56. Όταν έμαθα ότι πέθανε η μητέρα μου

Ο πατέρας μου αρρώστησε και πέθανε πριν γίνω ενός έτους. Η μητέρα μου έκανε δύο δουλειές για να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά της. Δούλευε από το πρωί ως το βράδυ κάθε μέρα και ήταν και μητέρα και πατέρας για εμάς. Η καρδιά μου πονούσε και ορκίστηκα σιωπηλά: «Όταν μεγαλώσω, θα φροντίσω τη μητέρα μου για να μπορέσει να ζήσει χωρίς έγνοιες». Για να ελαφρύνω λίγο το φορτίο της, βοηθούσα στις δουλειές μετά το σχολείο, αλλά η μητέρα μου με αγαπούσε τόσο πολύ που δεν το ήθελε αυτό κι ήθελε μόνο να μελετώ. Της έλεγα: «Είσαι εξαντλημένη. Δεν θες να σε βοηθήσω και να σου κάνω τη ζωή λίγο πιο εύκολη;» Η μητέρα μού απαντούσε: «Δεν πειράζει που είμαι κουρασμένη. Θα ζω πιο άνετα όταν μεγαλώσετε και με φροντίζετε εσείς. Κοίτα την ξαδέρφη σου. Η μητέρα της πέθανε μικρή και ο πατέρας της τη μεγάλωσε μόνος του. Απ’ όταν παντρεύτηκε, φροντίζει εκείνη τον πατέρα της για τα πάντα —το φαγητό του, τα ρούχα του και κάθε του ανάγκη. Δεν είναι τώρα άνετη η ζωή του;» Μια φορά, η ξαδέλφη μου μου είπε: «Τα κοράκια ξέρουν να ταΐζουν τους γονείς τους. Ο πατέρας μου πέρασε πολλές δυσκολίες για να με μεγαλώσει. Αν δεν τον φροντίσω κι εγώ, δεν θα είμαι χειρότερη κι από κτήνος;» Σκέφτηκα τότε ότι ήθελα να γίνω σαν την ξαδέλφη μου όταν μεγαλώσω και να φροντίζω τη μητέρα μου. Αφού παντρεύτηκα, αν και δεν είχα καλή δουλειά ή καλό εισόδημα, βοηθούσα τη μητέρα μου να αγοράσει ό,τι χρειαζόταν και συχνά την έφερνα στο σπίτι μου για να τη φροντίζω. Όλοι οι γείτονές μου με επαινούσαν και έλεγαν: «Αν και ζει μακριά, κάνει ό,τι μπορεί για να φροντίσει τη μητέρα της». Αυτό μ’ έκανε να νιώθω πολύ καλά. Ένιωθα ότι φερόμουν σωστά σαν κόρη της, και ότι μόνο έτσι θα μπορούσα να ξεπληρώσω την καλοσύνη της μητέρας μου.

Το 1999 αποδέχτηκα το νέο έργο του Θεού. Από τα λόγια του Θεού κατάλαβα την επείγουσα πρόθεση του Θεού να σώσει τους ανθρώπους και ξεκίνησα να κηρύττω το ευαγγέλιο. Προς το τέλος του 2003, με συνέλαβαν ενώ κήρυττα το ευαγγέλιο. Μετά την αποφυλάκισή μου, αναγκάστηκα να φύγω από το πατρικό μου για να εργαστώ και νοίκιασα ένα σπίτι για να ξεφύγω από την παρακολούθηση της αστυνομίας. Αργότερα έμαθα ότι, μέσα σε έξι μήνες, η αστυνομία πήγε τρεις φορές κρυφά στο χωριό μου για να με ψάξει. Ρωτούσαν πού είχα νοικιάσει σπίτι. Από τότε κι έπειτα, ζούσα σαν περιπλανώμενη και δεν μπορούσα να φέρνω τη μητέρα μου στο σπίτι και να τη φροντίζω όπως παλιά. Ένιωσα ότι χρωστούσα πολλά στη μητέρα μου. Ειδικά όταν έμαθα ότι ήταν άρρωστη κι ότι η νύφη της την κακομεταχειριζόταν, σφίχτηκε η καρδιά μου, ταράχτηκα και μετάνιωσα που είχα βγει να κηρύξω το ευαγγέλιο. «Αν δεν κήρυττα το ευαγγέλιο, δεν θα είχα συλληφθεί και δεν θα αναγκαζόμουν να φύγω από το σπίτι. Θα ήμουν στο πλευρό της μητέρας μου και θα τη φρόντιζα». Συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή μου ήταν λάθος και ότι το κήρυγμα του ευαγγελίου ήταν ευθύνη και αποστολή μου. Το ότι μετάνιωσα που κήρυττα το ευαγγέλιο κι έκανα το καθήκον μου δεν αποτελούσε εκδήλωση προδοσίας κατά του Θεού; Σε μια συνάθροιση, είπα στον επικεφαλής για την κατάστασή μου κι εκείνος μού έδειξε ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Όλοι ζούνε σε συναισθηματική κατάσταση, οπότε ο Θεός δεν αποφεύγει κανέναν τους, και εκθέτει τα μυστικά που έχουν κρυμμένα στην καρδιά τους όλοι οι άνθρωποι. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να αποχωριστούν τα συναισθήματά τους; Μήπως αυτό ξεπερνάει τα πρότυπα της συνείδησης; Μπορεί η συνείδηση να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού; Μπορούν τα συναισθήματα να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες; Στα μάτια του Θεού, τα συναισθήματα είναι εχθρός Του —δεν έχει εκφραστεί αυτό με σαφήνεια μέσα από τα λόγια του Θεού;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ερμηνείες των μυστηρίων των λόγων του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 28). Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού συνειδητοποίησα ότι όντως ζούσα με τα συναισθήματά μου, και ότι τα συναισθήματά μου μου είχαν ρίξει στάχτη στα μάτια και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το σωστό από το λάθος. Κήρυττα το ευαγγέλιο για να μπορέσουν οι άνθρωποι να έρθουν ενώπιον του Θεού και να αποδεχτούν τη σωτηρία Του. Αυτό ήταν κάτι δίκαιο. Ήταν το καθήκον μου. Από την αρχαιότητα, τόσοι αληθινοί πιστοί δεν απαρνήθηκαν τα πάντα για να ακολουθήσουν τον Θεό και να δαπανήσουν τον εαυτό τους γι’ Αυτόν; Ο Πέτρος, για παράδειγμα. Όταν τον κάλεσε ο Κύριος Ιησούς, παράτησε αμέσως τα δίχτυα του και ακολούθησε τον Κύριο. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, η πίστη μου μεγάλωσε. Αποφάσισα να κάνω το καθήκον μου καλά και να ικανοποιήσω τον Θεό, και έτσι πήγα να κηρύξω ξανά το ευαγγέλιο.

Το φθινόπωρο του 2015, μια αδελφή από την εκκλησία μού είπε ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει. Ένιωσα συντετριμμένη και ταράχτηκα πολύ όταν το άκουσα. Μετά βίας συγκράτησα τα δάκρυά μου και σκέφτηκα: «Πώς μπορεί να πέθανε η μητέρα μου; Μήπως έπεσε σε κατάθλιψη και αρρώστησε επειδή δεν ήμουν στο πλευρό της; Μήπως της έλειπα και ανησυχούσε για μένα; Αν δεν με κυνηγούσε το ΚΚΚ, θα ήμουν δίπλα της και θα την πρόσεχα περισσότερο. Θα έκανα πιο άνετα τα τελευταία της χρόνια και ίσως να ζούσε μερικά χρόνια ακόμα». Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν αυτό, τόσο περισσότερο στενοχωριόμουν. Φεύγοντας από το σπίτι της αδελφής, δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό μου. Η μητέρα μου υπέφερε πολύ για να με μεγαλώσει, αλλά όταν γέρασε και αρρώστησε, εγώ δεν ήμουν μαζί της για να τη φροντίσω, και δεν ήμουν καν μαζί της στις τελευταίες της στιγμές. Όταν το σκέφτηκα αυτό, έκλαψα γοερά και ένιωθα τρομερό πόνο. Σκούπισα τα μάτια μου και ανέβηκα στο ποδήλατό μου και στον δρόμο έπαιζαν στο μυαλό μου σαν ταινία σκηνές από το πώς η μητέρα μου πάλεψε για να με μεγαλώσει. Ένιωσα ότι χρωστούσα στη μητέρα μου. Είχε πεθάνει πριν προλάβω να της σταθώ σαν καλή κόρη. Δεν ήμουν καν μαζί της τις τελευταίες της στιγμές. Δεν θα έλεγε ο κόσμος ότι ήμουν κακή κόρη; Αχάριστη και αχρεία; Όταν επέστρεψα στο σπίτι όπου με φιλοξενούσαν, δεν μπόρεσα να φάω από τη στενοχώρια μου. Η αδελφή που με φιλοξενούσε με παρηγόρησε και μου είπε: «Το πόσο θα ζήσει ο κάθε άνθρωπος είναι στο χέρι του Θεού. Ο Θεός ορίζει πότε γεννιέται και πότε πεθαίνει κανείς. Μη σε πάρει από κάτω. Να προσεύχεσαι περισσότερο στον Θεό». Μετά από όσα μου είπε σταμάτησα να νιώθω τόσο πόνο και ταραχή. Όταν έκανα, όμως, το καθήκον μου, η καρδιά μου δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Οπότε, προσευχήθηκα στον Θεό και Του ζήτησα να με βγάλει από αυτήν την αρνητική κατάσταση. Αφού προσευχήθηκα, διάβασα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Ο Θεός δημιούργησε αυτόν τον κόσμο και έφερε τον άνθρωπο, ένα ζωντανό ον στο οποίο έδωσε ζωή, μέσα του. Στη συνέχεια, ο άνθρωπος κατέληξε να έχει γονείς και συγγενείς, και δεν ήταν πλέον μόνος. Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος αντίκρισε αυτόν τον υλικό κόσμο, ήταν προορισμένος να υπάρξει μέσα στον προκαθορισμό του Θεού. Η ανάσα της ζωής από τον Θεό υποστηρίζει κάθε ζωντανό ον ξεχωριστά καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του μέχρι την ενηλικίωση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, κανείς δεν νιώθει ότι ο άνθρωπος αναπτύσσεται υπό τη φροντίδα του Θεού· αντιθέτως, πιστεύουν ότι ο άνθρωπος αναπτύσσεται υπό τη στοργική φροντίδα των γονιών του και ότι την ανάπτυξή του την κατευθύνει το ίδιο το ζωτικό του ένστικτο. Αυτό συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ποιος του έδωσε τη ζωή ή από πού προήλθε αυτή, πολύ λιγότερο δε, γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο το ζωτικό ένστικτο δημιουργεί θαύματα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής του ανθρώπου). Κατάλαβα από τα λόγια του Θεού ότι ο Θεός δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη και τα πάντα, και Αυτός χαρίζει ζωή στους ανθρώπους. Επιφανειακά, φαινόταν ότι η μητέρα μου με είχε μεγαλώσει, αλλά αν δεν με φρόντιζε και δεν με προστάτευε ο Θεός, δεν θα είχα επιζήσει μέχρι τώρα. Σκέφτηκα ότι η κόρη μου είχε προσβληθεί από μια ανίατη ασθένεια σε ηλικία πέντε ετών. Ήμουν συντετριμμένη και ήθελα να της δωρίσω τα όργανά μου. Ο γιατρός είπε: «Είναι μάταιο. Δεν υπάρχει θεραπεία που να μπορεί να της σώσει τη ζωή. Η ασθένειά της είναι ανίατη και κανείς δεν μπορεί να τη σώσει». Ο Θεός έχει ορίσει από καιρό τη ζωή και τον θάνατό μας, και κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Ο Θεός είχε ορίσει το πότε θα πέθαινε η μητέρα μου, ήταν κι αυτό στο χέρι Του, αλλά εγώ πίστευα ότι πέθανε από κατάθλιψη και ότι αρρώστησε επειδή της έλειπα και ανησυχούσε. Δεν καταλάβαινα την κυριαρχία του Θεού! Σκεφτόμουν πόσο δυσκολεύτηκε η μητέρα μου να με μεγαλώσει μετά τον θάνατο του πατέρα μου, και ότι είχε γεράσει και αρρωστήσει χωρίς να τη φροντίσω, κι ένιωσα ότι της χρωστούσα κι η καρδιά μου δεν ηρεμούσε στο καθήκον μου. Στην πραγματικότητα, ο Θεός δίνει ζωή στους ανθρώπους κι όλα όσα απολαμβάνω μου τα χαρίζει ο Θεός. Εγώ δεν ένιωθα ότι χρωστούσα στον Θεό που δεν έκανα το καθήκον μου καλά. Ένιωθα ότι χρωστούσα στη μητέρα μου, τόσο που μετάνιωνα που έκανα το καθήκον μου. Δεν ήμουν άξια να αποκαλούμαι άνθρωπος!

Αργότερα, διάβασα τα λόγια του Θεού στα οποία Εκείνος συναναστρέφεται σχετικά με τη φράση «δεν χρωστάτε κάτι στους γονείς σας», και οι απόψεις μου άλλαξαν. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Ας εξετάσουμε το ότι οι γονείς σου σε γέννησαν. Ποιος πήρε την απόφαση αυτήν, εσύ ή εκείνοι; Ποιος διάλεξε ποιον; Αν το εξετάσουμε από την οπτική του Θεού, η απάντηση είναι κανείς από τους δυο σας. Ούτε εσύ ούτε οι γονείς σου αποφάσισαν να σε γεννήσουν. Αν εξετάσεις το ζήτημα στον πυρήνα του, ο Θεός το έχει ορίσει αυτό. Προς το παρόν, θα παραμερίσουμε αυτό το θέμα, αφού αυτό το ζήτημα είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς. Από τη δική σου οπτική, ο ρόλος σου ήταν παθητικός. Οι γονείς σου σε γέννησαν χωρίς να έχεις καμία επιλογή. Από την οπτική των γονιών σου, αυτοί σε γέννησαν με δική τους ελεύθερη βούληση, έτσι δεν είναι; Αν, δηλαδή, αγνοήσουμε το γεγονός ότι το έχει ορίσει ο Θεός, οι γονείς σου είναι αυτοί που είχαν όλη την εξουσία στο ζήτημα της γέννησής σου. Εκείνοι επέλεξαν να σε γεννήσουν, εκείνοι έκαναν κουμάντο. Δεν επέλεξες να σε γεννήσουν, είχες παθητικό ρόλο και δεν είχες καμία επιλογή. Αφού, λοιπόν, οι γονείς σου είχαν όλη την εξουσία και αποφάσισαν να σε γεννήσουν, αυτοί είναι υποχρεωμένοι και υπεύθυνοι να σε μεγαλώσουν, να σε αναθρέψουν μέχρι να ενηλικιωθείς, να σου προσφέρουν μόρφωση, φαγητό, ρούχα και χρήματα. Αυτή είναι δική τους ευθύνη και υποχρέωση, και οφείλουν να το κάνουν. Εσύ, από την άλλη, την περίοδο που σε μεγάλωναν, ήσουν πάντα παθητικός, δεν είχες το δικαίωμα της επιλογής —αναγκαστικά έπρεπε να σε μεγαλώσουν αυτοί. Ήσουν μικρός, κι έτσι δεν μπορούσες να μεγαλώσεις μόνος σου, δεν είχες άλλη επιλογή από το να σε μεγαλώσουν οι γονείς σου κι εσύ να το δεχτείς παθητικά. Μεγάλωσες με τον τρόπο που αποφάσισαν εκείνοι. Αν σου έδιναν ωραία πράγματα να τρως και να πίνεις, τότε έτρωγες και έπινες ωραία πράγματα. Αν σου έδιναν να φας άχυρα και αγριόχορτα, τότε έτσι θα επιβίωνες. Όπως και να έχει, όταν σε μεγάλωναν οι γονείς σου, εσύ το δεχόσουν παθητικά και οι γονείς σου εκπλήρωναν την ευθύνη τους. Είναι σαν να φρόντιζαν ένα λουλούδι. Έπρεπε να του βάλουν λίπασμα, να το ποτίζουν και να φροντίζουν να το βλέπει ο ήλιος. Όσον αφορά, λοιπόν, τους ανθρώπους, όσο περισσότερο και όσο πιο σχολαστικά κι αν σε φρόντιζαν οι γονείς σου, εν πάση περιπτώσει, εκπλήρωναν απλώς την ευθύνη και την υποχρέωσή τους. Για όποιον λόγο κι αν σε μεγάλωσαν, ήταν ευθύνη τους. Εφόσον σε γέννησαν, όφειλαν να αναλάβουν την ευθύνη να σε μεγαλώσουν. Από αυτήν την οπτική, θεωρούνται καλά όλα όσα έκαναν οι γονείς σου για σένα; Όχι βέβαια, σωστά; (Σωστά.) Εφόσον δεν λογίζεται ως καλό η εκπλήρωση της ευθύνης των γονιών σου απέναντί σου, μήπως λογίζεται ως καλό το να εκπληρώνουν την ευθύνη τους απέναντι σε ένα λουλούδι ή ένα φυτό, όταν το ποτίζουν και του βάζουν λίπασμα; (Όχι.) Αυτό απέχει ακόμη περισσότερο από το να θεωρείται καλό. Τα λουλούδια και τα φυτά αναπτύσσονται καλύτερα έξω. Όταν είναι στο έδαφος, ευδοκιμούν με τον αέρα, τον ήλιο και το νερό της βροχής. Όταν τα φυτέψεις σε μια γλάστρα σε εσωτερικό χώρο δεν αναπτύσσονται τόσο, αλλά όπου κι αν βρίσκονται, επιβιώνουν, έτσι δεν είναι; Δεν έχει σημασία πού βρίσκονται, έχει οριστεί από τον Θεό. Εσύ είσαι ένας ζωντανός άνθρωπος, και ο Θεός έχει την ευθύνη για κάθε ζωή· επιτρέπει σε κάθε ζωντανό ον να επιβιώσει και να τηρήσει τον νόμο που τηρούν όλα τα δημιουργήματα. Εσύ, όμως, ως άνθρωπος, ζεις στο περιβάλλον που σε μεγαλώνουν οι γονείς σου, οπότε είσαι αναγκασμένος να μεγαλώνεις και να ζεις σ’ αυτό το περιβάλλον. Το γεγονός ότι ζεις σ’ αυτό το περιβάλλον οφείλεται κυρίως στο ότι το έχει ορίσει ο Θεός· σε μικρότερη κλίμακα, οφείλεται στην ανατροφή σου από τους γονείς σου, έτσι δεν είναι; Όπως και να ’χει, η ανατροφή σου είναι ευθύνη και υποχρέωση των γονιών σου. Είναι ευθύνη και υποχρέωσή τους να σε μεγαλώσουν μέχρι να ενηλικιωθείς, και δεν μπορείς να πεις ότι σου κάνουν κάποιο καλό. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι δικαίωμά σου; (Είναι.) Πρόκειται για δικαίωμα που πρέπει να απολαύσεις. Οι γονείς σου πρέπει να σε μεγαλώσουν, διότι πριν ενηλικιωθείς, παίζεις τον ρόλο του παιδιού που μεγαλώνει. Άρα, το μόνο που κάνουν οι γονείς σου είναι να εκπληρώνουν κάποιου είδους ευθύνη απέναντί σου, και εσύ απλώς τη λαμβάνεις, αλλά σίγουρα δεν σημαίνει ότι σου κάνουν χάρη ή κάποιο καλό. […] Οι γονείς σου έχουν την ευθύνη να σε μεγαλώσουν. Εκείνοι αποφάσισαν να σε γεννήσουν, άρα έχουν την ευθύνη και την υποχρέωση να σε μεγαλώσουν. Όταν σε αναθρέφουν μέχρι να ενηλικιωθείς, εκπληρώνουν την ευθύνη και την υποχρέωσή τους. Δεν τους χρωστάς τίποτα, άρα δεν χρειάζεται να τους αποζημιώσεις. Το ότι δεν χρειάζεται να τους αποζημιώσεις δείχνει ξεκάθαρα ότι οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου και δεν χρειάζεται να τους ανταποδώσεις το καλό που σου έκαναν. Αν οι συγκυρίες σού επιτρέπουν να εκπληρώσεις ένα μέρος της ευθύνης σου απέναντί τους, τότε να το κάνεις. Αν δεν σου επιτρέπει το περιβάλλον σου και οι αντικειμενικές σου συνθήκες να εκπληρώσεις την υποχρέωσή σου απέναντί τους, τότε μην το πολυσκέφτεσαι, μη νομίζεις ότι τους χρωστάς, γιατί οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Τα λόγια του Θεού μού επέτρεψαν να καταλάβω ότι κάθε άνθρωπος που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο υπόκειται στην κυριαρχία και τη διευθέτηση του Θεού. Ο Θεός όρισε επίσης να γεννηθώ σε αυτήν την οικογένεια. Η μητέρα μου είχε την ευθύνη να με μεγαλώσει, ανεξάρτητα από το πόσο υπέφερε, και κακώς θεωρούσα ότι με μεγάλωσε από καλοσύνη. Όπως λέει ο Θεός: «Αφού, οι γονείς σου είχαν όλη την εξουσία και αποφάσισαν να σε γεννήσουν, αυτοί είναι υποχρεωμένοι και υπεύθυνοι να σε μεγαλώσουν, να σε αναθρέψουν μέχρι να ενηλικιωθείς, να σου προσφέρουν μόρφωση, φαγητό, ρούχα και χρήματα. Αυτή είναι δική τους ευθύνη και υποχρέωση, και οφείλουν να το κάνουν». Δεν καταλάβαινα την αλήθεια και δεν έβλεπα τα πράγματα σύμφωνα με τα λόγια του Θεού. Πάντα πίστευα ότι μετά τον θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου έγινε και μητέρα και πατέρας μας, ότι ζούσε λιτά για να μπορέσω να πάω εγώ στο σχολείο, ότι πάλεψε να με μεγαλώσει μέχρι να ενηλικιωθώ και ότι χωρίς τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση της μητέρας μου, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι σήμερα. Θεωρούσα ότι η μητέρα μου με είχε μεγαλώσει από καλοσύνη και ήθελα να την ξεπληρώσω. Τη στιγμή που άκουσα ότι πέθανε, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ και ένιωσα ότι δεν την είχα φροντίσει καλά. Δεν ήμουν καν μαζί της τις τελευταίες της στιγμές και έτσι ένιωσα ότι ήμουν κακή κόρη. Ένιωθα ότι της είχα υποχρέωση και δεν είχα καμία διάθεση να κάνω το καθήκον μου. Αν συνέχιζα να νιώθω υποχρεωμένη προς τη μητέρα μου και δεν έκανα το καθήκον μου, δεν θα είχα καθόλου συνείδηση ή ανθρώπινη φύση. Σκέφτηκα τον θάνατο της μητέρας μου κι είδα ότι ακόμα κι αν μπορούσα να είμαι μαζί της στο τέλος της, δεν θα μπορούσα να της σώσω τη ζωή. Ακόμη κι αν με επαινούσαν οι άλλοι κι έλεγαν ότι είμαι καλή κόρη, τι νόημα θα είχε αυτό;

Διάβασα περισσότερα από τα λόγια του Θεού. Ο Θεός λέει: «Λόγω του τρόπου διαμόρφωσης της κινεζικής παραδοσιακής κουλτούρας, οι Κινέζοι κατά τις παραδοσιακές αντιλήψεις τους πιστεύουν ότι το τέκνο οφείλει ευσέβεια προς τους γονείς του. Όποιος δεν υπακούει σε αυτό, είναι ασεβής ως τέκνο. Με αυτές τις ιδέες έχουν εμποτιστεί οι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, αυτές διδάσκονται ουσιαστικά σε κάθε σπιτικό, αλλά και σε κάθε σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα. Όταν γεμίζεις το κεφάλι κάποιου με τέτοιου είδους πράγματα, σκέφτεται αυτός: “Η ευσέβεια του τέκνου είναι σημαντικότερη από οτιδήποτε άλλο. Εάν δεν την τηρώ, δεν θα είμαι καλός άνθρωπος —θα είμαι ασεβής ως τέκνο και θα με αποδοκιμάσει η κοινωνία. Θα είμαι άτομο χωρίς συνείδηση”. Είναι ορθή αυτή η άποψη; Οι άνθρωποι έχουν δει τόσες αλήθειες που εκφράζει ο Θεός —απαίτησε ο Θεός να δείχνει κάποιος ευσέβεια τέκνου προς τους γονείς του; Είναι αυτή μία από τις αλήθειες που πρέπει να κατανοούν οι πιστοί του Θεού; Όχι, δεν είναι. Ο Θεός συναναστράφηκε μόνο σχετικά με ορισμένες αρχές. Βάσει ποιας αρχής ζητούν τα λόγια του Θεού να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στους άλλους; Να αγαπούν αυτό που αγαπά ο Θεός και να μισούν αυτό που μισεί: αυτή είναι η αρχή που θα πρέπει να τηρείται. Ο Θεός αγαπά όσους επιδιώκουν την αλήθεια και είναι σε θέση να ακολουθήσουν το θέλημά Του· αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα πρέπει να αγαπάμε κι εμείς. Όσοι δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν το θέλημα του Θεού, Τον μισούν και επαναστατούν ενάντιά Του —αυτούς τους απεχθάνεται ο Θεός και θα πρέπει να τους απεχθανόμαστε κι εμείς. Αυτό ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο. […] Ο Σατανάς χρησιμοποιεί αυτού του είδους την παραδοσιακή κληρονομιά και τις αντιλήψεις περί ηθικής για να δεσμεύσει τις σκέψεις σου, το μυαλό και την καρδιά σου, καθιστώντας σε ανίκανο να αποδεχτείς τα λόγια του Θεού· έχεις κυριευτεί από αυτά τα πράγματα του Σατανά και δεν είσαι πλέον σε θέση να δεχτείς τα λόγια του Θεού. Όταν θέλεις να κάνεις πράξη τα λόγια του Θεού, αυτά τα πράγματα προκαλούν αναταραχή μέσα σου και σε κάνουν να αντιτάσσεσαι στην αλήθεια και στις απαιτήσεις Του, δεν έχεις, λοιπόν, τη δύναμη να απαλλαγείς από τον ζυγό της παραδοσιακής κληρονομιάς. Αφού παλέψεις για λίγο, συμβιβάζεσαι: προτιμάς να πιστεύεις ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί ηθικής είναι ορθές και συνάδουν με την αλήθεια, κι έτσι απορρίπτεις ή αποποιείσαι τα λόγια του Θεού. Δεν αποδέχεσαι τα λόγια Του ως αλήθεια ούτε και σκέφτεσαι τίποτε ως προς τη σωτηρία σου, νιώθοντας ότι εξακολουθείς να ζεις σε αυτόν τον κόσμο και ότι μπορείς να επιβιώσεις μόνον εάν βασίζεσαι σε αυτούς τους ανθρώπους. Ανίκανος να αντέξεις τις αντεγκλήσεις της κοινωνίας, προτιμάς να αποποιηθείς την αλήθεια και τα λόγια του Θεού, και να αφεθείς στις παραδοσιακές αντιλήψεις περί ηθικής και στην επιρροή του Σατανά, προτιμώντας να προσβάλεις τον Θεό και να μην κάνεις πράξη την αλήθεια. Δεν είναι οι άνθρωποι αξιολύπητοι; Δεν έχουν ανάγκη τη σωτηρία του Θεού;» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο αναγνωρίζοντας τις πλανεμένες απόψεις του μπορεί κανείς να αλλάξει πραγματικά). «Στον κόσμο των απίστων υπάρχει ένα ρητό: “Τα κοράκια ξεπληρώνουν τη μητέρα τους ταΐζοντάς την, και τα αρνιά γονατίζουν για να πιουν γάλα από τη μητέρα τους”. Επίσης, υπάρχει και αυτό το ρητό: “Ένα παιδί που δεν σέβεται τους γονείς του είναι χειρότερο και από θηρίο”. Πόσο μεγαλειώδη μοιάζουν αυτά τα ρητά! Η αλήθεια είναι πως όσα περιγράφει το πρώτο ρητό, το ότι τα κοράκια ξεπληρώνουν τη μητέρα τους ταΐζοντάς την και τα αρνιά γονατίζουν για να πιουν γάλα από τη μητέρα τους, υπάρχουν πραγματικά, είναι γεγονότα. Ωστόσο, πρόκειται απλώς για φαινόμενα του ζωικού βασιλείου. Δεν είναι παρά ένας νόμος που έχει θεσπίσει ο Θεός για τα διάφορα ζωντανά όντα και με τον οποίο συμμορφώνονται κάθε λογής ζωντανά πλάσματα, ακόμη και οι άνθρωποι. Το γεγονός, μάλιστα, ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα υπακούν σ’ αυτόν τον νόμο αποτελεί ακόμα μία απόδειξη ότι ο Θεός έχει δημιουργήσει όλα τα ζωντανά πλάσματα. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν μπορεί να παραβεί ή να υπερβεί αυτόν τον νόμο. […] Το ότι τα κοράκια ανταποδίδουν τη μητέρα τους ταΐζοντάς την, και τα αρνιά γονατίζουν για να πιουν γάλα από τη μητέρα τους δείχνει ακριβώς ότι το ζωικό βασίλειο τηρεί τον συγκεκριμένο νόμο. Αυτό το ένστικτο το έχουν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Μόλις γεννηθούν τα μικρά, τότε τα αρσενικά ή τα θηλυκά του είδους τα φροντίζουν και τα περιποιούνται μέχρι να ενηλικιωθούν. Όλα τα έμβια όντα εκπληρώνουν τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που έχουν απέναντι στα μικρά τους, δηλαδή μεγαλώνουν με ευσυνειδησία και αφοσίωση την επόμενη γενιά. Για τους ανθρώπους, κάτι τέτοιο θα πρέπει να ισχύει ακόμη πιο πολύ. Οι άνθρωποι αποκαλούν τον εαυτό τους ανώτερο ζώο —αν δεν μπορούν να υπακούσουν σ’ αυτόν τον νόμο και αν τους λείπει αυτό το ένστικτο, τότε δεν είναι κατώτεροι από τα ζώα, τελικά; Όσο, λοιπόν, κι αν σε φρόντιζαν οι γονείς σου ενώ σε μεγάλωναν, και όσο κι αν εκπλήρωναν την ευθύνη που είχαν απέναντί σου, έκαναν απλώς ό,τι όφειλαν ανάλογα με τις ικανότητες του δημιουργημένου ανθρώπου· ήταν το ένστικτό τους» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι ο λόγος που πονούσα τόσο πολύ ήταν επειδή είχα επηρεαστεί από ιδέες και απόψεις όπως «Ένα θηρίο είναι ανώτερο από κάποιον ασεβή προς τους γονείς του» και «Κάνε παιδιά για να σε φροντίσουν όταν γεράσεις». Πίστευα ότι το να είναι κανείς καλός με τους γονείς του ήταν απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο και ότι το αντίθετο θεωρούνταν προδοσία κι ότι τον καθιστούσε χειρότερο κι από κτήνος. Με κυνηγούσαν και δεν μπορούσα να φροντίσω τη μητέρα μου, κι έτσι είχα ενοχές και ένιωθα ότι της χρωστούσα. Φοβόμουν επίσης ότι ο κόσμος θα έλεγε ότι ήμουν ασυνείδητη και κακή κόρη. Πονούσα πολύ, δεν μπορούσα να κάνω ήρεμα το καθήκον μου και κατέρρευσα αργότερα όταν άκουσα ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει. Είδα ότι είχαν ενσταλαχθεί μέσα μου αυτές οι ιδέες της παραδοσιακής κουλτούρας και θεωρούσα ότι το να είμαι καλή κόρη ήταν πιο σημαντικό από το να κάνω το καθήκον μου ως δημιουργημένο ον, και μετάνιωνα που κήρυττα το ευαγγέλιο και έκανα το καθήκον μου· δεν ήταν εκδήλωση προδοσίας κατά του Θεού; Μετά τη σύλληψή μου από την αστυνομία επειδή κήρυττα το ευαγγέλιο, δεν μπορούσα να επιστρέψω σπίτι. Αλλά αντί να μισήσω το ΚΚΚ, κατηγόρησα τον Θεό και πίστεψα ότι όλα αυτά έγιναν επειδή κήρυττα το ευαγγέλιο. Είχα παρερμηνεύσει τα πάντα και δεν μπορούσα να διακρίνω ποιο ήταν το σωστό και ποιο το λάθος! Ο Θεός μού έδωσε όλα όσα έχω. Με φρόντιζε και με προστάτευε όλα αυτά τα χρόνια ώστε να μπορώ να κηρύττω το ευαγγέλιο και να κάνω το καθήκον μου, να επιδιώκω την αλήθεια και να σωθώ. Εγώ, όχι μόνο δεν ήμουν ευγνώμων στον Θεό, αλλά Τον παρερμήνευσα και Τον κατηγόρησα. Μετάνιωσα που έκανα το καθήκον μου. Δεν είχα καθόλου συνείδηση! Τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι ιδέες και απόψεις όπως «Ένα θηρίο είναι ανώτερο από κάποιον ασεβή προς τους γονείς του» και «Κάνε παιδιά για να σε φροντίσουν όταν γεράσεις» ήταν παράλογες και ότι με αυτόν τον τρόπο ο Σατανάς παραπλανά και διαφθείρει τους ανθρώπους. Δεν ήθελα να ζω πια σύμφωνα με τις ιδέες και τις απόψεις του Σατανά. Ήθελα να βλέπω τους ανθρώπους και τα πράγματα, να φέρομαι και να ενεργώ σύμφωνα με τα λόγια του Θεού.

Αργότερα, διάβασα περισσότερα από τα λόγια του Θεού: «Πρώτον, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να φύγουν από το πατρικό τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους είναι οι γενικότερες αντικειμενικές συνθήκες λόγω των οποίων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους γονείς τους· δεν μπορούν να μείνουν στο πλάι των γονιών τους για να τους φροντίσουν και να τους κρατάνε συντροφιά. Δεν είναι ότι αποφασίζουν με τη θέλησή τους να τους εγκαταλείψουν· αυτός είναι ο αντικειμενικός λόγος. Δεύτερον, υποκειμενικά μιλώντας, ο λόγος για τον οποίο βγαίνεις για να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου δεν είναι ότι ήθελες να εγκαταλείψεις τους γονείς σου και να αποφύγεις τις ευθύνες σου, αλλά ότι σε καλεί ο Θεός. Αν ήθελες να συνεργαστείς με το έργο του Θεού, να αποδεχτείς το κάλεσμά Του και να εκτελέσεις τα καθήκοντα του δημιουργήματος, δεν είχες άλλη επιλογή από το να φύγεις από τους γονείς σου· δεν γινόταν να μείνεις στο πλευρό τους για να τους συντροφεύεις και να τους φροντίζεις. Δεν τους εγκατέλειψες για να αποφύγεις τις ευθύνες, έτσι δεν είναι; Δεν έχουν διαφορετική φύση αυτά τα δυο, το να τους εγκαταλείψεις για να γλιτώσεις απ’ τις ευθύνες σου και το να αναγκάζεσαι να τους εγκαταλείψεις για να απαντήσεις στο κάλεσμα του Θεού και να εκτελέσεις τα καθήκοντά σου; (Ναι.) Μέσα σου, έχεις πράγματι συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς σου και τους σκέφτεσαι, δεν είναι κενά τα συναισθήματά σου. Αν το επιτρέπουν οι αντικειμενικές συνθήκες και μπορείς να μείνεις στο πλευρό τους ενώ παράλληλα εκτελείς και τα καθήκοντά σου, τότε δεν θα είχες πρόβλημα να μείνεις στο πλευρό τους και να τους φροντίζεις συχνά, εκπληρώνοντας τις ευθύνες σου. Οι αντικειμενικές συνθήκες, όμως, σε αναγκάζουν να τους εγκαταλείψεις· δεν μπορείς να μείνεις στο πλάι τους. Δεν είναι ότι δεν θες να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου ως παιδιού τους, απλώς δεν μπορείς. Δεν έχει διαφορετική φύση αυτό; (Ναι.) Αν έχεις φύγει από το πατρικό σου για να γλιτώσεις τις ευθύνες που έχει κάθε σωστό παιδί απέναντι στους γονείς του, τότε δεν είσαι σωστό παιδί και δεν έχεις ανθρώπινη φύση. Αν και οι γονείς σου σε μεγάλωσαν, εσύ δεν βλέπεις την ώρα να ανοίξεις τα φτερά σου και να προχωρήσεις γρήγορα μόνος σου. Ούτε να τους βλέπεις δεν θες και, αν ακούσεις ότι αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα, δεν δίνεις καμία σημασία. Δεν τους βοηθάς, ακόμα κι αν έχεις τα μέσα να τους βοηθήσεις. Απλώς κάνεις πως δεν ακούς και δεν σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι για σένα· εσύ απλούστατα δεν θέλεις να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου. Αυτό σημαίνει να μην είσαι σωστό παιδί. Αλλά αυτό συμβαίνει εδώ; (Όχι.) Πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τον νομό, την πόλη, την περιφέρεια ή ακόμη και τη χώρα τους για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους· βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από την πατρίδα τους. Επίσης, δεν τους είναι βολικό για διάφορους λόγους να διατηρούν επαφή με την οικογένειά τους. Πού και πού ρωτούν κάποιους συντοπίτες τους τι κάνουν οι γονείς τους και, όταν ακούνε ότι είναι καλά στην υγεία τους και τα βγάζουν πέρα, νιώθουν ανακούφιση. Δεν ισχύει ότι δεν είσαι σωστό παιδί απέναντι στους γονείς σου· δεν έχεις φτάσει στο σημείο να μην έχεις ανθρώπινη φύση, οπότε να μη θέλεις καν να νοιαστείς για τους γονείς σου ή να ανταποκριθείς στις ευθύνες σου απέναντί τους. Αυτήν την επιλογή σε αναγκάζουν διάφοροι αντικειμενικοί λόγοι να την κάνεις, όχι ότι δεν είσαι σωστό παιδί» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (16)]. «Πρέπει να καταλάβεις ως παιδί ότι οι γονείς σου δεν είναι δανειστές σου. Έχεις να κάνεις πολλά σ’ αυτήν τη ζωή ως δημιούργημα. Σου τα έχει εμπιστευτεί ο Κύριος της δημιουργίας, και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το να ξεπληρώσεις το καλό που σου έκαναν οι γονείς σου. Το να δείχνεις στους γονείς σου ευσέβεια, το να τους ξεπληρώνεις και το να ανταποδίδεις το καλό που σου έκαναν δεν έχει καμία σχέση με την αποστολή που έχεις στη ζωή σου. Μπορεί και να πει κανείς ότι δεν χρειάζεται να δείχνεις στους γονείς σου ευσέβεια, να τους ξεπληρώσεις ή να εκπληρώσεις οποιαδήποτε ευθύνη σου απέναντί τους. Με απλά λόγια, όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες, μπορείς να κάνεις λίγα απ’ αυτά και να εκπληρώσεις κάποιες από τις ευθύνες σου· όταν, όμως, δεν το επιτρέπουν, δεν είναι ανάγκη να επιμένεις. Δεν είναι δα και τρομερό να μην μπορείς να δείξεις ευσέβεια στους γονείς σου· απλώς πάει λίγο κόντρα στη συνείδησή σου, στην ανθρώπινη ηθική και στις ανθρώπινες αντιλήψεις. Τουλάχιστον, όμως, δεν πάει κόντρα στην αλήθεια, και δεν πρόκειται να σε καταδικάσει ο Θεός γι’ αυτό. Όταν καταλάβεις την αλήθεια, τότε αυτό δεν θα δημιουργεί καμία μομφή στη συνείδησή σου» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (17)]. Από τα λόγια του Θεού κατάλαβα πώς πρέπει να συμπεριφέρονται τα παιδιά στους γονείς τους. Δεν χρωστούσα τίποτα στη μητέρα μου. Ήρθα σε αυτόν τον κόσμο για να εκπληρώσω μια αποστολή: Να κάνω το καθήκον μου ως δημιουργημένο ον. Εάν το επέτρεπαν οι περιστάσεις και οι συνθήκες, θα μπορούσα να φροντίσω τη μητέρα μου όπως οφείλει ένα παιδί, να εκπληρώσω τις ευθύνες μου και τις υποχρεώσεις μου ως παιδί της. Αν δεν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, δεν έπρεπε να επιμείνω. Επίσης, εγώ ήθελα να είμαι καλή κόρη. Επειδή, όμως, με δίωκε και με κυνηγούσε το ΚΚΚ, δεν μπορούσα να πάω σπίτι μου να τη φροντίσω. Δεν ήμουν κακή κόρη και δεν έπρεπε να με νοιάζει τι θα σκεφτόταν για μένα ο κόσμος. Το πιο σημαντικό ήταν να υποταχθώ στην κυριαρχία και τις διευθετήσεις του Θεού και να κάνω καλά το καθήκον μου. Όταν το κατάλαβα αυτό, σταμάτησα να νιώθω περιορισμένη και μπόρεσα να κάνω το καθήκον μου με όλη μου την καρδιά. Η κρίση και η έκθεση των λόγων του Θεού μού επέτρεψαν να καταλάβω ότι κάποιες ιδέες μου ήταν παράλογες, να καταλάβω πώς να προσεγγίζω τη μητέρα μου με τρόπο που να συνάδει με τις αλήθεια-αρχές, να μη νιώθω πια ότι χρωστάω στη μητέρα μου και να καταφέρω να γαληνέψω την καρδιά μου και να κάνω το καθήκον μου.

Προηγούμενο: 51. Σχετικά με την επιστροφή του Κυρίου, ποιον θα έπρεπε να ακούει κάποιος;

Επόμενο: 58. Έμαθα πώς να συμπεριφέρομαι σωστά στους ανθρώπους

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο