44. Μια μυστική ανάκριση σε ξενοδοχείο

Μία μέρα τον Φεβρουάριο του 2013, έκλεισα ραντεβού με μια αδελφή να πάμε σε μια συνάθροιση. Στις δύο περίπου το μεσημέρι, καθώς την περίμενα κοντά σ’ ένα κατάστημα υποδημάτων, είδα έναν άντρα να με κοιτάζει κάθε τόσο, ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο, κι ένιωσα ότι κάτι δεν πάει καλά. Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φύγω, άκουσα να λένε: «Ακίνητη!» Είδα τέσσερις ή πέντε ανθρώπους να ορμούν προς το μέρος μου και σκέφτηκα: «Ωχ, όχι, η αστυνομία!» Προσπάθησα να τρέξω μακριά, όμως δύο άντρες με πρόλαβαν, με χτύπησαν ρίχνοντάς με κάτω και μετά με έσπρωξαν σ’ ένα αυτοκίνητο, όπου είδα τρεις ακόμη αδελφές που συλλαμβάνονταν μαζί μου.

Μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και μας διέταξαν να σταθούμε δίπλα στους τοίχους της αυλής. Είχα πολύ άγχος. Προσευχήθηκα με θέρμη στον Θεό και σκέφτηκα τα λόγια Του: «Μη φοβάσαι· ο Παντοδύναμος Θεός των δυνάμεων θα είναι σίγουρα μαζί σου· φυλάει τα νώτα σας και είναι η ασπίδα σας» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 26). Αλήθεια, με τον Θεό στο πλευρό μου, τι είχα να φοβηθώ; Έπρεπε να βασιστώ στον Θεό για να βιώσω αυτό το περιβάλλον. Σιγά-σιγά κατάφερα να ηρεμήσω. Μετά από αυτό, με πήγαν σ’ ένα δωμάτιο. Ένιωσα ταπεινωμένη και θύμωσα όταν μια αστυνομικός με ανάγκασε να γδυθώ για να με ψάξουν, και σκόπιμα με έβαλε να σκύψω με τα πόδια ανοιχτά.

Το επόμενο βράδυ, η αστυνομία με πήγε σε ένα εξαώροφο ξενοδοχείο. Είχαν νοικιάσει τους τρεις τελευταίους ορόφους του ξενοδοχείου και τους είχαν μετατρέψει σε μυστικό κέντρο ανακρίσεων όπου κρατούνταν και βασανίζονταν πιστοί στον Θεό. Όταν έφτασα στον έκτο όροφο, είδα περισσότερους από 20 αδελφούς και αδελφές να στέκονται στη σειρά και σοκαρίστηκα: Είχαν συλληφθεί πάρα πολλοί! Φαίνεται ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα τούς είχε συλλάβει όλους ταυτόχρονα. Δεν ήξερα πώς θα μας συμπεριφερόταν η αστυνομία, γι’ αυτό προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό, ζητώντας Του να μας προστατεύσει ώστε να μπορέσουμε να μείνουμε σταθεροί. Στη συνέχεια, η αστυνομία μάς χώρισε για ανάκριση.

Στις πέντε το πρωί της τρίτης μέρας, μπήκε ένας χοντρός αστυνομικός και είπε με τόνο επίπληξης: «Ο άνθρωπος που ανέκρινα είναι επικεφαλής και ήταν πεισματάρης. Η ανάκριση δεν τελείωσε παρά στις δύο ή τρεις η ώρα». Χειρονομούσε περήφανα καθώς συνέχιζε: «Πρώτα, τον κλότσησα δυνατά στο πρόσωπο, και μετά τον κλότσησα δυνατά στην άλλη πλευρά του προσώπου, κι έπειτα τον χαστούκισα ξανά και ξανά και με τα δύο χέρια». Κούνησε τα χέρια του και συνέχισε το θυμωμένο του παράπονο: «Τον χτύπησα τόσο δυνατά που πόνεσαν τα χέρια μου, σήκωσα, λοιπόν, μισό μπουκάλι μεταλλικό νερό και τον χτύπησα στο πρόσωπο μέχρι που δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου. Όλο του το πρόσωπο ήταν παραμορφωμένο. Ήταν εντελώς αγνώριστος». Τρόμαξα με τις πράξεις του αστυνομικού. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά κι ένιωσα ιδιαίτερα θυμωμένη: «Αυτοί οι αστυνομικοί είναι εντελώς απάνθρωποι, αν με χτυπούσαν όπως χτύπησαν τον αδελφό μου, θα μπορούσα να το αντέξω;» Δεν τόλμησα να το σκεφτώ περαιτέρω. Προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό να Του ζητήσω να προστατεύσει τον αδελφό που χτύπησαν, αλλά να προστατεύσει κι εμένα, ώστε να έχω την αυτοπεποίθηση να βιώσω αυτό το περιβάλλον.

Το πρωί της τέταρτης ημέρας, με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Ένας αστυνομικός που λεγόταν Γου με ρώτησε ποια ήταν η θέση μου στην εκκλησία. Είπα ότι είμαι μια απλή πιστή. Σηκώθηκε απότομα και είπε: «Υποθέτω ότι δεν θα πεις την αλήθεια αν δεν νιώσεις λίγο πόνο!» Με διέταξε να τεντώσω τα χέρια μου, να κάνω βαθύ κάθισμα, να σηκωθώ και μετά να επαναλάβω την κίνηση. Αφού το έκανα αυτό πολλή ώρα, κουράστηκα τόσο που ίδρωσα πολύ και πονούσαν τα πόδια μου. Έπεσα κάτω. Έκανε έναν μορφασμό και είπε: «Να σου πω κάτι; Όσο σκληροί κι αν είναι οι άνθρωποι, εδώ, πρέπει να υποκλιθούν μπροστά μου. Είσαι επικεφαλής; Ποιος είναι ο ανώτερός σου;» Όταν δεν είπα τίποτα, με διέταξε να κάνω βαθύ κάθισμα. Μετά από λίγα λεπτά σε βαθύ κάθισμα, τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, πρήστηκαν και σύντομα κατέρρευσα. Μου ζήτησε να σηκωθώ και να συνεχίσω να κάνω βαθύ κάθισμα, και το επανέλαβα περισσότερες από 800 φορές. Ένας αστυνομικός είπε απειλητικά: «Κοίτα πόσο ιδρωμένη είσαι. Φαίνεσαι αξιολύπητη. Γιατί υποφέρεις έτσι; Πού είναι αυτός ο Θεός; Αν μας πεις όσα ξέρεις, δεν θα χρειαστεί να υποφέρεις. Αν δεν μιλήσεις, θα υποφέρεις περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι». Ακούγοντας τα λόγια του αστυνομικού, ένιωσα αηδία. Του έριξα μια ματιά και είπα ότι δεν ξέρω τίποτα. Μου έδεσαν τα χέρια με χειροπέδες πίσω από την πλάτη στον πάγκο βασανιστηρίων. Δεμένη με τις χειροπέδες, ένιωσα μετά από λίγο ένα σφίξιμο στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή. Παρά λίγο να πάθω ασφυξία. Τους ζήτησα να βγάλουν τις χειροπέδες και μετά από πολλή ώρα, τελικά τις άνοιξαν. Αργότερα, ένας αστυνομικός μπήκε και είπε: «Προσπάθησε να καταλάβεις την κατάστασή σου. Όλοι οι άλλοι ομολόγησαν. Είναι ανόητο να κάθεσαι εδώ και να αντιστέκεσαι μόνη σου, έτσι δεν είναι; Πες μου ό,τι ξέρεις τώρα και θα σε αφήσουμε να φύγεις». Έπειτα έβγαλε μερικές φωτογραφίες και μου ζήτησε να ταυτοποιήσω τους ανθρώπους σε αυτές. Είπε: «Όλοι αυτοί συνελήφθησαν και είπαν ότι σε γνωρίζουν. Τους ξέρεις; Τι δουλειά κάνουν στην εκκλησία;» Σκέφτηκα: «Αν οι αδελφοί κι οι αδελφές παραδέχονται πραγματικά ότι με γνωρίζουν, εγώ όμως πω ότι δεν τους ξέρω, η αστυνομία σίγουρα δεν θα με αφήσει. Εάν όμως πω ότι τους γνωρίζω, προδίδω τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Θα γίνω έτσι Ιούδας που προδίδει τον Θεό. Τι θα πρέπει να κάνω;» Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα ένα χωρίο του λόγου του Θεού: «Ο λαός Μου θα πρέπει να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα απέναντι στα πονηρά σχέδια του Σατανά, φυλάσσοντας την πύλη του οίκου Μου για Εμένα· οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ικανοί να στηρίζουν ο ένας τον άλλο και να φροντίζουν ο ένας τον άλλο, προκειμένου να αποφύγετε το να πέσετε στην παγίδα του Σατανά, που τότε θα ήταν πολύ αργά για μετάνοια» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 3). Συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα από τα τεχνάσματα του Σατανά. Η αστυνομία μπορεί να χρησιμοποιεί αυτήν τη μέθοδο για να με εξαπατήσει και να με κάνει να προδώσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου, να προδώσω τον Θεό. Δεν μπορούσα να την πατήσω. Ακόμη και αν οι αδελφοί κι οι αδελφές μου παραδέχονταν ότι με γνωρίζουν, δεν μπορούσα και πάλι να τους προδώσω. Έχοντας αυτό κατά νου, είπα ότι δεν τους γνωρίζω.

Ο αστυνομικός που λεγόταν Γου είδε ότι δεν ξεγελάστηκα και είπε θυμωμένος: «Για να δω, πόσο πεισματάρα είσαι!» Με διέταξε τότε να σηκωθώ και μου έδεσε τα χέρια με χειροπέδες στις μεταλλικές μπάρες που κάλυπταν το παράθυρο του διαδρόμου. Το σώμα μου ήταν κρεμασμένο στον αέρα, οι καρποί μου πονούσαν αφόρητα και, στο μεταξύ, οι αστυνομικοί με κοιτούσαν και γελούσαν. Μετά από λίγο, με κατέβασαν και μου είπαν να συνεχίσω το βαθύ κάθισμα. Εκείνο το βράδυ, η αστυνομία με πήγε ξανά πίσω στο ξενοδοχείο. Το επόμενο πρωί, ο αστυνομικός που λεγόταν Γου είπε: «Από σήμερα, θα σε δένω με χειροπέδες στο παράθυρο. Αν δεν πεις την αλήθεια, ούτε καν θα τρως». Μετά από αυτό, έδεσαν με χειροπέδες ένα από τα χέρια μου στις μεταλλικές μπάρες. Κατά καιρούς έρχονταν να μου ζητήσουν στοιχεία για την εκκλησία μου. Όταν ένας από τους αστυνομικούς είδε ότι και πάλι δεν μιλούσα, με χαστούκισε δυνατά μ’ έναν φάκελο και άνοιξε επίτηδες την πόρτα για ν’ ακούω τους ήχους των άλλων αδελφών που βασάνιζαν. Ακούγοντας τις κραυγές αγωνίας τους, ένιωσα συντετριμμένη και πολύ θυμωμένη.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, ένας αστυνομικός που λεγόταν Μου πήρε το σημειωματάριό μου, έδειξε τους αριθμούς εκεί και με ρώτησε αν ήταν τα κινητά των αδελφών μου. Όταν δεν απάντησα, φώναξε δυνατά: «Ακόμη κι αν δεν πεις λέξη, αυτό το σημειωματάριο είναι αρκετό για να σε καταδικάσει!» Έβγαλε μια φωτογραφία, έδειξε τον εικονιζόμενο και με ρώτησε αν ήταν ο επικεφαλής της εκκλησίας. Στη συνέχεια, έβγαλε τρεις φωτογραφίες από οίκους φιλοξενίας για την εκκλησία και κατόπιν μου ζήτησε να τους ταυτοποιήσω. Τους ήξερα όλους αυτούς τους οίκους, όμως είπα ότι δεν τους αναγνωρίζω. Πρόσθεσε: «Θα σε βάλουμε σ’ ένα αυτοκίνητο και θα σε πάμε εκεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μας υποδείξεις την τοποθεσία. Κι εμείς θα το κρατήσουμε μυστικό για σένα, κανείς δεν θα ξέρει ότι έδωσες την πληροφορία». Βλέποντας ότι και πάλι δεν έλεγα τίποτα, είπε στους αστυνομικούς που ήταν δίπλα του: «Γδύστε την και κρεμάστε τη να κοιτάζει προς το παράθυρο, να τη βλέπουν οι περαστικοί. Έπειτα, βγάλτε τη φωτογραφία και δημοσιεύστε τη στο διαδίκτυο, πείτε ότι είναι Ιούδας κι ότι μας τα είπε όλα». Μετά από αυτό, ήλθε να μου βγάλει τα ρούχα. Φοβήθηκα πολύ. Αν όντως το έκανε αυτό και ανέβαζε τη φωτογραφία μου στο διαδίκτυο, θα την έβλεπαν οι συγγενείς κι οι φίλοι μου. Πώς θα μπορούσα να ζήσω μετά από αυτό; Τον παρακάλεσα να μη μου βγάλει τα ρούχα, όμως μου είπε με μια γκριμάτσα: «Τι; Φοβάσαι;» Τότε όλοι τους ξέσπασαν σε γέλια. Βλέποντας τις αποστασιοποιημένες εκφράσεις τους, συνειδητοποίησα ότι ήταν κι αυτό ένα ακόμη από τα τεχνάσματα του Σατανά, γρήγορα, λοιπόν, ηρέμησα και επικαλέστηκα τον Θεό. Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα έναν ύμνο του λόγου του Θεού: «Πρέπει να υποφέρεις για την αλήθεια, πρέπει να παραδοθείς στην αλήθεια, πρέπει να υπομείνεις με ταπείνωση για την αλήθεια και για να κερδίσεις περισσότερη αλήθεια, πρέπει να υποστείς περισσότερα βάσανα. Αυτό πρέπει να κάνεις. Δεν πρέπει να πετάξεις την αλήθεια για χάρη μιας ειρηνικής οικογενειακής ζωής, και δεν πρέπει να χάσεις την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα της ζωής σου για χάρη μιας στιγμιαίας απόλαυσης» («Θα πρέπει να απαρνηθείς τα πάντα για την αλήθεια» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν πίστη και δύναμη. Πίστευα στον Θεό και ακολουθούσα τον σωστό δρόμο στη ζωή. Το να βασανίζομαι και να ταπεινώνομαι λόγω της πίστης μου στον Θεό δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να ντρέπομαι. Με δίωκαν λόγω ενός δίκαιου σκοπού, κι ο Θεός το ενέκρινε αυτό. Εάν υποχωρούσα στον Σατανά και πρόδιδα τον Θεό για να προστατεύσω τη φήμη μου, αυτό θα ήταν το πιο επαίσχυντο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω και θα έχανα πραγματικά την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου. Μίσησα τον εαυτό μου που ήμουν δειλή και εκλιπαρούσα για έλεος τον Σατανά, μετατρέποντας έτσι τον εαυτό μου σε περίγελό του. Ορκίστηκα μέσα μου ότι όσο κι αν με ταπεινώσουν αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί, ακόμη κι αν μου βγάλουν τα ρούχα, εγώ δεν θα υποκύψω ποτέ παρακαλώντας για έλεος, ούτε θα γίνω ποτέ Ιούδας. Όταν οι αστυνομικοί είδαν ότι δεν φοβάμαι πια, θύμωσαν τόσο πολύ που μου έδεσαν με χειροπέδες και τα δύο χέρια στις μεταλλικές μπάρες. Μια αστυνομικός φώναξε: «Δεν θα τη γδύνατε; Βγάλτε τα πάντα, όλοι να τα δείτε όλα». Η ομάδα των αστυνομικών γέλασε άγρια, σαν δαίμονες από τον κάτω κόσμο. Εκείνη την ώρα, τα πόδια μου ήταν στον αέρα και το βάρος μου έπεφτε στους καρπούς μου που πονούσαν σαν να ήταν έτοιμοι να σπάσουν. Προσευχήθηκα μέσα μου με θέρμη στον Θεό, ζητώντας Του να μου δώσει πίστη και δύναμη, ώστε να μπορέσω να υπομείνω τα βασανιστήρια της αστυνομίας και να μη συμβιβαστώ με τον Σατανά. Μετά από μισή ώρα και περισσότερο, οι αστυνομικοί με άφησαν κάτω. Τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα και δεν τα ένιωθα, και μόλις άγγιξαν το πάτωμα, έπεσα κάτω. Ένας αστυνομικός είπε με κακία: «Σκέψου την κατάστασή σου. Αν εξακολουθήσεις να μη μιλάς, έχουμε κι άλλα κόλπα για να σε αντιμετωπίσουμε». Μετά από αυτό, έφυγαν.

Δύο μέρες αργότερα, μπήκε ένας χοντρός αστυνομικός. Μόλις μπήκε μέσα, είπε στους δύο αστυνομικούς που με φύλαγαν: «Ξέρετε γιατί δεν μπορείτε να σπάσετε αυτήν τη γυναίκα; Είστε πολύ μαλακοί και δεν χρησιμοποιείτε τις σωστές τεχνικές. Σήμερα, θα σας μάθω μερικά κόλπα, και θα σας δείξω πώς τα καταφέρνω!» Μου ζήτησε να κάνω βαθύ κάθισμα, και μετά ως τα μισά, και κατόπιν να το επαναλάβω σε σημείο που έχασα όλη μου τη δύναμη και κατέρρευσα. Είπε στη συνέχεια στους δύο αστυνομικούς να με πιάσουν από ένα χέρι ο καθένας, να με σπρώχνουν κάτω και να με σηκώνουν, και να συνεχίσουν να με βασανίζουν έτσι επανειλημμένα. Κοιτάζοντας τις άγριες εκφράσεις τους, ήξερα ότι θα ακολουθήσουν βαρύτερα βασανιστήρια. Σκέφτηκα τη δουλοπρεπή εμφάνισή μου όταν υποκλίθηκα στον Σατανά και ικέτευα για έλεος δυο ημέρες νωρίτερα λόγω του φόβου μου για την ταπείνωση, γι’ αυτό αποφάσισα εκείνη την ημέρα να βασιστώ στον Θεό και να καταθέσω μαρτυρία για Εκείνον ενώπιον του Σατανά. Προσευχήθηκα μέσα μου στον Θεό ως εξής: «Θεέ μου, δεν ξέρω τι άλλα μέσα θα χρησιμοποιήσει η αστυνομία για να με βασανίσει, όμως θέλω να δώσω μια ισχυρή και ηχηρή μαρτυρία για Σένα, γι’ αυτό Σου ζητώ να μου δώσεις πίστη και δύναμη». Μετά από λίγο μόνο, κουράστηκαν και ίδρωσαν τόσο που δεν μπορούσαν να με σηκώσουν. Μόλις με άφησαν από τα χέρια τους, έπεσα βαριά στο πάτωμα. Με διέταξαν να σηκωθώ και να κάνω βαθύ κάθισμα ξανά και ξανά. Ο χοντρός αστυνομικός είπε με μια γκριμάτσα: «Φαίνεται ότι παραζεστάθηκε. Ρίξτε της λίγο κρύο νερό. Είμαι σίγουρος ότι θα της αρέσει». Μου έριξαν τότε κρύο νερό μέχρι που έγινα τελείως μούσκεμα. Όμως το εκπληκτικό ήταν ότι ένιωσα έναν καυτό ατμό να βγαίνει από πάνω μου και δεν ένιωσα καθόλου κρύο. Ήξερα ότι αυτή ήταν η προστασία του Θεού για μένα. Ευχαριστούσα συνεχώς τον Θεό μέσα από την καρδιά μου, κι ένιωσα την πίστη μου προς Εκείνον να μεγαλώνει.

Τότε οι δύο αστυνομικοί με έσυραν να σηκωθώ και μου έδεσαν με χειροπέδες το αριστερό χέρι στις μεταλλικές μπάρες. Ο καρπός μου είχε ήδη τραυματιστεί όπως κρεμόμουν πριν, οπότε όταν μου πέρασαν τις χειροπέδες αυτήν τη φορά, πόνεσα ακόμη περισσότερο. Οι αστυνομικοί γέλασαν όταν είδαν τον πόνο μου κι εγώ δεν ήθελα να βλέπουν την αδυναμία μου, οπότε υπέμενα τον πόνο χωρίς να βγάζω άχνα. Για να μειώσω τον πόνο, προσπαθούσα όσο μπορούσα να στέκομαι στις μύτες των ποδιών μου. Ένα από τα δάχτυλά μου ακουμπούσε ακόμα κάτω, μετά βίας όμως. Παρ’ όλα αυτά, όταν ένας αστυνομικός το είδε, πίεσε με το πόδι του τη φτέρνα μου, κάνοντας το σώμα μου να κρεμαστεί για λίγο, και μετά μετακίνησε το πόδι του, προκαλώντας ένα βίαιο τράβηγμα στο χέρι μου, που ήταν ιδιαίτερα επώδυνο. Βλέποντας ότι παρέμενα σιωπηλή, οι αστυνομικοί έδεσαν ένα σκοινί στο ένα μου πόδι, το τράβηξαν, ώστε το σώμα μου να κρεμαστεί στον αέρα, και μετά το άφησαν ξαφνικά. Το έκαναν αυτό επανειλημμένα. Με αυτόν τον τρόπο, το σώμα μου ταλαντευόταν από τη μια στην άλλη, και ένιωθα σαν ένα μαχαίρι να μου κόβει τον καρπό. Καθώς αυτό συνεχιζόταν, προσευχήθηκα επειγόντως στον Θεό μέσα από την καρδιά μου. Αργότερα, ο χοντρός αστυνομικός έφερε μια καρέκλα από ρατάν. Οι άλλοι δύο αστυνομικοί άρπαξαν ο καθένας από ένα πόδι μου, τα έβαλαν στην πλάτη της καρέκλας και μετά τράβηξαν την καρέκλα μακριά. Όλο το βάρος μου έπεσε στον καρπό μου, με αποτέλεσμα η άκρη των χειροπέδων να βυθιστεί μέσα στη σάρκα. Ο πόνος ήταν σχεδόν αφόρητος. Τριάντα ή σαράντα λεπτά αργότερα, οι αστυνομικοί κατέβασαν το αριστερό μου χέρι, πέρασαν με χειροπέδες το δεξί στις μεταλλικές μπάρες και συνέχισαν το βασανιστήριο. Άρχισε να μου κόβεται η ανάσα και σκέφτηκα: «Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα με βασανίζει η αστυνομία. Εάν με κρατήσουν κρεμασμένη έτσι, τα χέρια μου θα μείνουν ανάπηρα, και αν όντως συμβεί αυτό, πώς θα επιβιώσω στο μέλλον;» Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιο δυστυχισμένη ένιωθα, μέχρι που δυσκολευόμουν ακόμη και να αναπνεύσω. Ένιωθα ότι δεν άντεχα άλλο, γι’ αυτό και προσευχήθηκα με θέρμη στον Θεό: «Θεέ μου, η σάρκα μου είναι πολύ αδύναμη. Δεν αντέχω άλλο. Δώσε μου, Σε παρακαλώ, δύναμη να παραμείνω σταθερή και να ταπεινώσω τον Σατανά». Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Στον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς σπάραζε, σαν να έστριβε ένα μαχαίρι στην καρδιά Του, όμως δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να παραβεί τον λόγο Του· πάντα υπήρχε μια ισχυρή δύναμη που Τον ωθούσε μπροστά, εκεί που επρόκειτο να σταυρωθεί. Τελικά, Τον κάρφωσαν στον σταυρό κι έγινε η απεικόνιση της αμαρτωλής σάρκας, ολοκληρώνοντας το έργο της λύτρωσης της ανθρωπότητας. Ελευθερώθηκε από τα δεσμά του θανάτου και του Άδη. Μπροστά Του, η θνητότητα, η κόλαση και ο Άδης έχασαν τη δύναμή τους και κατατροπώθηκαν από Αυτόν» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Πώς να υπηρετήσεις σε αρμονία με το θέλημα του Θεού). Ο λόγος του Θεού μού έδωσε δύναμη. Για να λυτρώσει την ανθρωπότητα, ο Κύριος Ιησούς σταυρώθηκε και υπέφερε μεγάλη ταπείνωση και πόνο, ωστόσο το έκανε χωρίς δισταγμό. Η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους είναι πολύ μεγάλη και, με τον τρόπο αυτό, ο Θεός μάς έχει ήδη δώσει το παράδειγμα. Όταν, όμως, εγώ αντιμετώπισα τα βασανιστήρια της αστυνομίας, δεν σκέφτηκα το πώς θα παραμείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου. Αντίθετα, σκέφτηκα το σώμα μου. Ήμουν τόσο εγωίστρια και απεχθής! Έχοντας αυτό κατά νου, ένιωσα ντροπή κι αμηχανία. Αυτήν τη φορά, ήμουν αποφασισμένη να ικανοποιήσω τον Θεό. Η σκέψη της αγάπης του Θεού με ενέπνευσε και μου έδωσε το θάρρος να πολεμήσω τον Σατανά μέχρι τέλους. Εκείνη τη στιγμή, ένας από τους αστυνομικούς με είδε με τα μάτια κλειστά και είπε: «Προσεύχεται στον Θεό τους και παίρνει ξαφνικά δύναμη κάθε φορά που το κάνει αυτό». Ένας άλλος έμπηξε στα βλέφαρά μου μια λεπτή μεταλλική ράβδο. Ενώ το έκανε αυτό, είπε: «Άνοιξε τα μάτια σου. Δεν επιτρέπεται να προσεύχεσαι στον Θεό σου». Όταν είδε ότι παρέμενα σιωπηλή, με χτύπησε στο πρόσωπο με μια ζώνη τρεις-τέσσερις φορές, όμως δεν ένιωσα καθόλου πόνο. Μετά από μισή ώρα και περισσότερο, ένας αστυνομικός είπε: «Δέστε τη με χειροπέδες πιο ψηλά, να μην ακουμπάει στο έδαφος. Να δούμε αν θα της αρέσει». Στη συνέχεια, δύο αστυνομικοί με σήκωσαν, όμως τη στιγμή που ένας άλλος άνοιγε τις χειροπέδες κι ήταν έτοιμος να τις κλείσει γύρω από μια ψηλότερη μπάρα, οι χειροπέδες ξαφνικά έσπασαν και δεν κλείδωναν. Δοκίμασαν άλλο ζευγάρι, αλλά και πάλι δεν λειτουργούσαν. Ήξερα ότι αυτή ήταν η προστασία του Θεού και Τον ευχαρίστησα μέσα από την καρδιά μου. Οι αστυνομικοί ήταν πολύ κουρασμένοι για να με κρατήσουν άλλο ψηλά, οπότε με άφησαν κι έπεσα ξαφνικά στο έδαφος. Με βασάνιζαν επί δύο σχεδόν ώρες κι ήμουν τόσο εξαντλημένη που έμεινα εκεί ακίνητη. Εξετάζοντας εκ των υστέρων την όλη διαδικασία του βασανισμού από την αστυνομία, διαπίστωσα ξεκάθαρα την άθλια και κακή φύση της. Ένιωσα επίσης τη φροντίδα του Θεού για μένα, και απέκτησα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον. Μετά από λίγο, ήλθε ένας αστυνομικός και με κλότσησε μερικές φορές. Βλέποντας ότι παρέμενα ακίνητη, μου έβαλε ένα ολόκληρο μπουκάλι δροσιστική αλοιφή στα μάτια, αλλά δεν ένιωσα τίποτα. Ο αστυνομικός είδε ότι δεν ανταποκρίνομαι και έφυγε. Ήξερα ότι αυτή ήταν η προστασία του Θεού για μένα.

Στις επτά περίπου το βράδυ, μπήκε ένας αστυνομικός. Όταν είδε ότι είμαι μούσκεμα και τρέμω απ’ το κρύο, επέπληξε τους άλλους αστυνομικούς. Με έναν ψεύτικο αέρα καλοσύνης, τους ζήτησε να μου φέρουν στεγνά ρούχα ν’ αλλάξω και στη συνέχεια μου έδωσε ένα μπολ με νουντλς και μετά προσπάθησε να κερδίσει την εύνοιά μου. Είπε: «Είσαι πολύ μακριά από το σπίτι σου και τώρα δεν μπορείς να επιστρέψεις. Δεν λείπεις στα παιδιά σου; Τι κάνεις πιστεύοντας στον Θεό σε τόσο μικρή ηλικία; Άκουσα ότι είσαι επικεφαλής, οπότε πες μας απλώς αυτό που θέλουμε να μάθουμε και υπόσχομαι ότι θα σε αφήσουμε να φύγεις. Θα μπορέσεις να πας σπίτι σου, με την οικογένειά σου». Μόλις το άκουσα αυτό, συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσε να με εξαπατήσει, ώστε να τον εμπιστευτώ και να του πω τις πληροφορίες σχετικά με την εκκλησία. Είπα: «Σας έχω ήδη πει όλα όσα ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα άλλο». Ξαφνικά χτύπησε δυνατά το τραπέζι, σηκώθηκε και είπε με κακία: «Μη νομίζεις ότι δεν μπορούμε να σου κάνουμε τίποτα αν δεν μιλήσεις! Η κεντρική κυβέρνηση μάς διέταξε να εξαλείψουμε εντελώς τους πιστούς του Παντοδύναμου Θεού. Θα εξαλείψουμε την οργάνωσή σας. Εάν δεν αρχίσεις να συνεργάζεσαι, θα καταδικαστείς». Μετά έφυγε. Εκείνη τη στιγμή, ο αστυνομικός που λεγόταν Γου είπε: «Καλύτερα να φανείς έξυπνη και να μας δώσεις τις πληροφορίες που θέλουμε. Έτσι δεν θα χρειαστεί να υποφέρεις τόσο πολύ». Σκέφτηκα: «Η αστυνομία δεν θα σταματήσει αν δεν πάρει τις πληροφορίες που θέλει. Εάν δεν αντέξω τα βασανιστήρια και γίνω Ιούδας, αυτό ισοδυναμεί με προδοσία του Θεού, οπότε γιατί να μην αυτοκτονήσω καλύτερα;». Έκανα σκέψεις αυτοκτονίας. Εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή μου ήταν λανθασμένη, γι’ αυτό προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό: «Θεέ μου! Η σάρκα μου είναι αδύναμη και θέλω, πεθαίνοντας, να ξεφύγω από αυτό το περιβάλλον. Είμαι πολύ αδύναμη, και το ανάστημά μου πολύ μικρό. Διαφώτισέ με, Σε παρακαλώ, και καθοδήγησέ με και δώσε μου την πίστη και τη δύναμη να παραμείνω σταθερή». Αφού προσευχήθηκα, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι είχα αρχεία με τον λόγο του Θεού στο MP5 player μου. Είπα στον νεαρό αστυνομικό: «Δώσε μου το MP5 μου. Υπάρχει κάτι που θέλω να σου δείξω σ’ αυτό». Νόμιζε ότι είμαι έτοιμη να ομολογήσω, οπότε μου το έδωσε. Άνοιξα το MP5 player, όπου είδα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Εκείνοι στους οποίους αναφέρεται ο Θεός ως “νικητές” είναι εκείνοι που εξακολουθούν να μπορούν να παραμείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους και να διατηρούν την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή τους στον Θεό όταν είναι υπό την επιρροή του Σατανά και ενώ τελούν υπό την πολιορκία του Σατανά, δηλαδή όταν βρίσκονται εν μέσω των δυνάμεων του σκότους. Αν εξακολουθείς να μπορείς να διατηρείς την καρδιά σου αγνή ενώπιον του Θεού και να διατηρείς γνήσια αγάπη για τον Θεό ό,τι κι αν γίνει, τότε παραμένεις σταθερός στη μαρτυρία σου ενώπιον του Θεού, και σ’ αυτό αναφέρεται ο Θεός όταν μιλά για κάποιον που είναι “νικητής”» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Θα πρέπει να διατηρήσεις την αφοσίωσή σου στον Θεό). Από τα λόγια του Θεού, κατανόησα το θέλημά Του. Όταν αντιμετωπίζω διωγμό και βάσανα, αυτό που θέλει ο Θεός είναι η πίστη και η αφοσίωσή μου. Ο Θεός θέλει να καταθέσω νικηφόρα μαρτυρία ενόσω με πολιορκεί ο Σατανάς. Οι κακοί αυτοί αστυνομικοί με βασάνισαν κατ’ αυτόν τον τρόπο για να με αναγκάσουν να προδώσω τον Θεό. Εάν αυτοκτονούσα, χάνοντας τη μαρτυρία μου, αυτό θα ισοδυναμούσε με το να την πατήσω από τα τεχνάσματα του Σατανά και να μην ανταποκριθώ στην προσπάθεια που έχει δαπανήσει ο Θεός για μένα —αυτό θα πλήγωνε υπερβολικά τον Θεό. Δεν μπορούσα να πεθάνω, έπρεπε να ζήσω, να είμαι δυνατή, να μείνω σταθερή και να ικανοποιήσω τον Θεό. Όταν το σκέφτηκα αυτό, ένιωσα μια αίσθηση δύναμης. Έπεσα στα γόνατα και πρόσφερα μια ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό. Ο νεαρός αστυνομικός είπε έκπληκτος: «Είσαι πολύ γενναία που τολμάς να γονατίζεις και να προσεύχεσαι εδώ!» Τον αγνόησα. Αφού προσευχήθηκα, με ρώτησε: «Το αποφάσισες; Μόλις το σκεφτείς καλά, πες μου τι ξέρεις». Είπα με αποφασιστικότητα: «Έχω πει όλα όσα πρέπει να πω. Δεν έχω κάτι άλλο να πω». Ο αστυνομικός που λεγόταν Γου έγινε τόσο έξαλλος που άρπαξε τις χειροπέδες και πέρασε το ένα μου χέρι στις μεταλλικές μπάρες. Ο νεαρός αστυνομικός είπε: «Η προσευχή είναι πραγματικά ισχυρή. Είναι σαν να την κάνει εντελώς διαφορετικό άνθρωπο. Δεν φοβάται τίποτα και δεν λέει τίποτα». Όταν το άκουσα αυτό, ευχαρίστησα τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς μου κι ένιωσα μεγαλύτερη πίστη ότι μπορώ να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου.

Το επόμενο πρωί, όταν οι αστυνομικοί είδαν ότι καμία από τις τακτικές τους δεν έπιανε σε εμένα, μου είπαν: «Από σήμερα, θα σε δένουμε με χειροπέδες στο παράθυρο κάθε μέρα και δεν θα σε αφήνουμε να φας, να πιείς ή να κοιμηθείς. Για να δούμε πόσες μέρες θα αντέξεις». Προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό: «Θεέ μου, πιστεύω ότι η ζωή κι ο θάνατός μου βρίσκονται στα χέρια Σου. Προστάτευσέ με, Σε παρακαλώ. Ακόμη κι αν πεθάνω, θα μείνω σταθερή και θα καταθέσω μαρτυρία για Σένα!» Μετά από αυτό, οι αστυνομικοί με παρακολουθούσαν εναλλάξ και με ξυπνούσαν με φωνές, όταν έβλεπαν να με παίρνει ο ύπνος. Την τρίτη μέρα, ένας άντρας απέναντι στον δρόμο παρατήρησε ότι είμαι δεμένη με χειροπέδες στο παράθυρο και μου φώναξε: «Σε έχει απαγάγει κάποιος; Εάν ναι, κούνησέ μου το χέρι σου και θα καλέσω το 1ο0». Σκέφτηκα: «Εδώ με φυλάκισε η αστυνομία. Πιστεύεις ότι η αστυνομία κάνει καλά πράγματα για τους απλούς ανθρώπους; Η αστυνομία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι παρά μια αγέλη κτηνώδεις δαίμονες». Μετά από λίγες μέρες ακόμα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι από κάτω με παρατηρούσαν δεμένη με χειροπέδες στο παράθυρο. Έδειχναν προς το μέρος μου και μιλούσαν διαρκώς γι’ αυτό, οπότε η αστυνομία με μετέφερε στο απέναντι δωμάτιο.

Ένα βράδυ, γύρω στις 20 Μαρτίου, με πήγαν σε μια υπηρεσία ειδικών ερευνών. Εκεί, δύο αστυνομικοί μού έκαναν πλύση εγκεφάλου μέχρι τις τέσσερις το πρωί, όταν ένας αστυνομικός που λεγόταν Λιου μού είπε: «Η Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού έχει αυξηθεί κι αριθμεί πλέον αρκετά εκατομμύρια ανθρώπους, και αυτό θέτει άμεσα σε κίνδυνο τα συμφέροντα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εάν δεν την καταπνίξουμε, ποιος θα ακούει το Κομμουνιστικό Κόμμα; Ο Πρόεδρος Σι διέταξε αυτοπροσώπως να εξαλειφθεί πλήρως η «Αστραπή της Ανατολής» και να επανεκπαιδευτούν όσοι πιστεύουν στον Παντοδύναμο Θεό, ώστε να εγκαταλείψουν τις πεποιθήσεις τους και να αποδεχτούν την εκπαίδευση και την ηγεσία του Κόμματος. Εάν αρνηθούν, θα καταδικαστούν σε φυλάκιση και κανείς δεν θα νοιαστεί αν τους δείρουν μέχρι θανάτου». Και συνέχισε: «Αυτήν τη στιγμή, ολόκληρη η επαρχία, ολόκληρη η χώρα συλλαμβάνει μέλη της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού. Τελικά, θα ξεριζωθεί. Αν εσύ νομίζεις ότι μπορείς να συνεχίσεις να πιστεύεις στον Παντοδύναμο Θεό, σου λέω τώρα ότι αυτό είναι αδύνατον!». Είπα: «Εμείς που πιστεύουμε στον Θεό απλώς πηγαίνουμε σε συναθροίσεις, διαβάζουμε τον λόγο του Θεού, επιδιώκουμε αλλαγή διάθεσης, για να γίνουμε ειλικρινείς άνθρωποι και ακολουθούμε τον σωστό δρόμο στη ζωή. Πώς μπορούμε να βλάπτουμε τα συμφέροντα του Κομμουνιστικού Κόμματος; Αν δεν με πιστεύεις, διάβασε τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού να μάθεις. Έχετε κατασχέσει πάρα πολλά βιβλία του λόγου του Παντοδύναμου Θεού, οπότε γιατί δεν ανοίγετε ένα απ’ αυτά να ρίξετε μια ματιά;» Ο άλλος αστυνομικός είπε δυνατά: «Μη μας λες για την πίστη στον Θεό! Δεν πιστεύουμε σε αυτό, πιστεύουμε μόνο στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στον Πρόεδρο Σι». Έπειτα με απείλησε: «Σκέψου το καλά. Αν μας πεις αυτό που θέλουμε να μάθουμε, υπόσχομαι να μην καταδικαστείς σε φυλάκιση. Θα σ’ αφήσουμε να πας σπίτι αμέσως. Αν και πάλι δεν καταλαβαίνεις την κατάστασή σου, θα σε στείλω σε ψυχιατρείο. Ο γιατρός θα σου κάνει μια ένεση τη μέρα, ώστε να χάσεις το μυαλό σου. Θα ζεις με κάθε είδους ψυχικά άρρωστους, κι έπειτα θα σε χτυπούν και θα σε κατσαδιάζουν κάθε μέρα. Θα δούμε πόσο θ’ αντέξεις εκεί μέσα». Όταν το άκουσα αυτό, τρόμαξα πολύ. Αν με έστελναν σε ψυχιατρείο, θα ερχόμουν καθημερινά σε επαφή με ψυχικά άρρωστους ανθρώπους. Ζώντας με τέτοιους ανθρώπους, ακόμη κι ένα φυσιολογικό άτομο θα τρελαινόταν. Όταν οι αστυνομικοί είδαν ότι έμεινα σιωπηλή, με απείλησαν ξανά: «Γύρνα πίσω και σκέψου το. Γράψε όλα όσα θα πρέπει να γνωρίζουμε. Με βάση τα στοιχεία που έχουμε, μπορούμε να σε καταδικάσουμε σε τουλάχιστον τρία με επτά έτη».

Όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο, σκεπτόμενη τι είπε η αστυνομία, δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου. Η σκέψη να με κυνηγάνε και να με χτυπάνε οι ψυχικά άρρωστοι, αλλά και η εικόνα μου να τρελαίνομαι και να τρέχω γυμνή στον δρόμο, μού έφεραν κρύο ιδρώτα και με έκαναν να ανασηκωθώ στο κρεβάτι. Έκλαψα και προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Φοβάμαι μήπως τρελαθώ. Βοήθησέ με, Σε παρακαλώ, οδήγησέ με και ηρέμησέ με. Όποιες συνθήκες κι αν αντιμετωπίσω, δεν θα Σε προδώσω ποτέ». Αφού προσευχήθηκα, σκέφτηκα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Όταν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, όλα γίνονται ασήμαντα και κανείς δεν μπορεί να τους νικήσει. Τι θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό από τη ζωή; Έτσι, ο Σατανάς δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα μέσα στους ανθρώπους, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει με τον άνθρωπο» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Ερμηνείες των μυστηρίων των λόγων του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 36). Καθώς αναλογιζόμουν τον λόγο του Θεού, σταδιακά ηρέμησα. Εάν ήμουν διατεθειμένη να ρισκάρω τη ζωή μου, τι βάσανα δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω; Η ζωή κι ο θάνατός μου βρίσκονταν στα χέρια του Θεού και δεν θα αρρώσταινα ψυχικά χωρίς την άδειά Του. Μετά την αυγή, έβγαλα ένα στυλό κι ένα χαρτί κι έγραψα μια γραμμή: «Ψηλοί τοίχοι και μεγάλες αυλές, σαπίζοντας για πάντα στη φυλακή». Όταν το είδε ο αστυνομικός, το πρόσωπό του άλλαξε. Ήταν τόσο θυμωμένος που χτύπησε την πόρτα κι έφυγε.

Μετά από έναν μήνα και περισσότερο, μ’ έστειλαν στο κρατητήριο. Επειδή η ανάκριση εξακολουθούσε να είναι ατελέσφορη, με καταδίκασαν σε κατ’ οίκον επιτήρηση για έξι μήνες και με προειδοποίησαν: «Είσαι ύποπτη εγκληματίας πλέον και δεν έχεις ελευθερία πουθενά. Αν πιστέψεις πάλι στον Θεό, θα καταδικαστείς εάν σε πιάσουμε». Η αστυνομία περνούσε κατά καιρούς από το σπίτι μου, ενώ ήλθαν και άτομα από την Υπηρεσία Θρησκευτικών Υποθέσεων να μου θέσουν ερωτήματα σχετικά με την πίστη μου στον Θεό. Δεν τολμούσα να επικοινωνήσω με τους αδελφούς και τις αδελφές μου και δεν μπορούσα να ζω την εκκλησιαστική ζωή. Λόγω του βασανισμού από την αστυνομία, δεν μπορούσα να λυγίσω τα δάχτυλά μου και στα δύο χέρια, κι οι καρποί μου πονούσαν τόσο πολύ που δεν μπορούσα να τους κουνήσω. Δεν είχα δύναμη να σηκώσω ούτε τη χτένα, και ακόμη και τώρα δεν έχω καθόλου δύναμη στους καρπούς μου.

Αφού με συνέλαβε, με δίωξε και με βασάνισε το Κομμουνιστικό Κόμμα, είδα καθαρά τη βάναυση και κακή φύση του που αψηφά τον ουρανό. Είδα, επίσης, καθαρά ότι ο Σατανάς είναι αυτός που αντιστέκεται στον Θεό και παραβλάπτει τους ανθρώπους. Ταυτόχρονα, διαπίστωσα ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και σοφός, και ένιωσα την προστασία και τη φροντίδα Του για μένα. Τα λόγια του Θεού με οδήγησαν, βήμα προς βήμα, να κερδίσω τη μάχη με τον Σατανά και να παραμείνω σταθερή. Δόξα τω Θεώ!

Προηγούμενο: 42. Οφέλη από τις αντιξοότητες

Επόμενο: 45. Βγαίνοντας από το φρενοκομείο

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

29. Η μετάνοια ενός αξιωματικού

Από τον Ζενξίν, ΚίναΟ Παντοδύναμος Θεός λέει: «Από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι σήμερα, όλα όσα έχει κάνει ο Θεός στο έργο Του είναι...

40. Η επιστροφή στο σπίτι

Από τη Μούγι, Νότιος Κορέα«Η αφειδής αγάπη του Θεού δίδεται στον άνθρωπο χωρίς ανταλλάγματα και τον περιβάλλει· ο άνθρωπος είναι αθώος και...

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι υποχρεώσεις των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο