Παράρτημα τρίτο: Πώς ο Νώε και ο Αβραάμ υπάκουσαν στα λόγια του Θεού και υποτάχθηκαν σ’ Εκείνον (Μέρος δεύτερο)
Στην προηγούμενη συνάθροιση, συναναστραφήκαμε πάνω στο δέκατο σημείο των διάφορων εκδηλώσεων των αντίχριστων, δηλαδή στο εξής: «Σιχαίνονται την αλήθεια, παραβιάζουν απροκάλυπτα τις αρχές και περιφρονούν τις διευθετήσεις του οίκου του Θεού». Πάνω σε ποιες λεπτομέρειες συναναστραφήκαμε συγκεκριμένα; (Στο ότι έχεις συναναστραφεί, Θεέ μου, κυρίως πάνω στο πώς να προσεγγίζουμε τα λόγια του Θεού.) Έχει σχέση αυτό με το δέκατο σημείο; (Ναι. Επειδή, στο σημείο «Σιχαίνονται την αλήθεια, παραβιάζουν απροκάλυπτα τις αρχές και περιφρονούν τις διευθετήσεις του οίκου του Θεού», μία από τις συμπεριφορές των αντίχριστων είναι ότι απλώς ακούνε όσα λέει ο Χριστός, όμως ούτε υπακούν ούτε υποτάσσονται σ’ αυτά. Δεν υπακούν στα λόγια του Θεού ούτε και ασκούνται σύμφωνα με τα λόγια του Θεού. Στην προηγούμενη συνάθροιση, συναναστράφηκες, Θεέ μου, πάνω στο πώς να προσεγγίζει κανείς τα λόγια του Θεού, στο πώς να υπακούει στα λόγια του Θεού κι έπειτα στο πώς να εφαρμόζει και να εκτελεί τα λόγια του Θεού.) Είναι κατανοητά όλα αυτά, έτσι; Κατά τη διάρκεια της προηγούμενής μας συνάθροισης, είπα δύο ιστορίες: Η μία ήταν η ιστορία του Νώε κι η άλλη η ιστορία του Αβραάμ. Πρόκειται για δύο κλασικές ιστορίες από τη Βίβλο. Πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν αυτές τις ιστορίες και τις κατανοούν· αφού, όμως, τις κατανοήσουν, πολύ λίγοι γνωρίζουν πώς να προσεγγίσουν τα λόγια και τις απαιτήσεις του Θεού. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο κύριος σκοπός της συναναστροφής μας πάνω σ’ αυτές τις δύο ιστορίες; Ήταν να μάθουν οι άνθρωποι τον τρόπο με τον οποίο πρέπει, ως άνθρωποι και ως δημιουργήματα, να προσεγγίζουν τα λόγια και τις απαιτήσεις του Θεού, αλλά και να μάθουν τη θέση που πρέπει να υιοθετεί ένα δημιούργημα και τη στάση που πρέπει να τηρεί όταν έρχεται αντιμέτωπο με τις απαιτήσεις του Θεού κι όταν ακούει τα λόγια του Θεού. Αυτά είναι τα κυριότερα. Αυτήν την αλήθεια ήταν ο σκοπός να μάθουν και να κατανοήσουν οι άνθρωποι την προηγούμενη φορά που συναναστραφήκαμε πάνω σ’ αυτές τις δύο ιστορίες. Αφού, λοιπόν, συναναστραφήκαμε πάνω σ’ αυτές τις δύο ιστορίες, σας είναι τώρα ξεκάθαρο πώς να υποτάσσεστε στον Χριστό και να υπακούτε στα λόγια Του, τι συμπεριφορά πρέπει να έχουν οι άνθρωποι και ποια πρέπει να είναι η οπτική και η θέση τους απέναντι στον Χριστό κι απέναντι στα λόγια που λέει ο Χριστός, αλλά και πώς πρέπει να προσεγγίζουν οι άνθρωποι τα λόγια και τις απαιτήσεις που προέρχονται από τον Θεό, και ποιες αλήθειες πρέπει να γίνουν κατανοητές μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο; (Η πρώτη είναι να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον Χριστό, η δεύτερη να μάθουμε να σεβόμαστε τον Χριστό και η τρίτη να υπακούμε στα λόγια Του, να ακούμε τα λόγια του Θεού με την καρδιά μας.) Θυμάστε τους κανόνες. Αν δεν είχα αναφερθεί σ’ αυτούς τους κανόνες, θα είχατε καταφέρει να τους συμπεράνετε απ’ τις δύο ιστορίες που είπα; (Το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι πρέπει να υπακούμε σε οτιδήποτε λέει ο Θεός.) Το μόνο που μπορείτε να συμπεράνετε είναι απλοί, δογματικοί και θεωρητικοί τρόποι συμπεριφοράς· ακόμα δεν μπορείτε να κατανοήσετε ούτε να μάθετε τις αλήθειες που πρέπει να αναζητήσουν και να κατανοήσουν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Ας συναναστραφούμε, λοιπόν, αναλυτικά πάνω στις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ.
I. Η στάση του Νώε απέναντι στα λόγια του Θεού
Ας μιλήσουμε πρώτα για την ιστορία του Νώε. Στην προηγούμενη συνάθροιση, καλύψαμε σε γενικές γραμμές τις αιτίες και τις εκβάσεις της ιστορίας του Νώε. Γιατί δεν μιλήσαμε πιο συγκεκριμένα; Επειδή οι περισσότεροι γνωρίζουν ήδη τις αιτίες, τις εκβάσεις και τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας. Αν κάποιες λεπτομέρειες δεν σας είναι πολύ ξεκάθαρες, μπορείτε να τις βρείτε στη Βίβλο. Το αντικείμενο της τωρινής μας συναναστροφής δεν είναι οι ειδικές λεπτομέρειες της ιστορίας, αλλά το πώς αντιμετώπισε ο Νώε, ο πρωταγωνιστής της, τα λόγια του Θεού, ποιες πτυχές της αλήθειας πρέπει να κατανοήσουν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, καθώς και ποια ήταν η στάση του Θεού, τι γνώμη είχε και πώς αξιολόγησε τον Νώε αφού είδε κάθε κίνησή του. Αυτές πρέπει να είναι οι λεπτομέρειες της συναναστροφής μας. Η στάση του Θεού απέναντι στον Νώε και το πώς αξιολόγησε όσα έκανε ο Νώε αρκούν για να μας δείξουν ποια ακριβώς πρότυπα απαιτεί ο Θεός από την ανθρωπότητα, από όσους Τον ακολουθούν, από όσους σώζει. Υπάρχει εδώ κάποια αλήθεια που πρέπει να αναζητήσει κανείς; Όπου υπάρχει αλήθεια προς αναζήτηση, αξίζει κανείς να την αναλύει, να την αναλογίζεται και να συναναστρέφεται λεπτομερώς σχετικά. Δεν θα εξετάσουμε τις ειδικές λεπτομέρειες της ιστορίας του Νώε. Σήμερα θα συναναστραφούμε πάνω στην αλήθεια που πρέπει να αναζητήσει κανείς στις διάφορες συμπεριφορές του Νώε απέναντι στον Θεό, καθώς και στις απαιτήσεις και στις προθέσεις του Θεού που πρέπει να κατανοήσουν οι άνθρωποι με βάση το πώς αξιολόγησε ο Θεός τον Νώε.
Ο Νώε ήταν ένα συνηθισμένο μέλος της ανθρωπότητας που λάτρευε και ακολουθούσε τον Θεό. Όταν τον βρήκαν τα λόγια του Θεού, η στάση του δεν ήταν να κινηθεί αργά, να καθυστερήσει ή να πάει με το πάσο του. Αντίθετα, άκουσε τα λόγια του Θεού με μεγάλη σοβαρότητα, άκουσε ολόκληρη την ομιλία του Θεού με μεγάλο ενδιαφέρον και προσοχή, δείχνοντας επιμέλεια και προσπαθώντας να θυμηθεί όλες τις εντολές που του έδωσε ο Θεός, χωρίς να τολμήσει να αφαιρεθεί ούτε στο ελάχιστο. Η στάση που υιοθέτησε απέναντι στον Θεό και στα λόγια Του χαρακτηριζόταν από θεοφοβούμενη καρδιά, κι αυτό έδειχνε πως υπήρχε στην καρδιά του θέση για τον Θεό και πως ήταν υποτακτικός απέναντι στον Θεό. Αφουγκραζόταν όσα έλεγε ο Θεός, το περιεχόμενο των λόγων Του, όσα του ζητούσε να κάνει ο Θεός. Άκουγε προσεκτικά· όχι με ανάλυση, αλλά με αποδοχή. Δεν είχε μέσα του καμία άρνηση, αντιπάθεια ή ανυπομονησία· αντίθετα, σημείωνε στην καρδιά του με ηρεμία, ενδιαφέρον και προσοχή κάθε λέξη και κάθε πράγμα που αφορούσε τις απαιτήσεις του Θεού. Αφού ο Θεός τού έδωσε όλες τις οδηγίες, ο Νώε κατέγραψε με λεπτομέρειες και με τον δικό του τρόπο όλα όσα του είχε πει και του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Έπειτα, έβαλε στην άκρη τις δικές του δουλειές, άφησε πίσω τη ρουτίνα και το πρόγραμμα της παλιάς του ζωής, και άρχισε να προετοιμάζεται για όλα όσα του εμπιστεύτηκε ο Θεός να κάνει και να ετοιμάζει τις απαιτούμενες προμήθειες για την κιβωτό που του ζήτησε ο Θεός να φτιάξει. Δεν τόλμησε να αγνοήσει ούτε ένα από τα λόγια του Θεού, ούτε ένα απ’ όσα ζήτησε ο Θεός, ούτε μία λεπτομέρεια απ’ όλα όσα απαιτούσαν από εκείνον τα λόγια του Θεού. Με τον δικό του τρόπο, κατέγραψε τα κύρια και τα ειδικά σημεία απ’ όλα όσα του ζήτησε και του εμπιστεύτηκε ο Θεός κι έπειτα τα αναλογίστηκε και στοχάστηκε πάνω σ’ αυτά ξανά και ξανά. Στη συνέχεια, ο Νώε βγήκε να αναζητήσει όλα τα υλικά που του είχε ζητήσει να ετοιμάσει ο Θεός. Φυσικά, μετά από κάθε οδηγία που του έδινε ο Θεός, εκείνος έκανε με τον δικό του τρόπο αναλυτικό προγραμματισμό και διευθετήσεις για όλα όσα του είχε εμπιστευτεί και του είχε δώσει οδηγίες ο Θεός να κάνει· έπειτα, βήμα προς βήμα, υλοποιούσε και εκτελούσε το πρόγραμμα και τις διευθετήσεις του, κάθε λεπτομέρεια και κάθε επιμέρους βήμα από όσα ζήτησε ο Θεός. Σε όλη τη διαδικασία, κάθε τι που έκανε ο Νώε, είτε μικρό είτε μεγάλο, είτε αξιοσημείωτο είτε όχι στα μάτια του ανθρώπου, ήταν αυτό που του είχε δώσει οδηγίες να κάνει ο Θεός και ήταν αυτό για το οποίο είχε μιλήσει και το είχε απαιτήσει ο Θεός. Από όλα όσα εκδήλωσε μέσα του ο Νώε αφότου αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό, είναι εμφανές ότι η στάση του απέναντι στα λόγια του Θεού δεν ήταν μια στάση κατά την οποία απλώς άκουγε και τίποτα παραπάνω· και φυσικά δεν ισχύει καθόλου ότι ο Νώε, αφότου άκουσε αυτά τα λόγια, διάλεξε για την εκτέλεση της αποστολής μια ώρα που ο ίδιος είχε κέφι, που ήταν κατάλληλο το περιβάλλον ή που ήταν ευνοϊκή η συγκυρία για να την εκτελέσει. Αντίθετα, έβαλε στην άκρη τις δικές του δουλειές, άφησε πίσω τη ρουτίνα της ζωής του, έθεσε την κατασκευή της κιβωτού που είχε παραγγείλει ο Θεός ως τη σημαντικότερη προτεραιότητα της ζωής και της ύπαρξής του από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, και την εφάρμοσε ανάλογα. Η στάση του απέναντι στην ανάθεση από τον Θεό και στα λόγια του Θεού δεν ήταν στάση αδιαφορίας, επιπολαιότητας ή ιδιοτροπίας, ούτε φυσικά στάση απόρριψης· αντίθετα, άκουσε προσεκτικά τα λόγια του Θεού και έκανε ό,τι μπορούσε για να τα θυμάται και να τα αναλογίζεται. Η στάση του απέναντι στα λόγια του Θεού ήταν μια στάση αποδοχής και υποταγής. Ο Θεός, από την πλευρά Του, μόνο αυτήν τη στάση πιστεύει ότι πρέπει να έχουν τα αληθινά δημιουργήματα απέναντι στα λόγια Του. Αυτή η στάση δεν είχε μέσα της καθόλου άρνηση, καθόλου επιπολαιότητα, καθόλου ισχυρογνωμοσύνη, ούτε ήταν νοθευμένη από ανθρώπινους σκοπούς· ήταν, πλήρως και στον απόλυτο βαθμό, η στάση που πρέπει να έχει ένα δημιουργημένο ανθρώπινο ον.
Αφού αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό, ο Νώε άρχισε να προγραμματίζει τη δημιουργία της κιβωτού που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Αναζήτησε τα διάφορα υλικά, αλλά και τους ανθρώπους και τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή της κιβωτού. Φυσικά, κάτι τέτοιο περιλάμβανε πολλά πράγματα· δεν ήταν τόσο απλό και εύκολο όσο υπονοείται στο κείμενο. Εκείνη την προβιομηχανική εποχή, μια εποχή που τα πάντα γίνονταν με το χέρι, με σωματικό κόπο, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο επίπονη ήταν η κατασκευή μιας τέτοιας κιβωτού, ενός τέτοιου κολοσσιαίου έργου, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο της κατασκευής της κιβωτού όπως το είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο ο Νώε προγραμμάτισε, προετοίμασε, σχεδίασε και βρήκε τα διάφορα πράγματα, όπως τα υλικά και τα εργαλεία, δεν είναι απλό ζήτημα, και επιπλέον ο Νώε μπορεί να μην είχε ξαναδεί ποτέ του ένα τόσο τεράστιο πλοίο. Αφού δέχτηκε αυτήν την αποστολή, αφού κατάλαβε το νόημα των λόγων του Θεού, και κρίνοντας από όλα όσα είχε πει ο Θεός, ο Νώε αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο για ένα απλό ζήτημα, για ένα εύκολο έργο. Η εργασία δεν ήταν ούτε απλή ούτε εύκολη· τι συνεπαγόταν αυτό; Από τη μία, σήμαινε πως, με το που θα αποδεχόταν ο Νώε αυτήν την ανάθεση, θα έπαιρνε βαρύ φορτίο στις πλάτες του. Επιπλέον, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Θεός κάλεσε αυτοπροσώπως τον Νώε και του έδωσε ο ίδιος τις οδηγίες για την κατασκευή της κιβωτού, δεν επρόκειτο για κάτι συνηθισμένο ούτε για μικρής σημασίας ζήτημα. Κρίνοντας από τις λεπτομέρειες όλων όσα είπε ο Θεός, δεν πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να επωμιστεί κανένας συνηθισμένος άνθρωπος. Το γεγονός ότι ο Θεός κάλεσε τον Νώε και ανέθεσε σ’ αυτόν να φτιάξει μια κιβωτό δείχνει πόσο σημαντικό θεωρούσε μέσα Του ο Θεός τον Νώε. Όταν τέθηκε αυτό το ζήτημα, ο Νώε ήταν, φυσικά, σε θέση να κατανοήσει κάποιες από τις προθέσεις του Θεού· έτσι, ο Νώε συνειδητοποίησε τι είδους ζωή τον περίμενε τα χρόνια που θα ακολουθούσαν και είχε επίγνωση για κάποιες απ’ τις δυσκολίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Παρόλο που ο Νώε συνειδητοποίησε και κατανόησε τη μεγάλη δυσκολία αυτού που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός και το πόσο μεγάλες θα ήταν οι ταλαιπωρίες που θα αντιμετώπιζε, δεν είχε καμία πρόθεση να αρνηθεί· αντίθετα, ήταν βαθιά ευγνώμων στον Ιεχωβά Θεό. Γιατί ήταν ευγνώμων ο Νώε; Επειδή ο Θεός τού είχε εμπιστευτεί αναπάντεχα κάτι τόσο σημαντικό, και του είχε πει και εξηγήσει αυτοπροσώπως κάθε λεπτομέρεια. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι ο Θεός είχε, επίσης, πει στον Νώε ολόκληρη την ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος, του γιατί έπρεπε να κατασκευαστεί η κιβωτός. Αυτό ήταν ζήτημα του σχεδίου διαχείρισης του Θεού, ήταν δική Του υπόθεση, αλλά ο Θεός τού είχε μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα, κι έτσι ο Νώε κατάλαβε τη σημασία του. Εν ολίγοις, κρίνοντας από αυτά τα διάφορα σημάδια, κρίνοντας από τον τόνο της ομιλίας του Θεού και από τις διάφορες πτυχές όσων μετέδωσε ο Θεός στον Νώε, εκείνος διαισθάνθηκε τη σημασία της κατασκευής της κιβωτού που του είχε αναθέσει ο Θεός, το εκτίμησε αυτό μέσα του και δεν τόλμησε να το αντιμετωπίσει ελαφρά τη καρδία ούτε τόλμησε να παραβλέψει την παραμικρή λεπτομέρεια. Γι’ αυτό, μόλις ο Θεός ολοκλήρωσε τις οδηγίες Του, ο Νώε ξεκίνησε τον προγραμματισμό και στρώθηκε στη δουλειά για να κάνει όλες τις διευθετήσεις για την κατασκευή της κιβωτού· έψαξε να βρει εργάτες, ετοίμασε τα κάθε είδους υλικά και, όπως προέβλεπαν τα λόγια του Θεού, συγκέντρωσε σιγά σιγά τα διάφορα είδη ζωντανών πλασμάτων στην κιβωτό.
Ολόκληρη η διαδικασία κατασκευής της κιβωτού ήταν γεμάτη δυσκολίες. Για την ώρα, ας βάλουμε στην άκρη το πώς τα έβγαλε πέρα ο Νώε με τους σφοδρούς ανέμους, τον καυτό ήλιο και τη βροχή που τον μαστίγωνε, με την εξαντλητική ζέστη και το δριμύ ψύχος, και με την εναλλαγή των τεσσάρων εποχών, χρόνο με τον χρόνο. Ας μιλήσουμε πρώτα για το πόσο κολοσσιαίο εγχείρημα ήταν η κατασκευή της κιβωτού, για το γεγονός ότι ετοίμασε τα διάφορα υλικά, και για τις ατέλειωτες δυσκολίες που αντιμετώπισε όσο κατασκεύαζε την κιβωτό. Τι περιελάμβαναν αυτές οι δυσκολίες; Αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο κόσμος, κάποια πρακτικά ζητήματα δεν έγιναν σωστά με την πρώτη, και ο Νώε χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πολλές αποτυχίες. Αν κάτι που ολοκλήρωνε του φαινόταν λάθος, το χαλούσε, και μόλις το χαλούσε, έπρεπε να ετοιμάσει τα υλικά και να το κάνει πάλι απ’ την αρχή. Δεν ήταν όπως στη σύγχρονη εποχή, που όλοι κάνουν τα πάντα με ηλεκτρονικό εξοπλισμό, και μόλις προγραμματιστεί ένα έργο εκτελείται σύμφωνα με το καθορισμένο πρόγραμμα. Όταν γίνονται σήμερα τέτοια έργα, χρησιμοποιούνται μηχανήματα· θέτεις το μηχάνημα σε λειτουργία κι εκείνο βγάζει τη δουλειά. Ο Νώε, όμως, ζούσε σε μια πρωτόγονη εποχή και κοινωνία· όλα τα έργα γίνονταν με το χέρι, έπρεπε να κάνεις όλη τη δουλειά με τα δυο σου χέρια, με τα μάτια και με το μυαλό σου, με τη δική σου επιμέλεια και τις δικές σου δυνάμεις. Πάνω απ’ όλα, φυσικά, οι άνθρωποι χρειαζόταν να βασίζονται στον Θεό· χρειαζόταν να αναζητούν τον Θεό παντού, κάθε στιγμή. Ο Νώε, ενώ συναντούσε κάθε είδους δυσκολίες τις μέρες και τις νύχτες που ασχολούνταν με την κατασκευή της κιβωτού, είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις διάφορες καταστάσεις που προέκυπταν ενώ έφερνε σε πέρας αυτό το κολοσσιαίο εγχείρημα, αλλά και τα διάφορα περιβάλλοντα που βρίσκονταν γύρω του, καθώς και τον χλευασμό, τη δυσφήμηση και τη λεκτική βία που του ασκούσαν οι άλλοι. Μπορεί εμείς να μη βιώσαμε προσωπικά αυτές τις σκηνές όταν συνέβησαν, αλλά δεν μπορούμε, άραγε, να φανταστούμε κάποιες από τις διάφορες δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος και βίωσε ο Νώε, και τις διάφορες προκλήσεις που αντιμετώπισε; Το πρώτο πράγμα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Νώε ενώ κατασκεύαζε την κιβωτό ήταν η έλλειψη κατανόησης, η γκρίνια, τα παράπονα, ακόμα και ο εξευτελισμός απ’ την οικογένειά του. Το δεύτερο ήταν η δυσφήμηση, ο χλευασμός και η κρίση των γύρω του, δηλαδή των συγγενών, των φίλων του και οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Ο Νώε, όμως, κρατούσε μόνο μία στάση, κι αυτή ήταν να υπακούει στα λόγια του Θεού και να τα εφαρμόζει μέχρι τέλους, χωρίς να αμφιταλαντευτεί ποτέ. Τι είχε αποφασίσει ο Νώε; «Όσο είμαι ζωντανός, όσο μπορώ ακόμα να κινούμαι, δεν θα εγκαταλείψω την ανάθεση από τον Θεό». Αυτό ήταν το κίνητρό του ενώ εκτελούσε τον μεγάλο άθλο της κατασκευής της κιβωτού, αλλά και η στάση του όταν του δόθηκαν οι εντολές του Θεού κι αφού άκουσε τα λόγια του Θεού. Αντιμέτωπος με κάθε είδους δυσκολίες, δύσκολες καταστάσεις και προκλήσεις, ο Νώε δεν υποχώρησε. Όταν κάποιες από τις πιο δύσκολες μηχανολογικές εργασίες του συχνά αποτύγχαναν και παρουσίαζαν ζημιές, παρόλο που ο Νώε ένιωθε στην καρδιά του ταραγμένος και ανήσυχος, όταν σκεφτόταν τα λόγια του Θεού, όταν θυμόταν κάθε λέξη που του πρόσταζε ο Θεός και την ανύψωσή του από τον Θεό, τότε συχνά ένιωθε ότι είχε μεγάλο κίνητρο: «Δεν μπορώ να παραιτηθώ, δεν μπορώ να απορρίψω αυτό που διέταξε ο Θεός και που μου εμπιστεύτηκε να κάνω· αυτή είναι η αποστολή από τον Θεό, και εφόσον την αποδέχτηκα, εφόσον άκουσα τα λόγια που είπε ο Θεός και τη φωνή του Θεού, και εφόσον την αποδέχτηκα αυτή από τον Θεό, τότε θα πρέπει να υποταχθώ απόλυτα· αυτό θα πρέπει να επιτύχει ένας άνθρωπος». Έτσι, όποιες δυσκολίες κι αν αντιμετώπιζε, όποια κοροϊδία ή συκοφαντία κι αν συναντούσε, όσο κι αν καταπονούνταν το σώμα του, όσο κουρασμένο κι αν ήταν, δεν απαρνούνταν αυτό που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός και είχε διαρκώς στο μυαλό του κάθε λέξη από όσα είχε πει και είχε διατάξει ο Θεός. Όσο κι αν άλλαζε το περιβάλλον του, όσο μεγάλες δυσκολίες κι αν αντιμετώπιζε, είχε πίστη ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνεχιζόταν για πάντα, ότι μόνο τα λόγια του Θεού δεν θα παρέρχονταν ποτέ και ότι σίγουρα θα γινόταν μόνο αυτό που είχε διατάξει ο Θεός να γίνει. Ο Νώε είχε μέσα του την αληθινή πίστη στον Θεό και την υπακοή που όφειλε να έχει, και συνέχισε να κατασκευάζει την κιβωτό που του είχε ζητήσει ο Θεός να κατασκευάσει. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, ο Νώε γερνούσε, αλλά η πίστη του δεν εξασθενούσε, και δεν υπήρχε καμία αλλαγή στη στάση του και στην αποφασιστικότητά του να ολοκληρώσει την αποστολή από τον Θεό. Παρόλο που υπήρχαν στιγμές που αισθανόταν το σώμα του κουρασμένο και εξουθενωμένο, που αρρώσταινε και ένιωθε αδύναμη την καρδιά του, δεν μειώθηκε η αποφασιστικότητα και η επιμονή του προς την ολοκλήρωση της ανάθεσης από τον Θεό και την υποταγή στα λόγια του Θεού. Κατά τη διάρκεια των ετών που ο Νώε κατασκεύαζε την κιβωτό, ασκούταν στο να ακούει και να υποτάσσεται στα λόγια που είχε πει ο Θεός, κι επίσης ασκούταν σε μία σημαντική αλήθεια του ότι ένα δημιούργημα και ένας συνηθισμένος άνθρωπος πρέπει να ολοκληρώσει την ανάθεση από τον Θεό. Κατά τα φαινόμενα, η όλη διαδικασία ήταν, στην πραγματικότητα, ένα μόνο πράγμα: η κατασκευή της κιβωτού, η εκτέλεση όσων του είχε πει ο Θεός να κάνει σωστά και να φέρει σε πέρας. Τι απαιτούνταν, όμως, για να γίνει σωστά κάτι τέτοιο και να ολοκληρωθεί με επιτυχία; Δεν απαιτούνταν ούτε ο ζήλος των ανθρώπων ούτε τα συνθήματά τους, ούτε φυσικά κάποιοι όρκοι που θα έκαναν από μια περαστική απερισκεψία, ούτε κι ο δήθεν θαυμασμός των ανθρώπων για τον Δημιουργό. Τίποτα από αυτά δεν απαιτούνταν. Μπροστά στην κατασκευή της κιβωτού από τον Νώε, ο δήθεν θαυμασμός των ανθρώπων, οι όρκοι τους, ο ζήλος τους και η πίστη τους στον Θεό μέσα στον πνευματικό τους κόσμο, όλα αυτά δεν ωφελούν σε τίποτα απολύτως· μπροστά στην αληθινή πίστη και την αληθινή υποταγή του Νώε στον Θεό, οι άνθρωποι μοιάζουν τόσο φτωχοί κι αξιοθρήνητοι, ενώ τα λίγα δόγματα που κατανοούν μοιάζουν τόσο κούφια, αχνά, ασθενικά κι αδύναμα, για να μην πούμε ντροπιαστικά, ποταπά και αχρεία.
Πήρε στον Νώε 120 χρόνια για να φτιάξει την κιβωτό. Αυτά τα 120 χρόνια δεν ήταν 120 ημέρες, ούτε 10 χρόνια, ούτε 20 χρόνια, αλλά δεκαετίες πιο πολύ από το προσδόκιμο ζωής ενός κανονικού ανθρώπου σήμερα. Δεδομένης της χρονικής διάρκειας, αλλά και της δυσκολίας ολοκλήρωσης του έργου, καθώς και το πόσες μηχανικές εργασίες απαιτήθηκαν, αν ο Νώε δεν διακατεχόταν από αληθινή πίστη, αν η πίστη του ήταν απλώς μια σκέψη, κάτι στο οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, ζήλος ή ένα είδος αόριστης και αφηρημένης πεποίθησης, θα είχε ολοκληρωθεί ποτέ η κιβωτός; Αν η υποταγή του στον Θεό δεν ήταν παρά μια λεκτική υπόσχεση, αν ήταν απλώς μια σημείωση που είχε γίνει γραπτά, με στυλό, του είδους που κρατάτε σήμερα, θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; (Όχι.) Αν η υποταγή του στην αποδοχή της αποστολής από τον Θεό δεν ήταν παρά μόνο θέληση και αποφασιστικότητα, μια επιθυμία, θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; Εάν η υποταγή του Νώε στον Θεό ήταν απλώς οι τυπικές διαδικασίες της απάρνησης, της δαπάνης και της καταβολής τιμήματος ή απλώς ήταν το να κάνει περισσότερο έργο, να καταβάλλει υψηλότερο τίμημα και να είναι αφοσιωμένος στον Θεό μόνο θεωρητικά ή με την έννοια της αναφώνησης συνθημάτων, τότε θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; (Όχι.) Θα ήταν πολύ δύσκολο! Εάν η στάση του Νώε ως προς την αποδοχή της ανάθεσης από τον Θεό ήταν ένα είδος συναλλαγής, εάν την αποδεχόταν απλώς για να ευλογηθεί και ν’ ανταμειφθεί ο ίδιος, θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; Σίγουρα όχι! Ο ζήλος ενός ατόμου μπορεί ν’ αντέξει για 10 ή 20 χρόνια, ή 50 ή 60, όταν όμως το άτομο αυτό είναι κοντά στον θάνατο, βλέποντας ότι δεν έχει κερδίσει τίποτα, θα χάσει την πίστη του στον Θεό. Αυτός ο ζήλος που αντέχει για 20, 50 ή 80 χρόνια δεν γίνεται υποταγή ούτε αληθινή πίστη. Αυτό είναι πολύ τραγικό. Η αληθινή πίστη κι η αληθινή υποταγή που συναντάμε στον Νώε, από την άλλη, είναι αυτό ακριβώς που λείπει από τους σημερινούς ανθρώπους, αυτά ακριβώς που δεν μπορούν να δουν, και τα οποία περιφρονούν, χλευάζουν ή και σνομπάρουν. Η αφήγηση της ιστορίας της κατασκευής της κιβωτού από τον Νώε αντιμετωπίζεται πάντα μ’ έναν χείμαρρο συζητήσεων. Όλοι μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτήν, όλοι έχουν κάτι να πουν. Κανείς όμως δεν σκέφτεται, ούτε προσπαθεί να καταλάβει, τι υπήρχε μέσα στον Νώε, ποιο μονοπάτι άσκησης είχε, ποια στάση που επιθυμούσε ο Θεός και ποια άποψη για τις εντολές του Θεού είχε υιοθετήσει, ή τι χαρακτήρα είχε όσον αφορά το ν’ ακούει και να κάνει πράξη τα λόγια του Θεού. Λέω, λοιπόν, ότι οι σημερινοί άνθρωποι δεν είναι κατάλληλοι να λένε την ιστορία του Νώε, επειδή όταν κάποιος αφηγείται αυτήν την ιστορία, δεν αντιμετωπίζει τον Νώε ως κάτι περισσότερο από μια θρυλική φιγούρα, ή ακόμη και ως έναν συνηθισμένο γέροντα με λευκή γενειάδα. Αμφισβητούν το αν πράγματι έζησε ένα τέτοιο άτομο, το πώς ήταν, και δεν προσπαθούν να εκτιμήσουν πώς παρουσίασε ο Νώε όλες αυτές τις εκδηλώσεις αφότου αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό. Σήμερα, όταν επανεξετάζουμε την ιστορία της κατασκευής της κιβωτού από τον Νώε, θεωρείτε ότι πρόκειται για σημαντικό ή δευτερεύον γεγονός; Είναι απλώς η συνηθισμένη ιστορία ενός γέροντα που κατασκεύασε κάποτε στο παρελθόν μια κιβωτό; (Όχι.) Απ’ όλους τους ανθρώπους, ο Νώε ήταν μια προσωπικότητα που είχε φόβο Θεού, που υποτασσόταν στον Θεό και ολοκλήρωσε την ανάθεση από τον Θεό, και η οποία είναι πιο αξιομίμητη απ’ όλες τις άλλες· τον ενέκρινε ο Θεός και θα έπρεπε ν’ αποτελεί πρότυπο για όσους ακολουθούν τον Θεό σήμερα. Και ποιο ήταν το πολυτιμότερο χαρακτηριστικό του; Είχε μία μόνο στάση απέναντι στα λόγια του Θεού: ν’ ακούει και να δέχεται, να δέχεται και να υποτάσσεται, και να υποτάσσεται μέχρι θανάτου. Αυτή η στάση ήταν το πολυτιμότερο απ’ όλα, αυτό που του χάρισε την έγκριση του Θεού. Όσον αφορά τα λόγια του Θεού, ο Νώε δεν έδειξε επιπολαιότητα, δεν ενέργησε μηχανικά, δεν τα εξέτασε, δεν τα ανέλυσε, δεν αντιστάθηκε σ’ αυτά ούτε τα απέρριψε μέσα στο κεφάλι του, για να τα περιορίσει μετά στο πίσω μέρος του μυαλού του· αντίθετα, τα άκουσε με ειλικρίνεια, τα αποδέχθηκε λίγο λίγο μέσα του κι έπειτα αναλογίστηκε πώς μπορούσε να τα κάνει πράξη, να τα εφαρμόσει, να τα εκτελέσει όπως προβλεπόταν αρχικά χωρίς να τα στρεβλώσει. Καθώς αναλογιζόταν, λοιπόν, τα λόγια του Θεού, έλεγε μόνος μέσα του: «Αυτά είναι τα λόγια του Θεού, είναι οι οδηγίες του Θεού, η ανάθεση από τον Θεό, προορισμός μου είναι το καθήκον, πρέπει να υποταχθώ, δεν γίνεται να παραλείψω καμία λεπτομέρεια, δεν γίνεται να εναντιωθώ σε καμία απ’ τις επιθυμίες του Θεού ούτε να παραβλέψω έστω και μία λεπτομέρεια απ’ όσα είπε· διαφορετικά, δεν θα άξιζα να λέγομαι άνθρωπος, θα ήμουν ανάξιος της ανάθεσης από τον Θεό και ανάξιος της εξύψωσής Του. Σε αυτήν τη ζωή, αν δεν καταφέρω να ολοκληρώσω όλα όσα μου είπε και μου εμπιστεύτηκε ο Θεός, τότε θα μείνω με τις τύψεις. Επιπλέον, θα είμαι ανάξιος της ανάθεσης από τον Θεό, δεν θα αξίζω να με εξυψώσει και δεν θα έχω τα κότσια να επιστρέψω ενώπιον του Δημιουργού». Όλα όσα σκέφτηκε και αναλογίστηκε μέσα του ο Νώε, κάθε οπτική και στάση του, όλα αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ότι μπόρεσε, τελικά, να κάνει πράξη τα λόγια του Θεού, να κάνει τα λόγια του Θεού πραγματικότητα, να εφαρμόσει τα λόγια του Θεού με επιτυχία, να ενεργήσει ώστε να εκπληρωθούν και να πραγματοποιηθούν μέσα από τη σκληρή δουλειά του και να γίνουν πραγματικότητα μέσα από εκείνον, κι έτσι ώστε η ανάθεση από τον Θεό να μην αποβεί μάταιη. Κρίνοντας από όλα όσα σκέφτηκε ο Νώε, από κάθε ιδέα που εμφανίστηκε μέσα του και από τη συμπεριφορά του απέναντι στον Θεό, ήταν άξιος της ανάθεσης από τον Θεό, ήταν ένας άνθρωπος που ο Θεός τον εμπιστεύτηκε και του έδειξε την εύνοιά Του. Ο Θεός παρατηρεί κάθε λέξη και πράξη των ανθρώπων, παρατηρεί τις σκέψεις και τις ιδέες τους. Στα μάτια του Θεού, το ότι ο Νώε σκεφτόταν μ’ αυτόν τον τρόπο σήμαινε πως ο Θεός δεν είχε κάνει λάθος επιλογή· ο Νώε μπορούσε να επωμιστεί την ανάθεση από τον Θεό και την εμπιστοσύνη του Θεού, αλλά και να φέρει σε πέρας την ανάθεση από τον Θεό: Αυτός ήταν η μόνη επιλογή μέσα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στα μάτια του Θεού, ο Νώε ήταν η μοναδική Του επιλογή για την πραγματοποίηση ενός τόσο σπουδαίου εγχειρήματος όσο η κατασκευή μιας κιβωτού. Τι είχε, λοιπόν, ο Νώε; Δύο πράγματα: αληθινή πίστη και αληθινή υποταγή. Αυτά είναι τα πρότυπα που απαιτεί μέσα Του ο Θεός από τους ανθρώπους. Απλό δεν είναι; (Ναι.) Η «μοναδική επιλογή» διέθετε αυτά τα δύο πράγματα, πράγματα τόσο απλά —κι όμως, εκτός από τον Νώε, δεν τα έχει κανένας άλλος. Λένε κάποιοι: «Πώς γίνεται αυτό; Εμείς απαρνηθήκαμε την οικογένεια και την καριέρα μας, απαρνηθήκαμε δουλειά, προοπτικές και εκπαίδευση, εγκαταλείψαμε την περιουσία και τα παιδιά μας. Κοίτα πόσο μεγάλη είναι η πίστη μας, πόσο αγαπάμε τον Θεό! Σε τι είμαστε κατώτεροι του Νώε; Αν ο Θεός μάς ζητούσε να κατασκευάσουμε μια κιβωτό, ε, η σύγχρονη βιομηχανία έχει εξελιχθεί πολύ, μήπως δεν έχουμε πρόσβαση σε ξυλεία και άφθονα εργαλεία; Κι εμείς μπορούμε να εργαστούμε κάτω από τον καυτό ήλιο αν χρησιμοποιήσουμε μηχανήματα· κι εμείς μπορούμε να εργαστούμε απ’ την αυγή ως το σούρουπο. Τι το σπουδαίο έχει, δηλαδή, η ολοκλήρωση μιας τέτοιας μικρής εργασίας; Του Νώε του πήρε εκατό χρόνια, αλλά εμείς θα το κάναμε σε λιγότερο για να μην αγχωθεί ο Θεός· θα μας έπαιρνε μόνο δέκα χρόνια. Είπες πως ο Νώε ήταν η μοναδική επιλογή, αλλά σήμερα υπάρχουν πολλοί ιδανικοί υποψήφιοι· άνθρωποι σαν κι εμάς, που απαρνήθηκαν την οικογένεια και την καριέρα τους, που έχουν αληθινή πίστη στον Θεό, που δαπανούν στ’ αλήθεια τον εαυτό τους —όλοι αυτοί είναι ιδανικοί υποψήφιοι. Πώς γίνεται να λες ότι ο Νώε ήταν η μοναδική επιλογή; Εμάς δεν μας έχεις σε καμία εκτίμηση, έτσι;» Υπάρχει κάποιο πρόβλημα σ’ αυτά τα λόγια; (Ναι.) Λένε κάποιοι: «Τότε, τον καιρό του Νώε, η επιστήμη κι η τεχνολογία ήταν ακόμα σε εμβρυικό στάδιο, εκείνος δεν είχε ούτε ηλεκτρισμό, ούτε σύγχρονα μηχανήματα, ούτε καν τα πιο απλά ηλεκτρικά τρυπάνια και πριόνια, ούτε καν καρφιά. Πώς στο καλό κατάφερε και έφτιαξε την κιβωτό; Σήμερα, τα έχουμε όλα αυτά. Δεν θα μας ήταν απίστευτα εύκολο να φέρουμε σε πέρας αυτήν την ανάθεση; Αν μας μιλούσε ο Θεός από τον ουρανό και μας έλεγε να κατασκευάσουμε μια κιβωτό, τότε όχι μία, αλλά δέκα θα κατασκευάζαμε εύκολα. Τίποτα δεν θα ήταν, παιχνιδάκι. Θεέ μου, δώσε μας την εντολή να κάνουμε οτιδήποτε θέλεις. Οτιδήποτε απαιτείς, πες το μας. Δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο, τόσο πολλοί που είμαστε, να φτιάξουμε μια κιβωτό! Μπορούμε να φτιάξουμε δέκα, είκοσι, ακόμα κι εκατό. Όσες θέλεις Εσύ». Τόσο απλά είναι τα πράγματα; (Όχι.) Μόλις πω ότι ο Νώε ήταν η μοναδική επιλογή, κάποιοι θέλουν να συγκρουστούν μαζί Μου, δεν πείθονται: «Έχεις καλή γνώμη για τους ανθρώπους του παλιού καιρού επειδή δεν είναι παρόντες. Τους σημερινούς ανθρώπους τους έχεις κάτω από τη μύτη Σου, όμως δεν βλέπεις και τίποτα καλό σ’ αυτούς. Κλείνεις τα μάτια σε όλα τα καλά πράγματα που έχουν κάνει οι σημερινοί άνθρωποι, σε όλες τις καλές πράξεις τους. Ο Νώε έκανε ένα πραγματάκι μόνο· μήπως επειδή τότε δεν υπήρχε βιομηχανία και όλες οι χειρωνακτικές εργασίες ήταν σκληρές, γι’ αυτό θεωρείς την πράξη του αξιομνημόνευτη, θεωρείς τον ίδιο παράδειγμα και πρότυπο, και κλείνεις τα μάτια στα βάσανα των σημερινών ανθρώπων, στο τίμημα που πληρώνουμε εμείς για Εσένα και στη σημερινή μας πίστη;» Αυτό συμβαίνει; (Όχι.) Ανεξαρτήτως περιόδου ή εποχής, άσχετα με τις περιστάσεις που επικρατούν στο περιβάλλον διαβίωσης των ανθρώπων, αυτά τα υλικά αγαθά και το γενικό περιβάλλον δεν παίζουν κανένα ρόλο, δεν είναι σημαντικά. Τι είναι σημαντικό; Το πιο σημαντικό δεν είναι σε τι εποχή ζεις, ούτε αν έμαθες στην εντέλεια κάποιου είδους τεχνολογία, ούτε και πόσα απ’ τα λόγια του Θεού διάβασες ή άκουσες. Το πιο σημαντικό είναι αν οι άνθρωποι διαθέτουν ή δεν διαθέτουν αληθινή πίστη, αν δείχνουν ή δεν δείχνουν αληθινή υποταγή. Αυτά τα δύο είναι τα πιο σημαντικά και σε κανένα από τα δύο δεν γίνεται να υστερεί κανείς. Αν σας τοποθετούσαν στον καιρό του Νώε, ποιος από εσάς θα έφερνε σε πέρας αυτήν την ανάθεση; Τολμώ να πω ότι, ακόμα κι αν δουλεύατε όλοι μαζί, και πάλι δεν θα την πραγματοποιούσατε. Ούτε τα μισά δεν θα κάνατε. Πριν γίνει καν η ετοιμασία όλων των υλικών, πολλοί από εσάς θα το είχατε βάλει στα πόδια, γκρινιάζοντας για τον Θεό και αμφισβητώντας Τον. Λίγοι από εσάς θα καταφέρνατε να υπομείνετε με μεγάλη δυσκολία, να υπομείνετε χάρη στο πείσμα, τον ζήλο και τις σκέψεις σας. Για πόσο, όμως, θα υπομένατε; Τι είδους κίνητρο θα χρειαζόταν για να συνεχίσετε; Πόσα χρόνια θα αντέχατε χωρίς αληθινή πίστη κι αληθινή υποταγή; Αυτό είναι θέμα χαρακτήρα. Όσοι έχουν καλύτερο χαρακτήρα και λίγη συνείδηση θα άντεχαν οκτώ με δέκα χρόνια, είκοσι με τριάντα, ίσως ακόμα και πενήντα. Μετά από πενήντα χρόνια, όμως, θα σκέφτονταν μέσα τους: «Μα πότε θα έρθει ο Θεός; Πότε θα γίνει ο κατακλυσμός; Πότε θα εμφανιστεί το σημάδι που θα δώσει ο Θεός; Όλη μου τη ζωή την πέρασα κάνοντας ένα πράγμα. Κι αν δεν έρθει ο κατακλυσμός; Πέρασα πολλά βάσανα σε όλη μου τη ζωή, πενήντα χρόνια υπομένω· καλά είναι κι έτσι· αν τα παρατήσω τώρα, ο Θεός ούτε θα το θυμάται ούτε θα το καταδικάσει. Τώρα, λοιπόν, θα ζήσω τη ζωή μου. Ο Θεός ούτε μιλάει ούτε αντιδρά. Κοιτάζω όλη μέρα τον γαλανό ουρανό και τα λευκά σύννεφα, και τίποτα δεν βλέπω. Πού είναι ο Θεός; Εκείνος, άραγε, που κάποτε βρόντηξε και μίλησε ήταν ο Θεός; Μήπως ήταν ψευδαίσθηση; Πότε θα τελειώσει όλο αυτό; Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται. Όσο κι αν φωνάζω για βοήθεια, το μόνο που ακούω είναι σιωπή, κι Εκείνος ούτε με διαφωτίζει ούτε με καθοδηγεί όταν προσεύχομαι. Ξέχνα το, λοιπόν!» Αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν ακόμα αληθινή πίστη; Καθώς θα περνούσε ο καιρός, πιθανόν να άρχιζαν να αμφιβάλλουν. Θα σκέφτονταν να κάνουν μια αλλαγή, θα έψαχναν διέξοδο, θα έκαναν στην άκρη την ανάθεση από τον Θεό, και θα εγκατέλειπαν τον εφήμερο ζήλο και τους εφήμερους όρκους τους· θα ήθελαν να ελέγξουν τη μοίρα τους και να ζήσουν τη ζωή τους, κι έτσι θα άφηναν την ανάθεση από τον Θεό στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Κι όταν, μια μέρα, θα ερχόταν ο Θεός να τους παροτρύνει αυτοπροσώπως να προχωρήσουν, όταν θα ρωτούσε πώς πάει η κατασκευή της κιβωτού, θα έλεγαν: «Α! Ο Θεός υπάρχει πραγματικά! Υπάρχει, λοιπόν, πράγματι Θεός. Πρέπει να στρωθώ στη δουλειά!» Αν ο Θεός δεν μιλούσε, αν δεν τους έλεγε να βιαστούν, τότε δεν θα αντιμετώπιζαν το ζήτημα ως επείγον· θα θεωρούσαν πως μπορεί να περιμένει. Ένα τέτοιο άστατο σκεπτικό, κι αυτή η στάση να τα καταφέρνεις όπως όπως, απρόθυμα —αυτήν τη στάση πρέπει να δείχνουν όσοι έχουν αληθινή πίστη; (Όχι.) Είναι λάθος να κρατάει κανείς μια τέτοια στάση· σημαίνει πως δεν διαθέτει αληθινή πίστη, πόσο μάλλον αληθινή υποταγή. Μόλις ο Θεός σού μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο, ο στιγμιαίος ζήλος σου θα υποδείκνυε την πίστη σου στον Θεό· όταν, όμως, ο Θεός θα σε έκανε στην άκρη, χωρίς να σε παροτρύνει, να σε επιβλέπει ή να κάνει ερωτήσεις, τότε η πίστη σου θα εξαφανιζόταν. Θα περνούσε ο καιρός και, αν ο Θεός δεν σου μιλούσε, δεν σου εμφανιζόταν και δεν επιθεωρούσε καθόλου το έργο σου, η πίστη σου θα εξαφανιζόταν εντελώς· θα ήθελες να ζήσεις τη ζωή σου και να συνεχίσεις τα δικά σου εγχειρήματα, και η ανάθεση από τον Θεό θα έμενε ξεχασμένη στο πίσω μέρος του μυαλού σου, κι έτσι ο ζήλος, οι όρκοι και η αποφασιστικότητα που έδειξες άλλοτε δεν θα είχαν πια καμία σημασία. Νομίζεις πως θα τολμούσε ο Θεός να εμπιστευτεί ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο; (Όχι.) Γιατί όχι; (Είναι αναξιόπιστος.) Πολύ σωστά. Μία λέξη: αναξιόπιστος. Δεν σε καταλαμβάνει αληθινή πίστη. Είσαι αναξιόπιστος. Κι έτσι, δεν είσαι κατάλληλος να σε εμπιστευτεί ο Θεός για τίποτα. Λένε κάποιοι: «Γιατί είμαι ακατάλληλος; Θα εκτελέσω οποιαδήποτε ανάθεση μου εμπιστευτεί ο Θεός· πού ξέρεις, μπορεί και να την πραγματοποιήσω!» Μπορεί να ενεργείς με απερισκεψία στην καθημερινότητά σου και να μην πειράζει αν τα αποτελέσματα δεν είναι ακριβώς τα επιθυμητά. Άραγε, όμως, όσα εμπιστεύεται σε κάποιον ο Θεός, όσα θέλει ο Θεός να πραγματοποιηθούν, είναι ποτέ απλά αυτά τα πράγματα; Αν τα εμπιστευόταν σε κάποιον βλάκα ή σ’ έναν απατεώνα, σε κάποιον που κάνει τα πάντα με επιπολαιότητα, σε κάποιον που, αφού αποδεχθεί μια ανάθεση, το πιθανότερο είναι να ενεργήσει κακόπιστα σε κάθε μέρος και στιγμή, άραγε κάτι τέτοιο δεν θα καθυστερούσε ένα σπουδαίο εγχείρημα; Αν σας ζητούσαν να διαλέξετε, αν είχατε να εμπιστευτείτε ένα μεγάλο εγχείρημα σε κάποιον, σε τι είδους άνθρωπο θα το εμπιστευόσασταν; Τι είδους άνθρωπο θα διαλέγατε; (Έναν αξιόπιστο άνθρωπο.) Αν μη τι άλλο, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι φερέγγυος, να έχει ήθος και, ανεξάρτητα από τη στιγμή ή από το μέγεθος των δυσκολιών που μπορεί να συναντήσει, να προσπαθεί με όλη του την καρδιά και όλη του την ενέργεια να φέρει εις πέρας αυτό που του εμπιστεύτηκες, και να σε κρατάει ενήμερο. Αν εσύ θα διάλεγες έναν τέτοιο άνθρωπο για να εμπιστευτείς μια εργασία, πόσο μάλλον ο Θεός! Ποιον θα διάλεγε, λοιπόν, ο Θεός γι’ αυτό το μείζον συμβάν, δηλαδή την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, ένα συμβάν για το οποίο απαιτήθηκε αφενός να κατασκευαστεί μια κιβωτός, αφετέρου να σωθεί κάποιος που του άξιζε να επιβιώσει; Πρώτον, θεωρητικά, θα διάλεγε κάποιον που θα ήταν κατάλληλος να επιβιώσει, που θα ήταν κατάλληλος να ζήσει στην επόμενη εποχή. Στην πραγματικότητα, πριν από οτιδήποτε άλλο, αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να υπακούει στα λόγια του Θεού, έπρεπε να έχει αληθινή πίστη στον Θεό και να αντιμετωπίζει οτιδήποτε έλεγε ο Θεός ως λόγια του Θεού —ό,τι κι αν αφορούσε, είτε συμβάδιζε είτε δεν συμβάδιζε με τις αντιλήψεις του, είτε ταίριαζε είτε δεν ταίριαζε στο γούστο του, είτε συμφωνούσε είτε δεν συμφωνούσε με τη θέλησή του. Οτιδήποτε κι αν του ζητούσε ο Θεός να κάνει, δεν έπρεπε να αρνείται ποτέ την ταυτότητα του Θεού, έπρεπε να θεωρεί πάντα τον εαυτό του δημιούργημα και να υπακούει πάντα στα λόγια του Θεού ως επιτακτικό καθήκον· να σε τι είδους ανθρώπους εμπιστεύεται ο Θεός αυτό το συγκεκριμένο εγχείρημα. Ο Θεός θεωρούσε μέσα Του τον Νώε τέτοιο άνθρωπο. Όχι μόνο ήταν κάποιος που άξιζε να επιβιώσει στη νέα εποχή, αλλά ήταν και κάποιος που είχε την ικανότητα να επωμιστεί μια μεγάλη ευθύνη, να υποταχθεί στα λόγια του Θεού χωρίς συμβιβασμούς και μέχρι τέλους, καθώς και να αφιερώσει τη ζωή του στην ολοκλήρωση αυτού που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Αυτό είδε ο Θεός στον Νώε. Απ’ τη στιγμή που ο Νώε αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό μέχρι τη στιγμή που έφερε εις πέρας ως και την τελευταία εργασία που του είχε εμπιστευτεί Εκείνος, όλο αυτό το διάστημα, η πίστη του Νώε και η στάση υποταγής του απέναντι στον Θεό έπαιξε απολύτως κρίσιμο ρόλο· χωρίς αυτά τα δύο, δεν θα είχε καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της εργασίας, και η ανάθεση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.
Αν ο Νώε, στο διάστημα για το οποίο αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό, είχε τις δικές του ιδέες, τα δικά του σχέδια και τις δικές του αντιλήψεις, πώς θα είχε διαμορφωθεί το όλο εγχείρημα; Πρώτον, όταν θα ερχόταν αντιμέτωπος με κάθε λεπτομέρεια που θα του έδινε ο Θεός —τις προδιαγραφές και τα είδη των υλικών, τα μέσα και τις μεθόδους κατασκευής όλης της κιβωτού, αλλά και την κλίμακα και τις διαστάσεις της, όταν θα τα άκουγε όλα αυτά ο Νώε, θα σκεφτόταν: «Πόσα χρόνια θα μου έπαιρνε να φτιάξω κάτι τόσο μεγάλο; Πόση προσπάθεια και πόσες κακουχίες θα χρειάζονταν για να βρω όλα αυτά τα υλικά; Θα ήταν εξαντλητικό για μένα! Είναι βέβαιο πως με τόση εξάντληση η ζωή μου θα τέλειωνε πιο γρήγορα, έτσι δεν είναι; Κοίτα πόσο έχω γεράσει, κι όμως ο Θεός δεν μ’ αφήνει λίγο ήσυχο και μου ζητάει να κάνω κάτι τόσο απαιτητικό· θα μπορούσα να το αντέξω; Εντάξει, θα το κάνω, αλλά έχω έναν άσο στο μανίκι μου: Θα ακολουθήσω γενικά τις οδηγίες του Θεού. Ο Θεός είπε να βρω ένα είδος αδιάβροχου πεύκου. Ξέρω ένα μέρος όπου θα μπορούσα να βρω, αλλά είναι αρκετά μακριά και πολύ επικίνδυνα. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να το βρω και να το πάρω, μήπως, λοιπόν, να το αντικαταστήσω με ένα παρόμοιο είδος που θα βρω εδώ κοντά και θα είναι πάνω-κάτω το ίδιο; Θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο και θα χρειαζόταν λιγότερη προσπάθεια· κι αυτό κάνει, έτσι;» Έκανε τέτοια σχέδια ο Νώε; Αν είχε κάνει, θα ήταν αληθινή η υποταγή του; (Όχι.) Για παράδειγμα: Ο Θεός ζήτησε η κιβωτός να κατασκευαστεί με εκατό μέτρα ύψος. Ακούγοντάς το αυτό, ο Νώε θα είχε σκεφτεί: «Εκατό μέτρα είναι πολλά, κανείς δεν θα μπορούσε να ανέβει. Δεν θα ήταν θανάσιμος κίνδυνος να σκαρφαλώσει κανείς και να δουλέψει εκεί; Θα κάνω, λοιπόν, την κιβωτό λίγο πιο κοντή, ας πούμε πενήντα μέτρα. Θα είναι λιγότερο επικίνδυνο και οι άνθρωποι θα ανεβαίνουν πιο εύκολα. Δεν θα υπήρχε πρόβλημα σ’ αυτό, έτσι;» Θα είχε κάνει τέτοιες σκέψεις ο Νώε; (Όχι.) Αν τις είχε κάνει, επομένως, θεωρείτε πως ο Θεός θα είχε διαλέξει τον λάθος άνθρωπο; (Ναι.) Η αληθινή πίστη και υποταγή του Νώε τού έδωσε τη δυνατότητα να κάνει στην άκρη τη δική του θέληση· ακόμα κι αν είχε κάνει τέτοιες σκέψεις, δεν θα τις είχε υλοποιήσει ποτέ. Ως προς αυτό, ο Θεός ήξερε πως ο Νώε ήταν αξιόπιστος. Πρώτον, ο Νώε δεν θα άλλαζε καθόλου τις λεπτομέρειες που είχε ορίσει ο Θεός ούτε θα πρόσθετε δικές του ιδέες, και φυσικά δεν θα άλλαζε καθόλου για το δικό του προσωπικό όφελος τις λεπτομέρειες που είχε ορίσει ο Θεός· αντίθετα, θα εκτελούσε κατά γράμμα όλα όσα είχε ζητήσει ο Θεός και, όσο δύσκολο κι αν ήταν να βρει τα υλικά για την κατασκευή της κιβωτού, όσο δύσκολο ή εξαντλητικό κι αν ήταν το έργο, θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε και θα χρησιμοποιούσε όλη του την ενέργεια για να το φέρει σωστά σε πέρας. Αυτό δεν είναι που τον έκανε αξιόπιστο; Κι αυτή ήταν μια πραγματική εκδήλωση της αληθινής του υποταγής στον Θεό; (Ναι.) Ήταν απόλυτη αυτή η υποταγή; (Ναι.) Και δεν ήταν μολυσμένη από τίποτα, δεν είχε μέσα της καμία από τις προσωπικές του τάσεις, δεν ήταν νοθευμένη με προσωπικά σχέδια ούτε φυσικά με προσωπικές αντιλήψεις ή συμφέροντα· αντίθετα, ήταν καθαρή, απλή, απόλυτη υποταγή. Κι ήταν εύκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; (Όχι.) Κάποιοι μπορεί να διαφωνήσουν: «Τι το δύσκολο έχει αυτό; Χρειάζεται μήπως τίποτα παραπάνω απ’ το να μη σκέφτεσαι, να είσαι σαν ρομπότ και να κάνεις ό,τι λέει ο Θεός; Δεν είναι εύκολο αυτό;» Όταν έρχεται η ώρα των πράξεων, προκύπτουν δυσκολίες· οι άνθρωποι έχουν συνεχώς διαφορετικές σκέψεις, έχουν πάντα τις δικές τους τάσεις, κι έτσι είναι πολύ πιθανό να αναρωτηθούν κάποτε αν γίνεται να πραγματοποιηθούν τα λόγια του Θεού. Όταν ακούνε τα λόγια του Θεού, τα αποδέχονται εύκολα· όταν, όμως, έρχεται η ώρα των πράξεων, τα πράγματα δυσκολεύουν· μόλις αρχίσουν οι κακουχίες, τότε είναι πολύ πιθανό να γίνουν αρνητικοί και δεν τους είναι εύκολο να υποταχθούν. Είναι προφανές, λοιπόν, πως ο χαρακτήρας και η αληθινή πίστη και υποταγή του Νώε είναι στ’ αλήθεια παράδειγμα προς μίμηση. Άραγε, λοιπόν, σας είναι ξεκάθαρο πώς αντέδρασε και υποτάχθηκε ο Νώε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τα λόγια, τις εντολές και τις απαιτήσεις του Θεού; Αυτή η υποταγή δεν ήταν μολυσμένη με προσωπικές ιδέες. Ο Νώε απαιτούσε από τον εαυτό του απόλυτη υποταγή, υπακοή και εφαρμογή των λόγων του Θεού, χωρίς παραστρατήματα κι έξυπνα κολπάκια, χωρίς προσπάθειες για εξυπνάδες, χωρίς να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του ούτε να θεωρεί πως μπορεί να κάνει συστάσεις στον Θεό, πως μπορεί να προσθέσει τις δικές του ιδέες στις εντολές του Θεού και χωρίς να συνεισφέρει με τις δικές του καλές προθέσεις. Σ’ αυτά δεν πρέπει να ασκείται κανείς όταν προσπαθεί να πετύχει την απόλυτη υποταγή;
Πόσο καιρό χρειάστηκε ο Νώε για να κατασκευάσει την κιβωτό από τη στιγμή που του έδωσε τη σχετική εντολή ο Θεός; (Εκατόν είκοσι χρόνια.) Σ’ αυτά τα εκατόν είκοσι χρόνια, ο Νώε έκανε ένα πράγμα: Κατασκεύασε την κιβωτό και μάζεψε διάφορων ειδών ζωντανά πλάσματα. Και μπορεί αυτό να ήταν μία εργασία, όχι πολλές και διαφορετικές, όμως γι’ αυτήν τη μία χρειαζόταν ασύλληπτα πολλή δουλειά. Με ποιον σκοπό, λοιπόν, τα έκανε όλα αυτά; Γιατί κατασκεύασε αυτήν την κιβωτό; Ποιος ήταν ο στόχος κι η σημασία αυτής της πράξης; Αυτό έγινε προκειμένου να επιβιώσουν όλα τα είδη των ζωντανών πλασμάτων όταν ο Θεός θα κατέστρεφε τον κόσμο με τον κατακλυσμό. Ο Νώε, λοιπόν, έκανε ό,τι έκανε ώστε να προετοιμάσει την επιβίωση κάθε είδους ζωντανού πλάσματος προτού καταστρέψει ο Θεός τον κόσμο. Κι ο Θεός το θεωρούσε πολύ επείγον αυτό το ζήτημα; Από τον τόνο με τον οποίο μίλησε ο Θεός κι απ’ την ουσία των εντολών Του, κατάλαβε ο Νώε πως ο Θεός ήταν ανυπόμονος, και πως η επιθυμία Του ήταν επείγουσα; (Ναι.) Ας πούμε, για παράδειγμα, πως σας λέει κάποιος: «Έρχεται επιδημία. Έχει ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται στον έξω κόσμο. Έχεις μία δουλειά να κάνεις, και μάλιστα γρήγορα: Βιάσου να αγοράσεις τρόφιμα και μάσκες. Αυτό είναι όλο!» Πώς το ακούτε αυτό; Είναι επείγον; (Ναι.) Πότε πρέπει να γίνει, λοιπόν; Πρέπει να περιμένετε ως του χρόνου, του παραχρόνου ή μερικά χρόνια από τώρα; Όχι, πρόκειται για επείγουσα εργασία, για σημαντικό ζήτημα. Πρέπει να κάνετε όλα τα άλλα στην άκρη και να φροντίσετε πρώτα αυτό. Κάτι τέτοιο ακούτε σ’ αυτά τα λόγια; (Ναι.) Τι πρέπει να κάνουν, λοιπόν, όσοι είναι υποτακτικοί απέναντι στον Θεό; Πρέπει να αφήσουν αμέσως κατά μέρος αυτό που κάνουν. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Ο Θεός είναι πολύ ανυπόμονος όσον αφορά αυτό για το οποίο έδωσε μόλις εντολή· δεν πρέπει να χάσουν καιρό, αλλά να εκτελέσουν αμέσως αυτήν την εργασία, που ο Θεός τη θεωρεί επείγουσα και Του προκαλεί ανησυχία· αυτήν πρέπει να φέρουν σε πέρας προτού κάνουν άλλες δουλειές. Αυτό σημαίνει υποταγή. Αν, όμως, το αναλύσεις και σκεφτείς: «Έρχεται επιδημία; Εξαπλώνεται; Ε, αν εξαπλώνεται, ας εξαπλωθεί. Δεν εξαπλώνεται εδώ, σ’ εμάς. Αν έρθει, θα το αντιμετωπίσουμε τότε. Να αγοράσω μάσκες και τρόφιμα; Μάσκες υπάρχουν πάντα. Και δεν έχει σημασία αν τις φοράει ή δεν τις φοράει κανείς. Τρόφιμα έχουμε ακόμα, ποιος ο λόγος ανησυχίας; Γιατί να βιαζόμαστε; Περίμενε να φτάσει εδώ η επιδημία. Τώρα έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε», είναι υποταγή αυτό; (Όχι.) Τι είναι; Γενικά, αυτό αποκαλείται επανάσταση. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για αδιαφορία, εναντίωση, ανάλυση και εξέταση, καθώς και περιφρόνηση στην καρδιά και εντύπωση πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται να συμβεί ποτέ και πως δεν είναι αλήθεια. Υπάρχει αληθινή πίστη σε μια τέτοια στάση; (Όχι.) Συνολικά, η κατάσταση αυτών των ανθρώπων είναι η εξής: Απέναντι στα λόγια του Θεού και απέναντι στην αλήθεια, έχουν σταθερά μια στάση κατά την οποία σέρνουν τα πόδια τους, μια στάση αδιαφορίας και ανευθυνότητας· μέσα τους, δεν το θεωρούν καθόλου σημαντικό αυτό. Σκέφτονται: «Θα ακούσω αυτά που λες σχετικά με την αλήθεια, όπως και τα μεγαλόπνοα κηρύγματά Σου· δεν θα διστάσω να τα σημειώσω όλα αυτά για να μην τα ξεχάσω. Αυτά που λες, όμως, για τρόφιμα και μάσκες δεν αφορούν την αλήθεια, οπότε μπορώ να τα απορρίψω, να τα χλευάσω μέσα μου, και να Σε αντιμετωπίσω με μια στάση αδιαφορίας και περιφρόνησης· είναι αρκετό που ακούω με τα αυτιά μου, όμως όσα έχω μέσα μου να μη Σε νοιάζουν, δεν είναι δουλειά Σου». Αυτήν τη στάση είχε ο Νώε απέναντι στα λόγια του Θεού; (Όχι.) Από πού φαίνεται πως εκείνος δεν ήταν έτσι; Πρέπει να το συζητήσουμε αυτό· έτσι θα μάθεις πως η στάση του Νώε απέναντι στον Θεό ήταν εντελώς διαφορετική. Και αυτό αποδεικνύεται με γεγονότα.
Εκείνη την προβιομηχανική εποχή, που τα πάντα εκτελούνταν και γίνονταν με τα χέρια, όλες οι χειρωνακτικές εργασίες ήταν πολύ κοπιαστικές και χρονοβόρες. Όταν ο Νώε άκουσε την ανάθεση από τον Θεό, όταν άκουσε όλα όσα περιέγραψε ο Θεός, τότε διαισθάνθηκε τη σοβαρότητα του ζητήματος και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Κατάλαβε πως ο Θεός θα κατέστρεφε τον κόσμο. Και γιατί θα το έκανε αυτό; Επειδή τα ανθρώπινα όντα είχαν μεγάλη κακία, δεν πίστευαν στα λόγια του Θεού, έφταναν ακόμα και στο σημείο να αρνούνται τα λόγια του Θεού, κι ο Θεός σιχάθηκε αυτήν την ανθρωπότητα. Άραγε, την ανθρωπότητα ο Θεός τη σιχάθηκε για μία ή δύο μέρες; Μήπως είπε παρορμητικά ο Θεός: «Σήμερα, δεν μου αρέσει αυτή η ανθρωπότητα. Θα την καταστρέψω αυτήν την ανθρωπότητα, οπότε στρώσου στη δουλειά και φτιάξε Μου μια κιβωτό»; Αυτό συνέβη; Όχι. Ο Νώε, αφού άκουσε τα λόγια του Θεού, αντιλήφθηκε τι εννοούσε ο Θεός. Η αποστροφή του Θεού γι’ αυτήν την ανθρωπότητα δεν είχε διαρκέσει μόνο μία ή δύο μέρες· ανυπομονούσε να την καταστρέψει, προκειμένου η ανθρωπότητα να ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Αυτήν τη φορά, όμως, ο Θεός δεν ήθελε να δημιουργήσει ακόμα μία ανθρωπότητα· αντίθετα, θα έδινε στον Νώε τη δυνατότητα και τη μεγάλη τύχη να επιβιώσει ως κυβερνήτης της επόμενης εποχής, ως προπάτορας της ανθρωπότητας. Μόλις αντιλήφθηκε ο Νώε αυτήν την πτυχή των όσων εννοούσε ο Θεός, μπόρεσε να νιώσει από τα βάθη της καρδιάς του την επείγουσα πρόθεση του Θεού και μπόρεσε να διαισθανθεί την επείγουσα ανάγκη Του· ο Νώε, λοιπόν, όταν μίλησε ο Θεός, εκτός του ότι Τον άκουσε καλά, με προσοχή και επιμέλεια, ένιωσε κάτι μέσα του. Τι ένιωσε; Ένιωσε την επείγουσα ανάγκη, δηλαδή το συναίσθημα που πρέπει να νιώθει ένα αληθινό δημιούργημα όταν αντιλαμβάνεται τις επείγουσες προθέσεις του Δημιουργού. Οπότε, τι σκέφτηκε μέσα του ο Νώε, όταν ο Θεός Τον διέταξε να φτιάξει μια κιβωτό; Σκέφτηκε: «Από σήμερα και στο εξής, τίποτα δεν έχει τόση σημασία όσο το να φτιάξω την κιβωτό, τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό και τόσο επείγον όσο αυτό. Άκουσα τα λόγια από την καρδιά του Δημιουργού, ένιωσα την επείγουσα πρόθεσή Του, άρα δεν πρέπει να καθυστερήσω. Πρέπει να φτιάξω ταχύτατα την κιβωτό που μου είπε και μου ζήτησε ο Θεός». Ποια ήταν η στάση του Νώε; Δεν τόλμησε να είναι αμελής. Και με ποιον τρόπο εκτέλεσε την κατασκευή της κιβωτού; Χωρίς καθυστέρηση. Πραγματοποίησε κι εκτέλεσε με κάθε λεπτομέρεια και ταχύτατα όσα του είπε και τον πρόσταξε ο Θεός, με όλη του την ενέργεια, χωρίς να είναι καθόλου επιπόλαιος. Εν ολίγοις, η στάση του Νώε απέναντι στην εντολή του Δημιουργού ήταν η υποταγή. Δεν έδειξε έλλειψη ενδιαφέροντος γι’ αυτήν και δεν υπήρχε αντίσταση στην καρδιά του ούτε αδιαφορία. Αντιθέτως, προσπάθησε επιμελώς να κατανοήσει την πρόθεση του Δημιουργού, καθώς απομνημόνευε κάθε λεπτομέρεια. Όταν κατανόησε την επείγουσα πρόθεση του Θεού, αποφάσισε να επιταχύνει τον ρυθμό, να ολοκληρώσει αυτό που του είχε δώσει ο Θεός το ταχύτερο δυνατόν. Τι σήμαινε «το ταχύτερο δυνατόν»; Σήμαινε να ολοκληρώσει, σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο, μια εργασία που προηγουμένως θα χρειαζόταν ένα μήνα, ολοκληρώνοντάς την ίσως τρεις ή πέντε ημέρες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, χωρίς να χρονοτριβεί καθόλου ή να αναβάλλει το παραμικρό, μα προχωρώντας το όλο έργο όσο καλύτερα μπορούσε. Φυσικά, κατά την εκτέλεση κάθε δουλειάς, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες και τα λάθη και να μην κάνει καμία εργασία που θα έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή· επίσης, ολοκλήρωνε κάθε εργασία και διαδικασία εντός του χρονοδιαγράμματος και την έκανε καλά, εγγυώμενος την ποιότητά της. Αυτή ήταν μια πραγματική εκδήλωση του να μη χρονοτριβεί κανείς. Ποια ήταν, λοιπόν, η προϋπόθεση για να μπορέσει να μη χρονοτριβεί; (Είχε ακούσει την εντολή του Θεού.) Ναι, αυτή ήταν η προϋπόθεση και το πλαίσιο γι’ αυτό. Γιατί, όμως, ήταν ικανός ο Νώε να μη χρονοτριβεί; Ορισμένοι λένε ότι ο Νώε διέθετε αληθινή υποταγή. Τι διέθετε, λοιπόν, που του επέτρεψε να επιτύχει μια τέτοια αληθινή υποταγή; (Λάμβανε υπόψη την καρδιά του Θεού.) Σωστά! Αυτό σημαίνει να έχεις καρδιά! Οι άνθρωποι που έχουν καρδιά είναι ικανοί να λάβουν υπόψη την καρδιά του Θεού· όσοι δεν έχουν καρδιά είναι άδεια κελύφη, ανόητοι, δεν ξέρουν να λάβουν υπόψη την καρδιά του Θεού. Η νοοτροπία τους είναι η εξής: «Δεν με νοιάζει πόσο επείγον είναι αυτό για τον Θεό, θα κάνω ό,τι μου αρέσει —εν πάση περιπτώσει, δεν είμαι αργόσχολος ή τεμπέλης». Αυτού του είδους η στάση, αυτού του είδους η αρνητικότητα, η παντελής έλλειψη ενεργητικότητας —δεν περιγράφουν κάποιον που λαμβάνει υπόψη την καρδιά του Θεού, ούτε καταλαβαίνει πώς να λαμβάνει υπόψη την καρδιά του Θεού. Σε αυτήν την περίπτωση, διαθέτει αληθινή πίστη; Σίγουρα όχι. Ο Νώε λάμβανε υπόψη την καρδιά του Θεού, είχε αληθινή πίστη και έτσι ήταν σε θέση να ολοκληρώσει την αποστολή από τον Θεό. Κι έτσι, δεν αρκεί απλώς να αποδεχτείς την αποστολή από τον Θεό και να είσαι πρόθυμος να καταβάλεις κάποια προσπάθεια. Πρέπει επίσης να λαμβάνεις υπόψη τις προθέσεις του Θεού, να δίνεις όλο σου το είναι και να είσαι αφοσιωμένος —και αυτό απαιτεί να έχεις συνείδηση και λογική· είναι αυτό που θα πρέπει να έχουν οι άνθρωποι και αυτό που είχε ο Νώε. Τι λέτε, πόσα χρόνια θα είχε διαρκέσει η κατασκευή μιας τόσο μεγάλης κιβωτού εκείνη την εποχή αν ο Νώε έσερνε τα πόδια του και δεν είχε καθόλου την αίσθηση του κατεπείγοντος, καθόλου ανησυχία και αποτελεσματικότητα; Θα ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί σε εκατό χρόνια; (Όχι.) Θα είχαν χρειαστεί κατασκευαστικά έργα επί αρκετές συνεχόμενες γενιές. Από τη μία, θα έπαιρνε χρόνια να φτιαχτεί μια στέρεη κατασκευή όπως η κιβωτός, και το ίδιο ίσχυε και για τη συγκέντρωση και τη φροντίδα όλων των ζωντανών πλασμάτων. Ήταν εύκολο να συγκεντρώσει κανείς αυτά τα πλάσματα; (Όχι.) Δεν ήταν. Έτσι, λοιπόν, ο Νώε, αφού άκουσε τις εντολές του Θεού και αντιλήφθηκε την επείγουσα πρόθεση του Θεού, διαισθάνθηκε πως το έργο δεν θα ήταν ούτε εύκολο ούτε απλό. Συνειδητοποίησε πως έπρεπε να το πραγματοποιήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του Θεού και να φέρει σε πέρας την ανάθεση που του δόθηκε από τον Θεό, έτσι ώστε να Τον ικανοποιήσει και να Τον καθησυχάσει, κι έτσι ώστε να προχωρήσει ομαλά το επόμενο στάδιο στο έργο του Θεού. Τέτοια καρδιά είχε ο Νώε. Και τι καρδιά ήταν αυτή; Ήταν μια καρδιά που λάμβανε υπόψη τις προθέσεις του Θεού. Κρίνοντας απ’ τη συμπεριφορά του Νώε στην κατασκευή της κιβωτού, ήταν σε κάθε περίπτωση ένας άνθρωπος με μεγάλη πίστη και δεν αμφισβήτησε καθόλου τα λόγια του Θεού για εκατό χρόνια. Πού βασίστηκε; Βασίστηκε στην πίστη του και στην υποταγή του στον Θεό. Ο Νώε είχε δυνατότητα να υποταχθεί πλήρως. Ποια είναι τα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτής της πλήρους υποταγής; Το ενδιαφέρον του. Εσείς έχετε την καρδιά του; (Όχι.) Μπορείτε να μιλάτε για δόγματα και να φωνάζετε συνθήματα, αλλά δεν μπορείτε να ασκηθείτε, κι όταν έρχεστε αντιμέτωποι με δυσκολίες, δεν μπορείτε να εφαρμόσετε τις εντολές του Θεού. Όταν μιλάτε, είστε πολύ σαφείς, όταν όμως έρχεται η ώρα της πραγματικής δράσης και έρχεστε αντιμέτωποι με κάποια δυσκολία, τότε γίνεστε αρνητικοί, κι όταν βασανίζεστε λιγάκι, αρχίζετε τα παράπονα και θέλετε απλώς να τα παρατήσετε. Αν πέρναγαν οκτώ ή δέκα χρόνια χωρίς να βρέξει καταρρακτωδώς, θα δείχνατε αρνητικότητα και θα αμφισβητούσατε τον Θεό· κι αν περνούσαν άλλα είκοσι χρόνια χωρίς καταρρακτώδεις βροχές, θα συνεχίζατε να είστε αρνητικοί; Ο Νώε πέρασε πάνω από εκατό χρόνια στην κατασκευή της κιβωτού και δεν έγινε ποτέ αρνητικός ούτε αμφισβήτησε τον Θεό· απλώς συνέχισε να κατασκευάζει την κιβωτό. Ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει αυτό εκτός από τον Νώε; Εσείς σε τι υστερείτε; (Δεν έχουμε κανονική ανθρώπινη φύση ούτε συνείδηση.) Πολύ σωστά. Δεν έχετε τον χαρακτήρα του Νώε. Πόσες αλήθειες κατανοούσε ο Νώε; Θεωρείτε πως κατανοούσε πιο πολλές αλήθειες από εσάς; Έχετε ακούσει πάρα πολλά κηρύγματα. Τα μυστήρια της ενσάρκωσης του Θεού, η εσωτερική αλήθεια των τριών σταδίων του έργου του Θεού, το σχέδιο διαχείρισης του Θεού: αυτά είναι τα υψηλότερα και βαθύτερα μυστήρια που έχουν εκφραστεί στην ανθρωπότητα, και σας έχουν παρουσιαστεί όλα τους ξεκάθαρα· πώς γίνεται, λοιπόν, να μην έχετε ακόμα την ανθρώπινη φύση του Νώε και να μην μπορείτε να πράξετε όπως μπόρεσε κι εκείνος να πράξει; Η πίστη και η ανθρώπινη φύση σας είναι κατά πολύ κατώτερες από του Νώε! Θα έλεγε κανείς πως δεν έχετε αληθινή πίστη ούτε την ελάχιστη συνείδηση ή λογική που θα έπρεπε να εμπεριέχει η ανθρώπινη φύση. Μπορεί να έχετε ακούσει πολλά κηρύγματα και, επιφανειακά, να φαίνεται πως κατανοείτε αλήθειες, ωστόσο η ποιότητα της ανθρώπινης φύσης σας και η διεφθαρμένη διάθεσή σας δεν θα αλλάξουν άμεσα ούτε αν ακούσετε περισσότερα κηρύγματα ούτε αν κατανοήσετε αλήθειες. Όταν οι άνθρωποι δεν τα διακρίνουν όλα αυτά, θεωρούν πως δεν είναι και πολύ κατώτεροι από τους αγίους του παλιού καιρού και σκέφτονται μέσα τους: «Τώρα αποδεχόμαστε κι εμείς την ανάθεση από τον Θεό και ακούμε τα λόγια του Θεού από το ίδιο Του το στόμα. Παίρνουμε, επίσης, σοβαρά οτιδήποτε μας ζητήσει ο Θεός να κάνουμε. Όλοι μαζί συναναστρέφονται πάνω σε όλα αυτά, κι έπειτα κάνουν το έργο του σχεδιασμού, της αξιοποίησης και της εκτέλεσης. Διαφέρουμε σε τίποτα από τους αγίους του παλιού καιρού;» Η διαφορά που βλέπετε τώρα εσείς είναι μεγάλη ή δεν είναι; Είναι τεράστια, πρωτίστως όσον αφορά τον χαρακτήρα. Οι σημερινοί άνθρωποι είναι τόσο διεφθαρμένοι, εγωιστές και ποταποί! Δεν σηκώνουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι αν δεν έχουν κάτι να κερδίσουν! Τους φαίνεται υπερβολικά κοπιαστικό να κάνουν καλά πράγματα και να προετοιμάζουν καλές πράξεις. Είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάποιο καθήκον αλλά τους λείπει η θέληση, είναι διατεθειμένοι να υποφέρουν αλλά δεν το αντέχουν, επιθυμούν να πληρώσουν κάποιο τίμημα αλλά δεν μπορούν, είναι διατεθειμένοι να κάνουν πράξη την αλήθεια αλλά αδυνατούν να την εκτελέσουν, κι επιθυμούν να αγαπήσουν τον Θεό αλλά δεν μπορούν να το κάνουν πράξη. Πείτε Μου, δεν υστερεί απίστευτα μια τέτοια ανθρώπινη φύση; Πόση αλήθεια πρέπει να κατανοήσει και να αποκτήσει κανείς προκειμένου να το αντισταθμίσει αυτό;
Μόλις συναναστραφήκαμε σχετικά με το ενδιαφέρον που έδειξε ο Νώε για τις προθέσεις του Θεού, κι αυτό ήταν ένα πολύτιμο μέρος της ανθρώπινης φύσης του. Υπάρχει και κάτι ακόμα· τι είναι αυτό; Ο Νώε, αφού άκουσε τα λόγια του Θεού, έμαθε ένα γεγονός· έμαθε, λοιπόν, κι εκείνος ποιο ήταν το σχέδιο του Θεού. Το σχέδιο δεν ήταν απλώς να φτιάξει μια κιβωτό που θα χρησίμευε ως μνημείο, ούτε να φτιάξει ένα λούνα παρκ, ούτε να φτιάξει ένα μεγάλο κτίριο για αξιοθέατο· δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Από όσα είπε ο Θεός, ο Νώε έμαθε ένα γεγονός: Ο Θεός σιχαινόταν αυτήν την ανθρωπότητα, που ήταν μοχθηρή, και είχε αποφασίσει πως αυτή η ανθρωπότητα θα καταστρεφόταν με κατακλυσμό. Στο μεταξύ, όσοι επρόκειτο να επιζήσουν στην επόμενη εποχή θα σώζονταν από τον κατακλυσμό μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό· αυτή θα τους έδινε τη δυνατότητα να επιζήσουν. Και ποιο ήταν το κεντρικό σημείο σ’ αυτό το γεγονός; Ότι ο Θεός θα κατέστρεφε τον κόσμο με κατακλυσμό, και η πρόθεσή Του ήταν να κατασκευάσει ο Νώε μια κιβωτό και να επιζήσει, και να επιζήσει μαζί του κάθε είδους ζωντανό πλάσμα, ενώ η ανθρωπότητα θα καταστρεφόταν. Ήταν σημαντικό αυτό; Δεν επρόκειτο για κάποιο ασήμαντο οικογενειακό ζήτημα ούτε για κάποιο ζήτημα μικρής σημασίας που αφορούσε ένα άτομο ή μια φυλή· αντίθετα, αφορούσε ένα πολύ σημαντικό εγχείρημα. Τι είδους σημαντικό εγχείρημα; Ένα εγχείρημα σχετικό με το σχέδιο διαχείρισης του Θεού. Ο Θεός επρόκειτο να κάνει κάτι μεγάλο, κάτι που αφορούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα και ήταν σχετικό με τη διαχείρισή Του, με τη στάση Του απέναντι στην ανθρωπότητα και με τη μοίρα της ανθρωπότητας. Αυτή είναι η τρίτη πληροφορία που πήρε ο Νώε καθώς του εμπιστευόταν ο Θεός το εγχείρημα αυτό. Και ποια στάση κράτησε ο Νώε όταν το άκουσε αυτό από τα λόγια του Θεού; Κράτησε μια στάση πίστης, αμφισβήτησης ή πλήρους δυσπιστίας; (Μια στάση πίστης.) Σε ποιο βαθμό πίστευε; Και ποια γεγονότα αποδεικνύουν ότι τα πίστευε αυτά; (Μόλις άκουσε τα λόγια του Θεού, άρχισε να τα κάνει πράξη και κατασκεύασε την κιβωτό όπως είχε πει ο Θεός, κι αυτό σημαίνει πως η στάση του απέναντι στα λόγια του Θεού ήταν μια στάση πίστης.) Από όλα όσα εκδήλωσε μέσα του ο Νώε, από το επίπεδο εκτέλεσης και εφαρμογής μετά την αποδοχή όσων του εμπιστεύτηκε ο Θεός μέχρι και τα όσα πραγματοποίησε στο τέλος, φαίνεται πως ο Νώε είχε απόλυτη πίστη σε κάθε λέξη που είχε ξεστομίσει ο Θεός. Γιατί είχε απόλυτη πίστη; Πώς γίνεται να μην είχε καθόλου αμφιβολίες; Πώς γίνεται να μην προσπάθησε να αναλύσει, να μην τα εξέτασε μέσα του όλα αυτά; Με τι σχετίζεται αυτό; (Με την πίστη στον Θεό.) Πολύ σωστά, αυτή ήταν η αληθινή πίστη του Νώε στον Θεό. Γι’ αυτό, όσον αφορά όλα όσα ανέφερε ο Θεός και κάθε ένα από τα λόγια Του, ο Νώε όχι μόνο τα άκουσε και τα αποδέχθηκε, αλλά διέθετε αληθινή γνώση και πίστη από τα βάθη της καρδιάς του. Μπορεί ο Θεός να μην του είπε τις διάφορες λεπτομέρειες, όπως πότε θα έρχονταν τα νερά του κατακλυσμού, πόσα χρόνια θα περνούσαν μέχρι να γίνει αυτό, σε τι κλίμακα θα συνέβαινε ο κατακλυσμός ή πώς θα ήταν ο κόσμος μετά την καταστροφή του από τον Θεό, κι ωστόσο ο Νώε πίστευε πως όλα όσα είχε πει ο Θεός αποτελούσαν ήδη γεγονότα. Ο Νώε δεν αντιμετώπισε τα λόγια του Θεού σαν να ήταν μια ιστορία, ένας μύθος, κάποιο ρητό ή ένα γραπτό, αλλά πίστευε και ήταν βέβαιος, στα βάθη της καρδιάς του, πως ο Θεός θα τα έκανε όλα αυτά και πως κανένας δεν μπορεί να αλλάξει όσα έχει αποφασίσει να πραγματοποιήσει ο Θεός. Ο Νώε θεωρούσε πως μόνο μία στάση μπορούν να κρατούν οι άνθρωποι απέναντι στα λόγια του Θεού και σε όσα επιθυμεί να πραγματοποιήσει ο Θεός, κι αυτή είναι να αποδέχονται αυτό το γεγονός, να υποτάσσονται στις εντολές του Θεού και να συνεργάζονται στις εργασίες όπου τους ζητάει ο Θεός να συνεργαστούν· αυτή ήταν η στάση του. Και ακριβώς επειδή ο Νώε κράτησε αυτήν τη στάση, δηλαδή δεν ανέλυσε, δεν εξέτασε, δεν αμφισβήτησε, αλλά πίστεψε από τα βάθη της καρδιάς του κι έπειτα αποφάσισε να συνεργαστεί σε όσα απαιτούσε ο Θεός και σε όσα επιθυμούσε ο Θεός να πραγματοποιηθούν, ακριβώς γι’ αυτό, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε η κατασκευή της κιβωτού, και η συγκέντρωση και επιβίωση κάθε είδους ζωντανού πλάσματος. Αν ο Νώε αμφέβαλλε όταν άκουσε τον Θεό να λέει πως θα κατέστρεφε τον κόσμο με κατακλυσμό, αν τολμούσε να μην το πιστέψει ολοκληρωτικά επειδή δεν το είχε δει και δεν ήξερε πότε θα συνέβαινε, με τόσες άγνωστες παραμέτρους, άραγε θα επηρεαζόταν και θα άλλαζε η ψυχική του κατάσταση και η πίστη του απέναντι στην κατασκευή της κιβωτού; (Ναι.) Πώς θα άλλαζε; Ενώ θα κατασκεύαζε την κιβωτό, μπορεί να έκανε οικονομία, να αγνοούσε τις προδιαγραφές που είχε ορίσει ο Θεός ή να μη συγκέντρωνε κάθε είδους ζωντανό πλάσμα μέσα στην κιβωτό όπως είχε ζητήσει ο Θεός· ο Θεός είχε πει πως έπρεπε να υπάρχει ένα αρσενικό και ένα θηλυκό από κάθε είδος, και ο Νώε μπορεί να σκεφτόταν: «Για κάποια είδη, αρκεί ένα θηλυκό. Κάποια δεν μπορώ να τα βρω, οπότε ας τα ξεχάσουμε. Ποιος ξέρει πότε θα έρθει ο κατακλυσμός που θα καταστρέψει τον κόσμο». Το σπουδαίο εγχείρημα της κατασκευής της κιβωτού και της συγκέντρωσης κάθε είδους ζωντανού πλάσματος κράτησε εκατόν είκοσι χρόνια. Θα είχε επιμείνει ο Νώε αυτά τα εκατόν είκοσι χρόνια αν δεν είχε αληθινή πίστη στα λόγια του Θεού; Σε καμία περίπτωση. Με τις παρεμβάσεις του έξω κόσμου και τα διάφορα παράπονα των μελών της οικογένειας, κάποιος που δεν πιστεύει τα λόγια του Θεού ως γεγονός θα το έβρισκε πολύ δύσκολο να πραγματοποιήσει το έργο της κατασκευής της κιβωτού, πόσο μάλλον αν αυτό κρατούσε εκατόν είκοσι χρόνια. Την προηγούμενη φορά, σας ρώτησα αν τα εκατόν είκοσι χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Όλοι σας απαντήσατε θετικά. Σας ρώτησα για πόσο θα αντέχατε και, όταν τελικά σας ρώτησα αν θα καταφέρνατε να φτάσετε τις δεκαπέντε μέρες, κανένας σας δεν είπε πως θα τα κατάφερνε, και ράγισε η καρδιά Μου. Είστε απέραντα κατώτεροι από τον Νώε. Δεν είστε ισάξιοι ούτε με μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του, δεν έχετε ούτε το ένα δέκατο της πίστης του. Είστε τόσο αξιοθρήνητοι! Πρώτον, έχετε ελάχιστη ανθρώπινη φύση και ακεραιότητα. Δεύτερον, θα έλεγε κανείς πως, ουσιαστικά, δεν επιδιώκετε καν την αλήθεια. Έτσι, δεν έχετε τη δυνατότητα να αποκτήσετε αληθινή πίστη στον Θεό ούτε έχετε αληθινή υποταγή. Πώς, λοιπόν, μπορέσατε να αντέξετε ως τώρα, τι σας κάνει να κάθεστε ακόμα εδώ και να ακούτε καθώς συναναστρέφομαι; Βρίσκονται μέσα σας δύο πτυχές. Από τη μία, οι περισσότεροι από εσάς θέλετε ακόμα να είστε καλοί· δεν θέλετε να είστε κακοί άνθρωποι. Θέλετε να πάρετε τον σωστό δρόμο. Την έχετε αυτήν τη λίγη αποφασιστικότητα, την έχετε αυτήν τη λίγη καλή προσδοκία. Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι από εσάς φοβούνται τον θάνατο. Σε ποιον βαθμό φοβάστε τον θάνατο; Με την παραμικρή υποψία προβλήματος στον έξω κόσμο, κάποιοι από εσάς καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια στην εκτέλεση του καθήκοντός τους· όταν ηρεμούν τα πράγματα, επαναπαύονται και καταβάλλουν πολύ λιγότερη προσπάθεια στο καθήκον τους· ασχολούνται συνεχώς με τη σάρκα τους. Σε σύγκριση με την αληθινή πίστη του Νώε, υπάρχει καθόλου αληθινή πίστη σε όσα εκδηλώνετε εσείς; (Όχι.) Κι Εγώ το ίδιο νομίζω. Και, ακόμα κι αν υπάρχει λίγη πίστη, είναι αξιολύπητα μικρή και αποκλείεται να αντέξει στις δοκιμασίες.
Δεν έχω κάνει ποτέ εργασιακές ρυθμίσεις, συχνά όμως ακούω να τις προλογίζουν με λόγια όπως τα εξής: «Αυτήν τη στιγμή, πολλές χώρες βρίσκονται σε σοβαρή αναταραχή, οι παγκόσμιες τάσεις γίνονται όλο και πιο μοχθηρές, και ο Θεός πρόκειται να τιμωρήσει το ανθρώπινο γένος· πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας τηρώντας ένα αποδεκτό πρότυπο με τον τάδε τρόπο, και να προσφέρουμε την αφοσίωσή μας στον Θεό». «Αυτόν τον καιρό, οι επιδημίες γίνονται όλο και πιο σοβαρές, το περιβάλλον όλο και πιο αντίξοο, οι καταστροφές ακόμα πιο μεγάλες, οι άνθρωποι απειλούνται από τις ασθένειες και τον θάνατο, και μόνο αν πιστέψουμε στον Θεό και προσευχηθούμε περισσότερο ενώπιόν Του μπορούμε να αποφύγουμε τις μάστιγες, αφού ο Θεός είναι το καταφύγιό μας. Σήμερα, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με τέτοιες περιστάσεις και μ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, πρέπει να προετοιμάζουμε καλές πράξεις με τον τάδε τρόπο, καθώς και να εφοδιαζόμαστε με την αλήθεια με τον τάδε τρόπο· κάτι τέτοιο είναι επιτακτικό». «Οι φετινές επιδρομές παρασίτων ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, η ανθρωπότητα θα γνωρίσει την πείνα και σύντομα θα έρθει αντιμέτωπη με το πλιάτσικο και τις κοινωνικές αναταραχές, επομένως όσοι πιστεύουν στον Θεό θα πρέπει να προσέρχονται συχνά ενώπιόν Του για να προσευχηθούν και να ζητήσουν την προστασία Του, ενώ πρέπει να διατηρήσουν την κανονική ζωή της εκκλησίας και μια κανονική πνευματική ζωή». Και ούτω καθεξής. Κι έπειτα, μόλις ολοκληρωθεί ο πρόλογος, αρχίζουν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Κάθε φορά, αυτοί οι πρόλογοι παίζουν εγκαίρως έναν αποφασιστικό ρόλο στην πίστη των ανθρώπων. Αναρωτιέμαι, λοιπόν: μήπως οι εργασιακές ρυθμίσεις δεν θα εκτελούνταν αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πρόλογοι και οι δηλώσεις; Χωρίς αυτούς τους προλόγους, οι εργασιακές ρυθμίσεις θα έπαυαν να είναι εργασιακές ρυθμίσεις; Δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης; Η απάντηση στις παραπάνω ερωτήσεις είναι σίγουρα όχι. Αυτό που θέλω να μάθω είναι το εξής: με ποιον σκοπό πιστεύουν οι άνθρωποι στον Θεό; Ποια ακριβώς είναι η σημασία της πίστης τους στον Θεό; Κατανοούν ή δεν κατανοούν τα γεγονότα που επιθυμεί να πραγματοποιήσει ο Θεός; Πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τα λόγια του Θεού; Πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν όλα όσα ζητάει ο Δημιουργός; Αξίζει να εξετάσει κανείς αυτά τα ερωτήματα; Αν οι άνθρωποι συγκρίνονταν με τον Νώε ως πρότυπο, η γνώμη Μου είναι πως ούτε ένας από αυτούς δεν θα άξιζε να αποκαλείται «δημιούργημα». Δεν θα ήταν άξιοι να προσέλθουν ενώπιον του Θεού. Αν η πίστη και η υποταγή των σημερινών ανθρώπων υπολογίζονταν με βάση τη στάση του Θεού απέναντι στον Νώε, καθώς και με τα πρότυπα με τα οποία επέλεξε ο Θεός τον Νώε, άραγε ο Θεός θα μπορούσε να είναι ικανοποιημένος μαζί τους; (Όχι.) Απέχουν πάρα πολύ από κάτι τέτοιο! Οι άνθρωποι λένε συνεχώς πως πιστεύουν στον Θεό και Τον λατρεύουν· πώς, όμως, εκδηλώνεται μέσα τους αυτή η πίστη και η λατρεία; Στην πραγματικότητα, εκδηλώνεται με το πόσο εξαρτώνται από τον Θεό, με τις απαιτήσεις που έχουν από Αυτόν, καθώς και με την πραγματική επαναστατικότητα που δείχνουν εναντίον Του, ακόμη και με την απαξίωσή τους απέναντι στον ενσαρκωμένο Θεό. Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς πως όλα αυτά δείχνουν την περιφρόνηση της ανθρωπότητας για την αλήθεια και την ανοιχτή παραβίαση των αρχών; Πράγματι, αυτό συμβαίνει· αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Κάθε φορά που οι εργασιακές ρυθμίσεις περιέχουν αυτά τα λόγια, αυξάνεται η «πίστη» των ανθρώπων, κάθε φορά που βγαίνουν εργασιακές ρυθμίσεις, όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τις απαιτήσεις και τη σημασία των εργασιακών ρυθμίσεων, και έχουν τη δυνατότητα να τις εκτελέσουν, τότε θεωρούν πως έχει αυξηθεί το επίπεδο της υποταγής τους, πως πλέον διαθέτουν υποταγή· άραγε, όμως, διαθέτουν πράγματι πίστη και αληθινή υποταγή; Και τι ακριβώς είναι αυτή η υποτιθέμενη πίστη και η υποταγή όταν συγκρίνονται με το πρότυπο του Νώε; Μάλλον πρόκειται περισσότερο για κάποιου είδους συναλλαγή. Πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να θεωρηθεί πίστη και αληθινή υποταγή; Τι είναι αυτή η δήθεν αληθινή πίστη των ανθρώπων; «Ήρθαν οι έσχατες ημέρες· ελπίζω ο Θεός να δράσει σύντομα! Είναι μεγάλη ευλογία που εγώ θα είμαι εδώ όταν θα καταστρέψει ο Θεός τον κόσμο, που θα έχω την τύχη να επιζήσω και που δεν θα υποστώ τη συντριβή της καταστροφής. Τι καλός που είναι ο Θεός, πόσο πολύ αγαπάει τους ανθρώπους, τι μεγάλος που είναι ο Θεός! Έχει εξυψώσει τόσο πολύ τον άνθρωπο, ο Θεός είναι στ’ αλήθεια Θεός, μόνο ο Θεός θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο». Όσο για τη δήθεν αληθινή υποταγή τους; «Όλα όσα λέει ο Θεός είναι σωστά. Κάνε οτιδήποτε σου ζητήσει· αν δεν το κάνεις, θα βυθιστείς στην καταστροφή και όλα θα τελειώσουν για σένα, κανείς δεν θα μπορέσει να σε σώσει». Η πίστη τους δεν είναι αληθινή πίστη ούτε η υποταγή τους είναι αληθινή υποταγή· δεν είναι τίποτα άλλο από ψέματα.
Σήμερα, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου γνωρίζουν πως ο Νώε κατασκεύασε την κιβωτό, σωστά; Πόσοι, όμως, γνωρίζουν την πραγματική ιστορία; Πόσοι κατανοούν την αληθινή πίστη και υποταγή του Νώε; Και ποιος γνωρίζει και ενδιαφέρεται για το πώς αξιολογούσε ο Θεός τον Νώε; Κανένας δεν δίνει σημασία σ’ αυτά. Τι δείχνει αυτό; Δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν την αλήθεια και δεν αγαπούν τα θετικά πράγματα. Την προηγούμενη φορά, μετά τη συναναστροφή Μου πάνω στις ιστορίες αυτών των δύο προσώπων, ανέτρεξε κανείς στη Βίβλο για να διαβάσει αναλυτικά αυτές τις ιστορίες; Συγκινηθήκατε όταν ακούσατε την ιστορία του Νώε, του Αβραάμ και του Ιώβ; (Ναι.) Νιώθετε φθόνο γι’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους; (Ναι.) Θέλετε να γίνετε σαν αυτούς; (Ναι.) Συναναστραφήκατε, λοιπόν, αναλυτικά πάνω στις ιστορίες τους και στην ουσία της συμπεριφοράς τους, στη στάση τους απέναντι στον Θεό, καθώς και στην πίστη και την υποταγή τους; Από πού πρέπει να αρχίσει όποιος θέλει να γίνει σαν τους ανθρώπους αυτού του είδους; Διάβασα πρώτη φορά την ιστορία του Ιώβ πριν από πολύ καιρό, και επίσης κατανοούσα σε κάποιο βαθμό τις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ. Κάθε φορά που διαβάζω και σκέφτομαι μέσα Μου όσα εκδήλωσαν αυτοί οι τρεις άνθρωποι, όσα τους είπε και όσα τους έκανε ο Θεός, καθώς και τις διάφορες στάσεις τους, Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια, συγκινούμαι. Εσάς, λοιπόν, τι σας συγκίνησε όταν τις διαβάσατε; (Αφού άκουσα τη συναναστροφή του Θεού, κατάλαβα τελικά πως ο Ιώβ, ενώ περνούσε τις δοκιμασίες του, θεωρούσε πως ο Θεός υπέφερε γι’ αυτόν και, επειδή δεν ήθελε να βασανίζεται ο Θεός, καταράστηκε την ίδια τη μέρα που γεννήθηκε. Κάθε φορά που το διάβαζα αυτό, ένιωθα πως ο Ιώβ έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον για τις προθέσεις του Θεού και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση.) Τι άλλο; (Ο Νώε πέρασε τόσες κακουχίες όσο κατασκεύαζε την κιβωτό, κι όμως, ακόμα κι έτσι, μπορούσε να υπολογίζει τις προθέσεις του Θεού. Του Αβραάμ του χαρίστηκε ένα παιδί όταν ο ίδιος ήταν εκατό ετών και ένιωσε απέραντη χαρά, αλλά όταν ο Θεός τού ζήτησε να προσφέρει το παιδί του, εκείνος μπόρεσε να υπακούσει και να υποταχθεί· εμείς, ωστόσο, δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Δεν έχουμε την ανθρώπινη φύση ούτε τη συνείδηση, ούτε και τη λογική του Νώε ή του Αβραάμ. Νιώθω απέραντο θαυμασμό όταν διαβάζω τις ιστορίες τους, και για εμάς είναι παραδείγματα προς μίμηση.) (Στην προηγούμενη συναναστροφή Σου, ανέφερες πως ο Νώε κατάφερε να επιμείνει στην κατασκευή της κιβωτού για εκατόν είκοσι χρόνια, πως ολοκλήρωσε τέλεια τις εντολές του Θεού και δεν απογοήτευσε τις προσδοκίες του Θεού. Αν τα συγκρίνω όλα αυτά με τη στάση που έχω εγώ απέναντι στο καθήκον μου, βλέπω ότι δεν έχω καμία επιμονή. Αυτό μου προκαλεί και ενοχές, αλλά και συγκίνηση.) Όλοι σας το βρίσκετε συγκινητικό, έτσι; (Ναι.) Προς το παρόν, δεν θα συναναστραφούμε πάνω σ’ αυτό το θέμα· θα τα συζητήσουμε όλα αυτά αφού τελειώσουμε με τις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ. Θα σας πω ποια σημεία συγκίνησαν Εμένα, για να δούμε αν τα ίδια σημεία συγκίνησαν κι εσάς.
Μόλις συναναστραφήκαμε πάνω στην αληθινή πίστη που είχε ο Νώε στον Θεό. Τα αποδεδειγμένα γεγονότα της κατασκευής τις κιβωτού από τον Νώε αρκούν για να δείξουν ότι είχε αληθινή πίστη. Η αληθινή πίστη του Νώε φαίνεται σε κάθε μεμονωμένη πράξη του, σε κάθε του σκέψη, καθώς και στη στάση με την οποία ενεργούσε απέναντι σε κάθε εντολή του Θεού. Αυτό αρκεί για να δείξει την αληθινή πίστη του Νώε στον Θεό· μια πίστη που είναι αγνή, αδιαμφισβήτητα. Ανεξάρτητα από το αν όσα του ζήτησε να κάνει ο Θεός συμβάδιζαν με τις αντιλήψεις του, ανεξάρτητα από το αν αυτά είχε σχεδιάσει να κάνει στη ζωή του, ανεξάρτητα από το αν αυτά έρχονταν σε αντίθεση με όσα αποτελούσαν τη ζωή του, και φυσικά ανεξάρτητα από τη δυσκολία αυτής της εργασίας, εκείνος κράτησε μόνο μία στάση: αποδοχή, υποταγή και εφαρμογή. Στο τέλος, από τα γεγονότα προκύπτει πως η κιβωτός που κατασκεύασε ο Νώε έσωσε όλα τα είδη των ζωντανών πλασμάτων, καθώς και την οικογένεια του ίδιου του Νώε. Όταν ο Θεός έστειλε τον κατακλυσμό και άρχισε να καταστρέφει το ανθρώπινο γένος, η οικογένεια του Νώε και τα διάφορα είδη ζωντανών πλασμάτων έπλευσαν με την κιβωτό πάνω στα νερά. Ο Θεός κατέστρεψε τη γη με έναν κατακλυσμό που κράτησε σαράντα μέρες, από τον οποίο επέζησαν μόνο τα οκτώ μέλη της οικογένειας του Νώε και τα διάφορα ζωντανά πλάσματα που μπήκαν στην κιβωτό· όλοι οι άλλοι άνθρωποι και τα ζωντανά καταστράφηκαν. Τι δείχνουν αυτά τα γεγονότα; Επειδή ο Νώε διέθετε αληθινή πίστη και αληθινή υποταγή στον Θεό, μέσω της αληθινής συνεργασίας του με τον Θεό, πραγματοποιήθηκαν όλα όσα επιθυμούσε να κάνει ο Θεός· όλα έγιναν πραγματικότητα. Αυτό εκτίμησε ο Θεός στον Νώε και ο Νώε δεν Τον απογοήτευσε· ανταποκρίθηκε στη σημαντική ανάθεση που του έκανε ο Θεός και έφερε σε πέρας όλα όσα του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Το ότι ο Νώε κατάφερε να φέρει σε πέρας την ανάθεση από τον Θεό οφειλόταν, από τη μία, στις εντολές του Θεού· ταυτόχρονα, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στην αληθινή πίστη και την απόλυτη υποταγή που είχε ο Νώε στον Θεό. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή ο Νώε κατείχε αυτά τα δύο πλέον πολύτιμα χαρακτηριστικά, τον αγάπησε ο Θεός· και, ακριβώς επειδή ο Νώε είχε αληθινή πίστη και απόλυτη υποταγή, ο Θεός βρήκε στο πρόσωπό του κάποιον που έπρεπε να παραμείνει, κάποιον που ήταν άξιος να επιζήσει. Όλοι οι άλλοι εκτός από τον Νώε αποτελούσαν αντικείμενα της απέχθειας του Θεού, που σημαίνει ότι όλοι ήταν ανάξιοι να ζουν μέσα στην πλάση του Θεού. Τι μας δείχνει το γεγονός ότι ο Νώε έφτιαξε την κιβωτό; Πρώτον, είδαμε τον ευγενή χαρακτήρα του Νώε· ο Νώε διέθετε συνείδηση και λογική. Δεύτερον, είδαμε την αληθινή πίστη και την αληθινή υποταγή του Νώε απέναντι στον Θεό. Όλα αυτά αξίζει να τα μιμηθεί κανείς. Ακριβώς χάρη σ’ αυτήν την πίστη και την υποταγή απέναντι στην ανάθεση από τον Θεό έγινε αγαπητός ο Νώε στα μάτια του Θεού, ένα δημιούργημα που το αγάπησε ο Θεός· κάτι τέτοιο ήταν ευτυχία κι ευλογία. Μόνο τέτοιοι άνθρωποι αρμόζει να ζουν στο φως της όψης του Θεού· στα μάτια του Θεού, μόνο αυτοί αρμόζει να ζουν. Άνθρωποι που αρμόζει να ζουν: τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει άνθρωποι που τους αξίζει να απολαμβάνουν όλες τις απολαύσεις τις οποίες έχει χαρίσει ο Θεός στην ανθρωπότητα, που τους αξίζει να ζουν στο φως της όψης του Θεού, που τους αξίζει να λαμβάνουν τις ευλογίες και τις υποσχέσεις του Θεού· τέτοιοι άνθρωποι γίνονται οι αγαπημένοι του Θεού, είναι αληθινά δημιουργήματα και επιθυμεί να τους κερδίσει ο Θεός.
ΙΙ. Η στάση του Αβραάμ απέναντι στα λόγια του Θεού
Ας δούμε, τώρα, ποια χαρακτηριστικά του Αβραάμ είναι άξια μίμησης από τις επόμενες γενιές. Η σημαντικότερη πράξη του Αβραάμ ενώπιον του Θεού ήταν αυτή ακριβώς που είναι πολύ οικεία στους μεταγενέστερους και την οποία γνωρίζουν πολύ καλά: η προσφορά του Ισαάκ. Κάθε πτυχή από όσα εκδήλωσε ο Αβραάμ στο ζήτημα αυτό, δηλαδή τόσο ο χαρακτήρας του όσο και η πίστη και η υποταγή του, είναι άξια μίμησης από τις επόμενες γενιές. Ποιες ακριβώς ήταν, λοιπόν, οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις που εμφάνισε και είναι άξιες μίμησης; Φυσικά, οι διάφορες εκδηλώσεις του δεν ήταν κούφιες, ούτε βέβαια αφηρημένες, και σίγουρα δεν τις επινόησε κάποιος άλλος άνθρωπος· υπάρχουν αποδείξεις για όλα αυτά. Ο Θεός χάρισε στον Αβραάμ έναν γιο· ο Θεός το είπε αυτοπροσώπως αυτό στον Αβραάμ και, όταν ο τελευταίος έγινε εκατό χρονών, απέκτησε έναν γιο με το όνομα Ισαάκ. Είναι ξεκάθαρο πως η προέλευση αυτού του παιδιού δεν ήταν συνηθισμένη· δεν ήταν σαν κανένα άλλο, το είχε χαρίσει προσωπικά ο Θεός. Όταν ένα παιδί το έχει χαρίσει προσωπικά ο Θεός, οι άνθρωποι θεωρούν πως ο Θεός θα του κάνει σίγουρα κάτι σπουδαίο, πως ο Θεός θα του εμπιστευτεί κάτι σπουδαίο, πως ο Θεός θα ενεργήσει πάνω του με θαυμαστό τρόπο, πως θα δώσει στο παιδί εξαιρετικά χαρακτηριστικά· τέτοιες μεγάλες ελπίδες έτρεφαν και ο Αβραάμ και οι άλλοι άνθρωποι. Κι όμως, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή και συνέβη στον Αβραάμ κάτι που δεν ήταν δυνατό να το περιμένει κανείς. Ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ τον Ισαάκ και, όταν ήρθε η ώρα της προσφοράς, είπε ο Θεός στον Αβραάμ: «Δεν χρειάζεται να προσφέρεις τίποτα σήμερα, μόνο τον Ισαάκ· αυτό αρκεί». Τι σήμαινε αυτό; Ο Θεός είχε δώσει στον Αβραάμ έναν γιο και, λίγο πριν μεγαλώσει αυτός ο γιος, ο Θεός ζήτησε να τον πάρει πίσω. Άλλοι άνθρωποι θα είχαν την εξής οπτική πάνω στο θέμα: «Εσύ ήσουν Αυτός που έδωσε τον Ισαάκ. Εγώ δεν το πίστευα, κι όμως Εσύ επέμεινες να δώσεις αυτό το παιδί. Τώρα ζητάς να τον προσφέρω ως θυσία. Ουσιαστικά, δεν ζητάς να τον πάρεις πίσω; Πώς γίνεται να πάρεις πίσω κάτι που έχεις δώσει στους ανθρώπους; Αν επιθυμείς να τον πάρεις, κάνε το. Μπορείς απλώς να τον πάρεις πίσω αθόρυβα. Δεν χρειάζεται να μου προκαλέσεις τόσο πόνο και κακουχία. Πώς είναι δυνατόν να μου ζητάς να τον θυσιάσω με τα ίδια μου τα χέρια;» Ήταν πολύ δύσκολη αυτή η απαίτηση; Ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Πολλοί θα έλεγαν ακούγοντας αυτήν την απαίτηση: «Είναι στ’ αλήθεια ο Θεός; Μια τέτοια συμπεριφορά είναι εντελώς παράλογη! Εσύ ο ίδιος έδωσες τον Ισαάκ και τώρα Εσύ τον ζητάς πίσω. Είναι πράγματι πάντοτε δικαιολογημένες οι πράξεις Σου; Είναι όλα όσα κάνεις πάντα σωστά; Όχι απαραίτητα. Κρατάς τις ζωές των ανθρώπων στα χέρια Σου. Είπες πως θα μου έδινες έναν γιο, και έτσι κι έκανες· την έχεις αυτήν την εξουσία, όπως έχεις και την εξουσία να τον πάρεις πίσω· ο τρόπος με τον οποίο το κάνεις, όμως, αλλά και το όλο ζήτημα, δεν είναι κάπως παράλογα; Εσύ έδωσες αυτό το παιδί· πρέπει, λοιπόν, να το αφήσεις να μεγαλώσει, να κάνει σπουδαία πράγματα και να αντικρίσει τις ευλογίες Σου. Πώς είναι δυνατόν να ζητάς να πεθάνει; Αντί να δίνεις εντολή για τον θάνατό του, θα μπορούσες κάλλιστα να μην μου τον είχες δώσει καν! Γιατί μου τον έδωσες, λοιπόν; Μου έδωσες τον Ισαάκ και τώρα μου λες να τον προσφέρω· δεν μου προκαλείς, ουσιαστικά, επιπλέον πόνο; Δεν μου κάνεις τη ζωή δύσκολη; Για ποιο λόγο, άραγε, μου έδωσες εξ αρχής αυτόν τον γιο;» Όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν βρίσκουν λογική πίσω από αυτήν την απαίτηση· όπως κι αν το θέσουν, τους ακούγεται αβάσιμο· κανένας δεν μπορεί να το κατανοήσει. Ο Θεός, όμως, είπε στον Αβραάμ ποιο ήταν το σκεπτικό πίσω απ’ όλα αυτά; Του είπε ποιοι λόγοι κρύβονταν πίσω απ’ αυτό και ποια ήταν η πρόθεσή Του; Έκανε κάτι τέτοιο; Όχι. Ο Θεός είπε μόνο: «Στην αυριανή θυσία, να προσφέρεις τον Ισαάκ», κι αυτό ήταν όλο. Έδωσε καμία εξήγηση ο Θεός; (Όχι.) Ποια ήταν, λοιπόν, η φύση που είχαν αυτά τα λόγια; Υπό το πρίσμα της ταυτότητας του Θεού, αυτά τα λόγια ήταν μια εντολή που έπρεπε εκείνος να την εκτελέσει, να υπακούσει και να υποταχθεί σ’ αυτήν. Αν δούμε, όμως, όσα είπε ο Θεός και το ζήτημα το ίδιο, δεν θα ήταν δύσκολο για τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που οφείλουν; Οι άνθρωποι νομίζουν πως όσα πρέπει να γίνουν χρειάζεται να είναι λογικά, και να συμβαδίζουν με τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις γενικές ανθρώπινες ευαισθησίες· ίσχυε, όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά για όσα είπε ο Θεός; (Όχι.) Τότε, λοιπόν, άραγε ο Θεός έπρεπε να είχε δώσει μια εξήγηση, να είχε εκφράσει τις σκέψεις Του και το νόημα που Εκείνος απέδιδε ή να είχε αποκαλύψει έστω κι ένα μικρό μέρος όσων εννοούσε πίσω από τα λόγια Του, ώστε να κατανοήσουν οι άνθρωποι; Έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά ο Θεός; Ούτε τα έκανε ούτε και είχε σκοπό να τα κάνει. Αυτά τα λόγια περιείχαν όσα απαιτούσε ο Δημιουργός, όσα έδωσε εντολή να γίνουν και όσα προσδοκούσε από τον άνθρωπο. Αυτά τα πολύ απλά λόγια, αυτά τα παράλογα λόγια, αυτή η εντολή κι η απαίτηση που δεν λάμβανε υπόψη τα συναισθήματα των ανθρώπων θα είχαν θεωρηθεί από κάποιον άλλο, από όποιον άνθρωπο έβλεπε αυτήν τη σκηνή, δύσκολα, εξαντλητικά και παράλογα. Για τον Αβραάμ, όμως, που ήταν ο άμεσα εμπλεκόμενος, το πρώτο του συναίσθημα ήταν ο πόνος που του έσκιζε την καρδιά! Είχε λάβει αυτό το παιδί από τον ίδιο τον Θεό, το είχε μεγαλώσει επί τόσα χρόνια και είχε χαρεί όλα αυτά τα χρόνια οικογενειακής ευτυχίας· με μια πρόταση, όμως, με μια εντολή από τον Θεό, αυτή η ευτυχία, αυτό το ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα, θα χανόταν, θα το έπαιρναν. Αυτό που αντιμετώπισε ο Αβραάμ δεν ήταν απλώς η απώλεια της οικογενειακής του ευτυχίας, αλλά ο πόνος της αιώνιας μοναξιάς και του καημού μετά τον χαμό του παιδιού του. Για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, κάτι τέτοιο ήταν αφόρητο. Κάθε συνηθισμένος άνθρωπος, ακούγοντας τέτοια λόγια, θα έχυνε ποτάμι τα δάκρυα, έτσι δεν είναι; Επιπλέον, μέσα του θα καταριόταν τον Θεό, θα παραπονιόταν για τον Θεό, θα παρανοούσε τον Θεό και θα προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει μαζί Του· θα έδειχνε όλα όσα είναι ικανός να κάνει, όλες του τις δυνατότητες, καθώς και όλη του την επαναστατικότητα, την αγένεια και την έλλειψη λογικής. Κι όμως, ο Αβραάμ, παρότι πονούσε το ίδιο, δεν τα έκανε αυτά. Όπως κάθε κανονικός άνθρωπος, ένιωσε αμέσως αυτόν τον πόνο, ένιωσε αμέσως τη μαχαιριά στην καρδιά του, κι αμέσως ένιωσε τη μοναξιά που προκαλεί η απώλεια ενός γιου. Αυτά τα λόγια του Θεού δεν λάμβαναν υπόψη τα ανθρώπινα συναισθήματα, ήταν κάτι το αφάνταστο για τους ανθρώπους και δεν συμβάδιζαν με τις αντιλήψεις τους, δεν ειπώθηκαν απ’ τη σκοπιά των ανθρώπινων συναισθημάτων· δεν λάμβαναν καθόλου υπόψη τις ανθρώπινες δυσκολίες ούτε τις ανθρώπινες συναισθηματικές ανάγκες και σίγουρα δεν λάμβαναν υπόψη τον ανθρώπινο πόνο. Ο Θεός πέταξε ψυχρά αυτά τα λόγια στον Αβραάμ· είχε ο Θεός κανένα ενδιαφέρον για το πόσο οδυνηρά ήταν για εκείνον αυτά τα λόγια; Εξωτερικά, ο Θεός φαινόταν και άσπλαχνος και αδιάφορος· το μόνο που άκουσε ο Αβραάμ ήταν η εντολή του Θεού και η απαίτησή Του. Στον οποιονδήποτε, αυτή η απαίτηση θα φαινόταν ασύμβατη με την κουλτούρα, τις συμβάσεις και τις ευαισθησίες των ανθρώπων, ακόμα και με την ανθρώπινη ηθική και δεοντολογία· είχε υπερβεί κάποια ηθικά και δεοντολογικά όρια, και είχε πάει ενάντια στους ανθρώπινους κανόνες συμπεριφοράς και αντιμετώπισης των άλλων, καθώς και στα συναισθήματα του ανθρώπου. Υπάρχουν ακόμα και κάποιοι που πιστεύουν τα εξής: «Αυτά τα λόγια δεν είναι μόνο παράλογα και ανήθικα, αλλά επιπλέον δημιουργούν προβλήματα χωρίς κανέναν λόγο! Πώς γίνεται να τα ξεστόμισε ο Θεός αυτά τα λόγια; Τα λόγια του Θεού πρέπει να είναι λογικά και δίκαια, και να πείθουν απολύτως τον άνθρωπο· δεν πρέπει να δημιουργούν προβλήματα χωρίς κανέναν λόγο και δεν πρέπει να είναι αντιδεοντολογικά, ανήθικα ή ενάντια στη λογική. Τα ξεστόμισε πράγματι αυτά τα λόγια ο Δημιουργός; Γίνεται να πει τέτοια πράγματα ο Δημιουργός; Γίνεται να φέρεται έτσι ο Δημιουργός στους ανθρώπους που Εκείνος δημιούργησε; Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ισχύουν όλα αυτά». Κι όμως, αυτά τα λόγια προήλθαν όντως από το στόμα του Θεού. Κρίνοντας από τη στάση του Θεού και από τον τόνο στα λόγια Του, ο Θεός είχε αποφασίσει τι ήθελε και δεν υπήρχε περιθώριο συζήτησης, κι οι άνθρωποι δεν είχαν δικαίωμα επιλογής· δεν έδινε στον άνθρωπο δικαίωμα επιλογής. Τα λόγια του Θεού ήταν μια απαίτηση, μια εντολή που έδωσε Εκείνος στον άνθρωπο. Για τον Αβραάμ, αυτά τα λόγια του Θεού δεν άφηναν περιθώριο συμβιβασμού και αμφισβήτησης· ήταν μια απαίτηση του Θεού από εκείνον που δεν χωρούσε συμβιβασμό και δεν ήταν προς συζήτηση. Και τι επέλεξε να κάνει ο Αβραάμ; Αυτό θα είναι το βασικό σημείο της συναναστροφής μας.
Ο Αβραάμ, μόλις άκουσε τα λόγια του Θεού, άρχισε τις προετοιμασίες με ένα αίσθημα αγωνίας κι ένα μεγάλο βάρος να τον πιέζει. Προσευχόταν μέσα του σιωπηλά: «Θεέ μου και Κύριέ μου. Όλα όσα κάνεις αξίζουν τον έπαινο· αυτόν τον γιο Εσύ μου τον έδωσες και, αν επιθυμείς να τον πάρεις πίσω, τότε οφείλω να τον επιστρέψω». Ο Αβραάμ μπορεί να πονούσε, η στάση του, όμως, δεν ήταν προφανής από αυτά τα λόγια; Τι φαίνεται εδώ; Φαίνεται η αδυναμία της κανονικής ανθρώπινης φύσης, οι συναισθηματικές ανάγκες της κανονικής ανθρώπινης φύσης, καθώς και η ορθολογική πλευρά του Αβραάμ, κι εκείνη η πλευρά του που διέθετε αληθινή πίστη και υποταγή στον Θεό. Ποια ήταν η ορθολογική πλευρά του; Ο Αβραάμ γνώριζε καλά πως τον Ισαάκ του τον είχε δώσει ο Θεός, πως ο Θεός είχε την εξουσία να του φερθεί με όποιον τρόπο ήθελε, πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να κάνουν καμία κρίση επ’ αυτού, πως ό,τι λέει ο Δημιουργός αντιπροσωπεύει τον Δημιουργό, και πως η ταυτότητα του Θεού και η φύση των λόγων Του δεν αλλάζουν, είτε αυτό φαίνεται είτε δεν φαίνεται λογικό, είτε συνάδει είτε δεν συνάδει με την ανθρώπινη γνώση, κουλτούρα και ηθική. Γνώριζε ξεκάθαρα πως, αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν, να συλλάβουν ή να καταλάβουν τα λόγια του Θεού, αυτό είναι δουλειά δική τους, πως για κανέναν λόγο δεν χρειάζεται ο Θεός να εξηγήσει ή να διευκρινίσει αυτά τα λόγια, και πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να υποτάσσονται μόνο όταν κατανοούν τα λόγια και τις προθέσεις του Θεού, αλλά πρέπει να έχουν μία και μόνο στάση απέναντι στα λόγια του Θεού, ανεξαρτήτως περιστάσεων: να ακούνε, έπειτα να αποδέχονται κι έπειτα να υποτάσσονται. Αυτή ήταν η ξεκάθαρα διακριτή στάση του Αβραάμ απέναντι σε όλα όσα του ζήτησε ο Θεός να κάνει και περιέχει τον ορθολογισμό της κανονικής ανθρώπινης φύσης, καθώς και αληθινή πίστη κι αληθινή υποταγή. Τι χρειαζόταν να κάνει ο Αβραάμ πάνω απ’ όλα; Να μην αναλύσει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος στα λόγια του Θεού, να μην εξετάσει αν ειπώθηκαν για αστείο ή για να τον δοκιμάσει ή οτιδήποτε άλλο. Ο Αβραάμ δεν εξέτασε τέτοια πράγματα. Ποια ήταν η άμεση στάση του απέναντι στα λόγια του Θεού; Ήταν ότι τα λόγια του Θεού δεν γίνεται να εξεταστούν με τη λογική. Είτε είναι είτε δεν είναι λογικά, τα λόγια του Θεού είναι τα λόγια του Θεού και η στάση των ανθρώπων απέναντι στα λόγια του Θεού δεν πρέπει να περιέχει ούτε περιθώριο επιλογής ούτε εξέταση· η λογική που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι κι αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να ακούνε, να αποδέχονται και να υποτάσσονται. Ο Αβραάμ γνώριζε πολύ ξεκάθαρα μέσα του ποια είναι η ταυτότητα και η ουσία του Δημιουργού, και ποια θέση οφείλει να καταλαμβάνει ένα δημιουργημένο ανθρώπινο ον. Ακριβώς σε αυτόν τον ορθολογισμό και σε αυτού του είδους τη στάση που διέθετε ο Αβραάμ οφείλεται το ότι, παρότι ο πόνος του ήταν τεράστιος, προσέφερε τον Ισαάκ στον Θεό χωρίς ενδοιασμούς ή δισταγμούς, και τον επέστρεψε στον Θεό όπως επιθυμούσε Εκείνος. Θεώρησε πως, εφόσον το είχε ζητήσει ο Θεός, έπρεπε να Του επιστρέψει τον Ισαάκ και όχι να επιχειρηματολογήσει μαζί Του ή να έχει τις επιθυμίες ή τις απαιτήσεις που είχε ο ίδιος. Αυτήν ακριβώς τη στάση οφείλει να έχει ένα δημιούργημα απέναντι στον Δημιουργό. Το πιο δύσκολο μέρος αυτής της πράξης ήταν το πιο πολύτιμο χαρακτηριστικό του Αβραάμ. Αυτά τα λόγια που είπε ο Θεός ήταν παράλογα και δεν χαρακτηρίζονταν από ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα συναισθήματα· οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα καταλάβουν ούτε να τα αποδεχθούν και, ανεξάρτητα από την εποχή ή τον άνθρωπο στον οποίο συμβαίνει κάτι τέτοιο, αυτά τα λόγια δεν βγάζουν νόημα, είναι ανέφικτα —κι όμως, ο Θεός όντως ζήτησε να γίνει αυτό. Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν; Οι περισσότεροι θα εξέταζαν αυτά τα λόγια και, μετά από αρκετές μέρες που θα το έκαναν αυτό, θα σκέφτονταν μέσα τους: «Τα λόγια του Θεού είναι παράλογα· πώς γίνεται ο Θεός να ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι ένα είδος βασανιστηρίου; Μήπως δεν αγαπάει ο Θεός τον άνθρωπο; Πώς μπορεί να βασανίζει έτσι τους ανθρώπους; Δεν πιστεύω σ’ έναν Θεό που βασανίζει έτσι τους ανθρώπους και μπορώ να επιλέξω να μην υποταχθώ σ’ αυτά τα λόγια». Ο Αβραάμ, όμως, δεν έκανε κάτι τέτοιο· επέλεξε να υποταχθεί. Παρότι όλοι πιστεύουν πως αυτά που είπε και απαίτησε ο Θεός ήταν λάθος, πως ο Θεός δεν πρέπει να έχει τέτοιες απαιτήσεις από τους ανθρώπους, ο Αβραάμ μπόρεσε να υποταχθεί· κι αυτό ήταν το πιο πολύτιμο από όλα τα χαρακτηριστικά του, και ακριβώς αυτό που λείπει από τους άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι η αληθινή υποταγή του Αβραάμ. Επιπλέον, αφού άκουσε όσα απαιτούσε από αυτόν ο Θεός, το πρώτο πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν πως ο Θεός δεν το είχε πει γι’ αστείο, πως δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Και αφού τα λόγια του Θεού δεν ήταν κάτι τέτοιο, τότε τι ήταν; Ο Αβραάμ πίστευε βαθιά πως, στ’ αλήθεια, κανένας δεν μπορεί να αλλάξει όσα αποφαίνεται ο Θεός ότι πρέπει να γίνουν, πως δεν υπάρχουν αστεία, δοκιμασίες ή βασανισμοί στα λόγια του Θεού, πως ο Θεός είναι αξιόπιστος και πως όλα όσα λέει, είτε φαίνονται λογικά είτε όχι, είναι αληθινά. Αυτή δεν ήταν η αληθινή πίστη του Αβραάμ; Μήπως είπε: «Ο Θεός μού είπε να προσφέρω τον Ισαάκ. Αφότου απέκτησα τον Ισαάκ, δεν ευχαρίστησα τον Θεό όπως έπρεπε· μήπως έτσι ζητάει την ευγνωμοσύνη μου ο Θεός; Τότε πρέπει να δώσω τις ευχαριστίες μου όπως αρμόζει. Πρέπει να δείξω ότι είμαι πρόθυμος να προσφέρω τον Ισαάκ, ότι είμαι πρόθυμος να δώσω ευχαριστίες στον Θεό, ότι γνωρίζω και θυμάμαι τη χάρη του Θεού και ότι δεν πρόκειται να Του προκαλέσω ανησυχία. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Θεός τα είπε αυτά τα λόγια για να με εξετάσει και να με δοκιμάσει, κι έτσι πρέπει να κρατήσω τα προσχήματα. Θα κάνω όλες τις ετοιμασίες, μετά θα φέρω κι ένα πρόβατο μαζί με τον Ισαάκ και, αν την ώρα της θυσίας δεν πει τίποτα ο Θεός, τότε θα προσφέρω το πρόβατο. Είναι αρκετό απλώς και μόνο να κρατήσω τα προσχήματα. Αν ο Θεός μού ζητήσει όντως να προσφέρω τον Ισαάκ, τότε πρέπει απλώς να τον πάω στον βωμό και να υποκριθώ πως το κάνω· κι όταν έρθει η ώρα, ο Θεός μπορεί και πάλι να μ’ αφήσει να προσφέρω το πρόβατο αντί για το παιδί μου»; Αυτό σκέφτηκε ο Αβραάμ; (Όχι.) Αν είχε σκεφτεί αυτό, τότε δεν θα είχε νιώσει καμία αγωνία στην καρδιά του. Αν είχε κάνει τέτοιες σκέψεις, τι είδους ακεραιότητα θα είχε δείξει; Θα είχε δείξει αληθινή πίστη; Θα είχε δείξει αληθινή υποταγή; Όχι, δεν θα τα είχε δείξει αυτά.
Κρίνοντας από τον πόνο που ένιωσε ο Αβραάμ και που πυροδοτήθηκε από το ζήτημα της θυσίας του Ισαάκ, είναι ξεκάθαρο πως πίστευε απόλυτα στα λόγια του Θεού, πως πίστευε κάθε λέξη που είπε ο Θεός, πως κατανόησε όλα όσα είπε ο Θεός, ακριβώς όπως τα εννοούσε ο Θεός, από τα βάθη της καρδιάς του, χωρίς καμία καχυποψία απέναντι στον Θεό. Είναι ή δεν είναι αυτό αληθινή πίστη; (Είναι.) Ο Αβραάμ είχε αληθινή πίστη στον Θεό και εκεί αποτυπώνεται το γεγονός ότι ο Αβραάμ ήταν ένας έντιμος άνθρωπος. Η μόνη στάση που κρατούσε απέναντι στα λόγια του Θεού ήταν μια στάση υπακοής, αποδοχής και υποταγής· υπάκουγε σε οτιδήποτε έλεγε ο Θεός. Αν τυχόν έλεγε ο Θεός πως κάποιο πράγμα ήταν μαύρο, τότε ο Αβραάμ, ακόμα κι αν δεν το έβλεπε μαύρο, θα πίστευε πως αυτό που είπε ο Θεός είναι αλήθεια και θα πειθόταν πως ήταν όντως μαύρο. Αν του έλεγε ο Θεός πως κάτι ήταν άσπρο, θα πειθόταν πως είναι άσπρο. Τόσο απλά. Ο Θεός τού είπε πως θα του χάριζε ένα παιδί και ο Αβραάμ σκέφτηκε μέσα του: «Είμαι ήδη εκατό χρονών, αν όμως ο Θεός λέει πως πρόκειται να μου δώσει ένα παιδί, τότε είμαι ευγνώμων στον Κύριό μου, τον Θεό!» Δεν είχε και πολλές άλλες ιδέες, απλώς πίστευε στον Θεό. Ποια ήταν η ουσία αυτής της πίστης; Πίστευε στην ουσία και στην ταυτότητα του Θεού, και η γνώση του για τον Δημιουργό ήταν αληθινή. Δεν ήταν σαν εκείνους που λένε ότι πιστεύουν πως ο Θεός είναι παντοδύναμος και πως είναι ο Δημιουργός της ανθρωπότητας, αλλά τρέφουν μέσα τους αμφιβολίες, όπως: «Μήπως πράγματι οι άνθρωποι εξελίχθηκαν από τον πίθηκο; Λέγεται πως ο θεός δημιούργησε τα πάντα, όμως οι άνθρωποι δεν το είδαν αυτό με τα ίδια τους τα μάτια». Ό,τι κι αν πει ο Θεός, αυτοί οι άνθρωποι αμφιταλαντεύονται πάντα μεταξύ πίστης και αμφιβολίας, και βασίζονται σε όσα βλέπουν ώστε να αποφανθούν τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Αμφισβητούν οτιδήποτε δεν μπορούν να δουν με τα μάτια τους και γι’ αυτό κάθε φορά που ακούνε τον Θεό να μιλάει, συνοδεύουν τα λόγια Του με ερωτηματικά. Εξετάζουν και αναλύουν με προσοχή, επιμέλεια και επιφυλακτικότητα κάθε γεγονός, ζήτημα και εντολή που διατυπώνει ο Θεός. Θεωρούν πως, στο πλαίσιο της πίστης τους στον Θεό, οφείλουν να εξετάσουν τα λόγια του Θεού και την αλήθεια με μια στάση επιστημονικής έρευνας, για να δουν αν αυτά τα λόγια είναι πράγματι η αλήθεια, αλλιώς θα κινδυνεύσουν να πιαστούν κορόιδα και να εξαπατηθούν. Ο Αβραάμ, όμως, δεν ήταν έτσι· άκουγε τα λόγια του Θεού με αγνή καρδιά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να Του θυσιάσει τον μοναχογιό του, τον Ισαάκ. Αυτό πόνεσε τον Αβραάμ, αλλά εκείνος και πάλι επέλεξε να υποταχθεί. Ο Αβραάμ πίστευε πως τα λόγια του Θεού δεν ήταν δυνατό να αλλάξουν και πως τα λόγια του Θεού θα γίνονταν πραγματικότητα. Οι δημιουργημένοι άνθρωποι πρέπει να αποδέχονται τα λόγια του Θεού και να υποτάσσονται σ’ αυτά ως κάτι το αυτονόητο· ενώπιον του λόγου του Θεού, οι δημιουργημένοι άνθρωποι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής και φυσικά δεν πρέπει ούτε να αναλύουν ούτε να εξετάζουν τα λόγια του Θεού. Αυτήν τη στάση κρατούσε ο Αβραάμ απέναντι στα λόγια του Θεού. Ο Αβραάμ, παρά τον μεγάλο του πόνο, παρότι η αγάπη του για τον γιο του και ο δισταγμός να τον αποχωριστεί του προκαλούσαν ακραία πίεση και οδύνη, και πάλι επέλεξε να επιστρέψει το παιδί του στον Θεό. Γιατί σκόπευε να επιστρέψει τον Ισαάκ στον Θεό; Όταν ακόμα ο Θεός δεν είχε ζητήσει κάτι τέτοιο από τον Αβραάμ, εκείνος δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει πρωτοβουλία και να επιστρέψει τον γιο του. Αφού, όμως, το ζήτησε ο Θεός, εκείνος έπρεπε να επιστρέψει τον γιο του στον Θεό, δεν υπήρχαν δικαιολογίες και δεν έπρεπε να προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει με τον Θεό· αυτή ήταν η στάση που κράτησε ο Αβραάμ. Υποτάχθηκε στον Θεό με μια τέτοια αγνή καρδιά. Αυτό ήθελε ο Θεός και αυτό επιθυμούσε να δει. Η συμπεριφορά του Αβραάμ και αυτό που πέτυχε όσον αφορά το ζήτημα της θυσίας του Ισαάκ ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να δει ο Θεός, κι αυτό το ζήτημα ήταν η δοκιμασία και η επαλήθευση που του έκανε ο Θεός. Κι όμως, ο Θεός δεν φέρθηκε στον Αβραάμ όπως φέρθηκε στον Νώε. Δεν είπε στον Αβραάμ τους λόγους πίσω από αυτό το ζήτημα, ούτε τη διαδικασία, ούτε τα πάντα σχετικά με αυτό. Ο Αβραάμ γνώριζε μόνο ένα πράγμα, δηλαδή ότι ο Θεός τού είχε ζητήσει να επιστρέψει τον Ισαάκ, κι αυτό ήταν όλο. Δεν γνώριζε πως, με αυτήν την πράξη, ο Θεός τον δοκίμαζε, ούτε ήξερε όλα όσα ήθελε να πραγματοποιήσει ο Θεός σ’ αυτόν και στους απογόνους του μετά την υποβολή του σε αυτήν τη δοκιμασία. Ο Θεός δεν είπε τίποτα απ’ όλα αυτά στον Αβραάμ· του έδωσε μόνο μια απλή εντολή, ένα αίτημα. Και μπορεί αυτά τα λόγια του Θεού να ήταν πολύ απλά και να μη λάμβαναν υπόψη τα ανθρώπινα συναισθήματα, όμως ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του Θεού ενεργώντας όπως επιθυμούσε και απαιτούσε ο Θεός: Προσέφερε τον Ισαάκ ως θυσία επάνω στον βωμό. Κάθε του κίνηση έδειχνε πως την προσφορά του Ισαάκ δεν την έκανε μηχανικά, πως δεν την έκανε με επιπολαιότητα, αλλά με ειλικρίνεια και από τα βάθη της καρδιάς του. Παρότι ο Αβραάμ δεν άντεχε να εγκαταλείψει τον Ισαάκ, παρότι τον πονούσε αυτό, όταν ήρθε αντιμέτωπος με το αίτημα του Δημιουργού, επέλεξε τη μέθοδο που δεν θα επέλεγε κανένας άλλος άνθρωπος: την απόλυτη υποταγή στο αίτημα του Δημιουργού, την υποταγή χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς δικαιολογίες και χωρίς όρους· έπραξε ακριβώς όπως του ζήτησε ο Θεός. Και τι έδειξε ότι διαθέτει ο Αβραάμ όταν κατάφερε να κάνει αυτό που ζήτησε ο Θεός; Από τη μία, ότι υπήρχε μέσα του η αληθινή πίστη στον Θεό· ήταν σίγουρος ότι ο Δημιουργός ήταν ο Θεός, ο Θεός του, ο Κύριός του, Αυτός που κυριαρχεί στα πάντα και που δημιούργησε την ανθρωπότητα. Αυτή ήταν αληθινή πίστη. Από την άλλη, ο Αβραάμ είχε αγνή καρδιά. Πίστευε κάθε λέξη που ξεστόμιζε ο Δημιουργός, και ήταν σε θέση να αποδέχεται απλώς και ευθέως κάθε λέξη που ξεστόμιζε Εκείνος. Επιπλέον, όσο δύσκολα κι αν ήταν όσα ζητούσε ο Δημιουργός και όσο πόνο κι αν θα του έφερναν, η στάση που επέλεγε ήταν η υποταγή κι όχι το να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει με τον Θεό ούτε το να αντισταθεί ή να αρνηθεί· έδειχνε απόλυτη και πλήρη υποταγή, ενεργούσε και ασκούνταν σύμφωνα με όσα ζήτησε ο Θεός, σύμφωνα με κάθε Του λέξη και με την εντολή που έδωσε. Ακριβώς όπως ζήτησε και ήθελε να δει ο Θεός, ο Αβραάμ προσέφερε τον Ισαάκ ως θυσία στον βωμό, τον προσέφερε στον Θεό· και με όλα όσα έκανε απέδειξε πως ο Θεός είχε διαλέξει τον σωστό άνθρωπο και πως ο ίδιος ήταν δίκαιος στα μάτια του Θεού.
Ποια πτυχή της διάθεσης και ουσίας του Δημιουργού αποκαλύφθηκε όταν ζήτησε ο Θεός από τον Αβραάμ να προσφέρει τον Ισαάκ; Η πτυχή ότι ο Θεός αντιμετωπίζει όσους είναι δίκαιοι, όσους αναγνωρίζει, σε πλήρη συμφωνία με τα δικά Του απαιτούμενα πρότυπα, πράγμα που συνάδει απόλυτα με τη διάθεση και την ουσία Του. Δεν χωράει κανένας συμβιβασμός στα πρότυπα αυτά· δεν γίνεται να τηρηθούν κατά προσέγγιση. Αυτά τα πρότυπα πρέπει να τηρούνται επακριβώς. Δεν αρκούσε στον Θεό να βλέπει τις δίκαιες πράξεις που εκτελούσε ο Αβραάμ στην καθημερινή του ζωή· ο Θεός δεν είχε ακόμα παρατηρήσει την αληθινή υποταγή του Αβραάμ απέναντί Του και γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έκανε ό,τι έκανε. Γιατί ήθελε ο Θεός να δει την πραγματική υποταγή του Αβραάμ; Γιατί υπέβαλε τον Αβραάμ σ’ αυτήν την τελική δοκιμασία; Επειδή, όπως γνωρίζουμε όλοι, ο Θεός ήθελε να γίνει ο Αβραάμ ο πατέρας όλων των εθνών. Μπορεί, άραγε, να σηκώσει ο κάθε συνηθισμένος άνθρωπος τον τίτλο του «πατέρα όλων των εθνών»; Όχι. Ο Θεός έχει τα απαιτούμενα πρότυπά Του, και τα πρότυπα που απαιτεί από όσους επιθυμεί και οδηγεί στην τελείωση, καθώς και από όσους θεωρεί δίκαιους, είναι τα ίδια: αληθινή πίστη και απόλυτη υποταγή. Δεδομένου ότι ο Θεός ήθελε να κάνει κάτι τόσο μεγάλο στον Αβραάμ, ήταν δυνατό να προχωρήσει βιαστικά και να το κάνει χωρίς να δει αν τα διέθετε αυτά ο Αβραάμ; Σε καμία περίπτωση. Γι’ αυτό, αφότου ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ έναν γιο, μια τέτοια δοκιμασία ήταν αναπόφευκτη για εκείνον· αυτό είχε αποφασίσει να κάνει ο Θεός και αυτό είχε προγραμματίσει ήδη να κάνει. Μόνο όταν τα πράγματα πήγαν όπως επιθυμούσε ο Θεός και ο Αβραάμ ικανοποίησε τις απαιτήσεις Του, και μόνο τότε, άρχισε ο Θεός να σχεδιάζει το επόμενο βήμα του έργου Του: να κάνει τους απόγονους του Αβραάμ τόσο πολυάριθμους όσο τα αστέρια του ουρανού και οι κόκκοι της άμμου —κι έτσι να κάνει εκείνον πατέρα όλων των εθνών. Όσο η έκβαση του αιτήματός Του προς τον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ παρέμενε άγνωστη και δεν είχε υλοποιηθεί ακόμα, ο Θεός δεν έκανε βιαστικές ενέργειες· με το που υλοποιήθηκε, όμως, φάνηκε ότι τα χαρακτηριστικά που διέθετε ο Αβραάμ πληρούσαν τα πρότυπα του Θεού, κι αυτό σήμαινε πως επρόκειτο να λάβει όλες τις ευλογίες που είχε σχεδιάσει ο Θεός γι’ αυτόν. Από την προσφορά του Ισαάκ, λοιπόν, φαίνεται πως ο Θεός έχει προσδοκίες και πρότυπα που απαιτεί από τους ανθρώπους για οποιοδήποτε έργο κάνει σ’ αυτούς, για οποιονδήποτε ρόλο απαιτεί να παίξουν ή οποιαδήποτε ανάθεση απαιτεί να αποδεχθούν μέσα στο σχέδιο διαχείρισής Του. Οι προσδοκίες του Θεού από τους ανθρώπους μπορεί να έχουν δύο ειδών αποτελέσματα: Το ένα είναι να μην μπορέσεις να κάνεις αυτό που σου ζητάει και να αποκλειστείς· το άλλο είναι να μπορέσεις, κι έτσι ο Θεός να συνεχίσει να πραγματοποιεί σ’ εσένα αυτό που επιθυμεί σύμφωνα με το σχέδιό Του. Στην πραγματικότητα, η αληθινή πίστη και η απόλυτη υποταγή που απαιτεί ο Θεός από τους ανθρώπους δεν είναι και πολύ δύσκολο να τις πετύχουν. Είτε εύκολο είναι, όμως, είτε δύσκολο, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν οι άνθρωποι σύμφωνα με τον Θεό. Αν πληροίς αυτό το πρότυπο, τότε ο Θεός θα σε θεωρήσει επαρκή και δεν θα ζητήσει τίποτα άλλο· αν δεν το πληροίς, τότε αλλάζει το πράγμα. Το γεγονός ότι ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να προσφέρει τον γιο του δείχνει πως Εκείνος θεωρούσε πως η μέχρι τότε θεοφοβούμενη καρδιά του Αβραάμ και η αληθινή του πίστη σ’ Εκείνον δεν ήταν το μόνο που χρειάζονταν, δεν ήταν αρκετή σε γενικές γραμμές. Σε καμία περίπτωση δεν είχε αυτόν τον χαρακτήρα η απαίτηση του Θεού· Εκείνος διατυπώνει απαιτήσεις με τον τρόπο Του, αλλά και σύμφωνα με όσα μπορούν να επιτύχουν οι άνθρωποι, κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Αυτό δεν είναι η αγιοσύνη του Θεού; (Είναι.) Τέτοια είναι η αγιοσύνη του Θεού.
Ακόμα κι ένας καλός άνθρωπος όπως ο Αβραάμ, που ήταν αγνός, είχε αληθινή πίστη και διέθετε ορθολογισμό, χρειάστηκε να αποδεχθεί τη δοκιμασία του Θεού· στα μάτια της ανθρωπότητας, λοιπόν, άραγε αυτή η δοκιμασία δεν φάνταζε κάπως αδιάφορη απέναντι στα ανθρώπινα συναισθήματα; Όμως αυτή ακριβώς η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι η ενσάρκωση της διάθεσης και της ουσίας του Θεού, και σε αυτού του είδους τη δοκιμασία υποβλήθηκε ο Αβραάμ. Σε αυτήν τη δοκιμασία, ο Αβραάμ έδειξε στον Θεό την ασυμβίβαστη πίστη του και την ασυμβίβαστη υποταγή του στον Δημιουργό. Ο Αβραάμ πέρασε τη δοκιμασία. Στη συνηθισμένη του ζωή, ο Αβραάμ δεν είχε βιώσει ποτέ σκαμπανεβάσματα, όταν, όμως, ο Θεός τον δοκίμασε με αυτόν τον τρόπο, η συνήθης πίστη και υποταγή του αποδείχθηκαν πραγματικές· δεν ήταν κάτι εξωτερικό, δεν ήταν ένα σύνθημα. Το ότι ο Αβραάμ μπόρεσε να διατηρήσει την ασυμβίβαστη υποταγή του υπό αυτές τις περιστάσεις, αφότου δηλαδή ο Θεός τού είπε τέτοια λόγια και του προέβαλε μια τέτοια απαίτηση, σήμαινε σίγουρα ένα πράγμα: Στην καρδιά του Αβραάμ, ο Θεός ήταν Θεός, και θα ήταν για πάντα Θεός· η ταυτότητα και η ουσία του Θεού παρέμενε αμετάβλητη παρά τους οποιουσδήποτε παράγοντες που άλλαζαν. Μέσα του, οι άνθρωποι θα ήταν πάντα άνθρωποι και δεν δικαιούνταν να αμφισβητήσουν τον Δημιουργό, να προσπαθήσουν να επιχειρηματολογήσουν μαζί Του ή να Τον ανταγωνιστούν ούτε δικαιούνταν να αναλύσουν τα λόγια που έλεγε ο Δημιουργός. Ο Αβραάμ πίστευε πως, σχετικά με τα λόγια του Δημιουργού ή με οτιδήποτε ζητούσε ο Δημιουργός, οι άνθρωποι δεν είχαν δικαίωμα επιλογής· το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να υποταχθούν. Η στάση του Αβραάμ ήταν πολύ αποκαλυπτική· είχε αληθινή πίστη στον Θεό και μέσα σ’ αυτήν την αληθινή πίστη γεννήθηκε αληθινή υποταγή, κι έτσι, ό,τι κι αν του έκανε ή του ζητούσε ο Θεός, όποια πράξη κι αν εκτελούσε ο Θεός, είτε ήταν κάτι που έβλεπε ο Αβραάμ είτε κάτι που μάθαινε από άλλους, είτε κάτι που βίωνε προσωπικά, τίποτα από αυτά δεν επηρέαζε την αληθινή πίστη του στον Θεό ούτε φυσικά την υποτακτική στάση του απέναντι στον Θεό. Όταν ο Δημιουργός έλεγε κάτι που έδειχνε αδιαφορία απέναντι στα ανθρώπινα συναισθήματα, κάτι που προέβαλλε μια παράλογη απαίτηση από τον άνθρωπο, τότε, όσοι άνθρωποι κι αν είχαν εχθρική διάθεση απέναντι σε αυτά τα λόγια, αντιστέκονταν σ’ αυτά, τα ανέλυαν και τα εξέταζαν ή ακόμα και τα περιφρονούσαν, η στάση του Αβραάμ παρέμενε ανενόχλητη από το περιβάλλον του έξω κόσμου. Η πίστη και η υποταγή του στον Θεό δεν άλλαζαν και δεν ήταν σκέτες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του ούτε τυπικότητες· αντίθετα, ο Αβραάμ αποδείκνυε με γεγονότα ότι ο Θεός στον οποίο πίστευε ήταν ο Δημιουργός, ότι ο Θεός στον οποίο πίστευε ήταν ο Θεός στους ουρανούς. Τι βλέπουμε από όλα όσα εκδήλωσε ο Αβραάμ; Βλέπουμε να αμφέβαλλε για τον Θεό; Είχε αμφιβολίες; Μήπως εξέταζε τα λόγια του Θεού; Μήπως τα ανέλυε; (Όχι, δεν έκανε κάτι τέτοιο.) Κάποιοι λένε: «Αν δεν εξέταζε ούτε ανέλυε τα λόγια του Θεού, τότε για ποιον λόγο ήταν αναστατωμένος;» Θα ζητήσει την άδειά σου για να είναι αναστατωμένος; Ήταν πάρα πολύ αναστατωμένος και, παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε να υποταχθεί· εσύ μπορείς να υποταχθείς, ακόμα κι όταν δεν νιώθεις αναστάτωση; Πόση ακριβώς υποταγή έχεις μέσα σου; Το γεγονός ότι όλη αυτή η αναστάτωση και ο πόνος δεν επηρέασαν την υποταγή του Αβραάμ αποδεικνύει πως αυτή η υποταγή ήταν αληθινή, δεν ήταν ψέμα. Αποτελούσε τη μαρτυρία ενός δημιουργημένου ανθρώπινου όντος για τον Θεό ενώπιον του Σατανά, ενώπιον των πάντων, ενώπιον όλης της πλάσης, και μάλιστα αυτή η μαρτυρία ήταν πάρα πολύ ισχυρή, πάρα πολύ πολύτιμη!
Στις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ, καθώς και στην ιστορία του Ιώβ, ποιο ακριβώς ήταν το στοιχείο στη συμπεριφορά και την ομιλία τους, αλλά και στη στάση τους και σε κάθε τους λέξη και πράξη όταν έπεφταν σ’ αυτούς τα λόγια και οι ενέργειες του Θεού, το οποίο συγκίνησε τόσο πολύ τις επόμενες γενιές; Αυτό που συγκίνησε περισσότερο τους ανθρώπους όσον αφορά τη στάση αυτών των τριών ατόμων απέναντι στα λόγια του Θεού, όσον αφορά τη συμπεριφορά, την ομιλία και τη στάση τους αφότου άκουγαν τα λόγια του Θεού, κι αφότου άκουγαν τις εντολές και τις απαιτήσεις του Θεού, είναι το πόσο αγνή και επίμονη ήταν η ειλικρίνειά τους απέναντι στον Θεό, στον Δημιουργό. Για τους σημερινούς ανθρώπους, αυτή η αγνότητα και η επιμονή θα μπορούσε να θεωρηθεί ανοησία και εμμονή· για Εμένα, όμως, η αγνότητα και η επιμονή τους ήταν τα πιο συγκινητικά τους χαρακτηριστικά κι αυτά που Με άγγιξαν περισσότερο και, ακόμα περισσότερο από αυτό, αυτά που φαντάζουν τόσο μακρινά στους άλλους ανθρώπους. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους εκτίμησα και είδα με τα μάτια Μου πώς είναι ένας καλός άνθρωπος· από τη συμπεριφορά και την ομιλία τους, καθώς και από τη στάση τους όταν έρχονταν αντιμέτωποι με τα λόγια του Θεού και όταν άκουγαν τα λόγια του Θεού, βλέπω πώς είναι οι άνθρωποι που θεωρεί ο Θεός δίκαιους και τέλειους. Και ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό συναίσθημα που βιώνω αφότου διάβασα και κατανόησα τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων; Είναι η βαθιά ανάμνηση αυτών των ατόμων, η σύνδεση μαζί τους και η μεγάλη Μου αγάπη γι’ αυτά. Δεν πρόκειται για ένα αίσθημα συγκίνησης; Γιατί, άραγε, έχω ένα τέτοιο συναίσθημα; Σε ολόκληρη τη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας, κανένα βιβλίο ιστορίας δεν εστίασε στο να καταγράψει, να επαινέσει και να διαδώσει τις ιστορίες αυτών των τριών ανθρώπων ούτε και χρησιμοποίησε κανείς τις ιστορίες τους για να επιμορφώσει τις επόμενες γενιές ή τους αντιμετώπισε ως άξιους για να τους μιμηθούν οι επόμενες γενιές. Υπάρχει, όμως, κάτι που δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι του κόσμου: Σε διαφορετικούς καιρούς, ο καθένας από αυτούς τους τρεις ανθρώπους άκουσε και κάτι άλλο από τον Θεό, ο καθένας τους έλαβε και μια διαφορετική ανάθεση από τον Θεό, ο καθένας τους αποδέχτηκε από τον Θεό και μια διαφορετική απαίτηση, ο καθένας τους έκανε και κάτι διαφορετικό για τον Θεό, και έφερε σε πέρας και ένα διαφορετικό έργο που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός· κι όμως, όλοι τους είχαν κάτι κοινό μεταξύ τους. Τι ήταν αυτό; Όλοι τους ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του Θεού. Αφού άκουσαν όσα είπε ο Θεός, μπόρεσαν να αποδεχθούν όσα τους εμπιστεύτηκε και τους ζήτησε ο Θεός, και στη συνέχεια μπόρεσαν να υποταχθούν σε όλα όσα είπε ο Θεός, μπόρεσαν να υποταχθούν στο καθετί που άκουσαν να απαιτεί από αυτούς ο Θεός. Με ποιες πράξεις τους ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του Θεού; Μέσα σε όλη την ανθρωπότητα, αυτοί έγιναν υπόδειγμα ανθρώπων που άκουσαν τα λόγια του Θεού, που τα αποδέχθηκαν και που υποτάχθηκαν σ’ αυτά, και κατέθεσαν ηχηρή μαρτυρία στον Θεό, σε πείσμα του Σατανά. Αφού ήταν υπόδειγμα για την ανθρωπότητα, αλλά και τέλειοι και δίκαιοι στα μάτια του Θεού, ποια είναι, τελικά, η πιο σημαντική πληροφορία που αντλούμε από όλα αυτά; Ότι τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός, ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν όσα λέει ο Θεός, που με την καρδιά τους ακούνε, συλλαμβάνουν, αντιλαμβάνονται και κατανοούν τα λόγια του Δημιουργού, υποτάσσονται σε αυτά και τα εφαρμόζουν· τέτοιοι άνθρωποι είναι οι αγαπημένοι του Θεού. Σε όσο μεγάλες δοκιμές και δοκιμασίες κι αν τους υποβάλει ο Θεός προτού επιβεβαιώσει ότι οι πράξεις τους είναι δίκαιες, μόλις καταθέσουν ηχηρή μαρτυρία για τον Θεό, τότε γίνονται ό,τι πολυτιμότερο στα χέρια του Θεού και γίνονται αυτοί που θα ζουν για πάντα στα μάτια του Θεού. Αυτό το γεγονός αντλούμε. Αυτό θέλω να σας πω μέσα από τη συναναστροφή πάνω στις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ, και αυτό πρέπει να κατανοήσετε. Εμμέσως πλην σαφώς, αυτοί που ακόμα δεν κατανοούν τα λόγια του Δημιουργού, που ακόμα δεν γνωρίζουν ότι το να ακούνε τα λόγια του Δημιουργού αποτελεί ευθύνη, υποχρέωση και καθήκον τους, και που αγνοούν ότι το να αποδέχεται κανείς τα λόγια του Δημιουργού και να υποτάσσεται σε αυτά είναι η στάση που οφείλουν να τηρούν οι δημιουργημένοι άνθρωποι, αυτούς, για όσα χρόνια κι αν ακολουθούν τον Θεό, ο Θεός θα τους αποκλείσει. Ο Θεός δεν θέλει τέτοιους ανθρώπους, τους σιχαίνεται τέτοιους ανθρώπους. Όμως πόσοι άνθρωποι ακριβώς είναι τελικά σε θέση να ακούσουν τα λόγια του Δημιουργού, να τα αποδεχθούν και να υποταχθούν πλήρως σε αυτά; Όσοι μπορούν. Όσοι ακολουθούν τον Θεό εδώ και πολλά χρόνια, αλλά σιχαίνονται ακόμα την αλήθεια, παραβιάζουν απροκάλυπτα τις αρχές, και αδυνατούν να αποδεχθούν τα λόγια του Θεού και να υποταχθούν σε αυτά είτε ακούγονται από κοντά είτε στο πνευματικό βασίλειο, αυτοί θα έρθουν στο τέλος αντιμέτωποι με μία έκβαση: τον αποκλεισμό.
Έχουν περάσει πλέον τριάντα χρόνια από τότε που ο Θεός ενσαρκώθηκε και ήρθε να κάνει το έργο Του στη γη. Έχει πει πολλά λόγια και έχει εκφράσει πολλές αλήθειες. Όπως κι αν μιλάει, όποιες μεθόδους ομιλίας κι αν χρησιμοποιεί, όσο περιεχόμενο κι αν εκφράζει, έχει μόνο μία απαίτηση από τους ανθρώπους, κι αυτή είναι να ακούνε, να αποδέχονται και να υποτάσσονται. Πολλοί, ωστόσο, δεν μπορούν να συλλάβουν ούτε να εκτελέσουν αυτήν την απλούστατη απαίτηση. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα και δείχνει ότι η ανθρωπότητα είναι πολύ βαθιά διεφθαρμένη, δυσκολεύεται πολύ να αποδεχθεί την αλήθεια και δεν είναι εύκολο να σωθεί. Ακόμα και τώρα, στο πλαίσιο που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό, καθώς και το γεγονός ότι ο ενσαρκωμένος Θεός είναι ο ίδιος ο Θεός, ακόμα εναντιώνονται στον Θεό, Τον αψηφούν και απορρίπτουν τον λόγο Του και τις απαιτήσεις Του. Φτάνουν ακόμα και στο σημείο να εξετάζουν, να αναλύουν, να απορρίπτουν τα λόγια που λέει η ενσάρκωση του Θεού και να αδιαφορούν απέναντι σ’ αυτά, χωρίς να κατανοούν πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τα δημιουργήματα τον λόγο του Θεού και ποια στάση πρέπει να τηρούν απέναντι στον λόγο του Θεού. Αυτό είναι στ’ αλήθεια λυπηρό. Ακόμα και τώρα, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ποιοι είναι, σε ποια θέση πρέπει να βρίσκονται ή τι πρέπει να κάνουν. Κάποιοι φτάνουν ακόμα και στο σημείο να παραπονιούνται συνεχώς για τον Θεό, λέγοντας: «Γιατί εκφράζει συνεχώς αλήθειες στο έργο Του ο Θεός; Γιατί απαιτεί συνεχώς να αποδεχόμαστε την αλήθεια; Όταν ο Θεός μιλάει και εργάζεται, πρέπει να μας συμβουλεύεται και δεν πρέπει να μας κάνει πάντα τη ζωή δύσκολη. Δεν έχουμε λόγο να υπακούμε απόλυτα σ’ Εκείνον, θέλουμε ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερία, πρέπει να σηκώσουμε το χέρι για να ψηφίσουμε σχετικά με τις απαιτήσεις που διατυπώνει ο Θεός για εμάς, και επιπλέον να κάνουμε συζητήσεις και να καταλήξουμε σε ομόφωνες αποφάσεις. Στον οίκο του Θεού πρέπει να επικρατεί η δημοκρατία και πρέπει όλοι μαζί να παίρνουν τις τελικές αποφάσεις». Πολλοί άνθρωποι διατηρούν αυτήν την άποψη ακόμα και τώρα και, παρότι δεν την λένε ανοιχτά, την έχουν στην καρδιά τους. Αν Εγώ δεν δικαιούμαι να σου ζητήσω τίποτα, αν Εγώ δεν δικαιούμαι να ζητήσω να υπακούς σε όσα λέω ούτε να απαιτήσω την απόλυτη υποταγή σου σε όσα λέω, τότε ποιος το δικαιούται; Αν πιστεύεις πως ο Θεός στους ουρανούς δικαιούται να κάνει κάτι τέτοιο, και πως ο Θεός στους ουρανούς δικαιούται να σου μιλάει από τον ουρανό με βροντές, πολύ ωραία! Αυτό σημαίνει πως δεν θα χρειαστεί να είμαι υπομονετικός και ειλικρινής ούτε να χάνω το σάλιο Μου μιλώντας σ’ εσένα· δεν θέλω να σου πω τίποτα άλλο. Αν πιστεύεις πως ο Θεός στους ουρανούς δικαιούται να σου μιλάει από τον ουρανό κι από τα σύννεφα, τότε κάτσε και άκου, πήγαινε κι αναζήτησε τα λόγια Του· περίμενε ο Θεός που βρίσκεται στους ουρανούς να σου μιλήσει στον ουρανό, στα σύννεφα, μες στη φωτιά. Ένα πράγμα, όμως, πρέπει να ξέρεις καλά: Αν έρθει αυτή η μέρα, τότε θα έχει έρθει κι η στιγμή να πεθάνεις. Θα ήταν καλύτερα να μην έρθει αυτή η μέρα. «Θα ήταν καλύτερα να μην έρθει αυτή η μέρα»· τι να σημαίνουν αυτά τα λόγια; Ο Θεός έγινε άνθρωπος ώστε να μιλήσει ο ίδιος στον άνθρωπο πρόσωπο με πρόσωπο και να δώσει αλήθειες που λένε στους ανθρώπους όλα όσα πρέπει να κάνουν, κι όμως εκείνοι είναι περιφρονητικοί κι αστόχαστοι· κρυφά μέσα τους αντιστέκονται στον Θεό και Τον ανταγωνίζονται. Δεν επιθυμούν να ακούσουν και πιστεύουν πως ο Θεός που βρίσκεται στη γη δεν έχει δικαίωμα να κυβερνά τους ανθρώπους. Αυτή η στάση που κρατούν οι άνθρωποι δίνει χαρά στον Θεό ή Τον εκνευρίζει; (Τον εκνευρίζει.) Και τι θα κάνει ο Θεός όταν εκνευριστεί; Οι άνθρωποι θα έρθουν αντιμέτωποι με την οργή του Θεού· το κατανοείτε αυτό, έτσι; Με την οργή του Θεού, όχι με τις δοκιμασίες του Θεού· πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες. Όταν πέφτει πάνω στους ανθρώπους η οργή του Θεού, τότε βρίσκονται σε κίνδυνο. Νομίζετε πως ο Θεός οργίζεται με όσους αγαπάει; Οργίζεται με όσους είναι άξιοι να ζουν στο φως της όψης Του; (Όχι.) Με τι είδους ανθρώπους οργίζεται ο Θεός; Για όσους Τον ακολουθούν εδώ και πολλά χρόνια κι όμως ακόμα δεν κατανοούν τα λόγια Του, για όσους ακόμα δεν έμαθαν πως πρέπει να ακούνε τα λόγια του Θεού, για όσους δεν έχουν επίγνωση πως πρέπει να αποδέχονται τα λόγια του Θεού και να υποτάσσονται σε αυτά, ο Θεός νιώθει αποστροφή και απέχθεια για τέτοιους ανθρώπους και δεν επιθυμεί να τους σώσει. Αυτό το κατανοείτε, έτσι; Ποια θα πρέπει, λοιπόν, να είναι η στάση των ανθρώπων απέναντι στον Θεό, στον ενσαρκωμένο Θεό και στην αλήθεια; (Πρέπει να ακούμε, να αποδεχόμαστε και να υποτασσόμαστε.) Πολύ σωστά. Πρέπει να ακούτε, να αποδέχεστε και να υποτάσσεστε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απλό απ’ αυτό. Αφού ακούσετε, πρέπει να αποδεχθείτε μέσα σας. Αν κάτι δεν μπορείτε να το αποδεχθείτε, πρέπει να συνεχίσετε την αναζήτηση μέχρι να είστε σε θέση να το αποδεχθείτε πλήρως· έπειτα, μόλις το αποδεχθείτε, πρέπει να υποταχθείτε. Τι σημαίνει να υποτάσσεται κανείς; Σημαίνει να ασκείται και να εφαρμόζει. Μην απορρίπτετε κάτι αφού το ακούσετε, ενώ εξωτερικά υπόσχεστε πως θα το κάνετε, το σημειώνετε, το κατοχυρώνετε γραπτώς, το ακούτε με τα αυτιά σας, αλλά δεν το παίρνετε σοβαρά κι απλώς συνεχίζετε να κάνετε ό,τι κάνατε και πριν, κάνετε αυτό που θέλετε όταν έρθει η ώρα να δράσετε, κι αυτό που γράψατε το τοποθετείτε στο πίσω μέρος του μυαλού σας και το αντιμετωπίζετε ως κάτι ασήμαντο. Αυτό δεν είναι υποταγή. Αληθινή υποταγή στα λόγια του Θεού σημαίνει να τα ακούτε και να τα αντιλαμβάνεστε με την καρδιά σας, και να τα αποδέχεστε αληθινά· να τα αποδέχεστε ως αναπόφευκτη ευθύνη. Το ζήτημα δεν είναι να πεις απλώς πως αποδέχεσαι τα λόγια του Θεού· αντίθετα, είναι να αποδεχθείς τα λόγια Του με την καρδιά σου, να μετατρέψεις αυτήν την αποδοχή σε πρακτικές ενέργειες και να εφαρμόσεις τα λόγια Του χωρίς να αποκλίνεις καθόλου. Αν όλα όσα σκέφτεσαι, όλα όσα αναλαμβάνεις να κάνεις και όλο το τίμημα που πληρώνεις είναι για να ικανοποιήσεις τις απαιτήσεις του Θεού, τότε εφαρμόζεις τα λόγια του Θεού. Τι συνεπάγεται η «υποταγή»; Συνεπάγεται την άσκηση και την εφαρμογή, το να κάνεις τα λόγια του Θεού πραγματικότητα. Αν γράφεις σε ένα τετράδιο και μεταφέρεις στο χαρτί τα λόγια που λέει ο Θεός και τις απαιτήσεις Του, χωρίς όμως να τα καταγράφεις στην καρδιά σου, και κάνεις ό,τι θέλεις όταν έρχεται η ώρα να δράσεις, και φαίνεται εξωτερικά σαν να έκανες όσα ζήτησε ο Θεός, αλλά εσύ τα έκανες σύμφωνα με τη δική σου βούληση, τότε ούτε ακούς ούτε αποδέχεσαι τα λόγια του Θεού, ούτε υποτάσσεσαι σ’ αυτά· σιχαίνεσαι την αλήθεια, παραβιάζεις απροκάλυπτα τις αρχές και περιφρονείς τις διευθετήσεις του οίκου του Θεού. Επαναστατείς.
Κάποτε, εμπιστεύτηκα κάποιον να κάνει κάτι. Καθώς του εξηγούσα την εργασία, την κατέγραφε προσεκτικά στο σημειωματάριό του. Είδα πόσο προσεκτικός ήταν στην καταγραφή —φαινόταν να έχει αίσθημα φορτίου για τη δουλειά και μια προσεκτική, υπεύθυνη στάση. Έχοντας μεταθέσει τη δουλειά σ’ αυτόν, περίμενα κάποια ενημέρωση. Πέρασαν δύο εβδομάδες, κι ακόμη δεν Με είχε ειδοποιήσει για τίποτα. Έτσι, ανέλαβα ο ίδιος να τον βρω και τον ρώτησα πώς πήγαινε η εργασία που του είχα αναθέσει. Είπε: «Αμάν —το ξέχασα! Πες μου ξανά τι ήταν». Πώς σας φαίνεται η απάντησή του; Αυτή ήταν η στάση που είχε όταν έκανε κάποια δουλειά. Σκέφτηκα: «Αυτό το άτομο είναι πραγματικά αναξιόπιστο. Φύγε μακριά Μου, και γρήγορα! Δεν θέλω να σε ξαναδώ!» Έτσι αισθάνθηκα. Θα σας πω λοιπόν κάτι που είναι γεγονός: δεν πρέπει ποτέ να συνδέετε τα λόγια του Θεού με τα ψέματα ενός απατεώνα —αυτό ο Θεός το απεχθάνεται. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι είναι εξίσου καλοί όσο και ο λόγος τους, ότι ο λόγος τους είναι εγγύηση. Αν είναι έτσι, τότε, όσον αφορά τα λόγια του Θεού, μπορούν να πράττουν όπως λένε αυτά τα λόγια όταν τ’ ακούνε; Μπορούν να τα εφαρμόσουν τόσο προσεκτικά όσο και τις προσωπικές τους υποθέσεις; Κάθε πρόταση του Θεού είναι σημαντική. Δεν κάνει πλάκα. Αυτό που λέει, οι άνθρωποι πρέπει να το εφαρμόζουν και να το εκτελούν. Όταν μιλάει ο Θεός, συμβουλεύεται τους ανθρώπους; Σίγουρα όχι. Σου κάνει ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής; Σίγουρα όχι. Εάν μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι τα λόγια Του Θεού και η αποστολή από Εκείνον είναι εντολές, ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάνει ό,τι λένε και να τα εφαρμόζει, τότε έχεις υποχρέωση να τα εφαρμόσεις και να τα εκτελέσεις. Εάν πιστεύεις ότι τα λόγια του Θεού είναι απλώς κάποιο αστείο, απλώς σχόλια που μπορεί να κάνει κάποιος —ή να μην κάνει— ανάλογα με το κέφι του, και τ’ αντιμετωπίζεις αναλόγως, τότε δεν έχεις καθόλου λογική και δεν είσαι κατάλληλος να ονομάζεσαι άνθρωπος. Ο Θεός δεν θα σου ξαναμιλήσει ποτέ. Εάν κάποιος κάνει πάντα τις δικές του επιλογές όσον αφορά τις απαιτήσεις του Θεού, τις εντολές Του και την ανάθεσή Του, και τα αντιμετωπίζει αυτά με επιπόλαια στάση, τότε ανήκει στο είδος του ανθρώπου που σιχαίνεται ο Θεός. Στα πράγματα που σε διατάζω και σου αναθέτω απευθείας, εάν με χρειάζεσαι διαρκώς να σε επιβλέπω και να σε παροτρύνω, να σε παρακολουθώ, εάν με κάνεις συνεχώς ν’ ανησυχώ και να κάνω έρευνες, εάν απαιτείς να ελέγχω τα πάντα για σένα σε κάθε βήμα, τότε θα πρέπει να αποκλειστείς. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν αποκλειστεί αυτήν τη στιγμή από τον οίκο του Θεού. Τους δίνω οδηγίες για μερικά θέματα κι έπειτα τους ρωτώ: «Τα γράψατε όλα αυτά; Είναι ξεκάθαρα; Μήπως έχετε κάποια ερώτηση;» Κι εκείνοι απαντούν: «Όλα τα έγραψα, κανένα πρόβλημα, δεν χρειάζεται να ανησυχείς!» Συμφωνούν πολύ εύκολα με τις οδηγίες, φτάνουν ακόμα και στο σημείο να βάζουν το χέρι στην καρδιά και να Μου ορκίζονται. Στην πραγματικότητα, όμως, αφότου συμφωνήσουν, πρόκειται να τα εφαρμόσουν όλα αυτά; Όχι, απλώς εξαφανίζονται χωρίς κανένα ίχνος και δεν δίνουν πια σημεία ζωής. Κάνουν αμέσως ό,τι τους αρέσει, ενεργώντας γρήγορα και αποφασιστικά. Συμφωνούν πρόθυμα με όσα τους εμπιστεύομαι, έπειτα, όμως, απλώς τα αγνοούν, και όταν αργότερα τους ξαναρωτάω επί του θέματος, βλέπω πως δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει καμία απολύτως συνείδηση ούτε λογική. Δεν είναι άξιος για τίποτα και είναι ανάξιος να εκτελέσει κάποιο καθήκον. Είναι χειρότερος κι από γουρούνι ή από σκύλο. Όταν κάποιος έχει ένα μαντρόσκυλο, αυτό το σκυλί βοηθάει στη φύλαξη του σπιτιού και της αυλής όταν έρχονται άγνωστοι κι εκείνος λείπει. Πολλοί άνθρωποι δεν είναι καν ισάξιοι με τους σκύλους στην εκτέλεση εργασιών. Μερικοί άνθρωποι πρέπει πάντα να έχουν κάποιον να τους επιτηρεί προκειμένου να κάνουν έστω και λίγο απ’ το καθήκον τους, και πρέπει πάντα κάποιος να τους κλαδεύει και να τους προσέχει προκειμένου να κάνουν οτιδήποτε. Είναι εκτέλεση καθήκοντος αυτή; Αυτοί οι άνθρωποι είναι ψεύτες! Αν δεν είχαν σκοπό να το κάνουν, τότε γιατί συμφώνησαν; Κάτι τέτοιο δεν είναι σκόπιμη εξαπάτηση των άλλων; Αν θεωρούσαν πως η εργασία θα ήταν δύσκολη, τότε γιατί δεν το είπαν νωρίτερα; Γιατί υποσχέθηκαν να την εκτελέσουν και μετά δεν προχώρησαν στην εκτέλεση; Αν εξαπατήσουν άλλους ανθρώπους, εκείνοι δεν μπορούν να τους κάνουν τίποτα· ποιες είναι οι συνέπειες, όμως, αν εξαπατήσουν τον Θεό; Ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει να τακτοποιηθεί και να αποκλειστεί! Δεν πιστεύετε πως όσοι σιχαίνονται την αλήθεια και παραβιάζουν απροκάλυπτα τις αρχές είναι κακοί άνθρωποι; Είναι όλοι τους κακοί άνθρωποι, είναι όλοι τους δαίμονες και πρέπει να αποκλειστούν! Αυτοί οι άνθρωποι, επειδή ενεργούν άσκοπα, παραβιάζουν τις αρχές, δείχνουν επαναστατικότητα και ανυπακοή, ιδρύουν το δικό τους βασίλειο και είναι τεμπέληδες κι ανεύθυνοι, έχουν επιφέρει μεγάλες απώλειες στην εκκλησία! Ποιος αντέχει να δώσει αποζημίωση για τέτοιες απώλειες; Κανένας δεν μπορεί να επωμιστεί τέτοια ευθύνη. Αυτοί οι άνθρωποι παραπονιούνται και παραμένουν αμετάπειστοι κι ανικανοποίητοι όταν κλαδεύονται. Δεν είναι παράλογοι διάβολοι αυτοί οι άνθρωποι; Στ’ αλήθεια, τίποτα δεν μπορεί να τους βοηθήσει πια και θα έπρεπε να είχαν αποκλειστεί από καιρό!
Κατανοείτε τι θέλουν να πουν οι ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ πάνω στις οποίες συναναστραφήκαμε σήμερα; Είναι υψηλές οι απαιτήσεις του Θεού από τον άνθρωπο; (Όχι.) Όσα απαιτεί ο Θεός από τον άνθρωπο θα έπρεπε να θεωρούνται τα πλέον θεμελιώδη για ένα δημιούργημα· οι απαιτήσεις Του δεν είναι καθόλου υψηλές, είναι εντελώς πρακτικές και εντελώς ρεαλιστικές. Οι άνθρωποι, για να τους εγκρίνει ο Θεός, πρέπει να έχουν αληθινή πίστη και απόλυτη υπακοή· μόνο όσοι έχουν αυτά τα δύο σώζονται πραγματικά. Για όσους, όμως, είναι βαθιά διεφθαρμένοι, για όσους σιχαίνονται την αλήθεια και αποστρέφονται τα θετικά πράγματα, καθώς και για όσους εχθρεύονται την αλήθεια, τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από αυτά τα δύο πράγματα! Κάτι τέτοιο μπορούν να το πετύχουν μόνο εκείνοι που έχουν μια αγνή καρδιά, ανοιχτή απέναντι στον Θεό, που διαθέτουν ανθρώπινη φύση, λογική, συνείδηση, και που αγαπούν τα θετικά πράγματα. Τα έχετε μέσα σας όλα αυτά; Και ποιος έχει μέσα του την επιμονή και την αγνότητα που πρέπει να διαθέτουν οι άνθρωποι; Ως προς την ηλικία, όλοι εσείς που κάθεστε εδώ είστε νεότεροι από τον Νώε κι από τον Αβραάμ, κι όμως, ως προς την αγνότητα, δεν μπορείτε να συγκριθείτε μαζί τους. Δεν έχετε μέσα σας αγνότητα, ευφυΐα και σοφία· απ’ την άλλη, μικροπρέπεια και δόλος δεν σας λείπουν καθόλου. Πώς, λοιπόν, μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα; Υπάρχει τρόπος να εκπληρωθούν οι απαιτήσεις του Θεού; Υπάρχει μονοπάτι; Από πού να ξεκινήσει κανείς; (Από το να ακούει τα λόγια του Θεού.) Πολύ σωστά: από το να μάθει να ακούει και να υποτάσσεται. Λένε κάποιοι: «Μερικές φορές, όσα λέει ο Θεός δεν είναι η αλήθεια και δεν είναι εύκολο να υποταχθεί κανείς σ’ αυτά. Αν ο Θεός έλεγε λίγα λόγια αλήθειας, η υποταγή θα ήταν εύκολη». Είναι σωστά αυτά τα λόγια; (Όχι.) Τι ανακαλύψατε στις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ που συζητήσαμε σήμερα; Η υπακοή στα λόγια του Θεού και η υποταγή στις απαιτήσεις του Θεού είναι επιτακτικό καθήκον του ανθρώπου. Κι αν ο Θεός πει κάτι που δεν συμφωνεί με τις αντιλήψεις του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος δεν πρέπει ούτε να το αναλύει ούτε να το εξετάζει. Όποιον κι αν καταδικάσει ή αποκλείσει ο Θεός, σε όσους ανθρώπους κι αν προκαλέσει έτσι αντιλήψεις και αντίσταση, η ταυτότητα του Θεού, η ουσία Του, η διάθεσή Του και η θέση Του παραμένουν αμετάβλητες για πάντα. Παραμένει Θεός παντοτινά. Αφού δεν έχεις αμφιβολία ότι είναι ο Θεός, τότε η μόνη σου ευθύνη, το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να υπακούσεις σ’ αυτό που λέει και να ασκηθείς σύμφωνα με τα λόγια Του· αυτό είναι το μονοπάτι της άσκησης. Ένα δημιούργημα δεν πρέπει να εξετάζει, να αναλύει, να συζητάει, να απορρίπτει, να αντικρούει τα λόγια του Θεού, να επαναστατεί εναντίον τους ή να τα αρνείται· κάτι τέτοιο το σιχαίνεται ο Θεός και δεν επιθυμεί να το βλέπει στον άνθρωπο. Πώς ακριβώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα λόγια του Θεού; Πώς πρέπει να ασκείσαι; Στην πραγματικότητα, είναι πολύ απλό: μάθε να υπακούς σ’ αυτά, να τα ακούς με την καρδιά σου, να τα αποδέχεσαι με την καρδιά σου, να τα κατανοείς και να τα αντιλαμβάνεσαι με την καρδιά σου, κι έπειτα να τα κάνεις πράξη και να τα εφαρμόζεις με την καρδιά σου. Όσα ακούς και αντιλαμβάνεσαι μέσα σου πρέπει να είναι στενά συνδεδεμένα με την άσκησή σου. Μην τα διαχωρίζεις μεταξύ τους· τα πάντα, αυτά που κάνεις πράξη, αυτά στα οποία υποτάσσεσαι, αυτά που κάνεις με τα ίδια σου τα χέρια, όλα αυτά για τα οποία πασχίζεις, πρέπει να συσχετίζονται με τα λόγια του Θεού, κι έπειτα πρέπει να ασκείσαι σύμφωνα με τα λόγια Του και να τα εφαρμόζεις μέσα από τις ενέργειές σου. Αυτό σημαίνει να υποτάσσεσαι στα λόγια του Δημιουργού. Αυτό είναι το μονοπάτι όπου κάνεις πράξη τα λόγια του Θεού.
18 Ιουλίου, 2020