35. Μία ζωή σε κίνδυνο
Το 2008, ήμουν υπεύθυνη για τη μεταφορά εκκλησιαστικών εντύπων. Αυτό είναι ένα πολύ συνηθισμένο καθήκον σε μια χώρα με θρησκευτική ελευθερία, αλλά στην Κίνα είναι πραγματικά επικίνδυνο. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, όποιος συλλαμβάνεται για τη μεταφορά θρησκευτικών εντύπων μπορεί να καταδικαστεί σε επτά χρόνια ή και περισσότερο. Για τον λόγο αυτόν, εγώ και οι υπόλοιποι αδελφοί και αδελφές ήμασταν όλοι εξαιρετικά προσεκτικοί κατά την εκτέλεση του καθήκοντός μας. Όμως, στις 26 του Αυγούστου, καθώς περπατούσα κατά μήκος του δρόμου, ξαφνικά με περικύκλωσαν πολλά περιπολικά και οι αστυνομικοί με έβαλαν μέσα σ’ ένα από αυτά. Ήμουν πολύ αγχωμένη. Σκέφτηκα μια αδελφή μου που είχε συλληφθεί για το ίδιο πράγμα και της είχαν επιβληθεί 10 χρόνια φυλάκισης. Θα μου επέβαλλαν κι εμένα 10 χρόνια; Αν όντως περνούσα τόσο καιρό στη φυλακή, θα έβγαινα ζωντανή; Στη σκέψη αυτή, η καρδιά μου σφίχτηκε και έσπευσα να επικαλεστώ τον Θεό: «Θεέ μου! Δεν ξέρω πώς θα με βασανίσει η αστυνομία. Σε παρακαλώ, πρόσεχέ με και δώσε μου πίστη και δύναμη». Μετά την προσευχή, σκέφτηκα αυτά τα λόγια του Θεού: «Δεν θα πρέπει να φοβάσαι το τάδε και το δείνα. Όσες δυσκολίες και κινδύνους κι αν αντιμετωπίσεις, είσαι ικανός να παραμείνεις σταθερός ενώπιόν Μου, χωρίς σε εμποδίζει τίποτα, ώστε να μπορεί να επιτελεστεί το θέλημά Μου απρόσκοπτα. Αυτό είναι το καθήκον σου. […] Τώρα είναι η ώρα που θα σε δοκιμάσω: Θα Μου προσφέρεις την αφοσίωσή σου; Θα Με ακολουθήσεις με αφοσίωση μέχρι το τέλος του δρόμου; Μη φοβάσαι. Με την υποστήριξή Μου, ποιος θα μπορούσε ποτέ να κλείσει αυτόν τον δρόμο;» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 10). Αυτό ενίσχυσε την πίστη και το θάρρος μου. Ο Θεός είναι ο Κυβερνήτης των πάντων και ολόκληρο το σύμπαν βρίσκεται στα χέρια Του. Δεν είναι, λοιπόν, και η αστυνομία στα χέρια Του; Χωρίς να το επιτρέψει ο Θεός, δεν μπορούν να αγγίξουν ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μου. Ο Θεός χρησιμοποιεί την καταπίεση και τις κακουχίες για να οδηγήσει την πίστη μου στην τελείωση, γι’ αυτό έπρεπε να προσευχηθώ και να στηριχθώ στον Θεό, και να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν. Ακόμη και αν μου επέβαλλαν 10 χρόνια, ήμουν αποφασισμένη να μην ξεπουλήσω ποτέ τους αδελφούς και τις αδελφές μου, να μην προδώσω ποτέ τον Θεό.
Οι αστυνομικοί με πήγαν σ’ ένα διώροφο κτίριο έξω από την πόλη. Ένας ψηλός, μεγαλόσωμος μεσήλικας αστυνομικός που κρατούσε ένα μπουκάλι κρύο νερό όρμησε κατευθείαν προς το μέρος μου με τρομακτικό βλέμμα στο πρόσωπό του, χτυπώντας ένα τραπέζι και φωνάζοντας: «Πώς σε λένε; Τι κάνεις στην εκκλησία; Με ποιους έχεις έρθει σε επαφή; Ποιος είναι ο επικεφαλής της εκκλησίας σου;» Όταν δεν είπα τίποτα, σήκωσε το μπουκάλι και το κοπάνησε πάνω στο κεφάλι μου, με αποτέλεσμα το κεφάλι μου να αρχίσει να βουίζει. Συνέχισε να με ανακρίνει, με κάθε λογής αθυρόστομες εκφράσεις. Εγώ απλώς είχα το κεφάλι μου σκυμμένο και προσευχόμουν χωρίς να του δίνω καμία απάντηση. Τότε, κοπάνησε το μπουκάλι στο μέτωπό μου —για μια στιγμή η όρασή μου θόλωσε και ένιωσα ότι θα ανοίξει το κρανίο μου. Πόνεσα τόσο πολύ, που δάκρυσα. Μετά φώναξε με μανία: «Αν δεν μιλήσεις, θα σε βασανίσουμε, και αν δεν μιλήσεις ούτε μετά από αυτό, δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις από δω ζωντανή!» Φοβήθηκα πολύ. Σκεφτόμουν ότι αν συνέχιζε να με χτυπάει έτσι, τότε, ακόμα κι αν δεν μου άνοιγε το κρανίο, θα κατέληγα σίγουρα με διάσειση. Αναρωτιόμουν μήπως θα με χτυπούσε μέχρι θανάτου. Έκανα μια γρήγορη έκκληση στον Θεό ζητώντας την προστασία Του και αποφάσισα ότι όσο κι αν με χτυπούσε, δεν θα πρόδιδα ποτέ τον Θεό, δεν θα γινόμουν ποτέ Ιούδας. Ακριβώς τότε χτύπησε το κινητό του και αφού απάντησε στην κλήση, έφυγε. Ένας άλλος αξιωματικός έβαλε έναν πάνινο σάκο στο κεφάλι μου, τον έδεσε σφιχτά με ένα κορδόνι και στη συνέχεια με έσυρε σε ένα άδειο δωμάτιο. Κάτω από τον σάκο είχε ζέστη και ήταν πνιγηρά. Δεν είμαι σίγουρη πόση ώρα πέρασε μέχρι να με ανεβάσουν στον δεύτερο όροφο. Ένας τμηματάρχης του Επαρχιακού Τμήματος Δημόσιας Ασφάλειας με το επώνυμο Γκονγκ έτριξε τα δόντια και με απείλησε: «Θα μπορούσαμε να σου επιβάλουμε 10 χρόνια μόνο και μόνο επειδή πιστεύεις στον Παντοδύναμο Θεό. Πες μας όλα όσα ξέρεις τώρα αμέσως, αλλιώς κανείς δεν μπορεί να σε σώσει!» Είπε, επίσης, ότι θα έβαζε τον εργοδότη μου να αναστείλει τους μισθούς μου. Καθώς εξακολουθούσα να μην μιλάω, είπε σε κάποιον άλλο να πάει να ψάξει για τυχόν προηγούμενες συλλήψεις μου. Αυτό με άγχωσε πολύ, επειδή είχα συλληφθεί το 2003 για τη διάδοση του ευαγγελίου και είχα κρατηθεί για πέντε μήνες. Αν έβρισκαν το μητρώο μου, σίγουρα θα μου επιβαλλόταν αυστηρότερη ποινή. Τελικά δεν βρήκαν τίποτα —ήξερα ότι αυτό ήταν η προστασία του Θεού. Τον ευχαρίστησα σιωπηλά.
Οι αστυνομικοί με πήγαν κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα σ’ ένα κρατητήριο, όπου ένας σωφρονιστικός υπάλληλος έβαλε μερικές κρατούμενες να με γδύσουν, με έβαλε να τεντώσω τα χέρια μου και μετά να κάνω τρία καθίσματα. Επίσης, πέταξαν όλα μου τα ρούχα έξω από το κελί, και όταν είδα ότι ετοιμάζονταν να πετάξουν και τα εσώρουχά μου, έσπευσα να τα τραβήξω πίσω και τα ξαναφόρεσα. Καθώς ήμουν εκεί γυμνή σε θέση καθίσματος, κοιτάζοντας τις τέσσερις κάμερες ασφαλείας ακριβώς εκεί στον τοίχο, ένιωσα απίστευτη ταπείνωση. Το επόμενο πρωί, αφού σηκώθηκαν όλες οι κρατούμενες, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αρπάξω ένα σεντόνι για να το τυλίξω γύρω από το σώμα μου. Τότε, μια κρατούμενη μου πέταξε ένα ρούχο και μου ψιθύρισε: «Φόρεσέ το, γρήγορα». Μια άλλη μου δάνεισε ένα παντελόνι. Ήξερα ότι ο Θεός το είχε ρυθμίσει αυτό —ήμουν ευγνώμων. Αργότερα το ίδιο πρωί, ένας σωφρονιστικός υπάλληλος πέταξε τα ρούχα μου πίσω στο κελί, αλλά όταν τα κοίταξα, είδα ότι είχαν κόψει τα φερμουάρ και τα κουμπιά από το παντελόνι και τα άλλα ρούχα μου, οπότε έπρεπε να κρατάω το παντελόνι μου ψηλά με το ένα χέρι και με το άλλο να κρατάω το μπροστινό μέρος, και να περπατάω σκυμμένη. Βλέποντάς με έτσι, οι άλλες κρατούμενες με κορόιδευαν και με διέταζαν να κάνω διάφορα πράγματα, και μερικές από αυτές κατέβαζαν επίτηδες το παντελόνι μου και έλεγαν κάθε λογής κοροϊδευτικά λόγια. Η προσευχή ήταν το μόνο που με έκανε να βγάλω τη μέρα.
Το μεσημέρι της τρίτης ημέρας εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί για να με ξαναπάνε για ανάκριση. Με πήγαν σε ένα μισοσκότεινο, άδειο δωμάτιο, όπου είδα ένα σιδερένιο όργανο βασανιστηρίων να κρέμεται στον τοίχο, γύρω από το οποίο υπήρχαν σκούρες κηλίδες αίματος. Ήταν κάτι ανατριχιαστικό και τρομακτικό. Μου πέρασαν χειροπέδες πισθάγκωνα, και στη συνέχεια με περικύκλωσαν ένας Αστυνόμος Γιανγκ της Εθνικής Ασφάλειας και μερικοί αστυνομικοί του εγκληματολογικού, κοιτάζοντάς με επίμονα, σαν πεινασμένοι λύκοι. Ο Αστυνόμος Γιανγκ είχε μερικές φωτογραφίες άλλων αδελφών για να τους αναγνωρίσω και με ρώτησε πού φυλάσσονταν τα χρήματα της εκκλησίας. Με απείλησε, επίσης, άγρια: «Ξέρασέ τα όλα! Αν δεν μιλήσεις, θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο!» Σκέφτηκα ότι ακόμα κι αν το έκαναν, πάλι δεν θα γινόμουν Ιούδας. Ένας άλλος εύσωμος αστυνομικός είπε: «Καλύτερα να μιλήσεις σήμερα! Αν δεν το κάνεις, θα σε κάνω σάκο του μποξ. Έκανα τέσσερα χρόνια πυγμαχία στην αστυνομική ακαδημία και εκπαιδεύτηκα ειδικά σε μια τεχνική που λέγεται “χτύπημα της βαριοπούλας”. Χτυπάς ένα ειδικό σημείο στον ώμο και, με μία μόνο γροθιά, συνθλίβονται τα κόκκαλα και όλα τα σωθικά. Μπροστά στη γροθιά μου, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μην ομολογεί». Όσο μιλούσε, γινόταν όλο και πιο υπεροπτικός. Τότε, ο Αστυνόμος Γιανγκ έβγαλε από την τσάντα του ένα επίσημο έγγραφο με κόκκινο λογότυπο, το κούνησε μπροστά στο πρόσωπό μου και είπε: «Αυτό είναι ένα εμπιστευτικό έγγραφο που εκδόθηκε από την Κεντρική Επιτροπή ειδικά για την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού. Μόλις σας πιάσουμε, μπορούμε να σας στείλουμε στον θάνατο, κανείς δεν νοιάζεται αν θα πεθάνετε! Αφού σας ξυλοκοπήσουμε μέχρι θανάτου, απλώς πετάμε τα πτώματά σας στα βουνά και δεν το μαθαίνει ποτέ κανείς. Έχουμε ένα σωρό όργανα βασανισμού για να αντιμετωπίσουμε πιστούς σαν κι εσένα. Υπάρχει ένα συρμάτινο μαστίγιο που βυθίζεις σε παγωμένο νερό, και κάθε φορά που μαστιγώνεις κάποιον, αποκολλάται κι ένα κομμάτι από τη σάρκα του. Στο τέλος, φαίνονται τα κόκαλά του». Όταν άκουσα όλα αυτά τα φρικιαστικά πράγματα, η καρδιά μου σφίχτηκε από τον φόβο, και αυτό που πέρασε από το μυαλό μου ήταν ότι αν χρησιμοποιούσαν αυτά τα όργανα βασανιστηρίων πάνω μου, πιθανότατα θα πέθαινα. Και αν πετούσαν το πτώμα μου στα βουνά, θα με έτρωγαν απλώς τα άγρια σκυλιά. Τι τραγωδία θα ήταν αυτή! Τρομοκρατημένη, επικαλέστηκα γρήγορα τον Θεό: «Θεέ μου, φοβάμαι τόσο πολύ ότι οι αστυνομικοί θα με βασανίσουν με αυτά τα όργανα. Η πίστη μου δεν είναι αρκετά δυνατή —Σε παρακαλώ, προστάτεψέ με και δώσε μου πίστη και θάρρος, ώστε ό,τι και να μου κάνουν, ακόμα και αν χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου γι’ αυτό, να μπορέσω να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου». Βλέποντας ότι εξακολουθούσα να μη μιλάω, ο Αστυνόμος Γιανγκ έστρεψε τα χέρια του προς το κεφάλι μου και με χτύπησε καμιά δεκαριά φορές, αριστερά και δεξιά. Δεν μπορούσα καν να σταθώ όρθια. Έσφιξα τα μάτια μου και δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου. Αυτός που στεκόταν στα αριστερά μου και είπε ότι θα μου εφάρμοζε την τεχνική «χτύπημα της βαριοπούλας» χτύπησε με όλη του τη δύναμη ένα σημείο στον ώμο μου. Για μια στιγμή, ένιωσα σαν να είχαν σπάσει όλα μου τα κόκαλα και συνέχισε να με χτυπάει μετρώντας. Ο αξιωματικός στα δεξιά μου με κλώτσησε στο δεξί γόνατο και έπεσα στο πάτωμα. Μου φώναξαν να σηκωθώ. Με τα χέρια μου δεμένα πισθάγκωνα, σηκώθηκα με δυσκολία, παρά τον πόνο. Με κλώτσησαν πάλι κάτω. Ο αξιωματικός με τη «βαριοπούλα» συνέχισε να με χτυπάει ξανά και ξανά στον ώμο, ενώ παράλληλα με ρωτούσε απαιτητικά: «Με ποιον έχεις έρθει σε επαφή; Πού είναι τα χρήματα της εκκλησίας; Πες μου τώρα, αλλιώς θα είναι το τέλος σου!» Εξοργισμένη, τους ρώτησα: «Ποιον νόμο παραβιάζω και με χτυπάτε μ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν λέει το σύνταγμα ότι έχουμε ελευθερία πίστης;» Ο Αστυνόμος είπε άγρια: «Αρκετά μ’ εσένα! Αν δεν θέλεις να πεθάνεις εδώ, ξεκίνα να μιλάς! Πού είναι τα χρήματα της εκκλησίας; Αυτό που θέλουμε είναι τα χρήματα. Θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο σήμερα αν δεν μας πεις!» Ενώ τα έλεγε αυτά, με χτυπούσε ξανά και ξανά στο κεφάλι· κάθε γροθιά ήταν πιο δυνατή από την προηγούμενη. Με κλωτσούσαν, με γρονθοκοπούσαν ξανά και ξανά πετώντας με στο πάτωμα, και κάθε φορά με διέταζαν να σηκωθώ ξανά. Δεν ξέρω πόση ώρα με χτυπούσαν. Το μόνο που ένιωθα ήταν το κεφάλι μου και τα αυτιά μου να βουίζουν, και δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου· ένιωθα ότι θα πετάγονταν έξω από το κεφάλι μου. Το πρόσωπό μου ήταν τόσο πρησμένο, που είχε μουδιάσει, και έτρεχε αίμα από τις άκρες του στόματός μου. Ένιωθα την καρδιά μου σαν να επρόκειτο να πέσει από το στήθος μου και τα κόκαλα των ώμων μου ήταν σαν να είχαν συνθλιβεί. Έπεσα ακίνητη στο πάτωμα και πονούσε όλο μου το σώμα, σαν να είχε διαλυθεί εντελώς. Παρακαλούσα αδιάκοπα τον Θεό για την προστασία Του και είχα μόνο μια σκέψη στο μυαλό μου: Ακόμα κι αν πεθάνω, δεν θα γίνω Ιούδας!
Βλέποντας ότι δεν έλεγα λέξη, ο αστυνόμος δοκίμασε την πειθώ: «Σου κάνουμε αυτές τις ερωτήσεις, αλλά στην πραγματικότητα ξέρουμε ήδη τις απαντήσεις. Απλώς επαληθεύουμε. Ήδη κάποιος άλλος σε πούλησε, οπότε αξίζει τον κόπο να πάρεις την ευθύνη για κάποιον άλλο; Στην ηλικία σου, γιατί να περάσεις όλα αυτά τα βάσανα; Είναι πραγματικά απαραίτητο; Είναι απλώς θρησκεία, σωστά; Πες μας τι ξέρεις και θα σε αφήσουμε να φύγεις αμέσως. Αυτό θα σε γλίτωνε από πολλές δυστυχίες». Στη συνέχεια, είπαν κάποια βλάσφημα πράγματα. Ακούγοντας τα βρόμικα λόγια τους και βλέποντας το άγριο βλέμμα στα πρόσωπά τους, εξοργίστηκα. Προκειμένου να συλλάβουν περισσότερους αδελφούς και αδελφές, και να αρπάξουν τις προσφορές του Θεού, άλλαξαν τακτική για να με δελεάσουν. Ήταν πραγματικά μοχθηροί και άθλιοι! Είτε με είχε προδώσει κάποιος άλλος είτε όχι, εγώ θα εξακολουθούσα να επιμένω στη θέση μου και δεν θα πρόδιδα σε καμία περίπτωση τον Θεό ή άλλους αδελφούς και αδελφές. Μετά από αυτό, ο αστυνόμος χρησιμοποίησε την κόρη μου για να με απειλήσει. Κοιτάζοντάς με με ένα ψεύτικο χαμόγελο, είπε: «Δεν είναι στο Πεκίνο η κόρη σου; Θα μπορούσαμε να τη συλλάβουμε και να τη βασανίσουμε μπροστά σου. Αν δεν μιλήσεις, θα σας πετάξουμε και τις δύο σε μια ανδρική φυλακή και θα αφήσουμε αυτούς τους τύπους να σας ρημάξουν μέχρι θανάτου. Θα μπορούσα να το κάνω στο άψε σβήσε, και ό,τι πω το κάνω». Ήξερα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ικανό για όλα και δεν φοβόμουν να με ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου, αλλά δεν άντεχα στη σκέψη να πετάξουν την κόρη μου κι εμένα σε ανδρική φυλακή. Θα προτιμούσα να με ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου, παρά να με εξευτελίσουν με αυτόν τον τρόπο. Αυτή ήταν μια πραγματικά τρομακτική σκέψη, οπότε επικαλέστηκα γρήγορα τον Θεό: «Θεέ μου, Σε παρακαλώ, πρόσεξε την καρδιά μου· όπως κι αν με βασανίσουν ή με ταπεινώσουν, δεν μπορώ να γίνω Ιούδας». Μετά την προσευχή μου, σκέφτηκα τον Δανιήλ που ρίχτηκε στον λάκκο με τα λιοντάρια. Τα λιοντάρια δεν έφαγαν τον Δανιήλ, επειδή ο Θεός δεν τους επέτρεψε να τον πειράξουν. Έπρεπε να έχω πίστη στον Θεό. Αυτοί οι κακοί αστυνομικοί ήταν κι εκείνοι στο χέρι του Θεού, οπότε δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα αν δεν το επέτρεπε ο Θεός. Καθώς εξακολουθούσα να μη μιλάω, ένας από αυτούς μου φώναξε εξοργισμένος: «Θα σε σκοτώσουμε στο ξύλο σήμερα αν δεν μιλήσεις!» Λέγοντας αυτό, έκανε μερικά βήματα πίσω, σχημάτισε μια γροθιά, όρμησε κατευθείαν πάνω μου με μια άγρια λάμψη στα μάτια του και με χτύπησε με τη γροθιά του κατευθείαν στο στήθος. Έπεσα με το κεφάλι στο έδαφος και για αρκετή ώρα δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Τα σωθικά και τα κόκαλά μου ήταν σαν να είχαν διαλυθεί, και η καρδιά μου ήταν σαν να την είχαν ξεριζώσει με τανάλια. Δεν τολμούσα να πάρω βαθιά ανάσα επειδή πονούσα πολύ. Το κεφάλι μου ακουμπούσε στο πάτωμα και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα —ένιωθα σαν κάτι να μου σφίγγει το λαιμό. Ήθελα να κλάψω, αλλά δεν μου έβγαιναν τα δάκρυα. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα πραγματικά ότι θα ήταν καλύτερα να πέθαινα. Εξασθένησα πολύ, ένιωθα ότι είχα ήδη φτάσει στα όριά μου σωματικά και σκέφτηκα ότι αν συνέχιζαν να με χτυπούν έτσι, θα ήταν καλύτερα να πεθάνω για να τελειώνουμε. Τότε θα σταματούσαν να με ανακρίνουν και να με βασανίζουν, και θα απελευθερωνόμουν. Σκέφτηκα να τους πω κάτι ασήμαντο, αλλά μετά ήξερα ότι αν τους έδινα έστω και το παραμικρό, θα ήθελαν κι άλλα, και θα άρχιζαν να με ανακρίνουν ακόμα πιο άγρια. Όχι! Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσα να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές, και να τους αφήσω να υποστούν τέτοιου είδους βασανιστήρια. Ζήτησα σιωπηλά την προστασία του Θεού. Ακριβώς τότε, ήρθαν πολύ καθαρά στο μυαλό μου κάποια λόγια του Θεού: «Σε όσους δεν Μου έδειξαν την παραμικρή πίστη κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών, δεν θα είμαι πια ελεήμων, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Δεν Μου αρέσουν, επίσης, εκείνοι που κάποτε Με πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Τα λόγια του Θεού μού υπενθύμισαν την κατάλληλη στιγμή ότι η δίκαιη διάθεσή Του δεν ανέχεται καμία ανθρώπινη προσβολή. Ο Θεός απεχθάνεται, μισεί όσους Τον προδίδουν, και αυτού του είδους τα άτομα θα υποστούν αιώνια τιμωρία, ψυχή τε και σώματι. Μέσα από όλα τα χρόνια της πίστης μου, είχα απολαύσει τόσο πολλή από την αγάπη του Θεού και τη θρέψη των λόγων Του, και τώρα που είχε έρθει η ώρα να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό, δεν θα ήταν ασυνείδητο εκ μέρους μου να Τον προδώσω για να προσκολληθώ άπληστα στη ζωή; Δεν θα ήμουν άξια να είμαι άνθρωπος! Έτσι, ορκίστηκα ότι, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε τον θάνατό μου, δεν θα γινόμουν Ιούδας. Δεν θα πρόδιδα τον Θεό, μα θα κατέθετα οπωσδήποτε μαρτυρία!
Ακριβώς τότε, αυτός ο απαίσιος αστυνόμος με κλώτσησε φωνάζοντας: «Σήκω πάνω! Μην το παίζεις νεκρή, ανάθεμά σε!» Αλλά δεν είχα τη δύναμη να σηκωθώ. Με σήκωσαν δύο αξιωματικοί. Ήμουν ζαλισμένη, το μυαλό μου ήταν άδειο και το κεφάλι μου βούιζε· το στήθος μου πονούσε τόσο πολύ, που φοβόμουν να αναπνεύσω, και όλα τα έβλεπα διπλά. Εξακολουθούσαν να με βομβαρδίζουν με ερωτήσεις. Ξέσπασε μέσα μου ένα κύμα οργής και μάζεψα όλη μου τη δύναμη για να πω: «Τότε θα πεθάνω! Απλώς ξυλοκοπήστε με μέχρι θανάτου, λοιπόν!» Έμειναν άναυδοι και σιώπησαν, όλοι τους απλώς με κοιτούσαν με κενό βλέμμα. Ήξερα ότι αυτό το κύμα δύναμης και θάρρους μού είχε δοθεί από τον Θεό και μέσα μου Τον ευχαρίστησα. Αρχικά σχεδίαζαν να με ανακρίνουν βασανίζοντάς με σε βάρδιες, αλλά κάποια στιγμή μετά τις 5 μ.μ. έλαβαν ένα τηλεφώνημα από το Επαρχιακό Τμήμα Δημόσιας Ασφάλειας, που τους έλεγε να πάνε να αναφέρουν τα αποτελέσματα της ανάκρισης, οπότε σταμάτησαν να με ανακρίνουν. Ακουμπώντας στον τοίχο, κάθισα στο έδαφος ανήμπορη να κουνηθώ, κλαίγοντας από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ήταν ο Θεός που με προστάτευσε και μου επέτρεψε να τα καταφέρω, αλλιώς με τη σωματική μου κατάσταση θα είχα πεθάνει πολύ νωρίτερα. Στη συνέχεια, έφυγαν οι υπόλοιποι αξιωματικοί, εκτός από εκείνον με τη «βαριοπούλα». Με κοίταξε και μου είπε: «Θεία, δεν έχω ξαναχτυπήσει ποτέ γυναίκα. Είσαι η πρώτη, και κανένας από εκείνους τους μεγάλους, δυνατούς άνδρες δεν μπόρεσε να αντέξει 30 γροθιές μου. Ξέρεις πόσες φορές σε έχω χτυπήσει; Είναι ήδη πάνω από 30 φορές. Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι μια κυρία της ηλικίας σου θα μπορούσε να το αντέξει αυτό, και δεν έχεις πει ούτε μια λέξη από αυτά που θέλουμε να μάθουμε. Είμαι στο εγκληματολογικό εδώ και μια δεκαετία και δεν έχω ανακρίνει ποτέ περίπτωση σαν κι εσένα». Ευχαρίστησα τον Θεό όταν το άκουσα αυτό. Το ότι δεν με έδειραν μέχρι θανάτου οφειλόταν αποκλειστικά στην προστασία του Θεού.
Μετά τις 7 μ.μ. εκείνο το βράδυ, με πήγαν πίσω στο κρατητήριο και με προειδοποίησαν: «Όταν επιστρέψεις εκεί, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πεις σε κανέναν ότι σε χτυπήσαμε. Αν το κάνεις, την επόμενη φορά που θα σε ανακρίνουμε θα είναι ακόμα χειρότερα». Ενώ μιλούσαν, πήραν μια πετσέτα και σκούπισαν τις σκόνες από το παντελόνι μου, ίσιωσαν τα ρούχα και τα μαλλιά μου, και στη συνέχεια σκούπισαν το πρόσωπό μου με μια βρεγμένη πετσέτα. Αφού με πήγαν πίσω στο κελί, είπαν ψέματα στους δεσμοφύλακες ότι δεν αισθανόμουν καλά, επειδή είχα μια καρδιακή πάθηση. Ήμουν πολύ θυμωμένη. Ήταν πραγματικά ποταποί και δεν είχαν ντροπή! Επιστρέφοντας στο κελί, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, ανήμπορη να κουνηθώ. Το κεφάλι μου ήταν τόσο ευαίσθητο, που δεν τολμούσα να το αγγίξω, και δεν άκουγα καθόλου από το αριστερό μου αυτί. Το στόμα μου ήταν πολύ πρησμένο και δεν άνοιγε, και τα μάγουλά μου μελανιασμένα. Είχα μώλωπες σε όλο το σώμα και τα πόδια, και ο θώρακάς μου ήταν γεμάτος με ολοκάθαρα μπλαβί σημάδια από τις γροθιές. Ο αριστερός μου ώμος είχε εξαρθρωθεί, οπότε έπρεπε να τον στηρίζω με το δεξί μου χέρι. Κάποιες εξετάσεις που έκανα αργότερα έδειξαν ότι είχαν σπάσει πολλά οστά στον θώρακά μου, και ότι επίσης είχαν στραβώσει οι σπόνδυλοί μου. Φοβόμουν να ξαπλώσω και κυρίως να σηκωθώ· αν ανέπνεα βαθιά, ένιωθα σαν να τρυπούσαν την καρδιά και τη θωρακική μου κοιλότητα με γυαλιά. Αν εξέπνεα πολύ αργά, ο πόνος μειωνόταν λίγο. Όταν ο γιατρός της φυλακής με είδε σ’ αυτήν την κατάσταση, είπε στις κρατούμενες που είχαν νυχτερινή βάρδια να ελέγχουν τη μύτη μου κάθε δύο ώρες, για να δουν αν ανέπνεα. Όταν έρχονταν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι στη δουλειά κάθε πρωί, ρωτούσαν αμέσως αν είχα πεθάνει ή όχι. Για δύο συνεχόμενες μέρες δεν έφαγα ούτε ήπια τίποτα, και όλες οι υπόλοιπες στο κελί πίστευαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσω. Άκουσα δύο κρατούμενες της νυχτερινής βάρδιας να σχολιάζουν πολύ χαμηλόφωνα. Μία από αυτές είπε: «Δεν της δίνουν αγωγή και ούτε καν ειδοποιούν την οικογένειά της. Νομίζω ότι απλώς περιμένει εδώ να πεθάνει». Η άλλη είπε: «Ο σωφρονιστικός υπάλληλος είπε ότι οι δολοφόνοι, οι εμπρηστές και οι πόρνες μπορούν όλοι να εξαγοράσουν την αποφυλάκισή τους· μόνο οι πιστοί στον Παντοδύναμο Θεό δεν μπορούν να βγουν. Της απομένουν μόνο λίγες μέρες ζωής». Ήταν τόσο απαίσιο να τις ακούω να λένε τέτοια πράγματα. «Αλήθεια θα πεθάνω εδώ μέσα μ’ αυτόν τον τρόπο; Ακόμη δεν έχω δει την ημέρα της δόξας του Θεού. Αν πεθάνω εδώ μέσα, δεν θα το μάθουν οι αδελφοί και οι αδελφές, ούτε και η κόρη μου». Η σκέψη της κόρης μου με κατέκλυσε με θλίψη, και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Στο κατώφλι του θανάτου, δεν είχα στο πλευρό μου κανένα μέλος της οικογένειάς μου, κανέναν αδελφό ή αδελφή. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιο οδυνηρό ήταν, και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να επικαλεστώ τον Θεό. Τότε, άκουσα τις δύο κρατούμενες να λένε: «Κι αν όντως πεθάνει εδώ μέσα;» Και η άλλη απάντησε: «Πάρε όποιο από τα σκεπάσματα είναι πιο βρόμικο και φθαρμένο, τύλιξέ τη μέσα σ’ αυτό, και μετά πέταξέ την σ’ ένα λάκκο και θάψ’ την». Ακούγοντας αυτό, το πνεύμα μου αποδυναμώθηκε πραγματικά. Ήμουν ήδη σωματικά ανήμπορη να αντέξω άλλα, και προσθέτοντας την ακραία συναισθηματική δυστυχία και απόγνωση, ένιωσα ακόμη περισσότερο καρδιακό πόνο —ένιωσα ότι καλύτερα θα ήταν να πέθαινα. Δεν ήξερα τι να πω στον Θεό, οπότε απλώς Τον επικαλέστηκα επειγόντως: «Θεέ μου, σώσε με! Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Δώσε μου πίστη και κουράγιο για να μπορέσω να το ξεπεράσω. Θεέ μου, δεν ξέρω τι θα συμβεί μετά απ’ αυτό, αλλά ξέρω ότι η ζωή και ο θάνατός μου είναι στο χέρι Σου». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ήρθε στο μυαλό μου ένα απόσπασμα των λόγων του Θεού: «Έτσι, κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» (Ο Λόγος Ενσαρκώνεται, τόμ. 1, Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). Ένιωσα μεγάλη ενθάρρυνση και αισθάνθηκα ότι ο ίδιος ο Θεός ήταν στο πλευρό μου, με παρηγορούσε και με παρότρυνε να συνεχίσω. Σκέφτηκα, επίσης, όλους τους αγίους ανά τους αιώνες που μαρτύρησαν για χάρη της διάδοσης του ευαγγελίου του Θεού, και ακόμη και σήμερα, πάρα πολλοί αδελφοί και αδελφές έχουν δώσει τη ζωή τους για να διαδώσουν το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού. Ο θάνατός τους έχει νόημα και αξία, κι εκείνοι μνημονεύονται από τον Θεό. Με συνέλαβαν επειδή πίστευα στον Θεό και έκανα το καθήκον μου. Ακόμη και αν με δίωκαν μέχρι θανάτου, αυτό θα γινόταν για χάρη της δικαιοσύνης και θα ήταν κάτι ένδοξο. Ανεξάρτητα από το αν θα ζούσα ή θα πέθαινα εκείνη την ημέρα, θα παρέμενα σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό, και ακόμη και αν πέθαινα, η ζωή μου δεν θα ήταν μάταιη. Αυτή η σκέψη με έκανε να αισθανθώ πολύ γαλήνια και όχι πια τόσο έρημη και αβοήθητη. Είπα άλλη μια προσευχή: «Θεέ μου, η σκιά του θανάτου προβάλλει μπροστά μου. Αν όντως έρθει, είμαι έτοιμη να υποταχθώ στις ρυθμίσεις Σου. Αν επιζήσω από αυτό, θα εξακολουθήσω να κάνω το καθήκον ενός δημιουργημένου όντος για να Σε ικανοποιήσω. Θα παραδοθώ εξ ολοκλήρου σ’ Εσένα και θα παραμείνω αφοσιωμένη μέχρι τέλους». Μετά από αυτή την προσευχή, απέκτησα ένα αίσθημα γαλήνης. Δεν περιοριζόμουν πλέον από τις σκέψεις του θανάτου, και υποχώρησε και ο σωματικός μου πόνος. Με αυτόν τον τρόπο άντεξα μια μέρα, μετά μια δεύτερη μέρα και μετά μια τρίτη... Ακόμη δεν είχα πεθάνει! Ήξερα μέσα μου ότι αυτό οφειλόταν εξ ολοκλήρου στη χάρη και την προστασία του Θεού.
Τρεις ημέρες αργότερα, ήρθαν από την Εθνική Ασφάλεια να με πάρουν για περαιτέρω ανάκριση. Άκουσα τον σωφρονιστικό υπάλληλο να φωνάζει το όνομά μου πριν καν ανοίξει η πόρτα του κελιού. Σωματικά, ήμουν στα χειρότερά μου, και μόλις το άκουσαν οι άλλες κρατούμενες, άρχισαν όλες να φωνάζουν, να σηκώνονται όρθιες και ταυτόχρονα να ουρλιάζουν, λέγοντας πράγματα όπως: «Είναι σε τέτοια κατάσταση και θα την ανακρίνετε κι άλλο; Είστε εντελώς βάρβαροι. Την παίρνετε για ανάκριση ενώ την έχετε σαπίσει στο ξύλο;» Υπήρχαν περίπου 60 άνθρωποι εκεί μέσα, και οι μισοί και πάνω με υπερασπίζονταν εξοργισμένοι. Ολόκληρο το κελί βυθίστηκε στο χάος. Βλέποντας αυτό, οι αστυνομικοί αποφάσισαν να μην με ανακρίνουν. Συγκινήθηκα μέχρι δακρύων, ήμουν τόσο ευγνώμων για την προστασία του Θεού. Αργότερα, ακόμη και η επικεφαλής κρατούμενη είπε: «Είμαι εδώ δύο χρόνια και δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο». Ήξερα ότι ο Θεός εργαζόταν παρασκηνιακά για να με προσέχει, διευθετώντας ανθρώπους, γεγονότα και πράγματα που θα με βοηθούσαν και θα μου επέτρεπαν να αποφύγω αυτό το πλήγμα. Ευχαρίστησα τον Θεό!
Για ένα διάστημα, υπέφερα τόσο πολύ από τον πόνο σε όλο μου το σώμα, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ τη νύχτα, οπότε αναλογιζόμουν τα λόγια του Θεού. Μια φορά, σκέφτηκα έναν ύμνο για τον Πέτρο που προσευχήθηκε στον Θεό όταν ήταν στα χειρότερά του: «Ω Θεέ μου! Ανεξάρτητα από τον χρόνο ή τον τόπο, ξέρεις ότι πάντα Σε θυμάμαι. Ανεξαρτήτως του χρόνου ή του τόπου, ξέρεις ότι θέλω να Σε αγαπήσω, αλλά το ανάστημά μου είναι πολύ μικρό, είμαι πολύ αδύναμος και ανίσχυρος, η αγάπη μου είναι πολύ περιορισμένη και η ειλικρίνειά μου απέναντι σ’ Εσένα είναι υπερβολικά πενιχρή. Σε σύγκριση με την αγάπη Σου, είμαι απλώς ακατάλληλος να ζω. Επιθυμώ μόνο η ζωή μου να μην είναι μάταιη και να μπορώ όχι μόνο να ξεπληρώσω την αγάπη Σου, αλλά, επίσης, να μπορώ να αφιερώσω ό,τι έχω σ’ Εσένα. Αν μπορώ να Σε ικανοποιήσω, τότε ως πλάσμα, θα είμαι ήσυχος και δεν θα ζητήσω τίποτα περισσότερο. Αν και είμαι αδύναμος και ανίσχυρος τώρα, δεν θα ξεχάσω τις προτροπές Σου και δεν θα ξεχάσω την αγάπη Σου» (Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια). Αυτός ο ύμνος με συγκίνησε απίστευτα. Καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης της εμπειρίας του ανελέητου βασανισμού, όποτε προσευχόμουν και στηριζόμουν στον Θεό όταν ένιωθα ευάλωτη και πονεμένη, Εκείνος με διαφώτιζε και με καθοδηγούσε με τα λόγια Του, και μου άνοιγε μια διέξοδο. Ο Θεός είχε μείνει στο πλευρό μου, με πρόσεχε και με προστάτευε. Η βίωση ενός τέτοιου περιβάλλοντος μου έδειξε την παντοδυναμία και την κυριαρχία του Θεού, και τότε μεγάλωσε η πίστη μου στον Θεό. Είδα, επίσης, αληθινά τη δαιμονική ουσία του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, ουσία εναντίωσης στον Θεό και καταστροφής των ανθρώπων —τον απέρριψα και τον απαρνήθηκα από καρδιάς, και έστρεψα την καρδιά μου προς τον Θεό. Ο Θεός με έσωσε από τις δυνάμεις του Σατανά με πολύ πρακτικούς τρόπους. Γεμάτη ευγνωμοσύνη για τον Θεό, είπα μια προσευχή ότι είτε ζούσα είτε πέθαινα, ήμουν έτοιμη να δώσω όλη μου τη ζωή σ’ Αυτόν και να αποδεχτώ ό,τι κι αν κανόνιζε. Ακόμη και αν αυτό σήμαινε τον θάνατό μου, θα ακολουθούσα τον Θεό μέχρι τέλους! Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ένιωθα μέσα στην καρδιά μου ότι μπορούσα να αντέξω χωρίς να έχω τίποτα —αυτό που δεν μπορούσα ήταν να είμαι μακριά από τον Θεό. Καθώς σκεφτόμουν τα λόγια του Θεού, ένιωθα την καρδιά μου να έρχεται όλο και πιο κοντά Του. Υπό τη φροντίδα και την προστασία του Θεού, τα οιδήματα γύρω από τα τραύματά μου υποχώρησαν πολύ γρήγορα, η καρδιά μου δεν πονούσε τόσο πολύ όταν ανέπνεα, και μετά από μια εβδομάδα, ήμουν σε θέση να περπατήσω στηριζόμενη στον τοίχο. Όλοι στη φυλακή έμειναν έκπληκτοι, λέγοντας: «Κοιτάξτε την, πρέπει να πιστεύει στον αληθινό Θεό!» Ήξερα ότι όλα αυτά οφείλονταν στη μεγάλη δύναμη του Θεού, και ότι Εκείνος με είχε φέρει πίσω από το κατώφλι του θανάτου και μου είχε δώσει μια δεύτερη ζωή. Ευχαρίστησα εγκάρδια τον Θεό που με έσωσε!
Μετά από τέσσερις μήνες εγκλεισμού στο κρατητήριο, το Κομμουνιστικό Κόμμα με καταδίκασε σε έναν χρόνο αναμόρφωσης μέσω καταναγκαστικής εργασίας για διατάραξη της κοινωνικής τάξης. Όταν αποφυλακίστηκα, οι αστυνομικοί με προειδοποίησαν: «Αν συλληφθείς για περαιτέρω θρησκευτικές δραστηριότητες, θα σου επιβληθεί βαριά ποινή». Αλλά δεν με εμπόδισαν. Προσευχήθηκα στον Θεό μέσα μου: «Όση καταπίεση κι όσες δυσχέρειες κι αν αντιμετωπίσω μετά από αυτό, θα Σε ακολουθώ για πάντα!»