Παράρτημα δεύτερο: Πώς ο Νώε και ο Αβραάμ υπάκουσαν στα λόγια του Θεού και υποτάχθηκαν σ’ Αυτόν (Μέρος πρώτο)
I. Ο Νώε έφτιαξε την κιβωτό
Σήμερα θα σας πω, για αρχή, αρκετές ιστορίες. Ακούστε το θέμα για το οποίο θα μιλάω για να δείτε αν συνδέεται καθόλου με τα θέματα που καλύψαμε στο παρελθόν. Αυτές οι ιστορίες δεν είναι βαθυστόχαστες, λογικά θα τις κατανοήσετε όλοι. Τις έχουμε ξαναπεί αυτές τις ιστορίες, είναι παλιές ιστορίες. Πρώτη είναι η ιστορία του Νώε. Τον καιρό του Νώε, η ανθρωπότητα ήταν αφάνταστα διεφθαρμένη. Οι άνθρωποι λάτρευαν είδωλα, αντιστέκονταν στον Θεό και διέπρατταν κάθε είδους κακές πράξεις. Το κακό που έκαναν ήταν ορατό στα μάτια του Θεού, τα λόγια που έλεγαν έφταναν στ’ αυτιά του Θεού, κι ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει αυτό το ανθρώπινο γένος με έναν κατακλυσμό, να αφανίσει αυτόν τον κόσμο. Άραγε, λοιπόν, εξαλείφθηκαν όλοι οι άνθρωποι και δεν έμεινε ούτε ένας; Όχι. Ένας άνθρωπος ήταν τυχερός, ο Θεός τού έδειξε εύνοια και δεν τον έβαλε στο στόχαστρο της καταστροφής: Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Νώε. Ο Νώε θα παρέμενε ζωντανός αφότου ο Θεός θα κατέστρεφε τον κόσμο με κατακλυσμό. Ο Θεός, αφού αποφάσισε ότι θα έδινε τέλος σ’ αυτήν την εποχή και θα κατέστρεφε αυτό το ανθρώπινο γένος, έκανε κάτι. Τι ήταν αυτό; Μια μέρα, φώναξε στον Νώε απ’ τον ουρανό. Είπε: «Νώε, το κακό αυτού του ανθρώπινου γένους έφτασε στ’ αυτιά Μου και αποφάσισα να καταστρέψω αυτόν τον κόσμο με κατακλυσμό. Θα φτιάξεις μια κιβωτό από ξύλο ακακίας. Θα σου δώσω τις διαστάσεις της κιβωτού, κι εσύ πρέπει να συγκεντρώσεις όλων των ειδών τα ζωντανά πλάσματα και να τα τοποθετήσεις στην κιβωτό. Όταν ολοκληρωθεί η κιβωτός και μέσα της συγκεντρωθούν ένα αρσενικό και ένα θηλυκό από κάθε ζωντανό πλάσμα που δημιούργησε ο Θεός, θα έρθει η μέρα του Θεού. Τότε, θα σου δώσω ένα σημάδι». Αφού είπε αυτά τα λόγια, ο Θεός αναχώρησε. Κι ο Νώε, αφού άκουσε τα λόγια του Θεού, άρχισε να εκτελεί μία προς μία τις εργασίες που του είχε πει ο Θεός, χωρίς να παραλείψει ούτε μία. Τι έκανε; Έψαξε το ξύλο ακακίας που είχε αναφέρει ο Θεός, καθώς και τα διάφορα υλικά που ήταν απαραίτητα για να φτιάξει την κιβωτό. Ετοιμάστηκε, επίσης, για τη συγκέντρωση και τη φροντίδα των ζωντανών πλασμάτων από όλα τα είδη. Και τα δύο αυτά σπουδαία εγχειρήματα χαράχτηκαν στην καρδιά του. Από τη στιγμή που ο Θεός ανέθεσε την κατασκευή της κιβωτού στον Νώε, ο Νώε δεν σκέφτηκε ποτέ: «Πότε θα καταστρέψει ο Θεός τον κόσμο; Πότε θα μου δώσει το σήμα ότι θα το κάνει;» Αντί να συλλογίζεται τέτοια ζητήματα, ο Νώε πήρε στα σοβαρά κάθε τι που του είχε πει ο Θεός κι έπειτα εκτέλεσε το καθένα από αυτά. Αφού αποδέχτηκε όσα του εμπιστεύτηκε ο Θεός, ο Νώε ξεκίνησε να πραγματοποιεί και να εκτελεί την κατασκευή της κιβωτού για την οποία μίλησε ο Θεός, ως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του, χωρίς την παραμικρή απροσεξία. Οι μέρες περνούσαν, τα χρόνια περνούσαν, μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Ο Θεός δεν επέβλεπε ποτέ τον Νώε, ενθαρρύνοντάς τον, αλλά καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Νώε επέμενε στο σημαντικό έργο που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Κάθε λόγος και κάθε φράση που είχε πει ο Θεός ήταν χαραγμένα στην καρδιά του Νώε σαν λέξεις χαραγμένες πάνω σε πέτρινη πλάκα. Αδιαφορώντας για τις αλλαγές στον έξω κόσμο, για τον χλευασμό των γύρω του, για τις δυσχέρειες ή τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, επέμεινε, καθ’ όλη τη διάρκεια, σε αυτό που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός, χωρίς ποτέ να απελπιστεί ή να σκεφτεί να τα παρατήσει. Τα λόγια του Θεού ήταν χαραγμένα στην καρδιά του Νώε και είχαν γίνει η καθημερινή του πραγματικότητα. Ο Νώε ετοίμασε κάθε ένα από τα υλικά που χρειάζονταν για την κατασκευή της κιβωτού, και το σχήμα και οι προδιαγραφές της κιβωτού που πρόσταξε ο Θεός έπαιρναν σταδιακά μορφή με κάθε προσεκτικό χτύπημα του σφυριού και της σμίλης του Νώε. Εν μέσω ανέμων και βροχών, και ανεξάρτητα από το πώς τον κορόιδευαν ή τον συκοφαντούσαν οι άνθρωποι, η ζωή του Νώε προχωρούσε με αυτόν τον τρόπο, χρόνο με τον χρόνο. Ο Θεός παρακολουθούσε κρυφά κάθε πράξη του Νώε, χωρίς ποτέ να του πει άλλη λέξη, και η καρδιά Του συγκινήθηκε από τον Νώε. Ο Νώε, ωστόσο, ούτε το γνώριζε ούτε το ένιωθε αυτό· από την αρχή μέχρι το τέλος, απλώς κατασκεύασε την κιβωτό και συγκέντρωσε κάθε λογής ζωντανό πλάσμα, με ακλόνητη πίστη στα λόγια του Θεού. Στην καρδιά του Νώε, τα λόγια του Θεού ήταν η ανώτερη οδηγία που όφειλε να ακολουθήσει και να εκτελέσει και ήταν η κατεύθυνση και ο στόχος ολόκληρης της ζωής του. Έτσι, ό,τι κι αν του έλεγε ο Θεός, ό,τι κι αν του ζητούσε ο Θεός να κάνει, ό,τι κι αν τον διέταζε να κάνει, ο Νώε το αποδεχόταν πλήρως και το έπαιρνε στα σοβαρά· το θεωρούσε ως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του και το χειριζόταν με τον ανάλογο τρόπο. Όχι μόνο δεν το ξεχνούσε, όχι μόνο το κρατούσε στην καρδιά του, αλλά και το πραγματοποιούσε στην καθημερινότητά του, χρησιμοποιώντας τη ζωή του για να αποδεχθεί και να εκτελέσει την αποστολή από τον Θεό. Και με αυτόν τον τρόπο, σανίδα με τη σανίδα, χτίστηκε η κιβωτός. Κάθε κίνηση του Νώε, κάθε μέρα του, ήταν αφιερωμένη στα λόγια και τις εντολές του Θεού. Μπορεί να μη φαινόταν ότι ο Νώε εκτελούσε σημαντικό εγχείρημα, αλλά στα μάτια του Θεού, ό,τι έκανε ο Νώε, ακόμη και κάθε βήμα του για να επιτύχει κάτι, κάθε εργασία που έκανε το χέρι του —όλα ήταν πολύτιμα, άξια μνήμης και άξια μίμησης από αυτήν την ανθρωπότητα. Ο Νώε τήρησε αυτό που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Ήταν ακλόνητος στην πεποίθησή του ότι κάθε λόγος που έλεγε ο Θεός ήταν αληθινός· δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Και ως αποτέλεσμα, η κιβωτός ολοκληρώθηκε και μπόρεσε να ζήσει πάνω της κάθε λογής ζωντανό πλάσμα. Ο Θεός, προτού καταστρέψει τον κόσμο, έδωσε στον Νώε ένα σημάδι, που τον προειδοποιούσε ότι πλησίαζε ο κατακλυσμός κι ότι έπρεπε να επιβιβαστεί στην κιβωτό χωρίς καθυστέρηση. Ο Νώε έκανε ακριβώς ό,τι του είπε ο Θεός. Όταν ο Νώε επιβιβάστηκε στην κιβωτό και ένας χείμαρρος ξεχύθηκε απ’ τους ουρανούς, είδε πως είχαν βγει αληθινά τα λόγια του Θεού, πως τα λόγια Του είχαν εκπληρωθεί: Η οργή του Θεού είχε πέσει πάνω στον κόσμο, και κανείς δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
Πόσα χρόνια πήρε στον Νώε να φτιάξει την κιβωτό; (120 χρόνια.) Τι αντιπροσωπεύουν 120 χρόνια για τους σημερινούς ανθρώπους; Είναι περισσότερα από μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή. Περισσότερα, ίσως, κι από δύο ανθρώπινες ζωές. Κι όμως, γι’ αυτά τα 120 χρόνια, ο Νώε έκανε μόνο ένα πράγμα, και μ’ αυτό το ίδιο πράγμα ασχολούνταν κάθε μέρα. Σ’ εκείνη την προβιομηχανική εποχή, μια εποχή πριν από την τεχνολογία της πληροφορικής και των επικοινωνιών, μια εποχή που όλα βασίζονταν στα δυο χέρια του ανθρώπου και στον σωματικό του μόχθο, ο Νώε έκανε το ίδιο πράγμα κάθε μέρα. Για 120 χρόνια, ούτε σταμάτησε ούτε τα παράτησε. Εκατόν είκοσι χρόνια: πώς μπορούμε να συλλάβουμε κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε κανένας άλλος μέσα στο ανθρώπινο γένος να παραμείνει αφοσιωμένος σε ένα πράγμα για 120 χρόνια; (Όχι.) Το ότι κανείς δεν θα μπορούσε να παραμείνει αφοσιωμένος σε ένα πράγμα για 120 χρόνια δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Κι όμως, υπήρξε ένας άνθρωπος που, για 120 χρόνια, έδειξε την ίδια απαράλλαχτη επιμονή σ’ αυτό που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί ούτε να τα παρατήσει, ανεπηρέαστος από κάθε εξωτερικό περιβάλλον, και στο τέλος το ολοκλήρωσε ακριβώς όπως του είχε πει ο Θεός. Τι είδους ζήτημα ήταν αυτό; Μέσα στο ανθρώπινο γένος, κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο, ασυνήθιστο –ακόμα και μοναδικό. Στη μακρά πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, μέσα σ’ όλα τα ανθρώπινα γένη που είχαν ακολουθήσει τον Θεό, κάτι τέτοιο ήταν χωρίς κανένα προηγούμενο. Όσον αφορά την τεράστια κλίμακα και τη δυσκολία που απαιτούνταν από πλευράς μηχανικής, τον βαθμό σωματικής προσπάθειας και εξάντλησης που απαιτούσε, καθώς και τη διάρκεια που χρειαζόταν, το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο· γι’ αυτό και, όταν το εκτέλεσε ο Νώε, επρόκειτο για μια μοναδική περίπτωση μέσα στην ανθρωπότητα, κι εκείνος παραμένει πρότυπο και υπόδειγμα για όλους εκείνους που ακολουθούν τον Θεό. Ο Νώε είχε ακούσει λίγο μόνο κήρυγμα, και εκείνη την εποχή ο Θεός δεν είχε εκφράσει πολλά λόγια, δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι ο Νώε δεν κατανοούσε πολλές αλήθειες. Δεν κατανοούσε τη σύγχρονη επιστήμη ή τη σύγχρονη γνώση. Ήταν ένας εξαιρετικά συνηθισμένος άνθρωπος, ένα τυπικό μέλος της ανθρώπινης φυλής. Ωστόσο, από μία άποψη, δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο: ήξερε να υπακούει στα λόγια του Θεού, ήξερε πώς να ακολουθεί και να συμμορφώνεται με τα λόγια του Θεού, ήξερε ποια είναι η θέση του ανθρώπου και μπορούσε να πιστεύει αληθινά και να υποτάσσεται αληθινά στα λόγια του Θεού —τίποτα περισσότερο. Αυτές οι λίγες απλές αρχές ήταν αρκετές για να επιτρέψουν στον Νώε να εκπληρώσει όλα όσα του είχε εμπιστευτεί ο Θεός, παρέμεινε δε σταθερός ως προς αυτό όχι μόνο μερικούς μήνες, ούτε κάποια χρόνια, ούτε αρκετές δεκαετίες, αλλά για πάνω από έναν αιώνα. Δεν είναι εκπληκτικός αυτός ο αριθμός; Ποιος θα μπορούσε να το κάνει αυτό εκτός από τον Νώε; (Κανένας.) Και γιατί όχι; Μερικοί λένε ότι οφείλεται στο ότι δεν κατανοούσε την αλήθεια —όμως αυτό δεν συνάδει με τα γεγονότα. Πόσες αλήθειες κατανοούσε ο Νώε; Γιατί ο Νώε ήταν ικανός για όλα αυτά; Οι σημερινοί πιστοί έχουν διαβάσει πολλά από τα λόγια του Θεού, κατανοούν μέρος της αλήθειας —άρα γιατί δεν είναι ικανοί γι’ αυτό; Άλλοι λένε ότι οφείλεται στις διεφθαρμένες διαθέσεις των ανθρώπων —όμως ο Νώε δεν είχε διεφθαρμένη διάθεση; Γιατί ο Νώε μπόρεσε να το πετύχει αυτό, όμως οι σημερινοί άνθρωποι δεν μπορούν; (Επειδή οι σημερινοί άνθρωποι δεν πιστεύουν τα λόγια του Θεού, ούτε τα αντιμετωπίζουν ή τα τηρούν ως αλήθεια.) Και γιατί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα λόγια του Θεού ως αλήθεια; Γιατί δεν είναι ικανοί να συμμορφωθούν με τα λόγια του Θεού; (Δεν έχουν θεοφοβούμενη καρδιά.) Όταν λοιπόν οι άνθρωποι δεν κατανοούν την αλήθεια, ούτε έχουν ακούσει πολλές αλήθειες, πώς προκύπτει μέσα τους μια θεοφοβούμενη καρδιά; (Πρέπει να έχουν ανθρώπινη φύση, καθώς και συνείδηση.) Σωστά. Στην ανθρώπινη φύση, πρέπει να υπάρχουν δύο πάρα πολύ πολύτιμα πράγματα: το πρώτο είναι η συνείδηση και το δεύτερο είναι η λογική της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Το να έχεις συνείδηση και τη λογική της κανονικής ανθρώπινης φύσης είναι το ελάχιστο πρότυπο για να είσαι άνθρωπος, είναι το ελάχιστο, βασικότερο πρότυπο για να μετρήσεις έναν άνθρωπο. Αυτό όμως απουσιάζει από τους σημερινούς ανθρώπους, κι έτσι όσες αλήθειες κι αν ακούν και κατανοούν, απέχουν πολύ από το να έχουν θεοφοβούμενη καρδιά. Ποια είναι λοιπόν η βασική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους σήμερα και τον Νώε; (Δεν έχουν ανθρώπινη φύση.) Και ποια είναι η ουσία αυτής της έλλειψης ανθρώπινης φύσης; (Είναι κτήνη και δαίμονες.) Το «κτήνη και δαίμονες» δεν ακούγεται πολύ ωραίο, όμως συνάδει με τα γεγονότα· ένας πιο ευγενικός τρόπος να το θέσει κανείς θα ήταν ότι δεν έχουν ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι που δεν έχουν ανθρώπινη φύση και λογική δεν είναι άνθρωποι, είναι κατώτεροι ακόμη κι από τα θηρία. Το ότι ο Νώε μπόρεσε να ολοκληρώσει την αποστολή από τον Θεό, οφείλεται στο ότι όταν άκουσε τα λόγια Του, μπόρεσε να τα κρατήσει γερά στην καρδιά του· γι’ αυτόν, η αποστολή από τον Θεό ήταν ένα διά βίου εγχείρημα, η πίστη του ήταν ακλόνητη, η θέλησή του αναλλοίωτη για εκατό χρόνια. Ο Θεός τού εμπιστεύτηκε την κατασκευή της κιβωτού επειδή είχε θεοφοβούμενη καρδιά, ήταν αληθινός άνθρωπος και είχε απόλυτη λογική. Άνθρωποι με τόση ανθρώπινη φύση, αλλά και λογική, όπως ο Νώε είναι πολύ σπάνιοι, θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεις άλλον.
Στην πραγματικότητα, ο Νώε ήταν ικανός μόνο για ένα πράγμα. Ήταν πολύ απλό: Αφού άκουσε τα λόγια του Θεού, τα εκτέλεσε, και μάλιστα χωρίς κανέναν συμβιβασμό. Ούτε είχε ποτέ καμία αμφιβολία, ούτε και τα παράτησε ποτέ. Συνέχισε να κάνει οτιδήποτε του ζητούσε ο Θεός, τα εκτελούσε και τα υλοποιούσε όλα αυτά όπως του έλεγε ο Θεός χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς να υπολογίζει ούτε το γιατί ούτε και τα κέρδη ή τις ζημίες του. Θυμόταν τα λόγια του Θεού: «Ο Θεός πρόκειται να καταστρέψει τον κόσμο. Πρέπει να φτιάξεις χωρίς καθυστέρηση μια κιβωτό και, όταν είναι έτοιμη κι έρθει η πλημμύρα, θα επιβιβαστείτε όλοι σας στην κιβωτό, κι όλοι όσοι δεν επιβιβαστούν στην κιβωτό θα χαθούν». Δεν γνώριζε πότε θα πραγματοποιούνταν όσα είχε αναφέρει ο Θεός· γνώριζε μόνο πως όσα αναφέρει ο Θεός εκπληρώνονται, πως όλα τα λόγια του Θεού είναι αληθινά, πως ούτε μία λέξη απ’ αυτά δεν είναι ψεύτικη και πως η στιγμή που θα πραγματοποιηθούν, το πότε θα υλοποιηθούν, είναι στο χέρι του Θεού. Γνώριζε πως η μόνη εργασία που είχε να κάνει εκείνη τη στιγμή ήταν να κρατήσει καλά μέσα του όσα του είχε πει ο Θεός κι έπειτα να μη χάσει καθόλου καιρό πριν τα κάνει πράξη. Τέτοιες σκέψεις έκανε ο Νώε. Αυτά σκεφτόταν, κι αυτά έκανε, κι αυτά είναι τα γεγονότα. Ποια είναι, λοιπόν, η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα σ’ εσάς και τον Νώε; (Εμείς, όταν ακούμε τα λόγια του Θεού, δεν προχωράμε στο να τα κάνουμε πράξη.) Αυτό είναι θέμα συμπεριφοράς· ποια είναι η ουσιώδης διαφορά; (Δεν έχουμε ανθρώπινη φύση.) Η διαφορά είναι πως ο Νώε είχε τα δύο απολύτως ελάχιστα πράγματα που πρέπει να έχει ο άνθρωπος: τη συνείδηση και τη λογική της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Εσείς δεν τα έχετε αυτά. Άραγε, δεν θα ήταν δίκαιο να πει κανείς πως ο Νώε μπορεί να λέγεται ανθρώπινο ον και πως εσείς δεν αξίζετε να λέγεστε κάτι τέτοιο; (Ναι.) Γιατί το λέω αυτό; Τα γεγονότα είναι μπροστά σας: Όσον αφορά αυτά που έκανε ο Νώε, όχι τα μισά, ούτε ένα ελάχιστο μέρος τους δεν θα μπορούσατε να κάνετε. Ο Νώε κατάφερε και επέμεινε για 120 χρόνια. Εσείς πόσα χρόνια θα μπορούσατε να επιμείνετε; 100; 50; 10; Πέντε; Δύο; Έξι μήνες; Ποιος από εσάς θα μπορούσε να επιμείνει για έξι μήνες; Θα μπορούσατε, για έξι μήνες συνεχόμενα, να βγαίνετε να ψάχνετε για τα ξύλα που ανέφερε ο Θεός, να τα κόβετε, να αφαιρείτε τον φλοιό, να αποξηραίνετε την ξυλεία, κι έπειτα να την κόβετε σε διάφορα σχήματα και μεγέθη; Οι περισσότεροι από εσάς κουνάτε το κεφάλι –ούτε για έξι μήνες δεν θα τα καταφέρνατε. Μήπως, τότε, για τρεις μήνες; Κάποιοι λένε: «Νομίζω ότι και για τρεις μήνες θα ήταν δύσκολο. Είμαι μικροκαμωμένος κι έχω ευαίσθητη κράση. Στο δάσος έχει κουνούπια και άλλα ζωύφια, αλλά και μυρμήγκια και ψύλλους. Δεν θα το άντεχα να με τσιμπήσουν όλα αυτά. Επιπλέον, αν έκοβα ξύλα κάθε μέρα, αν έκανα μια τόσο βρόμικη και κουραστική δουλειά έξω στον καυτό ήλιο, με τον άνεμο να με χτυπάει, σε λιγότερο από δύο μέρες θα πάθαινα εγκαύματα. Δεν είναι αυτή η δουλειά που θέλω να κάνω –μήπως γίνεται να δεχτώ κάποια άλλη πιο εύκολη εντολή;» Μπορείς να διαλέξεις τι εντολή θα σου δώσει ο Θεός; (Όχι.) Αν δεν μπορείς να αντέξεις ούτε τρεις μήνες, δείχνεις αληθινή υποταγή; Έχεις την πραγματικότητα της υποταγής; (Όχι.) Δεν θα άντεχες ούτε τρεις μήνες. Λοιπόν, είναι κανένας που θα άντεχε δεκαπέντε μέρες; Κάποιοι λένε: «Δεν μπορώ να αναγνωρίσω το ξύλο ακακίας που πρέπει να κόψω ούτε ξέρω να κόβω δέντρα. Δεν ξέρω καν από ποια πλευρά θα πέσει το δέντρο όταν το κόψω –κι αν πέσει πάνω μου; Επιπλέον, αφού κόψω τα δέντρα, μπορώ να κουβαλήσω το πολύ έναν ή δύο κορμούς. Αν κουβαλήσω παραπάνω, δεν θα έχω πια ούτε μέση ούτε πλάτη, έτσι δεν είναι;» Ούτε δεκαπέντε μέρες δεν αντέχεις. Και τι μπορείτε να κάνετε, λοιπόν; Τι μπορείτε να καταφέρετε όταν σας ζητείται να υπακούσετε στα λόγια του Θεού, να υποταχθείτε στα λόγια του Θεού, να εφαρμόσετε τα λόγια Του; Πέραν του να χρησιμοποιείτε έναν υπολογιστή και να δίνετε εντολές, για τι άλλο είστε ικανοί; Αν ήταν τώρα ο καιρός του Νώε, θα ήσασταν εσείς εκείνοι που θα φώναζε ο Θεός; Σε καμία περίπτωση! Δεν θα ήσασταν εσείς εκείνοι που θα φώναζε εσάς ο Θεός· δεν θα ήσασταν εσείς εκείνοι στους οποίους θα έδειχνε την εύνοιά Του. Γιατί; Επειδή δεν είσαι κάποιος που υποτάσσεται όταν ακούει τα λόγια του Θεού. Κι αν δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος, άραγε σου αξίζει να ζήσεις; Σου αξίζει να ζήσεις όταν έρθει ο κατακλυσμός; (Όχι.) Αν δεν σου αξίζει, τότε θα καταστραφείς. Τι είδους άνθρωπος είσαι αν δεν μπορείς να εφαρμόσεις τα λόγια του Θεού ούτε καν για δεκαπέντε μέρες; Είσαι άνθρωπος που πιστεύει αληθινά στον Θεό; Αν, αφού ακούσεις τα λόγια του Θεού, είσαι ανίκανος να τα κάνεις πράξη, αν δεν αντέχεις ούτε δεκαπέντε μέρες, αν δεν αντέχεις ούτε δύο βδομάδες κακουχίας, τότε τι επίδραση έχει, άραγε, πάνω σου αυτή η λίγη αλήθεια που κατανοείς; Αν δεν αρκεί ούτε λίγο για να σε κρατήσει υπό έλεγχο, τότε η αλήθεια δεν είναι για σένα παρά μόνο λέξεις και δεν έχει κανένα απολύτως όφελος. Τι είδους άνθρωπος είσαι αν κατανοείς όλες αυτές τις αλήθειες, κι όμως, όταν σου ζητούν να εφαρμόσεις τα λόγια του Θεού και να υπομείνεις 15 μέρες κακουχίας, εσύ δεν αντέχεις; Είσαι άξιο δημιούργημα στα μάτια του Θεού; (Όχι.) Αν σκεφτείς τα βάσανα του Νώε και τα 120 χρόνια της επιμονής του, υπάρχει παραπάνω από μια μικρή διαφορά μεταξύ σας –βασικά, δεν υπάρχει καν σύγκριση. Ο λόγος για τον οποίο ο Θεός φώναξε τον Νώε και του εμπιστεύτηκε όλα όσα ήθελε να γίνουν ήταν ότι, κατά την άποψη του Θεού, ο Νώε μπορούσε να υπακούσει στα λόγια Του, ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε κανείς να του εμπιστευτεί ένα σπουδαίο εγχείρημα, ήταν αξιόπιστος, ήταν κάποιος που μπορούσε να κάνει πραγματικότητα όσα ήθελε ο Θεός να γίνουν· στα μάτια του Θεού, αυτός ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Κι εσείς; Εσείς δεν μπορείτε να πετύχετε τίποτα απ’ αυτά. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι είστε εσείς στα μάτια του Θεού. Είστε ανθρώπινα όντα; Αξίζετε να αποκαλείστε ανθρώπινα όντα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Δεν είστε! Μίκρυνα το διάστημα όσο περισσότερο γινόταν, μέχρι τις 15 μέρες, μόνο δύο βδομάδες, κι ούτε ένας από εσάς δεν είπε ότι θα μπορούσε να το κάνει. Τι δείχνει αυτό; Ότι η πίστη σας, η αφοσίωσή σας και η υποταγή σας δεν ωφελούν σε τίποτα. Όσα θεωρείτε εσείς πίστη, αφοσίωση και υποταγή Εγώ τα βλέπω ως ένα τίποτα! Καυχιέστε ότι είστε πολύ καλοί· κατά τη γνώμη Μου, όμως, δεν έχετε τίποτα!
Το πιο απίστευτο, το πιο αξιοθαύμαστο και το πιο αξιομίμητο στην ιστορία του Νώε είναι αυτά τα 120 χρόνια επιμονής, αυτά τα 120 χρόνια υποταγής και αφοσίωσης. Τι λέτε, έκανε λάθος ο Θεός όταν επέλεξε αυτόν τον άνθρωπο; (Όχι.) Ο Θεός είναι ο Θεός που παρατηρεί τα βαθύτερα σημεία από το είναι του ανθρώπου. Μέσα σε έναν ωκεανό από ανθρώπους, τον Νώε επέλεξε, τον Νώε φώναξε, κι ο Θεός δεν έκανε λάθος στην επιλογή Του: Ο Νώε εκπλήρωσε τις προσδοκίες Του και ολοκλήρωσε με επιτυχία αυτό που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Αυτό είναι μαρτυρία. Αυτό ήθελε ο Θεός, αυτό είναι μαρτυρία! Μέσα σ’ εσάς, όμως, άραγε υπάρχει έστω κι ένα ίχνος ή μια ιδέα από κάτι τέτοιο; Δεν υπάρχει. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχετε μέσα σας καμία τέτοια μαρτυρία. Αυτό που αποκαλύπτεται μέσα σας, αυτό που βλέπει ο Θεός, είναι το σημάδι της ντροπής· δεν υπάρχει τίποτα μέσα εκεί που να μπορεί, όταν εκφράζεται, να φέρει δάκρυα συγκίνησης στους ανθρώπους. Όσον αφορά τις διάφορες εκδηλώσεις του Νώε, ειδικά την ακλόνητη πίστη του στα λόγια του Θεού, η οποία δεν γνώρισε αμφιβολία ούτε αλλαγή για έναν αιώνα, καθώς και την επιμονή του στην κατασκευή της κιβωτού, που έμεινε αμείωτη για έναν αιώνα, και όσον αφορά αυτήν του την πίστη και τη θέληση, κανένας σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του, κανένας δεν του μοιάζει. Κι όμως, κανένας δεν δίνει δεκάρα για την αφοσίωση και την υποταγή του Νώε, κανένας δεν πιστεύει ότι υπάρχει εκεί κάτι αξιολάτρευτο και αξιομίμητο για τους ανθρώπους. Τι θεωρούν, αντίθετα, σημαντικό οι άνθρωποι σήμερα; Το να επαναλαμβάνουν συνθήματα και να μιλούν για δόγματα. Μοιάζουν να κατανοούν πολλές αλήθειες και να έχουν κερδίσει την αλήθεια· σε σύγκριση με τον Νώε, όμως, δεν έχουν πετύχει ούτε το ένα εκατοστό, ούτε το ένα χιλιοστό απ’ όσα πέτυχε εκείνος. Στ’ αλήθεια, υστερούν πάρα πολύ! Τους χωρίζει άβυσσος από εκείνον. Από την ιστορία της κατασκευής της κιβωτού του Νώε, μήπως ανακαλύψατε τι είδους ανθρώπους αγαπάει ο Θεός; Ποια ακριβώς ποιότητα, καρδιά και ακεραιότητα έχουν αυτοί τους οποίους αγαπάει ο Θεός; Εσείς διαθέτετε όλα όσα διέθετε ο Νώε; Αν θεωρείς ότι έχεις την πίστη και τον χαρακτήρα του Νώε, τότε θα σου συγχωρούνταν κάπως το να βάζεις όρους στον Θεό και να προσπαθείς να κάνεις παζάρια μαζί Του. Αν θεωρείς πως όλα αυτά απουσιάζουν εντελώς από μέσα σου, τότε θα σου πω την αλήθεια: Μην κολακεύεις τον εαυτό σου –είσαι ένα τίποτα. Στα μάτια του Θεού, είσαι πιο κάτω κι από σκουλήκι. Κι όμως, έχεις παρ’ όλα αυτά το θράσος να προσπαθείς να βάλεις όρους στον Θεό και να διαπραγματευτείς μαζί Του; Λένε κάποιοι: «Αν είμαι πιο κάτω κι από σκουλήκι, τότε μήπως να υπηρετώ σαν σκύλος στον οίκο του Θεού;» Όχι, ούτε γι’ αυτό δεν κάνεις. Γιατί; Επειδή δεν θα μπορούσες ούτε την πόρτα του οίκου του Θεού να φυλάξεις σωστά, κι έτσι, στα μάτια Μου, δεν είσαι άξιος ούτε για μαντρόσκυλο. Μήπως σας πληγώνουν αυτά τα λόγια; Μήπως σας δυσαρεστεί να τ’ ακούτε; Ο σκοπός τους δεν είναι να πληγώσουν την αυτοεκτίμησή σας· είναι μια δήλωση που βασίζεται σε γεγονότα, μια διαπίστωση που βασίζεται σε αποδείξεις, και δεν είναι καθόλου ψευδής. Έτσι ακριβώς ενεργείτε, αυτά ακριβώς εκθέτετε, έτσι ακριβώς αντιμετωπίζετε τον Θεό, κι έτσι ακριβώς αντιμετωπίζετε όλα όσα σας εμπιστεύεται ο Θεός. Όλα όσα είπα είναι αλήθεια και βγαίνουν από καρδιάς. Εδώ θα ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας για την ιστορία του Νώε.
ΙΙ. Ο Αβραάμ προσέφερε ως θυσία τον Ισαάκ
Υπάρχει κι άλλη μια ιστορία που αξίζει να αναφερθεί: η ιστορία του Αβραάμ. Μια μέρα, ήρθαν δύο αγγελιοφόροι στο σπίτι του Αβραάμ, κι εκείνος τους υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Οι αγγελιοφόροι είχαν αποστολή να ενημερώσουν τον Αβραάμ ότι ο Θεός θα του χάριζε έναν γιο. Μόλις το άκουσε αυτό, ο Αβραάμ πλημμύρισε από χαρά: «Ευχαριστώ τον Κύριό μου!» Πίσω τους, όμως, η γυναίκα του Αβραάμ, η Σάρα, γελούσε κρυφά με ειρωνεία. Μ’ αυτό το ειρωνικό γέλιο εννοούσε: «Αυτό είναι αδύνατο, είμαι ηλικιωμένη· πώς γίνεται να κάνω παιδί; Άκου θα αποκτήσω γιο, τι αστείο!» Η Σάρα δεν το πίστευε. Άκουσαν οι αγγελιοφόροι το γέλιο της Σάρας; (Το άκουσαν.) Φυσικά και το άκουσαν, και το είδε κι ο Θεός. Και τι έκανε ο Θεός; Ο Θεός, χωρίς να Τον βλέπουν, παρακολουθούσε. Η Σάρα, αυτή η αδαής γυναίκα, δεν το πίστευε –μήπως, όμως, αυτό που αποφασίζει να κάνει ο Θεός το διαταράσσουν καθόλου οι άνθρωποι; (Όχι.) Δεν το διαταράσσει κανένα ανθρώπινο ον. Όταν ο Θεός αποφασίζει να κάνει κάτι, κάποιοι άνθρωποι ίσως πουν: «Δεν το πιστεύω, εναντιώνομαι, αρνούμαι, ενίσταμαι, έχω πρόβλημα μ’ αυτό». Τα λόγια τους έχουν καμία βάση; (Όχι.) Όταν, λοιπόν, βλέπει ο Θεός όσους διαφωνούν, όσους έχουν κάτι να πουν, όσους δεν πιστεύουν, χρειάζεται, άραγε, να τους δώσει καμιά εξήγηση; Χρειάζεται, άραγε, να τους εξηγήσει το πώς και το γιατί των ενεργειών Του; Το κάνει αυτό ο Θεός; Όχι, δεν το κάνει. Δεν δίνει καμία βάση σε όσα λένε και κάνουν αυτοί οι αδαείς άνθρωποι, δεν Τον νοιάζει ποια είναι η στάση τους. Μέσα Του, αυτό που έχει αποφασίσει να κάνει ο Θεός έχει οριστεί τελεσίδικα από καιρό: Αυτό θα κάνει. Όλα τα πράγματα και τα γεγονότα βρίσκονται υπό τον έλεγχο και την κυριαρχία των χεριών του Θεού· αυτό ισχύει και για το αν θα κάνει κάποιος παιδί και το τι παιδί θα είναι –είναι αυτονόητο πως κι αυτό στο χέρι του Θεού είναι. Όταν ο Θεός έστειλε τους αγγελιοφόρους να πουν στον Αβραάμ ότι Εκείνος θα του χάριζε έναν γιο, στην πραγματικότητα Εκείνος είχε σχεδιάσει από καιρό όλα όσα θα έκανε αργότερα. Τι ευθύνες θα αναλάμβανε αυτός ο γιος, τι ζωή θα ζούσε, πώς θα ήταν οι απόγονοί του –όλα αυτά τα είχε σχεδιάσει ο Θεός από καιρό και δεν θα προέκυπτε κανένα σφάλμα ούτε καμία τροποποίηση. Θα μπορούσε, λοιπόν, το ειρωνικό γέλιο μιας ανόητης γυναίκας να αλλάξει οτιδήποτε; Τίποτα δεν θα άλλαζε. Κι όταν ήρθε η ώρα, ο Θεός έκανε όπως είχε σχεδιάσει, κι όλα αυτά εκπληρώθηκαν όπως είχε πει και αποφανθεί Εκείνος.
Όταν ο Αβραάμ ήταν 100 ετών, ο Θεός τού χάρισε έναν γιο. Οι μέρες του Αβραάμ, στα 100 χρόνια ζωής του χωρίς έναν γιο, περνούσαν μονότονα και μοναχικά. Πώς νιώθει ένας άντρας 100 ετών χωρίς παιδιά και ειδικά χωρίς έναν γιο; «Κάτι λείπει απ’ τη ζωή μου. Ο Θεός δεν μου χάρισε έναν γιο, κι η ζωή μου μοιάζει ως τώρα λίγο μοναχική, λίγο στενάχωρη». Πώς ένιωσε, όμως, ο Αβραάμ όταν ο Θεός έστειλε τους αγγελιοφόρους να του πουν ότι θα αποκτούσε έναν γιο; (Ενθουσιάστηκε.) Αφενός πλημμύρισε από χαρά, αφετέρου γέμισε προσμονή. Ευχαρίστησε τον Θεό που του έδωσε αυτήν τη χάρη, που του έδωσε την ευκαιρία να μεγαλώσει ένα παιδί στα χρόνια που του απέμεναν. Τι θαυμαστό πράγμα ήταν αυτό, όπως θαυμαστός ήταν κι ο τρόπος με τον οποίο συνέβη. Τι λόγους είχε, λοιπόν, να χαίρεται αυτός ο άνθρωπος; (Είχε απογόνους, θα συνεχιζόταν η γενιά του.) Ένα είναι αυτό. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο, το πιο ευτυχές απ’ όλα· τι ήταν; (Ότι αυτό το παιδί το είχε χαρίσει ο ίδιος ο Θεός.) Πολύ σωστά. Μήπως, όταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος πρόκειται να αποκτήσει παιδί, έρχεται να του το πει ο Θεός; Μήπως λέει Εκείνος: «Σου χαρίζω Εγώ ο ίδιος αυτό το παιδί που σου υποσχέθηκα;» Αυτό κάνει ο Θεός; Όχι. Τι το ξεχωριστό είχε, λοιπόν, αυτό το παιδί; Ο Θεός έστειλε αγγελιοφόρους να πουν αυτοπροσώπως στον Αβραάμ: «Όταν γίνεις 100 ετών, θα αποκτήσεις ένα παιδί, που θα σου το χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Να τι το ξεχωριστό είχε αυτό το παιδί: Το είχε αναγγείλει ο Θεός και το είχε δώσει ο ίδιος ο Θεός. Αυτό κι αν ήταν ευτυχές γεγονός! Κι η ιδιαίτερη σημασία που είχε αυτό το παιδί δεν είναι, άραγε, αιτία να περνούν πολλές σκέψεις απ’ το μυαλό των ανθρώπων; Πώς ένιωσε ο Αβραάμ όταν είδε με τα μάτια του τη γέννηση αυτού του παιδιού; «Επιτέλους, έχω ένα παιδί. Τα λόγια του Θεού εκπληρώθηκαν· είπε πως θα μου χάριζε ένα παιδί, κι αυτό έκανε στ’ αλήθεια!» Όταν γεννήθηκε αυτό το παιδί και εκείνος το κράτησε στην αγκαλιά του, το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν το εξής: «Αυτό το παιδί δεν το πήρα από ανθρώπινα χέρια, αλλά απ’ τα χέρια του Θεού. Αυτό το παιδί ήρθε ακριβώς πάνω στην ώρα. Το χάρισε ο Θεός και πρέπει να το αναθρέψω σωστά, και να το μορφώσω σωστά, και να το κάνω να λατρεύει τον Θεό και να υπακούει στα λόγια του Θεού, γιατί απ’ τον Θεό προέρχεται». Το λάτρευε ιδιαίτερα αυτό το παιδί; (Ναι.) Ήταν ένα ξεχωριστό παιδί. Αν λάβει κανείς υπόψη και την ηλικία του Αβραάμ, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί πόσο πολύ το λάτρευε αυτό το αγόρι. Ο Αβραάμ είχε επίσης τη λατρεία, την τρυφερότητα και τη στοργή που έχει ένας κανονικός άνθρωπος απέναντι στο παιδί του. Ο Αβραάμ πίστευε τα λόγια που έλεγε ο Θεός και είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τα λόγια του Θεού να εκπληρώνονται. Επίσης, ήταν μάρτυρας σ’ αυτά τα λόγια από τη στιγμή που ειπώθηκαν μέχρι τη στιγμή που εκπληρώθηκαν. Ένιωσε πόσο μεγάλη εξουσία έχουν τα λόγια του Θεού, πόσο θαυμαστά είναι τα έργα Του και, το πιο σημαντικό, πόσο νοιάζεται ο Θεός για τον άνθρωπο. Όταν ο Αβραάμ κοίταζε το παιδί, ένιωθε πολύπλοκα και έντονα συναισθήματα· μέσα του, όμως, μόνο ένα πράγμα είχε να πει στον Θεό. Πείτε Μου, τι νομίζετε πως έλεγε; (Ευχαριστώ τον Θεό!) «Ευχαριστώ τον Κύριό μου!» Ο Αβραάμ ένιωθε ευγνωμοσύνη, και επιπλέον ευχαριστούσε και δοξολογούσε απ’ τα βάθη της καρδιάς του τον Θεό. Αυτό το παιδί είχε εξαιρετική σημασία και για τον Θεό και για τον Αβραάμ. Κι αυτό επειδή, από τη στιγμή που ο Θεός είπε ότι θα χάριζε ένα παιδί στον Αβραάμ, είχε ήδη σχεδιάσει και ορίσει πως ο ίδιος θα πετύχαινε κάτι: Υπήρχαν σημαντικά ζητήματα, σπουδαία ζητήματα, που επιθυμούσε να πετύχει μέσα από αυτό το παιδί. Τέτοια σημασία είχε το παιδί για τον Θεό. Και για τον Αβραάμ, επειδή ο Θεός τού έδειξε ξεχωριστή εύνοια, επειδή ο Θεός τού χάρισε ένα παιδί, στον ρου της ιστορίας ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, αλλά και σε όλη την ανθρωπότητα, η αξία και η σημασία της ύπαρξης αυτού του παιδιού ήταν εξαιρετική, ξεπερνούσε τα συνηθισμένα. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία; Όχι. Δεν έχει αρχίσει ακόμα το κρίσιμο σημείο.
Αφού ο Αβραάμ έλαβε τον Ισαάκ απ’ τον Θεό, ανέθρεψε τον Ισαάκ όπως του έδωσε εντολή και του ζήτησε ο Θεός. Στην καθημερινή του ζωή όλα αυτά τα εντελώς συνηθισμένα χρόνια, ο Αβραάμ πήγαινε με τον Ισαάκ στις θυσίες και έλεγε στον Ισαάκ ιστορίες για τον Θεό που βρίσκεται στον ουρανό. Σιγά σιγά, ο Ισαάκ άρχισε να κατανοεί κάποια πράγματα. Έμαθε πώς να προσφέρει ευχαριστίες στον Θεό και να δοξολογεί τον Θεό, κι έμαθε πώς να υπακούει και να δίνει προσφορές. Έμαθε πότε δίνονταν οι προσφορές και πού ήταν ο βωμός. Τώρα μπαίνουμε στο σημαντικό σημείο της ιστορίας. Μια μέρα, ενώ ο Ισαάκ είχε αρχίσει να κατανοεί κάποια πράγματα, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα στην ηλικία της ωριμότητας, ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Γι’ αυτήν τη θυσία, δεν θέλω αρνί. Να προσφέρεις τον Ισαάκ αντί γι’ αυτό». Για κάποιον σαν τον Αβραάμ, που λάτρευε τόσο τον Ισαάκ, τα λόγια του Θεού δεν θα χτύπησαν σαν κεραυνός εν αιθρία; Κι αφήστε τον Αβραάμ, που ήταν σε τόσο προχωρημένη ηλικία –πόσοι άνθρωποι στο άνθος της ηλικίας τους, άνθρωποι στα 30 και τα 40 τους, θα άντεχαν ν’ ακούσουν τέτοια νέα; Θα τα άντεχε κανείς; (Όχι.) Και πώς αντέδρασε ο Αβραάμ όταν άκουσε τα λόγια του Θεού; «Ορίστε; Μήπως έκανε λάθος ο Θεός σ’ αυτά που είπε; Ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθος, άρα μήπως δεν άκουσαν καλά τα γέρικα αυτιά μου; Ας τσεκάρω ξανά». Ρώτησε: «Θεέ μου, μου ζητάς να προσφέρω τον Ισαάκ; Ο Ισαάκ είναι η θυσία που επιθυμείς;» Και είπε ο Θεός: «Ναι, πολύ σωστά!» Αφού το επιβεβαίωσε, ο Αβραάμ κατάλαβε πως τα λόγια του Θεού δεν ήταν λανθασμένα, ούτε και επρόκειτο να αλλάξουν. Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Θεός. Κι ήταν δύσκολο για τον Αβραάμ να ακούσει κάτι τέτοιο; (Ναι, ήταν.) Πόσο δύσκολο; Μέσα του, ο Αβραάμ σκέφτηκε: «Μετά από τόσα χρόνια, το παιδί μου άρχισε επιτέλους να μεγαλώνει. Αν θυσιαστεί ζωντανό ως προσφορά, αυτό σημαίνει ότι θα σφαγιαστεί στον βωμό σαν αμνός επί σφαγή. Θα σφαγιαστεί, δηλαδή θα σκοτωθεί, κι αυτό σημαίνει ότι, από σήμερα, δεν θα έχω πια αυτό το παιδί…». Όταν οι σκέψεις του Αβραάμ έφτασαν σ’ αυτό το σημείο, τόλμησε να σκεφτεί παραπέρα; (Όχι.) Γιατί όχι; Αν σκεφτόταν παραπέρα, θα ένιωθε ακόμα μεγαλύτερο πόνο, σαν μαχαιριά στην καρδιά. Αν σκεφτόταν παραπέρα, οι σκέψεις του δεν θα ήταν χαρούμενες –θα ήταν σκέτος σπαραγμός. Δεν είναι ότι θα έπαιρναν το παιδί μακριά, δεν είναι ότι θα εξαφανιζόταν για μερικές μέρες ή χρόνια, αλλά θα συνέχιζε να υπάρχει· δεν είναι ότι ο Αβραάμ θα σκεφτόταν συνεχώς το παιδί κι έπειτα θα το ξανάβλεπε την κατάλληλη στιγμή, όταν θα είχε μεγαλώσει. Τίποτα τέτοιο. Μόλις το παιδί θυσιαζόταν στον βωμό, θα έπαυε να υπάρχει, δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά, θα προσφερόταν ως θυσία στον Θεό και θα επέστρεφε σ’ Εκείνον. Τα πράγματα θα γίνονταν όπως και πριν. Πριν απ’ το παιδί, η ζωή ήταν μοναχική. Και μήπως θα είχε νιώσει πόνο ο Αβραάμ αν τα πράγματα είχαν συνεχίσει όπως ήταν, χωρίς να αποκτήσει ποτέ παιδί; (Δεν θα είχε νιώσει μεγάλο πόνο.) Το να αποκτήσεις παιδί και μετά να το χάσεις, αυτό προκαλεί τεράστιο πόνο. Κάτι τέτοιο προκαλεί τη συντριβή! Αν το παιδί επέστρεφε στον Θεό, δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ κανείς, η φωνή του θα σιωπούσε για πάντα, ο Αβραάμ δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ να παίζει, δεν θα το ανέτρεφε, δεν θα το έκανε πια να γελάει, δεν θα το έβλεπε να μεγαλώνει, ούτε θα απολάμβανε όλες τις οικογενειακές χαρές που συνόδευαν την παρουσία του. Θα έμενε μόνο ο πόνος κι ο καημός. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν ο Αβραάμ, τόσο πιο δύσκολο γινόταν. Όσο δύσκολο κι αν ήταν, όμως, ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο μέσα του: «Αυτό που είπε ο Θεός κι αυτό που πρόκειται να κάνει δεν είναι αστείο, δεν μπορεί να είναι λάθος, και φυσικά δεν γίνεται να αλλάξει. Επιπλέον, το παιδί το έδωσε ο Θεός, επομένως είναι απολύτως φυσικό και δικαιολογημένο να δοθεί στον Θεό ως προσφορά· όταν το θελήσει ο Θεός, είναι χρέος μου να Του το επιστρέψω, χωρίς κανέναν συμβιβασμό. Αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια οικογενειακής χαράς ήταν ένα ξεχωριστό δώρο, ένα δώρο που το απόλαυσα στο έπακρο· πρέπει να ευχαριστώ τον Θεό κι όχι να έχω παράλογες απαιτήσεις από Εκείνον. Αυτό το παιδί ανήκει στον Θεό, δεν πρέπει να το διεκδικώ για τον εαυτό μου, δεν είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Όλοι οι άνθρωποι προέρχονται από τον Θεό. Ακόμα κι αν μου ζητηθεί να προσφέρω την ίδια μου τη ζωή, δεν πρέπει να προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω με τον Θεό ούτε να επιβάλω όρους, πόσο μάλλον γι’ αυτό το παιδί, που το έχει αναγγείλει και το έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός. Αν ο Θεός ζητάει να το προσφέρω, αυτό θα κάνω!»
Έτσι περνούσε ο χρόνος, λεπτό το λεπτό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, κι η στιγμή της θυσίας όλο και πλησίαζε. Ο Αβραάμ, όμως, αντί να νιώθει όλο και μεγαλύτερη δυστυχία, αισθανόταν όλο και πιο ήρεμος. Τι τον ηρεμούσε; Τι έδινε στον Αβραάμ τη δυνατότητα να ξεφύγει απ’ τον πόνο και να έχει τη σωστή στάση απέναντι σ’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί; Πίστευε ότι, η στάση ενός ανθρώπου απέναντι σ’ αυτά που είχε κάνει ο Θεός έπρεπε να είναι μια στάση υποταγής και όχι μια στάση προσπάθειας να επιχειρηματολογήσει με τον Θεό. Όταν οι σκέψεις του έφτασαν σ’ αυτό το σημείο, έπαψε να πονάει. Κουβαλώντας τον νεαρό Ισαάκ, προχώρησε βήμα-βήμα για να φτάσει πλάι στον βωμό. Δεν υπήρχε τίποτα πάνω στον βωμό –ενώ, συνήθως, βρισκόταν ήδη εκεί ένα αρνί. «Πατέρα, ακόμα να ετοιμάσεις τη σημερινή θυσία;» ρώτησε ο Ισαάκ. «Αν δεν την ετοίμασες, τι θα θυσιαστεί σήμερα;» Τι ένιωσε ο Αβραάμ όταν έκανε αυτήν την ερώτηση ο Ισαάκ; Υπάρχει περίπτωση να χάρηκε; (Όχι.) Τι έκανε, λοιπόν; Μίσησε μέσα του τον Θεό; Παραπονέθηκε στον Θεό; Αντιστάθηκε; (Όχι.) Τίποτα απ’ αυτά. Από πού φαίνεται αυτό; Από όλα όσα συνέβησαν στη συνέχεια, είναι ξεκάθαρο πως ο Αβραάμ δεν έκανε τέτοιες σκέψεις. Έβαλε πάνω στον βωμό τα ξύλα με τα οποία θα άναβε φωτιά, και φώναξε τον Ισαάκ. Και στη θέα του Αβραάμ να φωνάζει τον Ισαάκ στον βωμό, εκείνη τη στιγμή, τι σκέφτονται οι άνθρωποι; «Τι άκαρδος γέρος που είσαι. Δεν έχεις ανθρώπινη φύση. Δεν είσαι άνθρωπος! Γιος σου είναι, πώς αντέχεις να κάνεις κάτι τέτοιο; Στ’ αλήθεια μπορείς να το κάνεις; Στ’ αλήθεια είσαι τόσο σκληρός; Έχεις καν καρδιά μέσα σου;» Αυτά δεν σκέφτονται; Κι ο Αβραάμ; Τα σκέφτηκε όλα αυτά; (Όχι.) Φώναξε τον Ισαάκ πλάι του και, χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη, έβγαλε το σκοινί που είχε έτοιμο και έδεσε τα χέρια και τα πόδια του Ισαάκ. Από αυτές τις ενέργειες φαίνεται ότι η προσφορά του θα ήταν αληθινή ή ψεύτικη; Θα ήταν αληθινή, ανόθευτη, δεν θα γινόταν για τις εντυπώσεις. Ο Αβραάμ πήρε τον Ισαάκ στην πλάτη του και, όσο κι αν πάλευε και φώναζε ο μικρός, εκείνος δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή το ενδεχόμενο να τα παρατήσει. Τοποθέτησε με αποφασιστικότητα τον ίδιο του τον νεαρό γιο πάνω στα καυσόξυλα, για να τον κάψει στον βωμό. Ο Ισαάκ φώναζε, ούρλιαζε, πάλευε –ο Αβραάμ, όμως, εκτελούσε τις ενέργειες που απαιτούνταν για τη θυσία στον Θεό και ετοίμαζε τα πάντα για τη θυσία. Αφού έβαλε τον Ισαάκ πάνω στον βωμό, ο Αβραάμ έβγαλε ένα μαχαίρι με το οποίο συνήθως έσφαζε τα αρνιά και το κράτησε γερά στα δυο του χέρια, το σήκωσε ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, και το έστρεψε προς τον Ισαάκ. Ο Αβραάμ έκλεισε τα μάτια του και, καθώς το μαχαίρι ήταν έτοιμο να χτυπήσει, του μίλησε ο Θεός. Τι είπε ο Θεός; «Σταμάτα, Αβραάμ!» Ο Αβραάμ δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ο Θεός θα έλεγε κάτι τέτοιο την ώρα που εκείνος ετοιμαζόταν να Του επιστρέψει τον Ισαάκ. Δεν τόλμησε ούτε να σκεφτεί τέτοιο πράγμα. Κι όμως, ένα προς ένα, τα λόγια του Θεού χτύπησαν την καρδιά του. Έτσι σώθηκε ο Ισαάκ. Εκείνη τη μέρα, η θυσία που έμελλε πραγματικά να προσφερθεί στον Θεό βρισκόταν πίσω απ’ τον Αβραάμ· ήταν ένα αρνί. Αυτό το είχε ετοιμάσει ο Θεός νωρίτερα, όμως δεν είχε δώσει καμία τέτοια ένδειξη στον Αβραάμ εκ των προτέρων· αντίθετα, του είπε να σταματήσει τη στιγμή ακριβώς που είχε σηκώσει το μαχαίρι και ετοιμαζόταν να χτυπήσει. Κανείς δεν θα το φανταζόταν αυτό, ούτε ο Αβραάμ ούτε ο Ισαάκ. Αν εξετάσουμε τη θυσία του Ισαάκ απ’ τον Αβραάμ, άραγε ο Αβραάμ είχε στ’ αλήθεια την πρόθεση να θυσιάσει τον γιο του ή υποκρινόταν; (Είχε στ’ αλήθεια την πρόθεση να το κάνει.) Είχε στ’ αλήθεια την πρόθεση να το κάνει. Οι πράξεις του ήταν αγνές, δεν περιείχαν καθόλου δόλο.
Ο Αβραάμ προσέφερε την ίδια τη σάρκα και το αίμα του ως θυσία στον Θεό –και όταν ο Θεός τού ζήτησε να κάνει αυτήν την προσφορά, ο Αβραάμ δεν προσπάθησε να Του αλλάξει γνώμη· δεν είπε: «Δεν γίνεται να βάλουμε κάποιον άλλο; Εμένα ή οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο». Αντί να πει κάτι τέτοιο, ο Αβραάμ έδωσε τον απίστευτα λατρεμένο και πολύτιμο γιο του στον Θεό. Και πώς έγινε αυτή η προσφορά; Άκουσε όσα είπε ο Θεός κι έπειτα απλώς πήγε και το έκανε. Θα το έβρισκαν λογικό οι άνθρωποι να έδινε ο Θεός στον Αβραάμ ένα παιδί και, αφού το παιδί μεγάλωνε, να ζητούσε απ’ τον Αβραάμ να Του το δώσει πίσω, να του το έπαιρνε; (Δεν θα το έβρισκαν λογικό.) Από μια ανθρώπινη οπτική, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εντελώς παράλογο; Δεν θα έμοιαζε σαν ο Θεός να έπαιζε με τον Αβραάμ; Ο Θεός έδωσε μια μέρα αυτό το παιδί στον Αβραάμ και, λίγα μόλις χρόνια αργότερα, θέλησε να του το πάρει. Αν ο Θεός ήθελε το παιδί, ας το έπαιρνε απλώς· δεν ήταν ανάγκη να προκαλέσει τέτοιο πόνο σ’ αυτόν τον άνθρωπο ζητώντας του να θυσιάσει το παιδί στον βωμό. Τι σήμαινε να προσφέρει το παιδί στον βωμό; Σήμαινε ότι ο Αβραάμ έπρεπε να το σφαγιάσει και μετά να το κάψει με τα ίδια του τα χέρια. Θα άντεχε κανένας να κάνει κάτι τέτοιο; (Όχι.) Τι εννοούσε ο Θεός όταν ζήτησε αυτήν τη θυσία; Πως ο Αβραάμ έπρεπε να τα κάνει όλα αυτά ο ίδιος: να δέσει ο ίδιος τον γιο του, να τον βάλει ο ίδιος πάνω στον βωμό, να τον σκοτώσει ο ίδιος μ’ ένα μαχαίρι κι έπειτα ο ίδιος να τον κάψει ως προσφορά στον Θεό. Για τους ανθρώπους, τίποτα απ’ αυτά δεν θα έμοιαζε να δείχνει ενδιαφέρον για τα συναισθήματα του ανθρώπου· τίποτα απ’ αυτά δεν θα ήταν λογικό σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, τη νοοτροπία τους, τη φιλοσοφική ηθική, την κοινή ηθική και τα έθιμά τους. Ο Αβραάμ δεν ζούσε απομονωμένος ούτε ζούσε σ’ έναν φανταστικό κόσμο· ζούσε στον κόσμο των ανθρώπων. Έκανε ανθρώπινες σκέψεις και είχε ανθρώπινες απόψεις. Και τι σκέφτηκε όταν τον βρήκαν όλα αυτά; Μαζί με τα βάσανά του κι εκτός από ορισμένα πράγματα που τον μπέρδευαν, είχε μέσα του επαναστατικότητα ή απόρριψη; Μήπως επιτέθηκε λεκτικά στον Θεό ή Του φέρθηκε άσχημα; Καθόλου. Ακριβώς το αντίθετο: ο Αβραάμ, απ’ τη στιγμή που ο Θεός τού έδωσε εντολή να το κάνει αυτό, δεν τόλμησε να πάρει το θέμα αψήφιστα· αντιθέτως, άρχισε αμέσως να προετοιμάζεται. Και πώς αισθανόταν όταν άρχισε τις προετοιμασίες; Ήταν εύθυμος, χαρούμενος κι ευτυχισμένος; Ή μήπως είχε πόνο, θλίψη και βαριά καρδιά; (Είχε πόνο και θλίψη.) Είχε πόνο! Κάθε του βήμα ήταν βαρύ. Αφού ο Αβραάμ ενημερώθηκε γι’ αυτό το ζήτημα και αφού άκουσε τα λόγια του Θεού, κάθε μέρα τού έμοιαζε με χρόνο· ήταν δυστυχισμένος, δεν ένιωθε χαρά και η καρδιά του ήταν βαριά. Ποια ήταν, όμως, η μία και μοναδική βεβαιότητα που είχε; (Ότι έπρεπε να υπακούσει στα λόγια του Θεού.) Πολύ σωστά, ήταν ότι έπρεπε να υπακούσει στα λόγια του Θεού. Έλεγε μέσα του: «Ευλογημένο το όνομα του Κυρίου μου, του Ιεχωβά· ανήκω στον λαό του Θεού και πρέπει να υπακούω στα λόγια του Θεού. Είτε είναι σωστό είτε είναι λάθος αυτό που λέει ο Θεός, κι όπως κι αν έφτασε σ’ εμένα ο Ισαάκ, αν ο Θεός το ζητήσει, τότε εγώ πρέπει να δώσω· αυτήν τη λογική κι αυτήν τη στάση πρέπει να έχει ο άνθρωπος». Ο Αβραάμ δεν απαλλάχθηκε από τον πόνο ούτε απ’ τις δυσκολίες αφότου αποδέχθηκε τα λόγια του Θεού· ένιωθε πόνο και είχε τις δυσκολίες του, και όλα αυτά δεν ήταν εύκολο να τα ξεπεράσει! Τι συνέβη, όμως, στο τέλος; Όπως το είχε θελήσει ο Θεός, ο Αβραάμ έφερε τον ίδιο του τον γιο, ένα μικρό παιδί, στον βωμό, κι όλα όσα έκανε τα είδε ο Θεός. Όπως ο Θεός είχε παρακολουθήσει τον Νώε, έτσι είχε παρακολουθήσει και τον Αβραάμ σε κάθε του κίνηση, και συγκινήθηκε από όσα έκανε εκείνος. Μπορεί τα πράγματα να είχαν ένα τέλος που δεν είχε φανταστεί κανείς, όμως ο Αβραάμ έκανε κάτι μοναδικό σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για όλους εκείνους που ακολουθούν τον Θεό; (Ναι.) Αποτελεί παράδειγμα για όλους αυτούς που ανήκουν στην ανθρωπότητα και ακολουθούν τον Θεό. Γιατί λέω πως αποτελεί παράδειγμα για την ανθρωπότητα; Ο Αβραάμ δεν κατανοούσε πολλές αλήθειες ούτε είχε ακούσει καμιά αλήθεια και κανένα κήρυγμα από τον ίδιο τον Θεό. Απλώς πίστευε, αναγνώριζε και υπάκουγε. Τι το τόσο μοναδικό είχε η ανθρώπινη φύση του; (Τη λογική ενός δημιουργήματος.) Ποια λόγια το δείχνουν αυτό; (Έλεγε: «Ευλογημένο το όνομα του Κυρίου μου, του Ιεχωβά· πρέπει να υπακούσω στα λόγια του Θεού και, είτε αντιστοιχούν στις αντιλήψεις του ανθρώπου είτε όχι, εγώ πρέπει να υποταχθώ».) Μ’ αυτά τα λόγια, ο Αβραάμ έδειξε ότι είχε τη λογική της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Επιπλέον, κάτι τέτοιο έδειχνε πως είχε, επίσης, τη συνείδηση της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Και πού φαινόταν αυτή η συνείδηση; Ο Αβραάμ γνώριζε ότι τον Ισαάκ τού τον είχε χαρίσει ο Θεός, ότι ήταν κάτι απ’ τον Θεό, ότι ανήκε στον Θεό και ότι έπρεπε να τον επιστρέψει στον Θεό όταν Εκείνος θα το ζητούσε, και όχι να μένει συνεχώς προσκολλημένος πάνω του· μια τέτοια συνείδηση πρέπει να έχει ο άνθρωπος.
Οι σημερινοί άνθρωποι διακατέχονται από συνείδηση και λογική; (Όχι.) Σε ποια πράγματα αντικατοπτρίζεται αυτό; Όση χάρη κι αν χαρίζει ο Θεός στους ανθρώπους, όσες ευλογίες ή όση χάρη κι αν απολαμβάνουν, ποια είναι η στάση τους όταν τους ζητείται να ξεπληρώσουν την αγάπη του Θεού; (Αντίσταση και, μερικές φορές, φόβος απέναντι στις κακουχίες και την κόπωση.) Ο φόβος απέναντι στις κακουχίες και την κόπωση είναι μια απτή εκδήλωση ότι κάποιος δεν έχει συνείδηση και λογική. Οι άνθρωποι του σήμερα βρίσκουν δικαιολογίες, προσπαθούν να θέσουν όρους και να κάνουν παζάρια –ναι ή όχι; (Ναι.) Επιπλέον, παραπονιούνται, ενεργούν επιπόλαια και πονηρά, και εποφθαλμιούν τις ανέσεις της σάρκας –όλα αυτά είναι απτές εκδηλώσεις. Οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν συνείδηση, κι όμως δοξολογούν συχνά τη χάρη του Θεού, και μετράνε μία προς μία όλες αυτές τις χάρες, και συγκινούνται μέχρι δακρύων καθώς τις μετράνε. Αφού, όμως, τελειώσουν το μέτρημα, εκεί τελειώνουν όλα· συνεχίζουν να είναι επιπόλαιοι, συνεχίζουν να ενεργούν μηχανικά, συνεχίζουν να είναι δόλιοι, και συνεχίζουν να είναι ύπουλοι και να λουφάρουν, χωρίς να δείχνουν ιδιαίτερες εκδηλώσεις μετάνοιας. Σε τι ωφελεί, λοιπόν, να μετράς; Είναι μια εκδήλωση του ότι δεν έχεις συνείδηση. Πώς εκδηλώνεται, λοιπόν, η έλλειψη συνείδησης; Όταν ο Θεός σε κλαδεύει, εσύ παραπονιέσαι, στεναχωριέσαι και μετά δεν θέλεις πια να κάνεις το καθήκον σου, και λες πως ο Θεός δεν έχει αγάπη. Όταν υποφέρεις λιγάκι ενώ κάνεις το καθήκον σου ή όταν το περιβάλλον που ορίζει για σένα ο Θεός είναι λίγο δύσκολο, λίγο απαιτητικό ή λίγο σκληρό, δεν θέλεις πια να το κάνεις· και σε κανένα από τα διάφορα περιβάλλοντα που σου ορίζει ο Θεός δεν προσπαθείς να υποταχθείς, παρά σκέφτεσαι μόνο τη σάρκα, και το μόνο που θέλεις είναι να ξεδώσεις και να είσαι ανεξέλεγκτος. Είναι ή δεν είναι αυτό πλήρης απουσία λογικής; Δεν θέλεις να αποδεχθείς την κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού, θέλεις μόνο να κερδίσεις τα οφέλη Του. Όταν υλοποιείς λίγο έργο και υποφέρεις λιγάκι, τότε δηλώνεις τα προσόντα σου, θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο απ’ τους άλλους ενώ απολαμβάνεις τα οφέλη της θέσης, κι αρχίζεις να μεγαλοπιάνεσαι και να φέρεσαι σαν να είχες κάποιο αξίωμα. Δεν έχεις την επιθυμία να κάνεις αληθινό έργο ούτε και μπορείς να υλοποιήσεις κάποιο αληθινό έργο –η μόνη σου επιθυμία είναι να δίνεις εντολές και να έχεις αξίωμα. Θέλεις να τα κάνεις όλα μόνος σου· θέλεις να κάνεις ό,τι σου αρέσει και να διαπράττεις απερίσκεπτα αδικήματα. Μόνο ξεδίνεις και είσαι ανεξέλεγκτος –δεν εμφανίζεις καμία άλλη εκδήλωση. Δείχνει αυτό ότι έχεις λογική; (Όχι.) Αν ο Θεός σού χάριζε ένα παιδάκι και αργότερα σου έλεγε ωμά πως θα το έπαιρνε πίσω, ποια θα ήταν η στάση σου; Θα μπορούσες να υιοθετήσεις την ίδια στάση με τον Αβραάμ; (Όχι.) Κάποιοι άνθρωποι θα έλεγαν: «Πώς να μην την υιοθετούσα! Ο γιος μου είναι είκοσι χρονών, και τον προσέφερα στον οίκο του Θεού, όπου κάνει τώρα το καθήκον του!» Είναι θυσία αυτό; Στην καλύτερη περίπτωση, οδήγησες το παιδί σου στον σωστό δρόμο –ταυτόχρονα, όμως, έχεις κι έναν απώτερο σκοπό: Φοβάσαι ότι, αν δεν το έκανες αυτό, το παιδί σου μπορεί να χανόταν στις καταστροφές. Έτσι δεν είναι; Αυτό που κάνεις δεν λέγεται θυσία· δεν έχει καμία σχέση με τη θυσία του Ισαάκ από τον Αβραάμ. Δεν υπάρχει καν σύγκριση. Όταν άκουσε ο Αβραάμ την εντολή που του έδωσε ο Θεός, πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν γι’ αυτόν –ή και για οποιοδήποτε άλλο μέλος της ανθρωπότητας– να εκτελέσει μια τέτοια οδηγία; Θα πρέπει να ήταν το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου· δεν υπάρχει τίποτα δυσκολότερο. Η προσφορά δεν ήταν ένα αρνί ή λίγα χρήματα, και δεν ήταν ένα επίγειο ή υλικό αγαθό ούτε ένα ζώο που δεν είχε καμία σχέση με τον άνθρωπο που έκανε την προσφορά. Όλα αυτά μπορεί να τα προσφέρει κανείς αν καταβάλει στιγμιαία λίγη προσπάθεια, ενώ από τον Αβραάμ ο Θεός ζήτησε να θυσιάσει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Και μάλιστα ήταν η ίδια του η σάρκα και το ίδιο του το αίμα. Πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν κάτι τέτοιο! Επιπλέον, το παιδί είχε κι ένα ξεχωριστό ιστορικό, ότι δηλαδή το είχε χαρίσει ο Θεός. Με ποιο σκοπό χάρισε ο Θεός ένα παιδί στον Αβραάμ; Το έκανε ώστε ο Αβραάμ να αποκτήσει έναν γιο που θα έφτανε στην ενηλικίωση, θα παντρευόταν και θα έκανε παιδιά, κι έτσι θα συνέχιζε το όνομα της οικογένειας. Τώρα, όμως, το παιδί επρόκειτο να επιστραφεί στον Θεό προτού φτάσει στην ενηλικίωση και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα συνέβαινε ποτέ. Σε τι ωφελούσε, λοιπόν, που ο Θεός έδωσε ένα παιδί στον Αβραάμ; Ένας παρατηρητής θα έβγαζε, άραγε, κανένα νόημα απ’ όλα αυτά; Από τη σκοπιά των ανθρώπινων αντιλήψεων, δεν βγαίνει νόημα. Η διεφθαρμένη ανθρωπότητα έχει εγωισμό· κανένας δεν θα έβγαζε νόημα απ’ όλα αυτά. Ούτε κι ο Αβραάμ καταλάβαινε τι γινόταν· δεν ήξερε ποιος ήταν ο απώτερος σκοπός του Θεού, παρά μόνο ότι του είχε ζητήσει να θυσιάσει τον Ισαάκ. Τι επέλεξε, λοιπόν, να κάνει ο Αβραάμ; Ποια στάση κράτησε; Παρότι δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά, μπόρεσε και πάλι να εκτελέσει την εντολή του Θεού· υπάκουσε στα λόγια του Θεού και υποτάχθηκε στην κάθε λέξη του αιτήματός Του χωρίς να αντισταθεί ή να ζητήσει άλλη επιλογή, ούτε φυσικά προσπάθησε να θέσει όρους ή να επιχειρηματολογήσει με τον Θεό. Ο Αβραάμ, πριν καλά-καλά προλάβει να βγάλει νόημα απ’ όλα όσα συνέβαιναν, μπόρεσε να υπακούσει και να υποταχθεί –πράγμα εντελώς σπάνιο και αξιέπαινο, και πέρα απ’ τις δυνατότητες όλων εσάς που κάθεστε εδώ. Ο Αβραάμ δεν ήξερε τι συνέβαινε και ο Θεός δεν του τα είχε πει όλα· κι όμως, τα αντιμετώπισε όλα με σοβαρότητα επειδή πίστευε πως οι άνθρωποι πρέπει να υποτάσσονται σε ό,τι θελήσει ο Θεός χωρίς να κάνουν ερωτήσεις, πως, αν Εκείνος δεν πει περισσότερα, τότε πρόκειται για κάτι που οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να κατανοήσουν. Κάποιοι λένε: «Πρέπει, όμως, οπωσδήποτε να διαλευκάνεις την υπόθεση, έτσι δεν είναι; Ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνεις, πρέπει να μάθεις το γιατί». Αυτήν τη στάση πρέπει να έχει ένα δημιούργημα; Όταν ο Θεός δεν σου έχει δώσει τη δυνατότητα να κατανοήσεις, άραγε πρέπει να κατανοήσεις; Όταν σου ζητηθεί να κάνεις κάτι, το κάνεις. Γιατί να περιπλέκεις τόσο τα πράγματα; Αν ο Θεός ήθελε να κατανοήσεις, θα σου το είχε εξηγήσει ήδη· αφού δεν το έκανε, θα πει ότι δεν χρειάζεται να κατανοήσεις. Όταν δεν υπάρχει απαίτηση να κατανοήσεις και όταν δεν έχεις την ικανότητα να κατανοήσεις, τότε τα πάντα εξαρτώνται απ’ τις ενέργειές σου κι απ’ το αν μπορείς να υποταχθείς στον Θεό. Σας είναι δύσκολο αυτό, έτσι δεν είναι; Σε τέτοιες περιστάσεις, δεν υποτάσσεστε, και δεν έχει μείνει μέσα σας τίποτα άλλο από παράπονα, παρερμηνείες και αντίσταση. Ο Αβραάμ ήταν ακριβώς το αντίθετο από όλα αυτά που εκθέτετε εσείς. Όπως κι εσείς, δεν ήξερε τι επρόκειτο να κάνει ο Θεός ούτε ήξερε την αιτιολογία πίσω απ’ τις ενέργειες του Θεού· δεν κατανοούσε. Ήθελε να ρωτήσει; Ήθελε να μάθει τι γινόταν; Το ήθελε, αφού όμως δεν του το είχε πει ο Θεός, πού αλλού να πήγαινε να ρωτήσει; Ποιον να ρωτούσε; Τα ζητήματα του Θεού είναι ένα μυστήριο· ποιος μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τα ζητήματα του Θεού; Ποιος μπορεί να τα κατανοήσει; Οι άνθρωποι δεν γίνεται να μπουν στη θέση του Θεού. Αν ρωτήσεις κάποιον άλλο, ούτε κι αυτός θα κατανοεί. Μπορείς να το ξανασκεφτείς, αλλά δεν θα βγάλεις άκρη· το ζήτημα θα σου φαίνεται ακατανόητο. Αν, λοιπόν, δεν κατανοείς κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται να κάνεις ό,τι λέει ο Θεός; Αν δεν κατανοείς κάτι, άραγε μπορείς απλώς να παρατηρείς, να χρονοτριβείς, να περιμένεις την ευκαιρία και να ψάχνεις κάποια άλλη επιλογή; Αν δεν κατανοείς κάτι –αν, δηλαδή, σου είναι ακατανόητο– αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται να υποταχθείς; Μήπως αυτό σημαίνει ότι θα αρπαχτείς απ’ τα ανθρώπινα δικαιώματά σου και θα πεις «Έχω ανθρώπινα δικαιώματα, είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος –τι Σου δίνει, λοιπόν, το δικαίωμα να με εξαναγκάζεις σε ανόητες πράξεις; Υψώνω το ανάστημά μου ανάμεσα στον ουρανό και τη γη· μπορώ να Σε παρακούσω»; Αυτό έκανε ο Αβραάμ; (Όχι.) Επειδή πίστευε πως ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο και καθόλου ιδιαίτερο δημιούργημα, ένας άνθρωπος υπό την κυριαρχία του Θεού, επέλεξε να υπακούσει και να υποταχθεί, να μην πάρει αψήφιστα κανένα από τα λόγια του Θεού, αλλά να τα κάνει πράξη στο σύνολό τους. Ό,τι κι αν πει ο Θεός στους ανθρώπους, ό,τι κι αν τους ζητήσει να κάνουν, εκείνοι δεν έχουν επιλογή· πρέπει να ακούσουν και, αφού ακούσουν, να τα κάνουν όλ’ αυτά πράξη. Επιπλέον, όταν τα κάνουν πράξη, πρέπει να υποτάσσονται ολοσχερώς και με ηρεμία. Αν αναγνωρίζεις τον Θεό ως Θεό σου, τότε πρέπει να υπακούς στα λόγια Του, να Του κρατάς μια θέση στην καρδιά σου και να κάνεις τα λόγια Του πράξη. Αν ο Θεός είναι ο Θεός σου, τότε δεν πρέπει να προσπαθείς να αναλύσεις όσα σου λέει· ό,τι λέει Εκείνος ισχύει, και δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι εσύ ούτε κατανοείς ούτε αντιλαμβάνεσαι. Το σημαντικό είναι να αποδεχθείς όσα λέει και να υποταχθείς σ’ αυτά. Αυτήν τη στάση κράτησε κι ο Αβραάμ απέναντι στα λόγια του Θεού. Ακριβώς επειδή κράτησε αυτήν τη στάση, μπόρεσε ο Αβραάμ να υπακούσει στα λόγια του Θεού, κατάφερε να υποταχθεί στις εντολές που του έδωσε ο Θεός και μπόρεσε να γίνει ένας δίκαιος και τέλειος άνθρωπος στα μάτια του Θεού. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι, στα μάτια όλων αυτών των φαντασμένων και υπεροπτικών ανθρώπων, ο Αβραάμ έμοιαζε ανόητος και μπερδεμένος επειδή παρέβλεψε τη ζωή του ίδιου του του γιου για χάρη της πίστης του και τον έβαλε χωρίς πολλά-πολλά στον βωμό για να σφαγιαστεί. Σκέφτηκαν πόσο ανεύθυνες ήταν οι ενέργειές του· πόσο ανάξιος και άκαρδος πατέρας ήταν, και πόσο εγωιστής, ώστε να κάνει κάτι τέτοιο για χάρη της πίστης του! Έτσι έμοιαζε ο Αβραάμ στα μάτια όλων των ανθρώπων. Έτσι τον έβλεπε, όμως, και ο Θεός; Όχι. Πώς τον έβλεπε ο Θεός; Ο Αβραάμ μπόρεσε να υπακούσει και να υποταχθεί σε όσα είπε ο Θεός. Σε ποιο βαθμό μπόρεσε να υποταχθεί; Το έκανε χωρίς κανέναν συμβιβασμό. Όταν ο Θεός τού ζήτησε ό,τι πολυτιμότερο είχε, ο Αβραάμ επέστρεψε το παιδί στον Θεό, θυσιάζοντάς το σ’ Εκείνον. Ο Αβραάμ υπάκουσε και υποτάχθηκε σε όλα όσα του ζήτησε ο Θεός. Είτε υπό το πρίσμα των ανθρώπινων αντιλήψεων είτε μέσα απ’ τα μάτια των διεφθαρμένων, η απαίτηση του Θεού έμοιαζε εντελώς παράλογη, κι όμως ο Αβραάμ μπόρεσε και πάλι να υποταχθεί· αυτό οφειλόταν στον ακέραιο χαρακτήρα του, που χαρακτηριζόταν από αληθινή πίστη και υποταγή στον Θεό. Πού αντικατοπτριζόταν αυτή η αληθινή πίστη και υποταγή του; Με δυο λόγια μόνο, στην υπακοή του. Για ένα αληθινό δημιούργημα τίποτα δεν είναι πιο πολύτιμο ή πιο αξιόλογο, τίποτα δεν είναι πιο σπάνιο και πιο αξιέπαινο. Ακριβώς αυτό το απίστευτα πολύτιμο, σπάνιο και αξιέπαινο πράγμα λείπει σε τόσο μεγάλο βαθμό από τους ακόλουθους του Θεού σήμερα.
Οι άνθρωποι σήμερα είναι μορφωμένοι και έχουν γνώσεις. Κατανοούν τη σύγχρονη επιστήμη και έχουν υποστεί σε βάθος τη μόλυνση, τη διαμόρφωση και την επιρροή της παραδοσιακής κουλτούρας και των εκφυλισμένων κοινωνικών ηθών· έχουν τρικυμία εν κρανίω, οι αντιλήψεις τους είναι λαβυρινθώδεις και, μέσα τους, βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Παρ’ όλο που ακούνε κηρύγματα εδώ και πολλά χρόνια και, ενώ αναγνωρίζουν και πιστεύουν ότι ο Θεός είναι ο Κυρίαρχος των πάντων, δεν παύουν να τηρούν μια στάση απαξίωσης και χαλαρότητας απέναντι σε κάθε λέξη που λέει ο Θεός. Η στάση τους απέναντι σ’ αυτά τα λόγια είναι η αδιαφορία· είναι το να κλείνουν τα μάτια τους και τ’ αυτιά τους σ’ αυτά. Τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί; Σε όλα ρωτάνε «γιατί»· νιώθουν την ανάγκη να τα αντιλαμβάνονται όλα και να κατανοούν τα πάντα σε βάθος. Φαίνεται να τους απασχολεί πολύ σοβαρά η αλήθεια· εξωτερικά, η συμπεριφορά τους, το τίμημα που πληρώνουν κι αυτά που εγκαταλείπουν δείχνουν μια ακατάβλητη στάση απέναντι στην πίστη, τόσο γενικά όσο και απέναντι στον Θεό. Αναρωτηθείτε, ωστόσο, για το εξής: Έχετε τηρήσει τον λόγο του Θεού και κάθε Του οδηγία; Τα έχετε εφαρμόσει όλα αυτά; Είστε υπάκουοι άνθρωποι; Αν, μέσα σου, απαντάς συνεχώς «όχι» σ’ αυτές τις ερωτήσεις, τότε τι είδους πίστη ειν’ αυτή που έχεις; Ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της πίστης σου στον Θεό; Τι ακριβώς έχεις κερδίσει από την πίστη σου σ’ Εκείνον; Αξίζει να τα ερευνήσεις όλα αυτά; Αξίζει να τα αναλύσεις σε βάθος; (Ναι.) Φοράτε όλοι σας γυαλιά· είστε μοντέρνοι και πολιτισμένοι άνθρωποι. Τι το μοντέρνο έχετε; Τι το πολιτισμένο; Αν είστε «μοντέρνοι» και «πολιτισμένοι», αποδεικνύει αυτό ότι υπακούτε στα λόγια του Θεού; Πράγματα σαν κι αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Κάποιοι λένε: «Έχω μεγάλη μόρφωση και έχω σπουδάσει θεολογία». Κάποιοι λένε: «Έχω διαβάσει την κλασική Βίβλο αρκετές φορές και μιλάω Εβραϊκά». Κάποιοι λένε: «Έχω πάει πολλές φορές στο Ισραήλ και έχω αγγίξει με τα χέρια μου τον σταυρό που κουβάλησε ο Κύριος Ιησούς». Κάποιοι λένε: «Πήγα στο όρος Αραράτ και είδα τα ερείπια της κιβωτού». Κάποιοι λένε: «Έχω δει τον Θεό» και «Έχω εξυψωθεί ενώπιον του Θεού». Σε τι ωφελούν όλα αυτά; Ο Θεός δεν σου ζητάει τίποτα το απαιτητικό, μόνο να υπακούς ειλικρινά στα λόγια Του. Αν αυτό είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις σου, τότε ξέχνα όλα τ’ άλλα· ό,τι και να πεις δεν ωφελεί σε τίποτα. Όλοι σας γνωρίζετε τις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ, όμως το να γνωρίζετε απλώς τις ιστορίες δεν ωφελεί σε τίποτα από μόνο του. Σκεφτήκατε ποτέ σας ποιο ήταν το πιο σπάνιο και αξιέπαινο χαρακτηριστικό αυτών των δύο αντρών; Θέλετε να τους μοιάσετε; (Ναι.) Πόσο πολύ το θέλετε; Κάποιοι άνθρωποι λένε: «Θέλω τόσο πολύ να γίνω σαν αυτούς· κάνω αυτήν τη σκέψη κάθε φορά που τρώω, που ονειρεύομαι, που κάνω το καθήκον μου, που διαβάζω τα λόγια του Θεού και που μαθαίνω ύμνους. Έχω προσευχηθεί γι’ αυτό τόσες φορές· έχω γράψει ακόμα κι έναν όρκο. Να με καταραστεί ο Θεός αν δεν υπακούσω στα λόγια Του. Μόνο που δεν ξέρω πότε μου μιλάει ο Θεός· δεν μου τα λέει και με κεραυνούς στον ουρανό». Σε τι ωφελούν όλα αυτά; Τι εννοείς όταν λες «Θέλω τόσο πολύ»; (Είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος· μια σκέτη προσδοκία.) Σε τι ωφελεί μια προσδοκία; Είναι σαν τον τζογαδόρο που πηγαίνει κάθε μέρα στο καζίνο· ακόμα κι όταν χάσει τα πάντα, θέλει και πάλι να παίξει. Κάποιες φορές, μπορεί να σκεφτεί: «Άλλη μία προσπάθεια μόνο, και μετά υπόσχομαι ότι θα σταματήσω και δεν θα παίξω ποτέ ξανά». Το ίδιο πράγμα σκέφτεται είτε ονειρεύεται είτε τρώει, αλλά αφού το σκεφτεί, πηγαίνει και πάλι στο καζίνο. Κάθε φορά που παίζει, λέει ότι θα είναι κι η τελευταία του· και κάθε φορά που βγαίνει απ’ την πόρτα του καζίνο, λέει ότι δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Το αποτέλεσμα; Μετά από μια ολόκληρη ζωή προσπάθειας, δεν καταφέρνει ποτέ να ξεκόψει. Είστε κι εσείς σαν αυτόν τον τζογαδόρο; Παίρνετε συχνά την απόφαση να κάνετε κάτι κι έπειτα αρνείστε την απόφασή σας· το να εξαπατάτε τον Θεό είναι η δεύτερη φύση σας, κι αυτό δεν αλλάζει εύκολα.
ΙΙΙ. Έκθεση του πώς αντιμετωπίζουν τα λόγια του Θεού οι σημερινοί άνθρωποι
Ποιο θέμα αφορούσαν οι ιστορίες που μόλις είπα; (Τις στάσεις απέναντι στον Θεό, το πώς μπορούμε να υπακούμε στα λόγια του Θεού και να υποτασσόμαστε στον Θεό όταν συμβαίνει κάτι.) Ποιο ήταν το κυριότερο δίδαγμα που πήρατε απ’ αυτές τις δύο ιστορίες; (Ότι πρέπει να υπακούμε και να υποτασσόμαστε, και να ενεργούμε σύμφωνα με τις απαιτήσεις των λόγων του Θεού.) Είναι σημαντικό να μάθει κανείς να υπακούει και να κάνει πράξη την υπακοή στα λόγια του Θεού. Λες πως είσαι ακόλουθος του Θεού, πως είσαι δημιούργημα, πως είσαι ανθρώπινο ον στα μάτια του Θεού. Σε όσα βιώνεις και εκδηλώνεις, όμως, δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι της υποταγής ούτε της άσκησης που έρχεται αφού ακούσει κανείς τα λόγια του Θεού. Θα έπρεπε, μήπως, να μπουν ερωτηματικά στους όρους «δημιούργημα», «κάποιος που ακολουθεί τον Θεό» και «ανθρώπινο ον στα μάτια του Θεού» όταν αναφέρονται σ’ εσένα; Και, με δεδομένα αυτά τα ερωτηματικά, έχεις, άραγε, πολλές ελπίδες να σωθείς; Αυτό είναι άγνωστο, οι πιθανότητες είναι ελάχιστες, κι εσύ ο ίδιος δεν τολμάς να πεις. Προηγουμένως, είπα δύο κλασικές ιστορίες σχετικά με το πώς πρέπει να υπακούει κανείς στα λόγια του Θεού. Οποιοσδήποτε έχει διαβάσει τη Βίβλο και ακολουθεί τον Θεό εδώ και πολλά χρόνια γνωρίζει ήδη αυτές τις δύο ιστορίες. Διαβάζοντας, όμως, αυτές τις ιστορίες, κανείς δεν αποκόμισε μία απ’ τις πιο σημαντικές αλήθειες που υπάρχουν: την υπακοή στα λόγια του Θεού. Τώρα, λοιπόν, που ακούσαμε ιστορίες για το πώς να υπακούει κανείς στα λόγια του Θεού, ας στραφούμε σε ιστορίες για ανθρώπους που έδειξαν ανυπακοή στα λόγια του Θεού. Κι αφού αναφέρθηκε η ανυπακοή στα λόγια του Θεού, αυτές οι ιστορίες μάλλον θα αφορούν τους σημερινούς ανθρώπους. Μερικά απ’ αυτά που θα πω ίσως σας φέρουν σε δύσκολη θέση όταν τα ακούσετε· ίσως πληγώσουν την περηφάνια και την αυτοεκτίμησή σας, και ίσως φανεί ότι υστερείτε σε ακεραιότητα και αξιοπρέπεια.
Ζήτησα από κάποιους να φυτέψουν λαχανικά σ’ ένα συγκεκριμένο χωράφι. Ο σκοπός ήταν οι άνθρωποι που κάνουν το καθήκον τους να έχουν βιολογικά τρόφιμα και να μη χρειάζεται να αγοράζουν συμβατικά λαχανικά ψεκασμένα με φυτοφάρμακα. Αυτό ήταν καλό, έτσι; Κατά μία έννοια, ζουν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη οικογένεια και έχουν τη δυνατότητα να πιστεύουν στον Θεό όλοι μαζί, σε απόσταση από τις τάσεις και τις διαμάχες της κοινωνίας. Η δημιουργία ενός τέτοιου περιβάλλοντος δίνει σε όλους τη δυνατότητα να ηρεμήσουν και να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Αυτή είναι μια θεώρηση σε μικρή κλίμακα. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, το να φυτεύει κανείς λαχανικά για να φάνε όσοι κάνουν το καθήκον τους και το να παίζει έναν ρόλο στη διάδοση του ευαγγελίου του Θεού, είναι κι αυτό σωστό. Όταν λέω: «Φύτεψε μερικά λαχανικά για να φάνε όσοι κάνουν το καθήκον τους εδώ κοντά», δεν είναι πολύ κατανοητά αυτά τα λόγια; Όταν ζήτησα από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο να το κάνει αυτό, το κατανόησε και φύτεψε μερικά λαχανικά ευρείας κατανάλωσης. Νομίζω ότι είναι απλό το να φυτέψει κανείς λαχανικά. Μπορεί να το κάνει κάθε συνηθισμένος άνθρωπος. Δεν είναι και τόσο δύσκολο όσο η διάδοση του ευαγγελίου ή τα διάφορα στοιχεία του έργου της εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό. Αφού πέρασε λίγος καιρός, πήγα σ’ αυτό το μέρος και τους είδα όλους να τρώνε τα λαχανικά που είχαν φυτέψει οι ίδιοι, και άκουσα ότι μερικές φορές τους περίσσευαν κιόλας, και τα έδιναν για τροφή στα κοτόπουλα. Είπα: «Φυτέψατε όλα αυτά τα λαχανικά και βγάλατε καλή σοδειά. Στείλατε καθόλου στις εκκλησίες; Απ’ τα λαχανικά που φυτέψαμε, έφαγαν κι οι άνθρωποι από τις άλλες εκκλησίες;» Κάποιοι είπαν ότι δεν γνώριζαν. Κάποιοι είπαν ότι οι άνθρωποι που ήταν στα άλλα μέρη αγόραζαν λαχανικά και δεν έτρωγαν όσα παράγονταν εδώ. Καθένας τους έλεγε και κάτι διαφορετικό. Κανένας δεν νοιαζόταν· αφού είχαν οι ίδιοι λαχανικά να φάνε, θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα. Δεν είναι απεχθές αυτό; Έπειτα, είπα στον υπεύθυνο: «Είναι απολύτως λογικό να τρως αυτά που καλλιεργείς, όμως πρέπει να φάνε κι οι άλλοι. Είναι, άραγε, σωστό που φύτεψες τόσα που δεν μπορούσατε να τα φάτε, ενώ στα άλλα μέρη ακόμα αναγκάζονται να αγοράσουν λαχανικά; Δεν σου είπα ότι αυτά τα λαχανικά δεν προορίζονταν μόνο για να φάτε εσείς, και ότι έπρεπε να στείλεις και στις άλλες κοντινές εκκλησίες;» Θεωρείτε ότι, για ένα ζήτημα τόσο μικρής σημασίας, θα έπρεπε να τους λέω συνεχώς τι να κάνουν και να βάζω ρητούς κανόνες; Έπρεπε να το κάνω μεγάλο θέμα, να καλέσω τους πάντες σε συνάθροιση και να κάνω κήρυγμα; (Όχι.) Κι Εγώ έτσι νομίζω. Είναι δυνατόν να μην έχουν οι άνθρωποι ούτε καν αυτό το λίγο ενδιαφέρον; Αν όντως συνέβαινε αυτό, τότε δεν θα ήταν άνθρωποι. Είπα, λοιπόν, ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο: «Στείλε τα γρήγορα και στις άλλες εκκλησίες. Πήγαινε να τα στείλεις τώρα». «Εντάξει», είπε, «θα δω». Αυτήν τη στάση κράτησε. Αφού πέρασε κάποιος καιρός, πήγα ξανά στο ίδιο μέρος και βρήκα στο χωράφι πάρα πολλά λαχανικά κάθε λογής. Ρώτησα αυτούς που τα είχαν φυτέψει αν είχαν πλούσια συγκομιδή. Είπαν πως έβγαλαν τόσα που δεν μπορούσαν να τα φάνε όλα, κι έτσι κάποια είχαν σαπίσει. Ρώτησα ξανά αν είχαν στείλει καθόλου στις κοντινές εκκλησίες. Απάντησαν πως δεν γνώριζαν, πως δεν ήταν σίγουροι. Το είπαν αυτό πολύ αόριστα κι επιπόλαια. Ήταν σαφές ότι κανείς δεν είχε πάρει το ζήτημα στα σοβαρά. Αφού αυτοί είχαν τροφή να φάνε, δεν νοιάζονταν για κανέναν άλλο. Για άλλη μία φορά, αναζήτησα τον υπεύθυνο. Τον ρώτησα αν είχαν στείλει καθόλου λαχανικά αλλού. Είπε ότι είχαν στείλει. Τον ρώτησα πώς είχε πάει η διανομή. Είπε πως είχαν παραδοθεί. Μέχρι εδώ, ακούτε να υπήρχε κάποιο πρόβλημα; Αυτοί οι άνθρωποι δεν κράτησαν σωστή στάση. Δεν κράτησαν μια στάση αφοσίωσης και ευθύνης ενώ έκαναν το καθήκον τους, κι αυτό είναι απεχθές· αυτό που ακολούθησε, όμως, ήταν ακόμα απεχθέστερο. Αργότερα, ρώτησα τους αδελφούς και τις αδελφές στις κοντινές εκκλησίες αν είχαν παραλάβει καθόλου λαχανικά. «Έστειλαν», Μου απάντησαν, «αλλά ήταν σε χειρότερη κατάσταση κι απ’ τα λαχανικά που βλέπεις πεταμένα κάτω στη λαϊκή. Δεν ήταν παρά σάπια φύλλα ανακατεμένα με άμμο και χαλίκια. Δεν τρώγονταν». Πώς αισθάνεστε που ακούτε κάτι τέτοιο; Νιώθετε οργή μέσα στην καρδιά σας; Εξοργίζεστε; (Ναι.) Κι αν όλοι εσείς εξοργίζεστε, τι πιστεύετε, Εγώ θύμωσα; Έστειλαν μερικά λαχανικά χωρίς καμία προθυμία, όμως δεν το έκαναν σωστά. Και ποιος ήταν η αιτία αυτής της κακής εκτέλεσης; Υπήρχε ένας κακός άνθρωπος σ’ εκείνο το μέρος, που εμπόδισε την αποστολή των λαχανικών. Τι είπε αφού έδωσα την εντολή να στείλουν τα λαχανικά; «Αφού μου λες να το κάνω αυτό, θα μαζέψω σάπια φύλλα και λαχανικά που δεν θέλουμε να τα φάμε και θα τους τα στείλω. Αποστολή δεν είναι κι αυτό;» Μόλις το έμαθα αυτό, έδωσα εντολή να πετάξουν έξω αυτό το δαιμονικό σκουπίδι. Τι μέρος ήταν αυτό, όπου τολμούσε να φέρεται σαν τύραννος; Εδώ είναι ο οίκος του Θεού. Δεν είναι ούτε η κοινωνία ούτε η ελεύθερη αγορά. Εδώ, αν κάνεις σαν κακομαθημένο παιδί και φέρεσαι σαν τύραννος, τότε δεν είσαι ευπρόσδεκτος και δεν αντέχω ούτε να σε βλέπω, χάσου γρήγορα! Φύγε όσο πιο μακριά Μου μπορείς, πήγαινε από κει που ήρθες! Νομίζετε ότι έκανα καλά που το χειρίστηκα έτσι; (Ναι.) Γιατί; (Ένας τέτοιος άνθρωπος υστερεί πάρα πολύ σε ανθρώπινη φύση.) Γιατί, λοιπόν, δεν έχουν εκδιωχθεί κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν ανθρώπινη φύση; Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν ούτε συνείδηση ούτε λογική και δεν επιδιώκουν την αλήθεια· ταυτόχρονα, όμως, δεν κάνουν κακές πράξεις, δεν αναστατώνουν το έργο της εκκλησίας και δεν επηρεάζουν ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκτελούν τα καθήκοντά τους οι άλλοι ούτε τη ζωή της εκκλησίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει για την ώρα να παραμείνει και να παρέχει υπηρεσία, όταν, όμως, κάνει κακό και προκαλέσει διαταράξεις και αναστάτωση, τότε μπορεί κάλλιστα να πάρει πόδι. Αυτό το σκουπίδι, λοιπόν, γιατί έπρεπε να το πετάξω; Ήθελε να φέρεται σαν τύραννος και να κάνει κουμάντο στον οίκο του Θεού. Οι πράξεις του είχαν αντίκτυπο στις κανονικές ζωές των αδελφών και επηρέαζαν το έργο του οίκου του Θεού. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν υπερβολικά εγωιστής, υπερβολικά τεμπέλης, ότι έκανε το καθήκον του επιπόλαια. Ίσχυε κάτι τέτοιο; Ήθελε να αντιπαρατίθεται με όλους τους αδελφούς και τις αδελφές, με όλους όσοι κάνουν κάποιο καθήκον, καθώς και με τον Θεό. Ήθελε να πάρει τον έλεγχο στον οίκο του Θεού. Ήθελε να κάνει κουμάντο στον οίκο του Θεού. Αν ήθελε να κάνει κουμάντο, τότε θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι καλό. Εκείνος, όμως, δεν έκανε τίποτα καλό. Όλα όσα έκανε έβλαπταν τα συμφέροντα του οίκου του Θεού και τον εκλεκτό λαό του Θεού. Θα μπορούσατε να ανεχτείτε εσείς έναν τέτοιο άνθρωπο; (Όχι.) Κι αφού δεν θα μπορούσε κανένας από εσάς, νομίζετε ότι θα μπορούσα Εγώ; Ακόμα και σήμερα, κάποιοι λυπούνται που αποπέμφθηκε αυτός ο κακός άνθρωπος. Δεν μπορούν να τον διακρίνουν και ακόμα ετοιμάζονται για καβγά μαζί Μου μες στο μυαλό τους. Υπάρχουν σήμερα άνθρωποι που, όταν αναφέρεται αυτός ο άνθρωπος, πιστεύουν ακόμα πως δεν χειρίστηκα σωστά το ζήτημα και πιστεύουν πως ο οίκος του Θεού δεν είναι δίκαιος. Τι είδους παρέα είναι αυτή; Ξέρετε πώς μάζευε αυτός ο άνθρωπος το μποκ τσόι που καλλιεργούσαν; Κανονικά, ξεριζώνουμε όλο το φυτό από το κοτσάνι για να το φάμε, σωστά; Υπάρχει κανένας που να κόβει μόνο τα φύλλα; (Όχι.) Ε, λοιπόν, αυτός ο παράξενος τύπος δεν άφηνε τους άλλους να ξεριζώσουν όλο το φυτό από το κοτσάνι· τους έλεγε να κόβουν μόνο τα φύλλα. Πρώτη φορά έβλεπα να γίνεται κάτι τέτοιο. Γιατί νομίζετε πως το έκανε αυτό; Γιατί δεν άφηνε τους άλλους να ξεριζώσουν όλο το φυτό; Επειδή, αν ξερίζωναν όλο το φυτό, τότε το χωράφι θα έμενε αδειανό, και θα έπρεπε να σκαλιστεί και να φυτευτεί ξανά. Για να γλιτώσει τον κόπο, ζητούσε απ’ τους άλλους να κόβουν τα φύλλα. Όταν τους έλεγε να το κάνουν αυτό, κανένας δεν τολμούσε να του εναντιωθεί. Ήταν σαν σκλάβοι του· έκαναν ό,τι τους έλεγε. Εκείνος έκανε κουμάντο εκεί. Θεωρείτε, λοιπόν, ότι θα ήταν αποδεκτό να μην τον ξεφορτωθούν; (Όχι.) Το να επιτραπεί σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να παραμείνει θα ήταν μάστιγα. Όταν περιστασιακά παρουσιάζει κάποια καλή πτυχή, αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχει να κάνει με τα δικά του συμφέροντα. Παρατηρήστε με προσοχή όλα όσα κάνει: Δεν κάνει ούτε ένα πράγμα που να μην αναστατώνει και να μη βλάπτει τα συμφέροντα των άλλων, ούτε ένα πράγμα που να μη βλάπτει τα συμφέροντα του οίκου του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος γεννήθηκε δαίμονας, στρέφεται εναντίον του Θεού και είναι αντίχριστος. Μπορεί να επιτραπεί σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να παραμείνει στον οίκο του Θεού; Του αξίζει να κάνει κάποιο καθήκον; (Όχι.) Κάποιοι, όμως, προσπαθούν ακόμα να υπερασπιστούν έναν τέτοιον άνθρωπο. Μα καλά, πόσο μπερδεμένοι μπορεί να είναι; Δεν είναι απεχθές αυτό; Προσπαθείς να δείξεις ότι έχεις αγάπη μέσα σου; Αν έχεις αγάπη μέσα σου, τότε φρόντισέ τον· αν έχεις αγάπη μέσα σου, άφησέ τον να βλάψει εσένα, αλλά μην τον αφήνεις να βλάψει τα συμφέροντα του οίκου του Θεού! Αν έχεις αγάπη μέσα σου, τότε, όταν τον απομακρύνουν, πήγαινε μαζί του· γιατί είσαι ακόμα εδώ πέρα; Είναι υπάκουοι και υποτακτικοί αυτοί οι άνθρωποι; (Όχι.) Έτσι γεννήθηκαν, σαν παρέα δαιμόνων. Αυτός ο άνθρωπος παράκουσε όλα όσα είπα. Αν του έλεγα να πάει δυτικά, θα πήγαινε ανατολικά και αν του έλεγα να πάει ανατολικά, θα πήγαινε δυτικά. Μου εναντιωνόταν με επιμονή στα πάντα. Γιατί του ήταν τόσο δύσκολο να Με υπακούσει λίγο; Όταν του ζήτησα να στείλει λαχανικά στους άλλους αδελφούς και αδελφές, μήπως εκείνος θα στερούνταν το μερίδιό του; Του στερούσα Εγώ το δικαίωμα να φάει αυτά τα λαχανικά; (Όχι.) Γιατί δεν τα έστειλε, τότε; Δεν θα τα κουβαλούσε μόνος του, δεν χρειαζόταν να κοπιάσει καθόλου. Όχι μόνο δεν έδωσε στους άλλους κανένα απ’ τα καλά λαχανικά, αλλά μάλιστα τους έδωσε και τα σάπια. Πόσο κακός πρέπει να είναι ώστε να έκανε κάτι τέτοιο; Μπορεί να θεωρηθεί άνθρωπος; Εγώ του είπα να στείλει λαχανικά, όχι σκουπίδια. Ήταν κάτι τόσο απλό, τόσο εύκολο, απλώς θα κουνούσε τα χέρια του· κι όμως, ούτε αυτό δεν μπορούσε να κάνει. Είναι άνθρωπος αυτός; Αν ούτε καν κάτι τέτοιο δεν μπορείς να κάνεις, πώς ισχυρίζεται ότι υποτάσσεσαι στον Θεό; Συγκρούεσαι, αντεπιτίθεσαι, κι όμως προσπαθείς ακόμα να παραμείνεις τσάμπα στον οίκο του Θεού. Υπάρχει περίπτωση να γίνει ποτέ αυτό; Ακόμα και σήμερα, κάποιοι ακόμα να το ξεχάσουν: «Κάποτε μας πλήγωσες. Κάποτε πέταξες έξω αρκετούς από εμάς, αλλά εμείς δεν συμφωνούσαμε· θέλαμε να μείνουν, όμως εσύ δεν ήθελες να τους δώσεις ούτε μία ευκαιρία. Είσαι δίκαιος θεός εσύ;» Νομίζετε πως οι δαίμονες θα έλεγαν ποτέ ότι ο Θεός είναι δίκαιος; (Ποτέ.) Μπορεί στα λόγια να λένε πως ο Θεός είναι δίκαιος, όταν, όμως, ενεργεί, δεν τους καλοφαίνεται ιδιαίτερα· δεν μπορούν με τίποτα να υμνήσουν τη δικαιοσύνη του Θεού. Πρόκειται για δαίμονες και υποκριτές.
Τι δείχνει ακόμα κι ένα ζήτημα τόσο μικρής σημασίας όσο η αποστολή των λαχανικών; Είναι εύκολο οι άνθρωποι να υποταχθούν στον Θεό και να υπακούσουν στα λόγια του Θεού; (Όχι.) Οι άνθρωποι τρώνε τροφή που τους την παρέχει ο Θεός, ζουν σε σπίτια που τους τα παρέχει ο Θεός, χρησιμοποιούν πράγματα που τους τα παρέχει ο Θεός· όταν, όμως, ο Θεός τούς ζητάει να μοιραστούν με τους άλλους τα λαχανικά που περισσεύουν, υποτάσσονται τότε; Μπορούν να υλοποιηθούν μέσα τους αυτά τα λόγια; Στους ανθρώπους μπορούν. Μπορούν να πραγματοποιηθούν. Όμως, στους διαβόλους, στους σατανάδες και στους αντίχριστους δεν πρόκειται να υλοποιηθούν ποτέ. Αυτός ο άνθρωπος σκέφτηκε μέσα του: «Αν στείλω αυτά τα λαχανικά, θα θυμάται κανείς αυτήν την καλή μου πράξη; Αν οι άλλοι φάνε τα λαχανικά και πουν ότι τα οφείλουν στη χάρη του θεού, ότι ο θεός μού ζήτησε να το κάνω, αν ευχαριστήσουν όλοι τους τον θεό, εμένα ποιος θα με ευχαριστήσει; Εγώ είμαι ο αφανής ήρωας, εγώ είμαι αυτός που μόχθησε. Εγώ είμαι αυτός που φύτεψε τα λαχανικά. Εμένα πρέπει να ευχαριστήσετε. Αλλιώς, αν δεν μάθετε ότι εγώ τα έκανα όλα αυτά, τότε είστε γελασμένοι αν νομίζετε πως θα φάτε τα λαχανικά που καλλιέργησα!» Αυτά δεν σκέφτηκε; Δεν είναι κάτι κακό αυτό; Εντελώς κακό είναι! Πώς είναι δυνατόν ένας κακός άνθρωπος να κάνει πράξη την αλήθεια και να υπακούσει στα λόγια του Θεού; Αυτός ο άνθρωπος γεννήθηκε διάβολος και Σατανάς. Στέκεται ενάντια στον Θεό, αντιστέκεται στην αλήθεια και σιχαίνεται την αλήθεια. Εφόσον είναι ανίκανος να υπακούσει στα λόγια του Θεού, υπάρχει καμία ανάγκη να υπακούσει σ’ αυτά; Όχι. Πώς πρέπει, λοιπόν, να διαχειριστεί κανείς αυτό το ζήτημα; Πρέπει να τον διώξει και να δώσει τη θέση του σε κάποιον που μπορεί να υπακούσει. Αυτό είναι, τόσο απλά. Αρμόζει ή δεν αρμόζει στο ζήτημα αυτή η διαχείριση; (Αρμόζει.) Κι Εγώ αυτό νομίζω. Αν δεν φύγει, θα δημιουργήσει πρόβλημα και θα βλάψει όλους τους άλλους. Κάποιοι λένε: «Μήπως δυσαρεστήθηκες που δεν υπάκουσε στα λόγια Σου; Το μόνο που έκανε ήταν να μη Σε υπακούσει· τόσο σοβαρό ήταν; Τον έδιωξες για κάτι τόσο ασήμαντο, αλλά στην πραγματικότητα δεν έκανε και τίποτα κακό. Έστειλε απλώς μερικά σάπια λαχανικά, και μια-δυο φορές δεν έστειλε τίποτα και δεν Σε υπάκουσε. Δεν είναι και μεγάλο ζήτημα, έτσι;» Ισχύει κάτι τέτοιο; (Όχι.) Πώς νομίζετε, λοιπόν, ότι το βλέπω Εγώ; Δεν μπορούσε να υπακούσει ούτε σ’ ένα ζήτημα τόσο μικρής σημασίας, και μάλιστα προσπάθησε να βάλει παράλογα εμπόδια σ’ αυτό. Εδώ είναι ο οίκος του Θεού, τίποτα απ’ όσα βρίσκονται εδώ δεν του ανήκε. Ούτε ένα χορταράκι, ούτε ένα δέντρο, ούτε ένας λοφίσκος, ούτε μια λιμνούλα· δεν είχε την εξουσία να ελέγξει ή να κάνει κουμάντο σε τίποτα απ’ όλα αυτά. Προσπάθησε να κάνει κουμάντο, να βάλει παράλογα εμπόδια. Τι ήταν αυτός; Κανένας δεν θα έπαιρνε ούτε θα χρησιμοποιούσε τίποτα δικό του, ούτε θα έστελνε κανένας κάτι που του ανήκε· το μόνο που του ζητήθηκε ήταν να κουνήσει τα χέρια του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του αναλογούσαν, κι όμως ούτε αυτό δεν μπορούσε να κάνει. Εφόσον δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν τον αναγνώρισα ως πιστό και έπρεπε να φύγει απ’ τον οίκο του Θεού, έπρεπε να αποπεμφθεί! Έπραξα λογικά; (Ναι.) Αυτά είναι τα διοικητικά διατάγματα του οίκου του Θεού. Αν έβλεπα έναν τέτοιο κακό άνθρωπο να κάνει κακές πράξεις και δεν τον απομάκρυνα, αν δεν εξέφραζα καμία στάση απέναντί του, πόσους ανθρώπους πιστεύετε ότι θα έβλαπτε κάτι τέτοιο; Δεν θα αποδιοργάνωνε κάτι τέτοιο τον οίκο του Θεού; Και δεν θα γίνονταν σκέτες κενολογίες τα διοικητικά διατάγματα του οίκου του Θεού; Τι προβλέπουν, λοιπόν, τα διοικητικά διατάγματα του οίκου του Θεού γι’ αυτούς τους ανυπάκουους δαίμονες και αντίχριστους που προκαλούν αναστάτωση, βάζουν παράλογα εμπόδια και ενεργούν ξεδιάντροπα; Ότι πρέπει να αποπέμπονται και να αποβάλλονται από τον οίκο του Θεού. Ότι πρέπει να καθαίρονται από τις τάξεις των αδελφών. Δεν μετράνε ως μέλη του οίκου του Θεού. Πώς σας φαίνεται αυτός ο τρόπος αντιμετώπισής τους; Μόλις απομακρυνθούν αυτού του είδους οι άνθρωποι, τότε όλο το έργο θα προχωρήσει απρόσκοπτα. Οι διάβολοι και οι σατανάδες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν ακόμα και κάτι τόσο ασήμαντο όσο το να τρώνε λαχανικά. Ακόμα και σ’ αυτό προσπαθούν να κάνουν κουμάντο και να κάνουν ό,τι θέλουν αυτοί. Όλα όσα αναφέραμε είναι μικρής σημασίας· ακόμα κι έτσι, όμως, αφορούν την πιο θεμελιώδη αλήθεια που υπάρχει. Η πιο θεμελιώδης αλήθεια που υπάρχει είναι η υπακοή στα λόγια του Θεού. Τι διάθεση έχουν όσοι δεν μπορούν να κάνουν ούτε αυτό; Διαθέτουν τη συνείδηση και τη λογική των κανονικών ανθρώπων; Καθόλου. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν ανθρώπινη φύση.
Μαζί με τα λαχανικά, οι άνθρωποι πρέπει στην καθημερινότητά τους να καταναλώνουν και κρέας και αυγά. Είπα, λοιπόν, σε κάποιους να πάρουν μερικά κοτόπουλα για εκτροφή και να τα ταΐζουν σιτηρά, λαχανικά και άλλα παρόμοια. Έπρεπε να είναι ελευθέρας βοσκής. Έτσι, τα αυγά τους θα ήταν καλύτερα από αυτά που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Επιπλέον, το κρέας τους θα ήταν βιολογικό· αν μη τι άλλο, δεν θα περιείχε ορμόνες και δεν θα ήταν βλαβερό για όσους θα το έτρωγαν. Μπορεί η παραγωγή σε αυγά και κρέας από τα κοτόπουλα να μην ήταν μεγάλη, όμως η ποιότητα θα ήταν εγγυημένη. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; (Ναι.) Πείτε Μου, τότε, πόσες πληροφορίες περιλαμβάνουν όσα είπα μόλις τώρα; Πρώτον, ότι εκτρέφοντας τα κοτόπουλα μ’ αυτόν τον τρόπο, θα είχαμε να φάμε βιολογικά αυγά. Όσα κι αν ήταν σε ποσότητα, αν μη τι άλλο δεν θα χρειαζόταν να τρώμε αυγά που θα περιείχαν αντιβιοτικά. Αυτή ήταν η απαίτηση όσον αφορά τα αυγά. Δεύτερον, η απαίτηση όσον αφορά το κρέας ήταν να μην περιέχει ορμόνες, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να το φάνε χωρίς ενδοιασμούς. Ζήτησα κάτι υπερβολικό; (Όχι.) Τα αιτήματά μου όχι απλώς δεν ήταν υπερβολικά, αλλά ήταν και πρακτικά, σωστά; (Ναι.) Αργότερα, αγοράστηκαν τα κοτόπουλα και άρχισε η εκτροφή. Όταν άρχισαν να γεννάνε, τρώγαμε τα αυγά· είχαν, όμως, μια ανεπαίσθητη γεύση αντιβιοτικού, πολύ παρόμοια με τα αυγά του σουπερμάρκετ. Το σκέφτηκα λίγο: Μήπως τάιζαν τα κοτόπουλα με τροφή που περιείχε αντιβιοτικά; Αργότερα, ρώτησα εκείνους που φρόντιζαν τα κοτόπουλα τι τροφή τούς έδιναν, και είπαν ότι τους έδιναν τροφή από αλεσμένα οστά. «Δεν χρειάζεται τα κοτόπουλά μας να κάνουν αυγά γρήγορα. Να τα ταΐζετε με κανονικές βιολογικές μεθόδους ελευθέρας βοσκής. Ας κάνουν τα αυγά τους με τον κανονικό τρόπο», είπα. «Δεν τα εκτρέφουμε για να βγάζουμε πολλά αυγά, αλλά για να τρώμε βιολογικά αυγά. Αυτή είναι η μόνη απαίτηση». Τι εννοούσα όταν το είπα αυτό; Τους έλεγα να μην ταΐζουν τα κοτόπουλα με οτιδήποτε περιέχει αντιβιοτικά, ορμόνες και τα συναφή. Αυτά τα κοτόπουλα έπρεπε να τρέφονται διαφορετικά από τα άλλα. Αλλού, τα κοτόπουλα αναπτύσσονται πλήρως μέσα σε μόλις τρεις μήνες, κάνουν αυγά κάθε μέρα και χρησιμοποιούνται ως μηχανές παραγωγής αυγών μέχρι και την ημέρα που θα σφαχτούν. Παράγονται καλά αυγά μ’ αυτόν τον τρόπο; Και το κρέας είναι νόστιμο; (Όχι.) Ζήτησα τα κοτόπουλα να είναι ελευθέρας βοσκής, να τα αφήνουν να βόσκουν έξω, να τρώνε έντομα και ζιζάνια, κι ύστερα να τα ταΐζουν δημητριακά, σιτηρά και άλλα παρόμοια. Μπορεί έτσι να γεννούσαν λιγότερα αυγά, αλλά θα ήταν καλύτερης ποιότητας· θα ήταν καλό και για τα κοτόπουλα και για τους ανθρώπους. Ήταν εύκολο να επιτευχθεί αυτό που ζήτησα; (Ήταν.) Ήταν και κατανοητό; Ήταν καθόλου δύσκολο να υπακούσουν σ’ αυτό που είπα; (Ήταν κατανοητό. Δεν ήταν δύσκολο.) Δεν θεώρησα ότι υπήρχε κάποια δυσκολία. Εύκολο ήταν. Δεν εξέφρασα καμία απαίτηση για το πόσα αυγά έπρεπε να παραχθούν, παρά μόνο για την ποιότητά τους. Όσοι έχουν κανονική λογική και κανονικό σκεπτικό θα το είχαν κατανοήσει μόλις το άκουγαν. Θα το είχαν θεωρήσει ως κάτι εύκολο, ως κάτι εφικτό, και σύντομα θα το είχαν εκτελέσει. Αυτό σημαίνει να είναι κανείς υπάκουος. Αυτό έκαναν, άραγε, οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει να εκτρέφουν τα κοτόπουλα; Ήταν ικανοί για κάτι τέτοιο; Για να είναι κανείς ικανός για κάτι τέτοιο, πρέπει να κατέχει τη λογική της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Αν κάποιος δεν ήταν ικανός να το κάνει, πάει να πει πως υπήρχε πρόβλημα. Σύντομα αφού τα είπα αυτά, ο καιρός κρύωσε. Με βάση τους κανονικούς νόμους της φύσης, τα κοτόπουλα θα σταματούσαν να κάνουν αυγά λόγω του κρύου. Έγινε, όμως, κάτι που έλεγε πολλά: Όταν το κρύο έγινε πιο έντονο, τα κοτόπουλα δεν έκαναν λιγότερα αυγά, αλλά περισσότερα. Υπήρχαν κάθε μέρα αυγά για να φάμε, όμως οι κρόκοι δεν ήταν τόσο κίτρινοι όσο πριν και τα ασπράδια γίνονταν όλο και πιο σκληρά. Τα αυγά έχαναν όλο και περισσότερο τη γεύση τους. Τι συνέβαινε; Είπα: «Τι στο καλό συμβαίνει; Αυτά τα κοτόπουλα δυσκολεύονται ήδη να βγάλουν τον χειμώνα, για ποιο λόγο τα πιέζετε τώρα να κάνουν αυγά για τους ανθρώπους; Είναι κάπως σκληρό αυτό!» Όταν πήγα και ρώτησα αργότερα, ανακάλυψα ότι συνέχισαν να δίνουν στα κοτόπουλα τροφή που την αγόραζαν από αλλού· τροφή που εξασφάλιζε ότι θα συνέχιζαν να κάνουν αυγά είτε ήταν άνοιξη είτε καλοκαίρι, φθινόπωρο ή χειμώνας. «Κανονικά, τα κοτόπουλα δεν κάνουν αυγά τέτοια εποχή. Μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα και χωρίς αυγά. Συνεχίστε μόνο να τα φροντίζετε. Όταν έρθει η άνοιξη, θ’ αρχίσουν και πάλι να κάνουν αυγά, που θα είναι και ποιοτικά», είπα. «Μην είσαι κοιλιόδουλος. Δεν σου ζήτησα ούτε να τα κάνεις να γεννάνε συνεχώς αυγά ούτε να συνεχίσεις να φέρνεις αυγά μέσα στον χειμώνα. Αφού δεν σου το ζήτησα αυτό, γιατί συνέχισες να τους δίνεις εκείνη την τροφή που αγόρασες; Απαγορεύεται να τα ξαναταΐσεις άλλη φορά μ’ αυτήν». Έκανα ξεκάθαρη τη θέση Μου; Πρώτον, δεν είχα την απαίτηση να υπάρχουν οπωσδήποτε αυγά για τα γεύματα ανεξαρτήτως εποχής. Δεύτερον, τους είπα να μη δίνουν στα κοτόπουλα εκείνη την τροφή και να μην επιταχύνουν τη διαδικασία παραγωγής των αυγών. Ήταν δύσκολο να ικανοποιήσουν αυτό το μικρό αίτημα; (Όχι.) Το αποτέλεσμα ήταν, όμως, λίγο αργότερα να φάω και πάλι αυγά που είχαν κάνει τα κοτόπουλά μας. Είπα στον Εαυτό μου: Πόσο μπερδεμένοι είναι όλοι τους, πώς είναι δυνατόν να μην υπάκουσαν σε όσα είπα; Τα κοτόπουλα έκαναν ακόμα αυγά, άρα αποκλείεται να είχαν αλλάξει την τροφή· να τι συνέβαινε.
Τι διακρίνετε από αυτό που συνέβη με την εκτροφή των κοτόπουλων; (Ότι οι άνθρωποι δεν υποτάσσονται ούτε υπακούνε στα λόγια του Θεού.) Κάποιοι είπαν: «Υπακοή στα λόγια του θεού σημαίνει να ακολουθείς το θέλημα του θεού. Πρέπει να υπακούμε όταν τίθενται σπουδαία και υψηλά ζητήματα, αυτά αφορούν το θέλημα του θεού, την εκτέλεση του έργου του θεού και το σημαντικό του έργο. Όλα όσα ανέφερες αφορούν ασήμαντα ζητήματα της καθημερινότητας, πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με το να ακολουθεί κανείς το θέλημα του θεού· άρα, δεν χρειάζεται να κάνουμε ό,τι λες. Όσα αναφέρεις δεν σχετίζονται με το καθήκον μας ούτε με την υποταγή και την υπακοή μας στα λόγια του θεού, άρα δικαιολογημένα σου εναντιωνόμαστε και επιλέγουμε αν θα υπακούσουμε ή όχι. Επιπλέον, τι ξέρεις εσύ από κανονική ανθρώπινη ζωή, από οικογενειακές υποθέσεις; Δεν καταλαβαίνεις, άρα δεν έχεις και δικαίωμα να μιλάς. Μη μας ξεφουρνίζεις ανοησίες· δεν χρειάζεται να σε υπακούσουμε σ’ αυτό το ζήτημα». Αυτό δεν σκέφτονταν; Και ήταν σωστό που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο; (Όχι.) Πού ήταν το λάθος; (Το να ακολουθεί κανείς το θέλημα του Θεού δεν αλλάζει από τα μεγάλα στα μικρά ζητήματα. Εφόσον πρόκειται για τα λόγια του Θεού, οι άνθρωποι πρέπει να υπακούνε, πρέπει να υποτάσσονται και να τα κάνουν πράξη.) Κάποιοι είπαν: «Υπακούω σε όσα λόγια του θεού είναι η αλήθεια. Δεν χρειάζεται να υπακούσω σ’ αυτά που δεν είναι η αλήθεια. Υποτάσσομαι μόνο στην αλήθεια. “Ακολουθώ την οδό του θεού” σημαίνει ακολουθώ, υπακούω και υποτάσσομαι σε όσα λόγια βγαίνουν απ’ το στόμα του θεού και είναι η αλήθεια. Τα λόγια που αφορούν τη ζωή των ανθρώπων και δεν σχετίζονται με την αλήθεια μπορώ να τα αγνοήσω». Είναι σωστή μια τέτοια κατανόηση; (Όχι.) Πώς βλέπετε, λοιπόν, την αλήθεια και τα λόγια του Θεού; Εκείνοι οι άνθρωποι δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στα λόγια του Θεού και την αλήθεια; Κι αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει η αλήθεια εντελώς διακοσμητικό ρόλο; Δεν έβλεπαν την αλήθεια σαν κάτι πολύ κούφιο; Η δημιουργία των πάντων από τον Θεό, τα σχήματα και τα χρώματα των φύλλων στα δέντρα, τα σχήματα και τα χρώματα των λουλουδιών, η ύπαρξη κι η αναπαραγωγή των πάντων –έχουν όλα αυτά καμία σχέση με την αλήθεια; Έχουν καμία σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου; Συνδέεται με την αλήθεια η δομή του ανθρώπινου σώματος; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνδέεται με την αλήθεια, όλα όμως προέρχονται από τον Θεό. Αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αφορά την αλήθεια, αυτό σε εμποδίζει να παραδεχθείς την ορθότητά τους; Μπορείς να αρνηθείς την ορθότητά τους; Μπορείς να καταστρέφεις τους νόμους της πλάσης του Θεού όπως σου αρέσει; (Όχι.) Ποια πρέπει, λοιπόν, να είναι η στάση σου; Πρέπει να συμμορφωθείς μ’ αυτούς τους νόμους. Όταν δεν κατανοείς κάποια πράγματα, το σωστό είναι να εμπιστεύεσαι τα λόγια που βγαίνουν απ’ το στόμα του Θεού. Δεν χρειάζεται να τα μελετήσεις ούτε να προσπαθήσεις να τα κατανοήσεις πάρα πολύ βαθιά· το μόνο που χρειάζεται είναι να μην αντιβαίνεις στους νόμους τους. Αυτό σημαίνει να εμπιστεύεσαι και να υποτάσσεσαι. Όσον αφορά τις συνήθειες, την κοινή λογική, τους κανόνες της καθημερινότητας και ούτω καθεξής που απαιτεί ο Θεός στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, πράγματα δηλαδή που δεν έχουν να κάνουν με τη σωτηρία του ανθρώπου, μπορεί όλα αυτά να μη βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ή στον ίδιο βαθμό με την αλήθεια, αλλά δεν παύουν να είναι θετικά πράγματα. Όλα τα θετικά πράγματα προέρχονται από τον Θεό, κι επομένως οι άνθρωποι πρέπει να τα αποδέχονται· αυτά τα λόγια είναι σωστά. Επιπλέον, αφού είναι άνθρωποι, ποια λογική και συνείδηση πρέπει να βρουν μέσα τους; Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να μάθουν να υπακούνε. Σε ποιανού τα λόγια πρέπει να υπακούνε; Πρέπει μήπως να υπακούνε στα λόγια των διαβόλων και των σατανάδων; Πρέπει να υπακούνε στα λόγια των ανθρώπων; Πρέπει να υπακούνε στα λόγια των σπουδαίων ανθρώπων, των εξαιρετικών ανθρώπων; Πρέπει να υπακούνε στα λόγια των αντίχριστων; Σε τίποτα απ’ όλα αυτά. Πρέπει να υπακούνε στα λόγια του Θεού. Ποιες αρχές και ποιες συγκεκριμένες πρακτικές αφορούν την υπακοή στα λόγια του Θεού; Δεν χρειάζεται να αναλύεις αν είναι σωστά ή λανθασμένα ούτε να ρωτάς το γιατί. Δεν χρειάζεται να περιμένεις να τα κατανοήσεις προκειμένου να τα κάνεις πράξη. Αντίθετα, πρέπει πρώτα να ακούσεις, να εφαρμόσεις, να εκτελέσεις και να τηρήσεις, κι αυτή πρέπει να είναι και η πρώτη σου στάση. Μόνο τότε θα γίνεις δημιούργημα, και σωστό και κατάλληλο ανθρώπινο ον. Αν ακόμα κι αυτά τα εντελώς στοιχειώδη πρότυπα συμπεριφοράς είναι πέρα απ’ τις δυνατότητές σου, και ο Θεός δεν σε αναγνωρίζει ως άνθρωπο, μπορείς άραγε τότε να προσέλθεις ενώπιόν Του; Σου αξίζει να ακούς τα λόγια του Θεού; Σου αξίζει να ακούς την αλήθεια; Σου αξίζει να σωθείς; Δεν διαθέτεις τα προσόντα για τίποτα απ’ όλα αυτά.
Οι άνθρωποι για τους οποίους μίλησα μόλις τώρα, που ασχολούνταν με τα κοτόπουλα και τα αυγά, έδειχναν υπακοή και υποταγή; (Όχι.) Σαν τι αντιμετώπιζαν τα λόγια του Θεού; Σαν αεράκι που περνούσε από τα αυτιά τους· και μέσα στο μυαλό τους είχαν μια ορισμένη άποψη: «Εσύ πες αυτά που έχεις να πεις, κι εγώ θα κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Δεν με νοιάζουν οι απαιτήσεις σου! Δεν φτάνει που σου προμηθεύω αυγά για να τρως; Ποιος νοιάζεται τι αυγά είναι αυτά που τρως; Θέλεις να φας βιολογικά αυγά; Δεν το νομίζω. Κάνε όνειρα! Μου ζήτησες να πάρω κοτόπουλα για εκτροφή, κι εγώ έτσι τα εκτρέφω, όμως εσύ προσθέτεις από πάνω και τις δικές σου απαιτήσεις· έχεις, άραγε, το δικαίωμα να μιλάς γι’ αυτό το θέμα;» Είναι άνθρωποι που υπακούνε και υποτάσσονται; (Όχι.) Τι προσπαθούν να κάνουν; Προσπαθούν να εξεγερθούν! Ο οίκος του Θεού είναι το μέρος όπου μιλάει και εργάζεται ο Θεός, ένα μέρος όπου βασιλεύει η αλήθεια· αν αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάκουσαν και δεν υποτάχθηκαν την ώρα που ο Θεός τούς είπε κάτι κατάμουτρα, μπορούν να κάνουν πράξη τα λόγια του Θεού πίσω από την πλάτη Του; Αυτό είναι ακόμα πιο απίθανο! Απ’ το απίθανο, λοιπόν, στο ακόμα πιο απίθανο· λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δύο πράγματα, έχουν για Θεό τους τον Θεό; (Όχι.) Και τότε ποιος είναι ο θεός τους; (Ο ίδιος τους ο εαυτός.) Πολύ σωστά, φέρονται στον εαυτό τους λες και είναι θεός, πιστεύουν στον εαυτό τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τι δουλειά έχουν να είναι ακόμα εδώ γύρω; Αφού έχουν τον εαυτό τους για θεό, τότε τι δουλειά έχουν να ανεμίζουν το λάβαρο της πίστης στον Θεό; Δεν εξαπατούν τους άλλους ανθρώπους μ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν εξαπατούν τον εαυτό τους; Αν αυτού του είδους οι άνθρωποι έχουν τέτοια στάση απέναντι στον Θεό, τότε άραγε έχουν τη δυνατότητα να υπακούσουν; (Σε καμία περίπτωση.) Ακόμα και σ’ ένα ζήτημα τόσο μικρής σημασίας, δεν μπορούν να υπακούσουν στα λόγια του Θεού ούτε να υποταχθούν στον Θεό· τα λόγια του Θεού δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα πάνω τους, κι αυτοί ούτε τα κατανοούν ούτε μπορούν να υποταχθούν σ’ αυτά. Μπορούν να σωθούν τέτοιοι άνθρωποι; (Όχι.) Πόσο απέχουν, λοιπόν, απ’ τη σωτηρία; Υπερβολικά, δεν την πλησιάζουν καν! Άραγε ο Θεός, μέσα Του, είναι πρόθυμος να σώσει όσους δεν υπακούνε στα λόγια Του, όσους Του αντιπαρατίθενται; Όχι βέβαια. Ούτε καν οι άνθρωποι, κρίνοντας το ζήτημα με βάση τις δικές τους σκέψεις, δεν θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν κάτι τέτοιο. Αν κάποιοι τέτοιοι διάβολοι και σατανάδες έπαιρναν θέση εναντίον σου για να αντιπαρατεθούν μαζί σου από κάθε άποψη, εσύ θα τους έσωζες; Αποκλείεται. Κανένας δεν θέλει να σώσει τέτοιους ανθρώπους. Κανένας δεν θέλει να κάνει φίλους του τέτοιους ανθρώπους. Στο ζήτημα με τα κοτόπουλα και την εκτροφή τους, που είχε τόσο μικρή σημασία, εκτέθηκε η φύση των ανθρώπων· σε ένα ζήτημα τόσο μικρής σημασίας, οι άνθρωποι φάνηκαν ανίκανοι να υπακούσουν σ’ αυτό που είπα. Δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό;
Στη συνέχεια, ας μιλήσουμε για ένα ζήτημα που έχει να κάνει με πρόβατα. Φυσικά, έχει και πάλι σχέση με τους ανθρώπους. Είχε μπει η άνοιξη. Ο καιρός ήταν ζεστός και άνθιζαν τα λουλούδια. Η βλάστηση οργίαζε, το χορτάρι ήταν πράσινο. Τα πάντα είχαν αρχίσει να σφύζουν από ζωή. Τα πρόβατα τρέφονταν με σανό όλο τον χειμώνα και δεν ήθελαν άλλο, κι έτσι περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα πρασίνιζε το χορτάρι και θα το βοσκούσαν φρέσκο. Ήταν επίσης ο καιρός που τα θηλυκά γεννούσαν τα αρνιά, κι έτσι ήταν ακόμα πιο απαραίτητο να βοσκήσουν πράσινο χορτάρι. Όσο καλύτερη ποιότητα είχε το χορτάρι και όσο μεγαλύτερη ήταν η ποσότητά του, τόσο περισσότερο γάλα θα έβγαζαν και τόσο πιο γρήγορα τα αρνιά θα μεγάλωναν· αλλά κι οι άνθρωποι θα χαίρονταν να δουν κάτι τέτοιο και είχαν κάτι να προσμένουν: ένα ωραίο, παχύ αρνί που θα το έτρωγαν στις αρχές του φθινοπώρου. Αφού, λοιπόν, οι άνθρωποι είχαν κάτι να προσμένουν, δεν έπρεπε να βρουν τρόπους για να εξασφαλίσουν περισσότερο χορτάρι καλής ποιότητας για τα αρνιά, να τα ταΐσουν για να γίνουν παχιά και γερά; Έπρεπε να αναλογιστούν τα εξής: «Το χορτάρι που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στο χωράφι δεν είναι καλής ποιότητας. Τα αρνιά θα αργήσουν να μεγαλώσουν αν το φάνε. Άραγε πού έχει καλής ποιότητας χορτάρι;» Δεν έπρεπε να καταβάλουν λίγη προσπάθεια γι’ αυτό το ζήτημα; Ποιος ξέρει όμως τι είχε στο μυαλό του ο άνθρωπος που φρόντιζε τα πρόβατα. Μια μέρα, πήγα να δω τα πρόβατα. Είδα ότι τα αρνιά πήγαιναν καλά· μόλις έβλεπαν ανθρώπους, αναπηδούσαν κι έβαζαν τα μπροστινά τους πόδια πάνω στις κνήμες τους, θέλοντας να ανέβουν πάνω τους να τους μιλήσουν. Κάποια από αυτά είχαν βγάλει κέρατα, κι έτσι έπαιξα λίγο μαζί τους κρατώντας τα από αυτά τα μικρά κέρατα. Αυτά τα αρνιά ναι μεν πήγαιναν καλά, ήταν όμως πολύ αδύνατα και στεγνά. Σκέφτηκα ότι τα αρνιά, παρότι είναι απαλά και το μαλλί τους δεν είναι παχύ, παραμένουν ζεστά, και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα αν πάχαιναν λίγο. Ενώ τα σκεφτόμουν μέσα Μου αυτά, ρώτησα τον υπεύθυνο για την εκτροφή των προβάτων: «Αυτό το χορτάρι είναι κακής ποιότητας; Δεν υπάρχει αρκετό στο χωράφι για να φάνε τα πρόβατα; Μήπως πρέπει να σκαλιστεί το έδαφος και να φυτευτεί καινούργιο χορτάρι, ώστε να έχουν αρκετό για να φάνε;» Κι εκείνος είπε: «Δεν φτάνει το πράσινο χορτάρι για να φάνε. Για την ώρα, τα πρόβατα τρέφονται ακόμα με άχυρο». Όταν το άκουσα αυτό, είπα: «Δεν ξέρεις τι εποχή έχουμε; Γιατί τα ταΐζεις ακόμα άχυρο; Τα θηλυκά γεννάνε αρνιά, θα έπρεπε να τρώνε ωραίο πράσινο χορτάρι. Γιατί τα ταΐζεις ακόμα άχυρο; Έχετε σκεφτεί καμία λύση γι’ αυτό το πρόβλημα;» Ξεφούρνισε έναν σωρό δικαιολογίες. Όταν του είπα να σκαλίσει το χωράφι, είπε ότι δεν μπορούσε και ότι, αν το έκανε, τα πρόβατα δεν θα είχαν τίποτα να φάνε τώρα. Τι σκέψεις κάνετε τώρα που τα ακούσατε όλα αυτά; Μήπως έχετε αίσθημα φορτίου; (Εγώ θα είχα σκεφτεί τρόπους να βρω ένα χωράφι γεμάτο χορτάρι ή θα είχα κόψει χορτάρι από αλλού.) Να ένας τρόπος να επιλύσεις το ζήτημα. Πρέπει να σκεφτείς μια λύση. Μη γεμίζεις μόνο το στομάχι σου ξεχνώντας όλα τα άλλα· και τα πρόβατα πρέπει να χορτάσουν. Αργότερα, είπα σε κάποιους άλλους ανθρώπους: «Μπορείτε να σκαλίσετε αυτό το χωράφι; Ακόμα κι αν το σπείρετε το φθινόπωρο, τα πρόβατα θα έχουν πράσινο χορτάρι να φάνε του χρόνου. Επιπλέον, σε άλλα μέρη υπάρχουν δύο χωράφια, μπορείτε να βοσκάτε τα πρόβατα εκεί κάθε μέρα ώστε να τρώνε φρέσκο χορτάρι; Αν τα δύο χωράφια χρησιμοποιούνται εναλλάξ, δεν θα μπορούν τα πρόβατα να τρώνε φρέσκο χορτάρι;» Ήταν εύκολο να γίνει αυτό που είπα; (Ήταν.) Κάποιοι είπαν: «Στα λόγια είναι εύκολο. Όλο λες πως τα πράγματα γίνονται εύκολα· πού είναι το εύκολο; Υπάρχουν πάρα πολλά πρόβατα και, όταν τρέχουν τριγύρω, δεν είναι καθόλου εύκολο να τα βοσκήσει κανείς». Μόνο και μόνο το να βοσκήσουν τα πρόβατα ήταν γι’ αυτούς πάρα πολύ κοπιαστικό· προέβαλαν πάρα πολλές δικαιολογίες και δυσκολίες, αλλά στο τέλος συμφώνησαν. Αρκετές μέρες αργότερα, πήγα ξανά να δω τι γινόταν. Το χορτάρι είχε μεγαλώσει τόσο πολύ που έφτανε σχεδόν μέχρι τη μέση ενός ανθρώπου. Αναρωτήθηκα πώς γινόταν να έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, αφού το έτρωγαν τα πρόβατα. Έκανα μερικές ερωτήσεις και το έμαθα: Δεν είχαν βγάλει καθόλου τα πρόβατα για βοσκή εδώ. Και, φυσικά, είχαν μια δικαιολογία: «Αυτό το χωράφι δεν έχει στάνη και τα πρόβατα ζεσταίνονταν υπερβολικά». Κι Εγώ είπα: «Γιατί, λοιπόν, δεν τους φτιάχνετε μια στάνη; Δεν είναι και τόσο πολλά. Ποια είναι η δουλειά σας εδώ; Δουλειά σας δεν είναι, υποτίθεται, να χειρίζεστε αυτά τα απλά ζητήματα;» Κι εκείνοι απάντησαν: «Δεν βρίσκουμε άνθρωπο να τη φτιάξει». Είπα: «Για τις άλλες δουλειές υπάρχουν άνθρωποι, γι’ αυτήν γιατί δεν υπάρχει κανένας; Ψάξατε να βρείτε κάποιον; Το μόνο που σας νοιάζει είναι να τρώτε τα πρόβατα, δεν σας νοιάζει η εκτροφή τους. Πώς είναι δυνατόν να είστε τόσο εγωιστές; Σας αρέσει να τρώτε αρνίσιο κρέας, αλλά δεν αφήνετε τα πρόβατα να φάνε πράσινο χορτάρι· πώς είναι δυνατόν να κάνετε κάτι τόσο ανήθικο!» Αφού εξαναγκάστηκαν, έφτιαξαν τη στάνη κι έτσι τα πρόβατα μπόρεσαν να βοσκήσουν πράσινο χορτάρι. Ήταν εύκολο να βοσκήσουν λίγο πράσινο χορτάρι; Αυτοί οι άνθρωποι δυσκολεύονταν πάρα πολύ να εκτελέσουν κάτι τόσο απλό. Ξεφούρνιζαν δικαιολογίες σε κάθε βήμα. Όταν έβρισκαν κάποια δικαιολογία, όταν προέκυπτε κάποια δυσκολία, τα παρατούσαν και περίμεναν να έρθω Εγώ να διευθετήσω το ζήτημα. Έπρεπε συνεχώς να παρακολουθώ τι συμβαίνει, έπρεπε συνεχώς να έχω τον νου Μου, έπρεπε συνεχώς να τους πιέζω· δεν είχα άλλη επιλογή παρά να τους πιέσω. Γιατί να πρέπει να ανησυχώ για κάτι τόσο ασήμαντο όσο το τάισμα των προβάτων; Αφού ετοιμάζω τα πάντα για εσάς, γιατί χρειάζεται τόσο μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να υπακούσετε σε κάποια απ’ τα λόγια Μου; Μήπως σου ζητάω να αναρριχηθείς σ’ ένα βουνό από μαχαίρια ή να κολυμπήσεις σε μια θάλασσα φωτιάς; Ή μήπως είναι κάτι υπερβολικά δύσκολο να υλοποιηθεί; Δεν είναι υποχρέωσή σου; Όλα αυτά είναι στο χέρι σου να τα πετύχεις, δεν ξεπερνούν τις δυνατότητές σου. Δεν ζητάω κάτι υπερβολικό. Πώς είναι δυνατόν να μην μπορείς να το πετύχεις; Πού έγκειται το πρόβλημα; Μήπως σου ζήτησα να φτιάξεις μια κιβωτό; (Όχι.) Πόσο μεγάλη διαφορά έχει, άραγε, αυτό που σου ζητήθηκε να κάνεις από την κατασκευή μιας κιβωτού; Τεράστια. Η εργασία που σου ζητήθηκε να εκτελέσεις θα έπαιρνε μόλις μία με δύο μέρες. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν δυο κουβέντες. Ήταν εφικτό. Η κατασκευή της κιβωτού ήταν ένα τεράστιο εγχείρημα, ένα εγχείρημα εκατό ετών. Τολμώ να πω πως, αν είχατε γεννηθεί την εποχή του Νώε, ούτε ένας από εσάς δεν θα ήταν ικανός να υπακούσει στα λόγια του Θεού. Όταν ο Νώε θα υπάκουγε στα λόγια του Θεού, όταν θα έφτιαχνε την κιβωτό κομμάτι-κομμάτι σύμφωνα με τις οδηγίες του Θεού, εσείς θα ήσασταν αυτοί που θα στέκονταν παράμερα, που θα εμπόδιζαν τον Νώε, που θα τον περιγελούσαν, που θα τον κορόιδευαν και θα γελούσαν μαζί του. Ανήκετε σίγουρα σε αυτό το είδος ανθρώπων. Σας λείπει εντελώς η στάση της υπακοής και της υποταγής. Απεναντίας, απαιτείς από τον Θεό να σου δείξει ιδιαίτερη χάρη και να σου δώσει ιδιαίτερες ευλογίες και διαφώτιση. Πώς γίνεται να είσαι τόσο ξεδιάντροπος; Τι λέτε, ποιο από τα πράγματα για τα οποία μίλησα μόλις τώρα είναι δική Μου ευθύνη; Ποιο απ’ όλα πρέπει να κάνω; (Κανένα.) Όλα αυτά είναι ανθρώπινα ζητήματα. Δεν είναι δική Μου δουλειά. Θα έπρεπε να μπορώ να σας αφήνω μόνους σας. Τι θέλω, λοιπόν, και ανακατεύομαι; Δεν το κάνω επειδή είναι υποχρέωσή Μου, αλλά για το δικό σας καλό. Κανένας σας δεν νοιάζεται γι’ αυτό, κανένας σας δεν έχει αναλάβει αυτήν την ευθύνη, κανένας σας δεν έχει αυτές τις καλές προθέσεις· πρέπει Εγώ, λοιπόν, να μοχθήσω περισσότερο γι’ αυτό το ζήτημα. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε εσείς είναι να υπακούτε και να συνεργάζεστε, απλούστατο είναι· εσείς, όμως, ούτε αυτό δεν μπορείτε να κάνετε. Είστε άνθρωποι εσείς;
Συνέβη κι άλλο ένα περιστατικό, ακόμα πιο σοβαρό. Χτιζόταν κάπου ένα κτίριο. Το κτίριο ήταν πολύ ψηλό και είχε αρκετά μεγάλη επιφάνεια. Στο εσωτερικό του είχαν τοποθετηθεί σχετικά πολλά έπιπλα και, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταφορά τους, θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία διπλή πόρτα, αν όχι περισσότερες, που έπρεπε να είναι σε ύψος τουλάχιστον δυόμισι μέτρα. Ένας κανονικός άνθρωπος θα τα είχε σκεφτεί όλα αυτά. Κάποιος, όμως, επέμενε να τοποθετήσει μια μονή πόρτα ύψους δύο μέτρων. Αγνόησε τις προτάσεις όλων των άλλων, όποιοι κι αν ήταν. Ήταν μπερδεμένος αυτός ο άνθρωπος; Ήταν ένα κάθαρμα και μισό. Αργότερα, όταν κάποιος Με ενημέρωσε σχετικά, είπα σ’ αυτόν τον άνθρωπο: «Πρέπει να τοποθετήσεις μια διπλή πόρτα και πρέπει να είναι ψηλότερη». Συμφώνησε απρόθυμα. Δηλαδή ναι μεν συμφώνησε φαινομενικά, όμως τι είπε ιδιωτικά; «Τι νόημα έχει να κάνουμε την πόρτα τόσο ψηλή; Τι πειράζει, δηλαδή, να είναι χαμηλότερη;» Αργότερα, πήγα ξανά να δω τι γινόταν. Απλώς είχε προστεθεί μια επιπλέον πόρτα, αλλά το ύψος ήταν το ίδιο. Και γιατί ήταν ίδιο το ύψος; Ήταν αδύνατο να τοποθετηθεί μια ψηλότερη πόρτα; Ή υπήρχε πιθανότητα η πόρτα να φτάσει στο ταβάνι; Ποιο ήταν το πρόβλημα; Το πρόβλημα ήταν πως εκείνος δεν ήθελε να υπακούσει. Στην πραγματικότητα, σκεφτόταν: «Εσύ θα αποφασίσεις; Εγώ είμαι το αφεντικό εδώ, εγώ κάνω κουμάντο. Οι άλλοι κάνουν ό,τι λέω εγώ, όχι το αντίθετο. Και τι ξέρεις εσύ; Μήπως καταλαβαίνεις από κατασκευές;» Το ότι δεν καταλαβαίνω από κατασκευές σημαίνει ότι δεν έβλεπα πώς ήταν οι διαστάσεις; Με μια τόσο χαμηλή πόρτα σ’ ένα τόσο ψηλό κτήριο, αν περνούσε κάποιος που έχει ύψος 1.90, είτε θα έπρεπε να σκύψει είτε θα έσπαγε το κεφάλι του στην κάσα της πόρτας. Τι είδους πόρτα ήταν αυτή; Δεν χρειαζόταν να γνωρίζω από κατασκευές· πείτε Μου, δεν προσέγγισα το θέμα λογικά; Δεν το προσέγγισα πρακτικά; Αυτή η πρακτικότητα, όμως, ήταν ακατανόητη για εκείνο τον άνθρωπο. Το μόνο που ήξερε ήταν να ακολουθεί κανονισμούς και να λέει: «Στα μέρη μου, όλες οι πόρτες έτσι είναι. Γιατί έπρεπε να φτιάξω την πόρτα τόσο ψηλή όσο είπες εσύ; Εσύ μου ζήτησες να τη φτιάξω κι εγώ την έφτιαξα έτσι. Αν δεν σου κάνω, ξέχνα το! Έτσι κάνω εγώ τα πράγματα και δεν πρόκειται να σε υπακούσω!» Τι πράγμα ήταν αυτός ο άνθρωπος; Θεωρείτε ότι θα μπορούσε ακόμα να φανεί χρήσιμος στον οίκο του Θεού; (Όχι.) Τι έπρεπε να γίνει, λοιπόν, αφού δεν ήταν χρήσιμος; Αν και αυτού του είδους οι άνθρωποι καταβάλλουν κάποια προσπάθεια για τα μάτια του κόσμου στον οίκο του Θεού και να μην τους πετάνε αμέσως έξω, και παρότι οι αδελφοί κι οι αδελφές τούς ανέχονται κι Εγώ ο ίδιος μπορώ και τους ανέχομαι, όταν τίθεται πλέον το θέμα της ανθρώπινης φύσης τους —για να μην πιάσουμε το αν κατανοούν ή όχι την αλήθεια— ενώ εργάζονται και ζουν σ’ ένα περιβάλλον όπως ο οίκος του Θεού, υπάρχει πιθανότητα να παραμείνουν; (Όχι.) Χρειάζεται να τους πετάξουμε έξω; (Όχι.) Υπάρχει πιθανότητα να παραμείνουν μακροπρόθεσμα στην εκκλησία; (Όχι.) Γιατί όχι; Ας αφήσουμε κατά μέρος το αν κατανοούν αυτά που τους λένε. Με τέτοια διάθεση που έχουν, με το που καταβάλουν κάποια προσπάθεια για τα μάτια του κόσμου, αρχίζουν να μεγαλοπιάνονται και να προσπαθούν να κάνουν κουμάντο. Περνάνε αυτά στον οίκο του Θεού; Αυτοί οι άνθρωποι είναι ένα τίποτα, κι όμως νομίζουν πως είναι πολύ καλοί, πως είναι στυλοβάτες και στηρίγματα στον οίκο του Θεού, εκεί που διαπράττουν απερίσκεπτα κακές πράξεις και προσπαθούν να κάνουν κουμάντο. Είναι σίγουρο ότι θα συναντήσουν προβλήματα και ότι δεν θα μείνουν για πολύ. Τέτοιοι άνθρωποι, ακόμα κι αν δεν τους πετάξει έξω ο οίκος του Θεού, αφού μείνουν για λίγο εδώ θα παρατηρήσουν ότι, στον οίκο του Θεού, οι άνθρωποι συζητούν συνεχώς για την αλήθεια και για τις αρχές· αυτό δεν τους ενδιαφέρει καθόλου, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν δεν έχει κανένα νόημα εδώ. Όπου κι αν πάνε, ό,τι κι αν κάνουν, τους είναι αδύνατο να συνεργαστούν με άλλους και θέλουν συνεχώς να κάνουν κουμάντο. Αυτό όμως δεν γίνεται και αισθάνονται περιορισμένοι από κάθε άποψη. Με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότεροι αδελφοί και αδελφές κατανοούν τελικά την αλήθεια και τις αρχές· ενώ, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν ό,τι θέλουν, να το παίξουν αφεντικά και να κάνουν κουμάντο, και δεν ενεργούν σύμφωνα με τις αρχές, πολλοί τους κοιτάζουν με μισό μάτι. Εκείνοι μπορούν να το αντέξουν αυτό; Όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα νιώσουν πως είναι ασύμβατοι με τους άλλους, ότι δεν είναι εδώ η φυσική τους θέση, ότι βρίσκονται στο λάθος μέρος: «Πώς βρέθηκα κατά λάθος μέσα στον οίκο του Θεού; Το σκεπτικό μου ήταν υπερβολικά απλοϊκό. Πίστεψα πως, αν κατέβαλλα λίγη προσπάθεια, θα απέφευγα την καταστροφή και θα λάμβανα ευλογίες. Δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι τα πράγματα δεν θα πήγαιναν έτσι!» Η φυσική τους θέση δεν είναι στον οίκο του Θεού· αφού μείνουν για λίγο, χάνουν το ενδιαφέρον τους, γίνονται αδιάφοροι και δεν χρειάζεται να τους πετάξει κάποιος έξω –ξεγλιστρούν και φεύγουν από μόνοι τους.
Κάποιοι λένε: «Παντού χώνεις τη μύτη Σου Εσύ; Είσαι περίεργος εσύ, έτσι δεν είναι; Απλώς εδραιώνεις το κύρος Σου, κάνεις αισθητή την παρουσία Σου και ενημερώνεις τους ανθρώπους για την παντοδυναμία Σου με το να ανακατεύεσαι στις ξένες υποθέσεις, έτσι δεν είναι;» Για πείτε Μου, θα ήταν όλα καλά αν δεν φρόντιζα Εγώ αυτά τα πράγματα; Στην πραγματικότητα, Εγώ δεν θέλω να τα φροντίζω όλα αυτά, είναι ευθύνη των επικεφαλής και των εργατών· αν, όμως, δεν το έκανα, θα υπήρχε πρόβλημα και θα επηρεαζόταν το μελλοντικό έργο. Θα χρειαζόταν να ασχολούμαι Εγώ ο ίδιος με τέτοια ζητήματα αν ήσασταν εσείς ικανοί να τα λύσετε κι αν κάνατε ό,τι σας ζητούσα; Αν δεν ασχολούμουν Εγώ ο ίδιος μαζί σας, τότε ούτε θα βιώνατε καμία ανθρώπινη ομοιότητα ούτε θα ζούσατε καλά. Τίποτα δεν θα κάνατε από μόνοι σας. Ακόμα κι έτσι όπως έχουν τα πράγματα, όμως, και πάλι δεν Με υπακούτε. Θα σας μιλήσω για κάτι εξαιρετικά απλό: το απίστευτα μικρής σημασίας ζήτημα της υγιεινής και της φροντίδας του περιβάλλοντος διαβίωσης. Ποιες είναι οι ενέργειές σας όσον αφορά αυτό το ζήτημα; Αν πάω κάπου χωρίς να σας ενημερώσω από πριν, θα είναι εξαιρετικά ακατάστατα, κι εσείς θα πρέπει να καθαρίσετε εκείνη τη στιγμή, πράγμα που θα σας αναστατώσει και θα σας φέρει σε δύσκολη θέση. Αν σας έλεγα από πριν ότι θα ερχόμουν, τότε η κατάσταση θα ήταν λίγο καλύτερη· νομίζετε, όμως, πως δεν ξέρω τι συμβαίνει στο παρασκήνιο; Όλα αυτά είναι ζητήματα μικρής σημασίας, από τα πιο απλά και στοιχειώδη σημεία της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Εσάς, όμως, σας διακρίνει μια τέτοια τεμπελιά. Μπορείτε στ’ αλήθεια να κάνετε σωστά το καθήκον σας; Έμεινα σε κάποια μέρη στο εσωτερικό της Κίνας για δέκα χρόνια, όπου μάθαινα στους ανθρώπους πώς να διπλώνουν τα παπλώματα και να τα στεγνώνουν στον ήλιο, πώς να καθαρίζουν το σπίτι τους και πώς να ανάβουν τον φούρνο στο σπίτι. Μα μετά από δέκα χρόνια διδασκαλίας, αδυνατούσα να τους τα μάθω. Μήπως φταίει ότι δεν έχω την ικανότητα της διδασκαλίας; Όχι, απλώς αυτοί είναι εντελώς καθάρματα. Αργότερα, σταμάτησα να διδάσκω. Όταν πήγαινα κάπου κι έβλεπα ένα πάπλωμα αδίπλωτο, απλώς γύριζα κι έφευγα. Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Επειδή μου φαινόταν δύσοσμο και αηδιαστικό. Γιατί να πρέπει να μείνω σ’ ένα μέρος χειρότερο κι από χοιροστάσιο; Αρνούμαι να το κάνω. Ακόμα κι αυτά τα μικρά προβλήματα είναι πολύ δύσκολο ν’ αλλάξουν. Αν το πήγαινα λίγο παραπέρα και μιλούσα για το αν ακολουθεί κανείς την οδό του Θεού και το θέλημα του Θεού, ειλικρινά, ούτε καν θα πλησιάζατε. Πού θέλω να καταλήξω μ’ αυτά που λέω σήμερα; Η υπακοή στα λόγια του Θεού είναι κάτι πολύ σημαντικό και δεν πρέπει να την αγνοείτε. Υπακοή στα λόγια του Θεού δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναλύεις, να μελετάς, να συζητάς ή να διερευνάς τα λόγια του Θεού ούτε ότι πρέπει να εξετάζεις τις αιτίες που κρύβονται πίσω τους και να προσπαθείς να ανακαλύψεις το πώς και το γιατί· αντίθετα, πρέπει να εφαρμόζεις τα λόγια Του και να τα εκτελείς. Όταν ο Θεός σού μιλάει, όταν σου δίνει εντολή να εκτελέσεις μια εργασία ή σου εμπιστεύεται κάτι, αυτό που θέλει να δει μετά είναι να αναλαμβάνεις δράση, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα εφαρμόζεις όλα αυτά, βήμα προς βήμα. Τον Θεό δεν Τον νοιάζει αν κατανοείς ή όχι αυτό το ζήτημα ούτε Τον νοιάζει αν μέσα σου νιώθεις περιέργεια ή έχεις αμφιβολίες περί αυτού. Αυτό που κοιτάζει ο Θεός είναι αν το κάνεις, αν κρατάς τη στάση της υπακοής και της υποταγής.
Συζητούσα τυχαία με κάποιους ανθρώπους σχετικά με τα κοστούμια για τις εκδηλώσεις. Η κύρια αρχή ήταν ότι, ως προς το χρώμα και το στιλ, τα κοστούμια έπρεπε να είναι κόσμια, αξιοπρεπή, καλαίσθητα και κομψά. Δεν έπρεπε να μοιάζουν παράξενα ως ρούχα. Επιπλέον, δεν ήταν ανάγκη να ξοδευτούν πάρα πολλά χρήματα. Δεν χρειαζόταν να είναι κάποιου συγκεκριμένου σχεδιαστή ούτε φυσικά να πάει κανείς να τα αγοράσει από κάποιο ακριβό και επώνυμο κατάστημα. Η άποψή Μου ήταν ότι τα κοστούμια έπρεπε να δείχνουν τους ερμηνευτές κομψούς, κόσμιους και αξιοπρεπείς, ότι έπρεπε να είναι ευπαρουσίαστοι. Δεν υπήρχε κάποιος περιορισμός στα χρώματα, παρά μόνο να αποφεύγονται όσα θα φαίνονταν υπερβολικά μουντά και σκούρα επί σκηνής. Τα περισσότερα άλλα χρώματα ήταν εντάξει: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, λουλακί, μοβ· δεν υπήρχαν κανονισμοί γι’ αυτό. Από πού προκύπτει αυτή η αρχή; Η πλάση του Θεού περιέχει όλα τα χρώματα. Τα λουλούδια είναι χρωματιστά, το ίδιο και τα δέντρα, τα φυτά και τα πουλιά. Δεν πρέπει, λοιπόν, να έχουμε αντιλήψεις ούτε κανόνες για τα χρώματα. Αφού το είπα αυτό, φοβήθηκα πως δεν θα το κατανοούσαν. Τους ρώτησα ξανά, και μόνο όταν όλοι όσοι Με άκουσαν είπαν ότι το κατανοούσαν, βεβαιώθηκα. Τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σύμφωνα με την αρχή που είχα αναφέρει. Ήταν απλό το ζήτημα; Είχε μεγάλη σημασία; Ήταν μεγαλύτερο ή μικρότερο εγχείρημα από την κατασκευή μιας κιβωτού; (Μικρότερο.) Σε σύγκριση με τη θυσία του Ισαάκ από τον Αβραάμ, ήταν δύσκολο; (Όχι.) Δεν είχε απολύτως καμία δυσκολία και ήταν απλό· αφορούσε απλώς τα ρούχα. Οι άνθρωποι βλέπουν ρούχα από τη στιγμή που γεννιούνται· δεν ήταν δύσκολο το ζήτημα. Η εκτέλεση έγινε ακόμα ευκολότερη για τους ανθρώπους όταν έθεσα μια ορισμένη αρχή. Το σημαντικό ήταν αν θα έδειχναν υπακοή και αν θα ήταν πρόθυμοι να το κάνουν. Λίγο αργότερα, μετά την παραγωγή μερικών εκδηλώσεων και ταινιών, παρατήρησα πως τα κοστούμια όλων των πρωταγωνιστών ήταν μπλε. Το σκέφτηκα λίγο: «Μήπως οι άνθρωποι που κάνουν την παραγωγή αυτών των εκδηλώσεων έχουν κάποιο πρόβλημα στο μυαλό; Αυτό που είπα ήταν πολύ σαφές. Δεν έθεσα τον κανόνα τα κοστούμια να είναι μπλε και να απαγορεύεται να βγει στη σκηνή όποιος δεν φοράει μπλε. Τι πρόβλημα έχουν αυτοί οι άνθρωποι; Τι τους ωθούσε και τους εξουσίαζε; Μήπως έχουν αλλάξει οι τάσεις της μόδας στον έξω κόσμο και πλέον οι άνθρωποι φοράνε μόνο μπλε; Όχι. Στον έξω κόσμο δεν υπάρχουν κανόνες για το χρώμα και το στιλ· οι άνθρωποι φοράνε όλα τα χρώματα. Είναι παράξενο, λοιπόν, που προέκυψε μια τέτοια κατάσταση στην εκκλησία μας. Ποιος κάνει τον τελικό έλεγχο των κοστουμιών; Ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό το ζήτημα; Υπάρχει κάποιος που κινεί τα νήματα;» Υπήρχε όντως κάποιος που κινούσε τα νήματα, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα, άσχετα από το στιλ, όλα ανεξαιρέτως τα κοστούμια να είναι μπλε. Όσα είπα δεν έκαναν καμία διαφορά. Εκείνος είχε ήδη αποφασίσει πως όλα τα ρούχα έπρεπε να είναι μπλε· κανείς δεν θα φορούσε τίποτε άλλο, μόνο μπλε. Το μπλε αντιπροσώπευε την πνευματικότητα και την αγιοσύνη· ήταν το σήμα κατατεθέν του οίκου του Θεού. Αν τα κοστούμια δεν ήταν μπλε, τότε δεν θα επέτρεπαν να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση ούτε θα τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Είπα τότε ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν καταδικασμένοι. Ήταν ένα τόσο απλό πράγμα, εξήγησα πολύ ξεκάθαρα κάθε σημείο και στη συνέχεια βεβαιώθηκα ότι το είχαν κατανοήσει· έκλεισα το θέμα μόνο όταν όλοι ήμασταν σύμφωνοι. Και ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα; Όσα είπα ήταν σαν να μην τα είχα πει ποτέ. Κανείς δεν τα θεώρησε σημαντικά. Και πάλι έπραξαν και ασκήθηκαν όπως ήθελαν· κανένας δεν εκτέλεσε όσα είπα, κανένας δεν τα εκπλήρωσε. Τι εννοούσαν στ’ αλήθεια όταν είπαν πως είχαν καταλάβει; Αυτοί οι άνθρωποι πήγαιναν απλώς με τα νερά Μου. Όλη μέρα κουτσομπόλευαν σαν εκείνες τις μεσήλικες κυρίες στον δρόμο. Με τον ίδιο τρόπο μιλούσαν και σ’ Εμένα, και είχαν την ίδια στάση. Ένιωσα, λοιπόν, μέσα Μου τα εξής: Η στάση αυτών των ανθρώπων απέναντι στον Χριστό ήταν και η στάση τους απέναντι στον Θεό, ήταν δε μια πολύ ανησυχητική στάση, μια επικίνδυνη ένδειξη, ένα κακό σημάδι. Θέλετε να μάθετε τι δείχνει; Οφείλετε να το μάθετε. Πρέπει να σας το πω αυτό, και πρέπει ν’ ακούσετε προσεκτικά. Κρίνοντας από όσα εκτίθενται μέσα σας, από τη στάση σας απέναντι στα λόγια του Θεού, πολλοί από εσάς θα βυθιστείτε στην καταστροφή· κάποιοι από εσάς θα βυθιστείτε στην καταστροφή για να τιμωρηθείτε, άλλοι για να εξευγενιστείτε, και η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Όσοι τιμωρηθούν θα πεθάνουν αμέσως, θα χαθούν. Για όσους, όμως, εξευγενιστούν μέσα στην καταστροφή, αν αυτό τους δώσει την ικανότητα να υπακούσουν και να υποταχθούν, καθώς και να μείνουν ακλόνητοι, κι αν τελικά αποκτήσουν μαρτυρία, τότε η πιο δύσκολη δοκιμασία θα έχει λάβει τέλος· διαφορετικά, δεν υπάρχει γι’ αυτούς καμία ελπίδα για το μέλλον, θα βρεθούν σε κίνδυνο και δεν θα έχουν άλλη ευκαιρία. Ακούτε καλά τι σας λέω; (Ναι.) Αυτό σας φαίνεται ότι είναι καλό για εσάς; Κατά τη γνώμη Μου, με δυο λόγια, δεν είναι καλός οιωνός. Το θεωρώ κακό σημάδι. Σας έδωσα τα γεγονότα· η επιλογή είναι δική σας. Δεν θα μιλήσω άλλο γι’ αυτό, δεν θα επαναλάβω τα λεγόμενά Μου, δεν θα αναφερθώ ξανά.
Το θέμα πάνω στο οποίο συναναστράφηκα σήμερα είναι το πώς να αντιμετωπίζει κανείς τα λόγια του Θεού. Η υπακοή και η υποταγή στα λόγια του Θεού έχουν μεγάλη σημασία. Το να μπορεί κανείς να τα εκτελέσει, να τα υλοποιήσει και να τα κάνει πράξη έχει μεγάλη σημασία. Κάποιοι λένε: «Ακόμα και σήμερα, συνεχίζουμε να μην ξέρουμε πώς ακριβώς να αντιμετωπίζουμε τον Χριστό». Είναι πολύ απλό το πώς να αντιμετωπίζει κανείς τον Χριστό: Η στάση σου απέναντι στον Χριστό είναι η στάση σου απέναντι στον Θεό. Στα μάτια του Θεού, η στάση σου απέναντι στον Θεό είναι η στάση σου απέναντι στον Χριστό. Φυσικά, η στάση που κρατάς απέναντι στον Χριστό είναι η στάση που κρατάς απέναντι στον Θεό που βρίσκεται στους ουρανούς. Η στάση σου απέναντι στον Χριστό είναι η πιο αληθινή απ’ όλες· είναι ορατή και αυτήν ακριβώς εξετάζει εξονυχιστικά ο Θεός. Οι άνθρωποι θέλουν να κατανοήσουν πώς να αντιμετωπίζουν τον Θεό με τον τρόπο που επιθυμεί Εκείνος, κι αυτός είναι απλός. Υπάρχουν τρία σημεία: Το πρώτο είναι η ειλικρίνεια. Το δεύτερο είναι ο σεβασμός, το να μάθει κανείς πώς να σέβεται τον Χριστό. Το τρίτο και το πιο σημαντικό σημείο είναι η υπακοή στα λόγια Του. Υπακοή στα λόγια Του: αυτό σημαίνει ν’ ακούς με τα αυτιά σου ή μήπως με κάτι άλλο; (Με την καρδιά μας.) Εσύ έχεις καρδιά; Αν έχεις καρδιά, τότε μ’ αυτήν να ακούς. Μόνο αν ακούσεις με την καρδιά σου θα κατανοήσεις και θα μπορέσεις να κάνεις πράξη όσα ακούς. Καθένα από αυτά τα τρία σημεία είναι πολύ απλό. Το κυριολεκτικό τους νόημα είναι μάλλον κατανοητό και, λογικά μιλώντας, είναι μάλλον εύκολο να τα εκτελέσει κανείς· το πώς, όμως, θα τα εκτελέσετε και το αν μπορείτε να το κάνετε είναι δική σας επιλογή και δεν πρόκειται να το εξηγήσω περαιτέρω. Κάποιοι λένε: «Δεν είσαι παρά ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Γιατί πρέπει να είμαστε ειλικρινείς απέναντί σου; Γιατί πρέπει να σε σεβόμαστε; Γιατί πρέπει να υπακούμε στα λόγια σου;» Έχω τους λόγους Μου. Κι αυτοί επίσης είναι τρεις. Ακούστε προσεκτικά και δείτε αν όσα λέω βγάζουν νόημα. Αν ναι, τότε πρέπει να τα αποδεχθείτε· αν θεωρείς πως δεν βγάζουν, τότε δεν χρειάζεται να τα αποδεχθείς, και μπορείς να ψάξεις να βρεις άλλο μονοπάτι. Ο πρώτος λόγος είναι ότι, από τότε που αποδέχθηκες αυτό το στάδιο του έργου του Θεού, τρως, πίνεις, απολαμβάνεις και προσεύχεσαι διαβάζοντας κάθε λέξη που έχω πει. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις πως είσαι ακόλουθος του Παντοδύναμου Θεού, πως είσαι ένας από τους πιστούς Του. Άραγε, λοιπόν, μπορεί να πει κανείς πως αναγνωρίζεις ότι είσαι ακόλουθος της συνηθισμένης σάρκας στην οποία είναι ενσαρκωμένος ο Θεός; Μπορεί. Συνοπτικά, ο δεύτερος λόγος είναι ότι αναγνωρίζεις πως είσαι ακόλουθος του Παντοδύναμου Θεού. Ο τρίτος λόγος είναι ο πιο σημαντικός απ’ όλους: Απ’ όλη την ανθρωπότητα, μόνο Εγώ σας βλέπω ως ανθρώπους. Είναι σημαντικό αυτό το σημείο; (Είναι, ναι.) Ποιο από αυτά τα τρία σημεία σάς είναι αδύνατο να αποδεχθείτε; Τι λέτε, υπάρχει κανένα απ’ τα σημεία που μόλις ανέφερα που να είναι αναληθές, μη αντικειμενικό, πλασματικό; (Όχι.) Συνολικά, λοιπόν, υπάρχουν έξι σημεία. Δεν θα αναλύσω το καθένα ξεχωριστά· αναλογιστείτε τα μόνοι σας. Έχω ήδη μιλήσει αναλυτικά γι’ αυτά τα θέματα, άρα λογικά θα πρέπει να μπορείτε να τα κατανοήσετε.
4 Ιουλίου 2020