83. Μπορώ επιτέλους να διακρίνω τους κακούς ανθρώπους
Τον Μάρτιο του 2020, έλαβα ένα γράμμα απ’ τη μητέρα μου. Ανακάλυψα ότι έναν χρόνο νωρίτερα, είχε αποπεμφθεί απ’ την εκκλησία ως κακός άνθρωπος. Αυτό το ξαφνικό μήνυμα με συντάραξε σαν κεραυνός εν αιθρία. Πριν καν τελειώσω την ανάγνωση του γράμματος, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ’ τα μάτια μου. Το έργο της σωτηρίας του Θεού τις έσχατες ημέρες είναι μια ευκαιρία που παρουσιάζεται μια φορά στη ζωή! Απ’ τη στιγμή που η μητέρα μου είχε αποπεμφθεί απ’ την εκκλησία, δεν είχε χάσει την ελπίδα της να σωθεί; Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που μου πέρασε απ’ το μυαλό ήταν το πόσο καλή ήταν η μητέρα μου μαζί μου: Από τότε που ήμουν παιδί, η μητέρα μου με καθοδηγούσε να διαβάζω τον λόγο του Θεού και με μάθαινε να προσεύχομαι. Ο πατέρας μου ήθελε να μελετάω πολύ και να προοδεύσω στη ζωή μου, αλλά η μητέρα μου ήταν αυτή που επέμενε να πιστεύω στον Θεό και να κάνω ένα καθήκον, πράγμα που μου επέτρεψε να βαδίσω στο σωστό μονοπάτι στη ζωή. Αργότερα, η μητέρα μου καταδιώχθηκε απ’ την αστυνομία επειδή διέδιδε το ευαγγέλιο και αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή. Κάθε φορά που μου έγραφε, με παρότρυνε να κάνω το καθήκον μου ειλικρινά και να επιδιώκω την αλήθεια… Αυτές οι αναμνήσεις δεν σταμάτησαν να περνάνε απ’ το μυαλό μου σαν σκηνές από ταινία. Η μητέρα μου πίστευε 16 χρόνια στον Θεό. Αν και συνελήφθη δύο φορές, δεν πρόδωσε τον Θεό και συνέχισε να κάνει τα καθήκοντά της μακριά απ’ το σπίτι, κάνοντάς με να πιστέψω ότι πίστευε αληθινά στον Θεό. Πώς, λοιπόν ήταν δυνατό να αποπεμφθεί; Είχε κάνει λάθος ο επικεφαλής; Δεν θα μπορούσε να έχει άλλη μια ευκαιρία να μετανοήσει, μετά από τόσα χρόνια θυσίας και δαπάνης; Στο γράμμα της, είπε ότι ήταν επιπόλαιη και εκτός ελέγχου στα καθήκοντά της, ότι έσπερνε τη διχόνοια και σχημάτιζε κλίκες ανάμεσα στους αδελφούς και τις αδελφές, επιφέροντας απώλειες στο έργο της εκκλησίας, και ότι κάθε φορά που κλαδευόταν, δεν έκανε αυτοκριτική ούτε αναγνώριζε τον εαυτό της, και πίστευε πάντα ότι κάποιος άλλος είχε το πρόβλημα. Είπε ότι είχε διαπράξει πάρα πολύ κακό, ότι η αποπομπή της ήταν δικαιολογημένη και ότι είχε πάνω από μια δεκαετία πίστης να καταθέσει μαρτυρία. Αντιθέτως, είχε διαπράξει πολύ κακό και είχε βλάψει το έργο της εκκλησίας. Είπε ότι ήταν παλιοδιάβολος, λακές του Σατανά και κακός δαίμονας, ότι ήταν ντροπή που ζούσε και ότι πονούσε τόσο, που ήθελε να αυτοκτονήσει. Τότε, σκέφτηκα ότι η μητέρα μου, ακόμη και μετά την αποπομπή της, εξακολουθούσε να μου στέλνει χρήματα που είχε βγάλει απ’ τη δουλειά για να με στηρίζει στα καθήκοντά μου. Η συμπεριφορά της μητέρας μου με μπέρδεψε: Μήπως δεν έτρεχε κάτι με την ουσία της και ήταν απλά πολύ σοβαρή η διεφθαρμένη της διάθεση; Αν είχε άλλη μια ευκαιρία, θα μπορούσε να μετανοήσει και να αποφύγει την αποπομπή; Ο Θεός σώζει τους ανθρώπους στον μέγιστο δυνατό βαθμό και ο οίκος του Θεού επιτρέπει σε εκείνους που έχουν αποπεμφθεί να επιστρέψουν αν έχουν μετανοήσει αληθινά. Δεδομένου ότι η μητέρα μου είχε επιδείξει κάποια καλή συμπεριφορά μετά την αποπομπή της, θα μπορούσε άραγε να της δώσει άλλη μια ευκαιρία η εκκλησία; Οπότε, έγραψα ένα γράμμα για να τη βοηθήσω, ζητώντας της να μετανοήσει ειλικρινά. Αν μετανοούσε αληθινά, ίσως γινόταν ξανά δεκτή στην εκκλησία.
Κατά τη διάρκεια μιας συνάθροισης, ανέφερα τις σκέψεις μου και μια αδελφή είπε ότι δεν είχα ικανότητα διάκρισης της ουσίας της μητέρας μου, ότι αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα πάντα να γίνει ξανά δεκτή στην εκκλησία και ότι έπρεπε να αναζητήσω την αλήθεια πάνω σε αυτό το ζήτημα. Συνειδητοποίησα ότι ο Θεός χρησιμοποιούσε αυτήν την αδελφή για να μου υπενθυμίσει να πάρω ένα μάθημα, οπότε, προσευχήθηκα στον Θεό: «Ω Θεέ μου, είμαι μπερδεμένη σχετικά με την αποπομπή της μητέρας μου. Σε παρακαλώ, διαφώτισέ με προκειμένου να κατανοήσω την αλήθεια, και επίτρεψέ μου να μάθω να διακρίνω τη φύση-ουσία της μητέρας μου και να δραπετεύσω απ’ τα δεσμά των συναισθημάτων».
Μια μέρα, διάβασα δύο χωρία των λόγων του Θεού: «Όσοι εκφέρουν τα δηλητηριώδη, κακόβουλα λόγια τους εντός της εκκλησίας, διαδίδουν φήμες, υποδαυλίζουν διχόνοιες και σχηματίζουν κλίκες μεταξύ των αδελφών —αυτοί θα έπρεπε να έχουν αποβληθεί από την εκκλησία. Εντούτοις, επειδή τώρα είναι μια διαφορετική εποχή του έργου του Θεού, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν περιοριστεί, διότι πρόκειται σίγουρα να αποκλειστούν. Όλοι όσοι έχουν διαφθαρεί από τον Σατανά έχουν διεφθαρμένες διαθέσεις. Μερικοί δεν έχουν τίποτα παραπάνω από διεφθαρμένες διαθέσεις, ενώ άλλοι διαφέρουν: Όχι μόνο έχουν διεφθαρμένες, σατανικές διαθέσεις, αλλά και η φύση τους είναι άκρως κακόβουλη. Τα λόγια και οι ενέργειές τους δεν αποκαλύπτουν μόνο τις διεφθαρμένες, σατανικές διαθέσεις τους· αυτοί οι άνθρωποι είναι, επίσης, οι αληθινοί διάβολοι και σατανάδες. Με τη συμπεριφορά τους διαταράσσουν και αναστατώνουν το έργο του Θεού, αναστατώνουν τη ζωή-είσοδο των αδελφών και καταστρέφουν την κανονική ζωή της εκκλησίας. Αυτοί οι λύκοι με την αμφίεση προβάτων πρέπει αργά ή γρήγορα να απομακρυνθούν· η στάση που θα πρέπει να υιοθετηθεί προς αυτούς τους υπηρέτες του Σατανά θα πρέπει να είναι άτεγκτη, μια στάση απόρριψης. Μονάχα έτσι στέκεται κανείς στο πλευρό του Θεού, και όσοι δεν μπορούν να το κάνουν, κυλιούνται στον βούρκο με τον Σατανά» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προειδοποίηση σε όσους δεν κάνουν πράξη την αλήθεια). «Οι άνθρωποι που πιστεύουν αληθινά στον Θεό είναι αυτοί που είναι πρόθυμοι να κάνουν πράξη τον λόγο του Θεού και αυτοί που είναι πρόθυμοι να κάνουν πράξη την αλήθεια. Οι άνθρωποι που μπορούν στ’ αλήθεια να παραμένουν σταθεροί στη μαρτυρία τους για τον Θεό είναι και αυτοί που είναι πρόθυμοι να κάνουν πράξη τον λόγο Του και μπορούν αληθινά να υποστηρίξουν την αλήθεια. Όλοι οι άνθρωποι που καταφεύγουν στην απάτη και στην αδικία στερούνται της αλήθειας και ντροπιάζουν τον Θεό. Όσοι προκαλούν διχόνοιες μέσα στους κόλπους της εκκλησίας είναι υπηρέτες του Σατανά, είναι η προσωποποίηση του Σατανά. Οι άνθρωποι αυτού του είδους είναι πολύ μοχθηροί. Όσοι δεν διαθέτουν ικανότητα διάκρισης και είναι ανίκανοι να υποστηρίξουν την αλήθεια, τρέφουν κακές προθέσεις και αμαυρώνουν την αλήθεια. Επιπλέον, είναι οι κλασικοί εκπρόσωποι του Σατανά. Είναι πέραν λύτρωσης και είναι αυτονόητο ότι θα αποκλειστούν. Η οικογένεια του Θεού δεν επιτρέπει σε όσους δεν κάνουν την αλήθεια πράξη ούτε σε όσους σκοπίμως καταλύουν την εκκλησία να παραμένουν. Εντούτοις, τώρα δεν είναι η ώρα να επιτελεστεί το έργο της αποβολής· αυτού του είδους οι άνθρωποι απλώς θα εκτεθούν και, στο τέλος, θα αποκλειστούν. Δεν θα δαπανηθεί άλλο ανώφελο έργο πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους· όσοι ανήκουν στον Σατανά δεν μπορούν να υποστηρίξουν την αλήθεια, ενώ όσοι επιζητούν την αλήθεια, μπορούν να την υποστηρίξουν» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προειδοποίηση σε όσους δεν κάνουν πράξη την αλήθεια). Τα λόγια έκθεσης του Θεού με έκαναν να καταλάβω ότι μόνο εκείνοι που αποδέχονται και κάνουν πράξη την αλήθεια πιστεύουν αληθινά στον Θεό και ότι εκείνοι που αρνούνται να αποδεχτούν την αλήθεια, που διαπράττουν συστηματικά κακό και αναστατώνουν το εκκλησιαστικό έργο, που δεν μετανοούν ποτέ, είναι αληθινοί διάβολοι και σατανάδες. Είναι αυτοί που θα αποκαλύψει και θα αποκλείσει ο Θεός, και η εκκλησία πρέπει να τους αποπέμψει. Αυτό είναι ένα διοικητικό διάταγμα της εκκλησίας. Απ’ τους αδελφούς και τις αδελφές μου, έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν συστηματικά αμετανόητη σε ό,τι αφορούσε τις κακές της πράξεις. Είχε εκμεταλλευτεί τη διαφθορά που είχε αποκαλύψει μια αδελφή για να της επιτεθεί και να την κρίνει, και παρέσυρε τους άλλους να κρίνουν και να αποκλείσουν μαζί της αυτήν την αδελφή, κάνοντας την κατάσταση αυτής της αδελφής να χειροτερέψει. Η μητέρα μου δεν είχε αποτελέσματα στα καθήκοντά της και, όταν ο επικεφαλής της ομάδας της την πίεσε αναφορικά με την πρόοδό της, αυτή τον έκρινε πίσω απ’ την πλάτη του ως άστοργο. Ένας επόπτης συναναστράφηκε και εξέθεσε τα προβλήματά της, αλλά αυτή είπε ότι την καταπίεζε και δεν την άφηνε να μιλήσει. Εξέφρασε επίσης τη δυσαρέσκειά της για τον επόπτη πίσω απ’ την πλάτη του, κάνοντας τους άλλους να αναπτύξουν προκαταλήψεις εναντίον του και προκαλώντας σοβαρή διατάραξη και αναστάτωση στο έργο. Ο επικεφαλής ανέλυσε τις ενέργειες και τη διαγωγή της, την προειδοποίησε και την έβαλε να κάνει αυτοκριτική σε απομόνωση. Η μητέρα μου, όμως, δεν έκανε αυτοκριτική. Αντιθέτως, πήγαινε σε διάφορες συναθροίσεις όποτε ήθελε, σπέρνοντας τη διχόνοια ανάμεσα στους αδελφούς, τις αδελφές και τους επικεφαλής. Αυτά τα γεγονότα με άφησαν άναυδη. Η μητέρα μου είχε πολύ φαύλη φύση! Αν κάποιος έκανε κάτι που ξέφευγε έστω και λίγο απ’ τις επιθυμίες της, αυτή κρατούσε κακία, τον έκρινε πίσω απ’ την πλάτη του, έσπερνε τη δυσαρέσκεια και διέδιδε τη διχόνοια ανάμεσα στους αδελφούς και τις αδελφές, διαταράσσοντας το έργο της εκκλησίας. Οι άλλοι την είχαν προειδοποιήσει ξανά και ξανά, αλλά αυτή ήταν εντελώς αμετανόητη, διέπραττε συστηματικά κακό, και αναστάτωνε το έργο της εκκλησίας και τη ζωή-είσοδο των αδελφών. Αυτό δεν ήταν κανονική αποκάλυψη διαφθοράς ούτε πρόβλημα σοβαρής διεφθαρμένης διάθεσης όπως νόμιζα. Αντιθέτως, η μητέρα μου είχε φαύλη φύση και είχε αποκαλυφθεί η ουσία της ως κακός άνθρωπος. Δεν θα μετανοούσε ακόμη και αν της δινόταν άλλη μια ευκαιρία. Η εκκλησία την είχε αποπέμψει σύμφωνα με τις αρχές, προκειμένου να προστατέψει το έργο της εκκλησίας και τους αδελφούς και τις αδελφές από περαιτέρω αναστάτωση. Ήταν απόλυτα δίκαιη και σύμφωνη με τις αλήθεια-αρχές αυτή η προσέγγιση. Ανέκαθεν πίστευα ότι με τα δεκαέξι χρόνια πίστης, τα πολλά χρόνια άσκησης καθηκόντων, τη συνεχιζόμενη πίστη της ακόμη και μετά από δύο συλλήψεις, την εγκατάλειψη οικογένειας και καριέρας, και όλη την προσπάθεια και δαπάνη της, ήταν αληθινή πιστή. Είδα, όμως, καθαρά πια ότι η μητέρα μου πίστεψε στον Θεό μόνο για να τρυπώσει στην εκκλησία και να κερδίσει ευλογίες, και ότι ήθελε να ανταλλάξει την προσχηματική εγκατάλειψη και τις θυσίες με τις ευλογίες του ουρανού. Ο Παντοδύναμος Θεός έχει εκφράσει πάρα πολλές αλήθειες, αλλά αυτή δεν αποδεχόταν και δεν έκανε πράξη καμία. Αντιθέτως, διέπραττε κακό, προκαλούσε αναστάτωση στην εκκλησία και αρνιόταν πεισματικά να μετανοήσει. Αυτό σημαίνει κακός άνθρωπος. Σε τι διαφέρει αυτό απ’ τους Φαρισαίους, οι οποίοι αρνήθηκαν να αποδεχτούν τις αλήθειες που εξέφρασε ο Κύριος Ιησούς και Τον σταύρωσαν, μολονότι ταξίδευε σε όλο τον κόσμο για να προσηλυτίσει τους ανθρώπους; Θυμήθηκα κάτι που είπε ο Κύριος Ιησούς: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ όστις ακολουθεί το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς. Πολλοί θέλουσιν ειπεί προς εμέ εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε, Κύριε, δεν προεφητεύσαμεν εν τω ονόματί σου, και εν τω ονόματί σου εξεβάλομεν δαιμόνια, και εν τω ονόματί σου εκάμομεν θαύματα πολλά; Και τότε θέλω ομολογήσει προς αυτούς ότι ποτέ δεν σας εγνώρισα· φεύγετε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Κατά Ματθαίον 7:21-23). Τα λόγια του Θεού με έκαναν να καταλάβω ότι ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει εξωτερικά θυσίες και προσπάθειες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αληθινός πιστός, και ο Θεός δεν αναγνωρίζει αυτού του είδους την πίστη. Μόνο εκείνοι που αποδέχονται και κάνουν πράξη την αλήθεια είναι αληθινοί πιστοί. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ελπίδα να αποτινάξουν τις διεφθαρμένες τους διαθέσεις, να φτάσουν στη σωτηρία του Θεού και να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού. Αναρωτήθηκα επίσης αν το γεγονός ότι η μητέρα μου αναγνώρισε τις κακές της πράξεις και τον εαυτό της ως διάβολο και Σατανά μετά την αποπομπή της συνιστούσε αληθινή μετάνοια και ήταν αρκετό για να της επιτρέψει η εκκλησία να επιστρέψει.
Κατά την αναζήτησή μου, διάβασα αυτά τα λόγια του Θεού: «Ανεξάρτητα από το πόσο θυμωμένος ήταν ο Θεός με τους κατοίκους της Νινευή, αμέσως μόλις εκείνοι κήρυξαν νηστεία, και ντύθηκαν εν σάκκω και σποδώ, η καρδιά Του άρχισε να μαλακώνει, και Εκείνος άρχισε να αλλάζει γνώμη. Όταν τους διακήρυξε ότι επρόκειτο να καταστρέψει την πόλη τους —τη στιγμή που προηγήθηκε της ομολογίας και της μετάνοιάς τους για τις αμαρτίες τους— ο Θεός εξακολουθούσε να είναι θυμωμένος μαζί τους. Μετά την εκτέλεση μιας σειράς από πράξεις μετανοίας, ο θυμός του Θεού για τον λαό της Νινευή μεταμορφώθηκε σταδιακά σε έλεος και ανεκτικότητα προς εκείνους. Δεν υπάρχει τίποτε αντιφατικό σχετικά με την συμπτωματική αποκάλυψη των δύο αυτών πτυχών της διάθεσης του Θεού στο ίδιο γεγονός. Πώς, λοιπόν, μπορεί κάποιος να κατανοήσει και να γνωρίσει αυτήν την έλλειψη αντιφατικότητας; Ο Θεός διατύπωσε και αποκάλυψε κάθε μία από τις δύο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες ουσίες, πριν και αφότου οι άνθρωποι της Νινευή μετανοούσαν, επιτρέποντας στους ανθρώπους να δουν την πραγματικότητα και το απρόσβλητο της ουσίας του Θεού. Ο Θεός χρησιμοποίησε τη στάση Του, για να πει στους ανθρώπους τα εξής: Δεν είναι ότι ο Θεός δεν ανέχεται τους ανθρώπους, ή ότι δεν θέλει να τους δείξει έλεος· αντίθετα, είναι ότι σπανίως μετανοούν πραγματικά απέναντι στον Θεό, και είναι σπάνιο να απομακρυνθούν πραγματικά οι άνθρωποι από τους κακούς τρόπους τους και να εγκαταλείψουν τη βία των χεριών τους. Με άλλα λόγια, όταν ο Θεός είναι θυμωμένος με τον άνθρωπο, ελπίζει ότι ο άνθρωπος θα είναι ικανός να μετανοήσει αληθινά και πράγματι ελπίζει να δει την πραγματική μετάνοια του ανθρώπου, οπότε και θα συνεχίσει να παρέχει ελεύθερα το έλεος και την ανεκτικότητά Του σε αυτόν. Τούτο σημαίνει ότι η κακή διαγωγή του ανθρώπου επισύρει την οργή του Θεού, ενώ το έλεος και η ανεκτικότητά Του απονέμονται σε όσους ακούν τον Θεό και μετανοούν πραγματικά ενώπιόν Του, σε όσους μπορούν να απομακρυνθούν από τους κακούς τρόπους τους και μπορούν να εγκαταλείψουν τη βία των χεριών τους. Η στάση του Θεού αποκαλύφθηκε πολύ καθαρά στη μεταχείρισή Του προς τους κατοίκους της Νινευή: Το έλεος και η ανεκτικότητα του Θεού δεν είναι καθόλου δύσκολο να επιτευχθούν, και αυτό που απαιτεί Εκείνος είναι η αληθινή μετάνοια του ανθρώπου. Όσο οι άνθρωποι απομακρύνονται από τους κακούς τους τρόπους και εγκαταλείπουν τη βία των χεριών τους, ο Θεός αλλάζει τη γνώμη και τη στάση Του απέναντί τους» («Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Ο ίδιος ο Θεός, ο μοναδικός Β΄). «Όταν βλέπεις πώς αψηφούν τον Θεό οι διάβολοι και σατανάδες στον κόσμο, στην ουσία βλέπεις πώς αψηφούν τον Θεό οι διάβολοι και σατανάδες στον πνευματικό κόσμο. Δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά. Κάνουν τα ίδια πράγματα επειδή προέρχονται από την ίδια πηγή και έχουν την ίδια φύση-ουσία. Όποια μορφή κι αν πάρουν, όλοι τους κάνουν τα ίδια πράγματα. […] Αν επιτίθενται στον Θεό και Τον βλασφημούν, τότε είναι διάβολοι, όχι άνθρωποι. Παρόλο που περιβάλλονται από ανθρώπινο δέρμα και ανεξάρτητα από το πόσο καλά ή σωστά ακούγονται τα λόγια τους, έχουν τη φύση-ουσία των διαβόλων. Οι διάβολοι λένε κουβέντες που ηχούν ωραία ώστε να παραπλανήσουν τους ανθρώπους, όμως δεν αποδέχονται καθόλου την αλήθεια, ούτε, φυσικά, την κάνουν πράξη. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Για κοιτάξτε τους κακούς ανθρώπους, τους αντίχριστους κι εκείνους που αψηφούν τον Θεό και Τον προδίδουν· δεν είναι τέτοιου είδους άνθρωποι; […] Πείτε Μου, είναι σωστό να επιτρέψουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους που ανήκουν στους διαβόλους, που έχουν τη φύση-ουσία των διαβόλων, να παραμείνουν στον οίκο του Θεού; (Όχι, δεν είναι.) Δεν είναι σωστό. Δεν είναι ίδιοι με τους εκλεκτούς του Θεού: Οι εκλεκτοί του Θεού ανήκουν στον Θεό, ενώ αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στους διαβόλους και τον Σατανά» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (4)]. Σκέφτηκα τα λόγια του Θεού και κατάλαβα τους κατοίκους της Νινευή, οι οποίοι προκάλεσαν με τις κακές τους πράξεις την οργή του Θεού και αντιμετώπισαν την καταστροφή. Επειδή, όμως, μπόρεσαν «να απομακρυνθούν πραγματικά απ’ τους κακούς τρόπους τους και να εγκαταλείψουν τη βία των χεριών τους» και μετανόησαν αληθινά, κατάφεραν να λάβουν το έλεος και την άφεση του Θεού. Μόνο όταν κάνεις αληθινή αυτοκριτική, όταν αναγνωρίζεις, όταν μετανιώνεις και μισείς το κακό μονοπάτι που βάδιζες κάποτε, μόνο όταν μπορείς να ακούσεις τον λόγο του Θεού και να κάνεις μια καινούργια αρχή, όταν σταματάς να βαδίζεις στο κακό μονοπάτι που βάδιζες παλιότερα, μπορείς να κερδίσεις το έλεος και την άφεση του Θεού. Όταν απλώς λες λόγια που ακούγονται καλά χωρίς να αποδέχεσαι ή να κάνεις πράξη την αλήθεια, αυτό δεν συνιστά αληθινή μετάνοια, και ο Θεός δεν θα δείξει έλεος ή άφεση απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Εξέτασα τη συμπεριφορά της μητέρας μου και είδα ότι εξακολουθούσε να μην αναγνωρίζει όλα τα σοβαρά κακά που είχε διαπράξει. Αντιθέτως, έριξε το φταίξιμο στους άλλους, λέγοντας ότι έφταιγε μια αδελφή που απεχθανόταν τον επικεφαλής, που επεσήμαινε συχνά τα λάθη του και κουτσομπόλευε τα ελαττώματά του, και ότι επειδή η ίδια δεν είχε ικανότητα διάκρισης, πήρε το μέρος αυτής της αδελφής και έκανε κακό. Η μητέρα μου εξακολουθούσε να μην κατανοεί καθόλου το κακό που είχε κάνει ούτε την ύπουλη και κακόβουλη σατανική φύση της, και δεν ένιωθε αληθινή μεταμέλεια ούτε μίσος γι’ αυτά τα πράγματα. Οπότε, πώς μπορούσε να μετανοήσει αληθινά; Αν γινόταν ξανά δεκτή, θα συνέχιζε απλώς να κάνει κακό και να αναστατώνει το εκκλησιαστικό έργο όπως στο παρελθόν. Επίσης, αν και αναγνώρισε τον εαυτό της ως παλιοδιάβολο, λακέ του σατανά και κακό δαίμονα, σε ό,τι αφορούσε το ακριβές κακό που είχε κάνει, γιατί το είχε κάνει, ποιες προθέσεις την έλεγχαν, ποια σατανικά δηλητήρια ακολουθούσε και ποια σατανική διάθεση εμπλεκόταν, δεν είχε κάνει αληθινή αυτοκριτική και δεν είχε κατανόηση. Σκέφτηκα ξανά όλα τα σωστά πράγματα που μου έλεγε η μητέρα μου όταν μεγάλωνα, όπως ότι το έργο της σωτηρίας του Θεού τις έσχατες ημέρες είναι πολύτιμο, και ότι το σωστό μονοπάτι στη ζωή είναι η ειλικρινής άσκηση ενός καθήκοντος και η επιδίωξη της αλήθειας. Αν και έλεγε, όμως, αυτά τα πράγματα πάνω από μια δεκαετία, δεν είχε αποδεχτεί ούτε κάνει πράξη καμία αλήθεια. Έλεγε πως αναγνώρισε τις κακές της πράξεις και μπόρεσε να πει σωστά πράγματα, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχε μετανοήσει αληθινά. Η εκκλησία επιτρέπει σε εκείνους που έχουν επιδείξει αληθινή μετάνοια να επιστρέψουν, όχι, όμως, σε ανθρώπους σαν τη μητέρα μου, η οποία απλώς έλεγε ότι αναγνώριζε και δεν άλλαξε αληθινά.
Αργότερα, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Είτε είσαι αντίχριστος είτε κακός άνθρωπος, είτε έχεις αποπεμφθεί είτε έχεις αποβληθεί, το να εκπληρώνεις τις ευθύνες σου ως άνθρωπος είναι κάτι που οφείλεις να κάνεις. Γιατί λέω ότι είναι κάτι που οφείλεις να κάνεις; Ο Θεός σ’ έχει εφοδιάσει με πολλές αλήθειες και έκανε επίπονες προσπάθειες γι’ αυτό. Ο οίκος του Θεού σ’ έχει ποτίσει και σ’ έχει φροντίσει για πολλά χρόνια. Απαιτεί, όμως, ο Θεός κάτι από σένα; Όχι. Όλα τα βιβλία που διανέμει ο οίκος του Θεού διατίθενται δωρεάν, κανείς δεν χρειάζεται να δώσει ούτε δεκάρα. Ομοίως, η αληθινή οδός της αιώνιας ζωής και τα λόγια ζωής που παρέχει ο Θεός στους ανθρώπους είναι δωρεάν, τα κηρύγματα και οι συναναστροφές του οίκου του Θεού είναι όλα δωρεάν για να τ’ ακούσουν οι άνθρωποι. Επομένως, είτε είσαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος είτε μέλος μιας ιδιαίτερης ομάδας, έχεις λάβει δωρεάν τόσες αλήθειες από τον Θεό που σίγουρα το σωστό είναι να κηρύξεις τα λόγια του Θεού και το ευαγγέλιο του Θεού στους ανθρώπους και να φέρεις ανθρώπους στην παρουσία του Θεού, έτσι δεν είναι; Ο Θεός χάρισε όλες τις αλήθειες στο ανθρώπινο γένος· ποιος μπορεί ν’ ανταποδώσει όλη αυτήν την αγάπη; Η χάρη του Θεού, τα λόγια του Θεού και η ζωή του Θεού είναι ανεκτίμητα και κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να τ’ ανταποδώσει! Είναι τόσο πολύτιμη η ζωή του ανθρώπου; Μπορεί ν’ αξίζει όσο η αλήθεια; Επομένως, κανείς δεν μπορεί ν’ ανταποδώσει την αγάπη και τη χάρη του Θεού, ούτε εκείνοι που έχουν αποπεμφθεί, αποβληθεί και αποκλειστεί από την εκκλησία· όλοι αυτοί δεν αποτελούν εξαίρεση. Εφόσον έχεις λίγη συνείδηση, λογική και ανθρώπινη φύση, τότε όπως κι αν σου φερθεί ο οίκος του Θεού, πρέπει να εκπληρώσεις την υποχρέωσή σου να διαδίδεις τα λόγια του Θεού και να καταθέτεις μαρτυρία για το έργο Του. Αυτή είναι μια ευθύνη που δεν μπορούν ν’ αποφύγουν οι άνθρωποι. Επομένως, σε όσους ανθρώπους κι αν κηρύξεις τα λόγια του Θεού και διαδώσεις το ευαγγέλιο ή όσους ανθρώπους κι αν κερδίσεις, αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο σου αξίζει κάποιος έπαινος. Ο Θεός έχει εκφράσει τόσες αλήθειες κι ωστόσο εσύ δεν τις ακούς ούτε τις αποδέχεσαι. Σίγουρα οφείλεις να παρέχεις λίγη υπηρεσία και να κηρύττεις το ευαγγέλιο σε άλλους, έτσι δεν είναι; Δεδομένου ότι έχεις φτάσει σήμερα ως εδώ, δεν θα έπρεπε να μετανοήσεις; Δεν θα έπρεπε να ψάχνεις για ευκαιρίες ν’ ανταποδώσεις την αγάπη του Θεού; Σίγουρα θα έπρεπε! Ο οίκος του Θεού έχει διοικητικά διατάγματα και η αποπομπή, η αποβολή και ο αποκλεισμός κάποιων ανθρώπων είναι πράγματα που γίνονται σύμφωνα με τα διοικητικά διατάγματα και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Θεού· είναι σωστό να γίνονται όλα αυτά. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να πουν: “Είναι κάπως ντροπιαστικό να γίνονται δεκτοί στην εκκλησία άνθρωποι που κερδήθηκαν επειδή τους κήρυξαν το ευαγγέλιο εκείνοι που έχουν αποπεμφθεί ή αποβληθεί”. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το καθήκον που πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι και δεν υπάρχει τίποτε το ντροπιαστικό. Όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργημένα όντα. Ακόμη κι αν έχεις αποπεμφθεί ή αποβληθεί, αν έχεις καταδικαστεί ως κακός άνθρωπος ή αντίχριστος ή αν πρόκειται ν’ αποκλειστείς, δεν εξακολουθείς να είσαι ένα δημιουργημένο ον; Μόλις αποπεμφθείς, άραγε ο Θεός θα πάψει να είναι ο Θεός σου; Μήπως διαγράφονται μονομιάς όλα τα λόγια που σου έχει πει ο Θεός και τα πράγματα που σου έχει δώσει ο Θεός; Μήπως παύουν να υπάρχουν; Εξακολουθούν να υπάρχουν, απλώς δεν τα έχεις εκτιμήσει. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν προσηλυτιστεί, όποιος κι αν τους προσηλύτισε, είναι δημιουργημένα όντα και πρέπει να υποτάσσονται ενώπιον του Δημιουργού. Επομένως, αν οι άνθρωποι που έχουν αποπεμφθεί ή αποβληθεί είναι πρόθυμοι να κηρύξουν το ευαγγέλιο, δεν πρόκειται να τους περιορίσουμε· όμως, όσο κι αν κηρύττουν, οι αρχές του οίκου του Θεού για την αξιοποίηση των ανθρώπων και τα διοικητικά διατάγματα του οίκου του Θεού είναι αμετάβλητα και αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ» [«Ο Λόγος», τόμ. 5: «Οι υποχρεώσεις των επικεφαλής και των εργατών», Οι υποχρεώσεις των επικεφαλής και των εργατών (6)]. Τα λόγια του Θεού με έκαναν να καταλάβω ότι ο Θεός έχει εκφράσει πάρα πολλά λόγια και έκανε ανέκαθεν το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Αυτή η σωτηρία μάς δίνεται δωρεάν, και είναι απόλυτα φυσικό να κάνουμε τα καθήκοντά μας. Η μητέρα μου είχε μεν αποπεμφθεί, αλλά παρέμενε ένα δημιούργημα και βασιζόταν κάθε μέρα στον Θεό για φαγητό, νερό και αέρα για να ζει. Ο Θεός δεν της είχε στερήσει το δικαίωμα να τρώει και να πίνει τον λόγο Του. Η μητέρα μου ήταν πρόθυμη να διαδίδει το ευαγγέλιο και μου έδινε χρήματα για να με στηρίζει στα καθήκοντά μου, εκπληρώνοντας απλώς κάποιες απ’ τις ευθύνες της, αλλά δεν είχε μετανοήσει αληθινά και, σε ό,τι αφορούσε τις αρχές, δεν ήταν κατάλληλη για επιστροφή. Παλιότερα, ήμουν μπερδεμένη. Δεν αναζητούσα την αλήθεια και δεν κατανοούσα τη διάθεση του Θεού. Είδα ότι η μητέρα μου είχε κάποια καλή διαγωγή και ότι μπόρεσε να πει κάποια σωστά πράγματα, οπότε, ήλπιζα πάντα ότι η εκκλησία θα μπορούσε να την δεχτεί ξανά πίσω. Ήμουν τόσο μπερδεμένη! Αναρωτήθηκα, επίσης: Αν είχε αποπεμφθεί κάποιος άλλος, θα ήλπιζα να γίνει ξανά δεκτός; Όχι. Γιατί ήλπιζα να δοθεί άλλη μια ευκαιρία στη μητέρα μου και να γίνει ξανά δεκτή μετά την αποπομπή της; Ποια ήταν η αιτία αυτού του προβλήματος; Διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Το τελικό μέρος των λόγων του Θεού απογυμνώνει τη μεγαλύτερη αδυναμία των ανθρώπων —όλοι ζούνε σε συναισθηματική κατάσταση— οπότε ο Θεός δεν αποφεύγει κανέναν τους, και εκθέτει τα μυστικά που έχουν κρυμμένα στην καρδιά τους όλοι οι άνθρωποι. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να αποχωριστούν τα συναισθήματά τους; Μήπως αυτό ξεπερνάει τα πρότυπα της συνείδησης; Μπορεί η συνείδηση να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού; Μπορούν τα συναισθήματα να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες; Στα μάτια του Θεού, τα συναισθήματα είναι εχθρός Του —δεν έχει εκφραστεί αυτό με σαφήνεια μέσα από τα λόγια του Θεού;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ερμηνείες των μυστηρίων των λόγων του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 28). Ο Θεός φανερώνει ότι τα συναισθήματα είναι εχθρός Του, ότι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία των ανθρώπων, ότι αν ζεις με συναισθήματα, δεν θα μπορέσεις να δεις τα πράγματα και τους ανθρώπους με αρχές, και ότι αν ζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι πιθανό να διαταράξεις και να αναστατώσεις το έργο της εκκλησίας. Παλιότερα, δεν είχα επίγνωση της δύναμης των συναισθημάτων μου. Τα τελευταία χρόνια, είχαν αποκαλυφθεί άνθρωποι γύρω μου ως κακοί άνθρωποι και αντίχριστοι, και κατάφερα να αξιολογήσω και να εκθέσω τα προβλήματά τους με ειλικρίνεια. Εξαιτίας αυτού, ένιωθα ότι με διακατείχε ακόμη αίσθημα δικαιοσύνης. Η αποπομπή της μητέρας μου, όμως, με αποκάλυψε ολοκληρωτικά. Η μητέρα μου είχε διαπράξει πάρα πολύ κακό, αλλά εγώ δεν τη μίσησα. Αντιθέτως, στενοχωριόμουν και έκλαιγα όποτε σκεφτόμουν την αποπομπή της, ένιωθα βαθύ πόνο που είχε χάσει την ευκαιρία της να σωθεί, φτάνοντας σε σημείο να σκέφτομαι ότι οι επικεφαλής και εργάτες είχαν κάνει λάθος με την αποπομπή της, και ένιωθα αδικία για λογαριασμό της. Βλέποντας τη μητέρα μου να επιδεικνύει κάποια καλή συμπεριφορά, χωρίς πείσμα ή αντίσταση εξωτερικά για την αποπομπή της, ήλπιζα πάντα ότι η εκκλησία θα τη δεχόταν ξανά πίσω. Αν και δεν ζήτησα επιείκεια για λογαριασμό της, εναντιωνόμουν με τη σκέψη μου στον Θεό. Χωρίς την κρίση και την έκθεση των λόγων του Θεού και την αποκάλυψη των γεγονότων που μου επέτρεψαν να δω την ουσία της καθαρά, θα είχα όντως ζητήσει επιείκεια για λογαριασμό της, θα είχα σταθεί στο πλευρό ενός κακού ανθρώπου και θα είχα αντισταθεί στον Θεό. Κάνοντας αυτοκριτική, αναγνώρισα επιτέλους ότι αυτά τα σατανικά δηλητήρια όπως «Το αίμα νερό δεν γίνεται» και «Ο άνθρωπος δεν είναι άψυχος· πώς να μην έχει συναισθήματα;» ήταν βαθιά ριζωμένα στην καρδιά μου, κάνοντάς με να ζω με βάση τα συναισθήματα και να μην μπορώ να διαχωρίσω το καλό απ’ το κακό. Ό,τι κακό και αν είχε κάνει η μητέρα μου, εξακολουθούσα να πιστεύω ότι ήταν καλός άνθρωπος και ο πιο κοντινός μου άνθρωπος. Ένιωθα ότι της ήμουν υπόχρεη και ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω αν δεν έπαιρνα το μέρος της. Τώρα που το σκέφτομαι, από τότε που ήμουν μικρή, η μητέρα μου διάβαζε τον λόγο του Θεού μαζί μου, με δίδασκε να προσεύχομαι, με παρότρυνε να κάνω το καθήκον μου ειλικρινά και να επιδιώκω την αλήθεια και μου έστελνε χρήματα για να με στηρίζει στο καθήκον μου μακριά απ’ το σπίτι. Με αυτά και άλλα παρόμοια πράγματα, εκπλήρωνε απλώς τις ευθύνες της ως μητέρα, και αυτό ήταν επίσης η κυριαρχία και η διευθέτηση του Θεού. Σκέφτηκα όλα τα χρόνια που πίστευα στον Θεό μέσα σε μια ακρόπολη δαιμόνων που κυριαρχούνταν απ’ το ΚΚΚ. Αντιμετώπισα πολλές φορές κίνδυνο, αλλά ο Θεός με πρόσεξε και με βοήθησε να ξεπεράσω τις δυσκολίες. Επίσης, οι αδελφοί και οι αδελφές, αν και δεν είχα δεσμούς αίματος μαζί τους, ρίσκαραν για να με προστατέψουν όταν κινδύνεψα να συλληφθώ. Με συνέλαβαν δύο φορές ενώ έκανα το καθήκον μου και απέκτησα ποινικό μητρώο, αλλά οι αδελφοί και οι αδελφές μου με φιλοξένησαν και με φρόντισαν σαν να ήμουν αίμα τους. Όλο αυτό έγινε χάρη στην αγάπη του Θεού. Οπότε, πρέπει να ευχαριστήσω τον Θεό και να Του ανταποδώσω την αγάπη Του! Η μητέρα μου είναι κακός άνθρωπος. Έχει ήδη αναστατώσει πάρα πολύ το έργο της εκκλησίας και εξακολουθεί να μην έχει μετανοήσει αληθινά, ακόμη και μετά την αποπομπή της. Παρόλο που δεν την είχα διακρίνει, ήθελα απ’ την εκκλησία να της δώσει άλλη μια ευκαιρία και να την δεχτεί ξανά. Δεν έλαβα καθόλου υπόψη μου τα συμφέροντα του οίκου του Θεού ούτε τη ζωή-είσοδο των αδελφών. Δεν ήμουν απλώς συνεργός ενός κακού ανθρώπου; Δεν αντιστεκόμουν και δεν εναντιωνόμουν στον Θεό; Ήμουν ευσυνείδητη και έδειχνα αγάπη σε έναν κακό άνθρωπο, πράγμα που δείχνει έλλειψη αφοσίωσης για τον Θεό, που είναι σκληρό για τους αδελφούς και τις αδελφές και δείχνει έλλειψη ανθρώπινης φύσης. Είδα ότι ακολουθούσα σατανικά δηλητήρια και ότι ήμουν μια ανόητη χωρίς ικανότητα διάκρισης και διαχωρισμού του καλού απ’ το κακό. Στάθηκα σχεδόν στο πλευρό του Σατανά και εναντιώθηκα στον Θεό. Βρισκόμουν σε τεράστιο κίνδυνο! Συνειδητοποιώντας αυτά τα πράγματα, κατάλαβα επιτέλους από πρώτο χέρι τι εννοούσε ο Θεός με το «τα συναισθήματα είναι εχθρός του Θεού». Αυτά τα λόγια είναι τόσο πρακτικά και αληθινά. Αργότερα, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Πρέπει να παραμερίσεις τα συναισθήματά σου όσο το δυνατόν νωρίτερα· δεν ενεργώ με βάση τα συναισθήματά μου, αλλά αντ’ αυτού ασκώ δικαιοσύνη. Αν οι γονείς σου κάνουν κάτι που δεν ωφελεί την εκκλησία, δεν θα μπορέσουν να ξεφύγουν» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 9). Ακριβώς επειδή ο Θεός υποστηρίζει τη δικαιοσύνη σε σχέση με το να ενεργεί κανείς βάσει συναισθημάτων, και επειδή η αλήθεια και η δικαιοσύνη κυριαρχούν στον οίκο του Θεού, αυτοί οι αντίχριστοι και κακοί άνθρωποι που αναστατώνουν και καταστρέφουν αμετανόητοι το έργο του Θεού και βλάπτουν τους αδελφούς και τις αδελφές μπορούν να αποπεμφθούν, το εκκλησιαστικό έργο μπορεί να προχωρήσει ομαλά, και οι αδελφοί και οι αδελφές μπορούν να έχουν μια κανονική εκκλησιαστική ζωή και ένα περιβάλλον για να κάνουν καθήκοντα. Ο Θεός απαιτεί να αποφεύγουμε να βασιζόμαστε σε συναισθήματα στην ομιλία και τις ενέργειές μας, αλλά να βασιζόμαστε στις αρχές. Έτσι πρέπει να φερόμαστε και στους γονείς μας. Αυτή είναι η αλήθεια που πρέπει να κάνω πράξη. Αν και η μητέρα μου είναι ο άνθρωπος που με γέννησε, είναι κακός άνθρωπος κατ’ ουσία, εχθρός του Θεού και μισητή απ’ τον Θεό. Πρέπει να ακολουθήσω τις αρχές σε αυτό το ζήτημα, να σταθώ δίπλα στον Θεό και να μη βασιστώ σε συναισθήματα για να μιλήσω για λογαριασμό της.
Αργότερα, διάβασα άλλο ένα χωρίο των λόγων του Θεού που μου επέτρεψε να καταλάβω πώς πρέπει να φερθώ στη μητέρα μου. Ο Θεός λέει: «Ας υποθέσουμε ότι οι γονείς σου μπαίνουν εμπόδιο στην πίστη σου στον Θεό, έχουν την ίδια φύση-ουσία με τους δύσπιστους και τους άπιστους ή ακόμα και με τους κακούς ανθρώπους και τους διαβόλους, και δεν βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι μ’ εσένα. Με άλλα λόγια, είστε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι και, παρόλο που ζούσατε στο ίδιο σπίτι για πολλά χρόνια, πολύ απλά δεν έχετε ούτε τις ίδιες επιδιώξεις ούτε τον ίδιο χαρακτήρα και σίγουρα όχι τις ίδιες προτιμήσεις και φιλοδοξίες. Ενώ εσύ πιστεύεις στον Θεό, εκείνοι δεν πιστεύουν καθόλου σ’ Εκείνον και μάλιστα Του αντιστέκονται. Τι πρέπει να κάνεις υπό αυτές τις συνθήκες; (Να τους απορρίψω.) Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Θεός δεν σου έχει πει ούτε να τους απορρίψεις ούτε να τους καταραστείς. Δεν είπε τέτοιο πράγμα Θεός. Εξακολουθεί να ισχύει η απαίτηση του Θεού “να τιμά κανείς τους γονείς του”. Με άλλα λόγια, όσο ζεις με τους γονείς σου, πρέπει να συμμορφώνεσαι με την απαίτηση να τους τιμάς. Καμία αντίφαση δεν υπάρχει σε αυτό το θέμα, έτσι δεν είναι; (Ναι.) Δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση. Όταν, δηλαδή, καταφέρνεις και επιστρέφεις στο σπίτι για να τους επισκεφτείς, μπορείς να τους μαγειρεύεις ένα πιάτο φαΐ ή να τους φτιάχνεις μερικά ντάμπλινγκ, και, αν είναι δυνατόν, να τους αγοράζεις μερικά προϊόντα για τη φροντίδα της υγείας τους. Αυτό θα τους ευχαριστήσει πολύ. […] Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεσαι τον οποιονδήποτε άνθρωπο, μαζί και τους γονείς σου, πρέπει να διέπεται από κάποιες αρχές· είτε πιστεύουν στον Θεό είτε όχι και είτε είναι κακοί άνθρωποι είτε όχι, εσύ πρέπει να τους φέρεσαι σύμφωνα με τις αρχές. Ο Θεός έχει μιλήσει στον άνθρωπο για την εξής αρχή: Πρέπει κανείς να μεταχειρίζεται δίκαια τους άλλους· απλώς οι άνθρωποι φέρουν έναν επιπλέον βαθμό ευθύνης απέναντι στους γονείς τους. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις εσύ είναι να ανταποκρίνεσαι σε αυτήν την ευθύνη. Δεν έχει σημασία αν οι γονείς σου είναι πιστοί ή όχι, αν επιδιώκουν την πίστη τους ή όχι, αν συμβαδίζετε όσον αφορά τις απόψεις σας για τη ζωή και την ανθρώπινη φύση σας ή όχι· το μόνο που πρέπει να κάνεις εσύ είναι να ανταποκρίνεσαι στην ευθύνη σου απέναντί τους. Δεν χρειάζεται να τους αποφεύγεις· άσε απλώς τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους, σύμφωνα με τις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού. Ακόμα κι αν οι γονείς σου εμποδίζουν την πίστη σου στον Θεό, πρέπει να ανταποκρίνεσαι στις ευθύνες που έχεις ως παιδί απέναντί τους στο μέτρο των δυνατοτήτων σου, έτσι ώστε να μη νιώθεις τουλάχιστον στη συνείδησή σου ότι τους χρωστάς κάτι. Αν δεν σε εμποδίζουν και υποστηρίζουν την πίστη σου στον Θεό, και πάλι θα πρέπει να ασκείσαι σύμφωνα με τις αρχές και να τους φέρεσαι καλά όταν πρέπει» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Τι σημαίνει να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (4)]. Τα λόγια του Θεού φώτισαν την καρδιά μου και με έκαναν να καταλάβω τις αρχές συμπεριφοράς προς τα μέλη της οικογένειας. Η μητέρα μου είναι κακός άνθρωπος κατ’ ουσία και είμαστε σε διαφορετικά μονοπάτια. Δεν πρέπει να ενεργώ βάσει συναισθημάτων, αλλά βάσει αρχών. Παρ’ όλα αυτά, με μεγάλωσε, μοιράστηκε το ευαγγέλιο μαζί μου, και μέχρι σήμερα, με στηρίζει στην πίστη μου. Όσο δεν επεμβαίνει στα καθήκοντά μου, μπορώ ακόμη να νοιάζομαι γι’ αυτήν και να εκπληρώνω τις ευθύνες μου ως παιδί της.
Το ζήτημα της αποπομπής της μητέρας μου αποκάλυψε πόσο τυφλωμένη και υπερβολικά συναισθηματική ήμουν. Τα λόγια του Θεού με καθοδήγησαν να διακρίνω την ουσία της μητέρας μου ως κακού ανθρώπου και μου επέτρεψαν να καταλάβω ποια στάση πρέπει να κρατήσω. Ξεκαθάρισαν επίσης τους κινδύνους και τις συνέπειες του υπερβολικού συναισθηματισμού, αποτρέποντάς με απ’ το να κάνω κάτι που θα προκαλούσε διατάραξη. Ευχαριστώ τον Παντοδύναμο Θεό απ’ τα βάθη της καρδιάς μου!