε στον Ιησού πολλά πράγματα που δεν είχαν οι άλλοι άνθρωποι. Αφού ο Πέτρος Τον ακολουθούσε για έναν χρόνο, ο Ιησούς τον επέλεξε ως εκλεκτό Του ανάμεσα στους δώδεκα μαθητές. (Φυσικά, ο Ιησούς δεν το εξέφρασε αυτό ανοιχτά, και οι άλλοι δεν το ήξεραν.) Στη ζωή, ο Πέτρος σύγκρινε τον εαυτό του με οτιδήποτε έκανε ο Ιησούς. Ιδιαίτερα, τα μηνύματα των κηρυγμάτων του Ιησού χαράχτηκαν έντονα στην καρδιά του. Ήταν πλήρως αφοσιωμένος και πιστός στον Ιησού, και δεν εξέφρασε ποτέ κανένα παράπονο εναντίον Του. Ως εκ τούτου, έγινε ο πιστός σύντροφος του Ιησού όπου κι αν Αυτός πήγαινε. Ο Πέτρος παρατηρούσε τις διδαχές του Ιησού, τον ευγενικό Του λόγο, καθώς και το τι έτρωγε, τι φορούσε, πού κατέλυε και πώς ταξίδευε. Μιμούταν τον Ιησού στα πάντα. Δεν ήταν ποτέ αυτάρεσκος, αλλά απαλλάχθηκε από καθετί παρωχημένο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού και στα λόγια και στην πράξη. Τότε ήταν που ο Πέτρος ένιωσε πως οι ουρανοί και η γη και τα πάντα βρίσκονταν στα χέρια του Παντοδύναμου και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν είχε καμία προσωπική επιλογή. Ο Πέτρος, επίσης, αφομοίωνε όλα όσα ήταν ο Ιησούς και τα χρησιμοποιούσε ως παράδειγμα. Η ζωή του Ιησού καταδεικνύει πως δεν ήταν αυτάρεσκος σε όσα έκανε· αντί να καυχιέται για τον εαυτό Του, συγκινούσε τους ανθρώπους με αγάπη. Διάφορα στοιχεία καταδείκνυαν τι ήταν ο Ιησούς, και, γι’ αυτόν τον λόγο, ο Πέτρος μιμούταν ό,τι είχε σχέση μ’ Αυτόν. Οι εμπειρίες που βίωσε ο Πέτρος τού πρόσφεραν ολοένα μεγαλύτερη αίσθηση της ομορφιάς του Ιησού, και έλεγε πράγματα όπως το εξής: «Αναζητούσα τον Παντοδύναμο σε όλο το σύμπαν, και έχω δει τα θαύματα των ουρανών και της γης και των πάντων, κι έτσι απόκτησα μια βαθιά αίσθηση της ομορφιάς του Παντοδύναμου. Εντούτοις, δεν είχα ποτέ αληθινή αγάπη στην καρδιά μου, και δεν είχα δει ποτέ την ομορφιά του Παντοδύναμου με τα ίδια μου τα μάτια. Σήμερα, στα μάτια του Παντοδύναμου, χαίρω της εύνοιάς Του, κι έχω επιτέλους νιώσει την ομορφιά του Θεού. Έχω επιτέλους ανακαλύψει πως ο λόγος που η ανθρωπότητα αγαπά τον Θεό δεν είναι μόνο επειδή Εκείνος δημιούργησε τα πάντα· στην καθημερινότητά μου, έχω βρει την απεριόριστη ομορφιά Του. Πώς θα μπορούσε να περιοριστεί σε αυτά που είναι ορατά τώρα;» Καθώς ο χρόνος περνούσε, αναδείχτηκαν πολλά όμορφα στοιχεία και στον Πέτρο. Τελικά υποτάχθηκε πολύ στον Ιησού, και, βέβαια, αντιμετώπισε ουκ ολίγες αναποδιές. Όταν ο Ιησούς τον έπαιρνε σε διάφορα μέρη όπου πήγαινε να κηρύξει, ο Πέτρος ήταν πάντοτε ταπεινός και άκουγε τα κηρύγματα του Ιησού. Δεν γινόταν ποτέ αλαζονικός λόγω του γεγονότος ότι ακολουθούσε τον Ιησού επί χρόνια. Αφού ο Ιησούς τού είπε πως ο λόγος που είχε έρθει ήταν να σταυρωθεί για να τελειώσει το έργο Του, ο Πέτρος συχνά ένιωθε μεγάλη οδύνη μέσα του και έκλαιγε μόνος του στα κρυφά. Ωστόσο, η «άτυχη» εκείνη ημέρα έφτασε τελικά. Μετά τη σύλληψη του Ιησού, ο Πέτρος έκλαιγε μόνος του στην ψαρόβαρκά του και προσευχόταν πολύ γι’ αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, μέσα του γνώριζε πως αυτό ήταν το θέλημα του Θεού Πατέρα, και κανείς δεν μπορούσε να το αλλάξει. Ήταν διαρκώς περίλυπος και έκλαιγε συνεχώς καθαρά λόγω της αγάπης του. Αυτή, φυσικά, είναι ανθρώπινη αδυναμία. Συνεπώς, όταν έμαθε πως ο Ιησούς επρόκειτο να σταυρωθεί, Τον ρώτησε: «Όταν θα έχεις φύγει, θα επιστρέψεις για να βρεθείς ανάμεσά μας και να μας προσέχεις; Θα εξακολουθούμε να μπορούμε να Σε βλέπουμε;» Παρόλο που τα λόγια αυτά ήταν αρκετά αφελή και γεμάτα ανθρώπινες αντιλήψεις, ο Ιησούς γνώριζε την πίκρα του μαρτυρίου του Πέτρου, οπότε μέσω της αγάπης Του έδειξε κατανόηση για την αδυναμία του Πέτρου: «Πέτρο, σε έχω αγαπήσει. Το ξέρεις αυτό; Παρόλο που δεν υπάρχει λογική σε αυτό που λες, ο Πατέρας έχει υποσχεθεί πως μετά την ανάστασή Μου, θα εμφανίζομαι στους ανθρώπους για 40 ημέρες. Δεν πιστεύεις πως το Πνεύμα Μου θα απονέμει συχνά χάρη σε όλους σας;» Αυτό ήταν μια μικρή παρηγοριά για τον Πέτρο, ωστόσο εξακολουθούσε να νιώθει πως κάτι έλειπε, και, γι’ αυτό, αφού αναστήθηκε ο Ιησούς, του εμφανίστηκε στα φανερά για πρώτη φορά. Παρ’ όλ’ αυτά, προκειμένου να αποτρέψει τον Πέτρο από το να εξακολουθήσει να εμμένει στις αντιλήψεις του, ο Ιησούς αρνήθηκε το πλουσιοπάροχο γεύμα που Του είχε ετοιμάσει ο Πέτρος, και εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο Πέτρος απέκτησε τελικά βαθύτερη κατανόηση του Κυρίου Ιησού και Τον αγάπησε ακόμη περισσότερο. Μετά την ανάστασή Του, ο Ιησούς εμφανιζόταν συχνά στον Πέτρο. Μετά την παρέλευση των 40 ημερών, εμφανίστηκε στον Πέτρο άλλες τρεις φορές και μετά ανήλθε εις τους ουρανούς. Κάθε εμφάνισή Του λάμβανε χώρα την ώρα που το Άγιο Πνεύμα επρόκειτο να ολοκληρώσει το έργο Του και να ξεκινήσει νέο έργο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Πέτρος έβγαζε τα προς το ζην με το ψάρεμα, πολύ περισσότερο, ωστόσο, ζούσε για να κηρύττει. Στα ύστερα χρόνια του, έγραψε την πρώτη και τη δεύτερη επιστολή του, καθώς και πολλές επιστολές προς την τότε εκκλησία της Φιλαδέλφειας. Συγκινούσε βαθιά τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Αντί να κηρύττει στους ανθρώπους με βάση τα δικά του διαπιστευτήρια, τους παρείχε τα κατάλληλα εφόδια ζωής. Δεν ξέχασε ποτέ τις διδαχές του Ιησού όσο Αυτός βρισκόταν επί γης, οι οποίες τον ενέπνεαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ενώ ακολουθούσε τον Ιησού, πήρε την απόφαση να ανταποδώσει την αγάπη του Κυρίου με τον θάνατό του, καθώς και να ακολουθήσει το παράδειγμα Του στα πάντα. Ο Ιησούς συναίνεσε, οπότε, όταν ο Πέτρος ήταν 53 ετών (μετά από περισσότερα από 20 χρόνια από την αναχώρηση του Ιησού), ο Ιησούς τού εμφανίστηκε για να τον βοηθήσει να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του. Στα επτά χρόνια που ακολούθησαν, ο Πέτρος πέρασε τη ζωή του γνωρίζοντας τον εαυτό του. Μια μέρα, στο τέλος αυτών των επτά ετών, σταυρώθηκε ανάποδα, τερματίζοντας έτσι τη θαυμαστή ζωή του.