(Α) Σχετικά με την αποκάλυψη του έργου Του την Εποχή του Νόμου
21. Τον καιρό εκείνο, η σπουδαιότητα, ο σκοπός και τα στάδια του έργου του Ιεχωβά στο Ισραήλ ήταν για να αρχίσει το έργο Του σε ολόκληρη τη γη, το οποίο, με το Ισραήλ ως επίκεντρό του, διαδόθηκε σταδιακά στα έθνη των Εθνικών. Αυτή είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία εργάζεται Εκείνος σ’ ολόκληρο το σύμπαν —να εδραιώσει ένα πρότυπο και, στη συνέχεια, να το διευρύνει έως ότου όλοι οι άνθρωποι στο σύμπαν να έχουν δεχθεί το ευαγγέλιό Του. Οι πρώτοι Ισραηλίτες ήταν οι απόγονοι του Νώε. Οι άνθρωποι αυτοί ευλογήθηκαν μόνο με την πνοή του Ιεχωβά και κατανοούσαν αρκετά ώστε να φροντίζουν για τις βασικές ανάγκες της ζωής, αλλά δεν γνώριζαν τι είδους Θεός ήταν ο Ιεχωβά, ούτε ποιο ήταν το θέλημά Του για τον άνθρωπο, πόσο μάλλον δε, ότι έπρεπε να σέβονται τον Κύριο όλης της κτίσης. Όσο για το αν υπήρχαν κανόνες και νόμοι προς τήρηση[α] ή αν υπήρχε κάποιο καθήκον που θα έπρεπε να εκτελούν τα δημιουργημένα όντα για τον Δημιουργό, οι απόγονοι του Αδάμ δεν γνώριζαν τίποτα σχετικά με αυτά τα πράγματα. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι ο άντρας έπρεπε να ιδρώνει και να εργάζεται σκληρά για να φροντίζει την οικογένειά του και ότι η γυναίκα έπρεπε να υποτάσσεται στον άντρα της και να διαιωνίζει την ανθρώπινη φυλή που είχε δημιουργήσει ο Ιεχωβά. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί, που είχαν μόνο την πνοή του Ιεχωβά και τη ζωή Του, δεν ήξεραν τίποτα για το πώς να ακολουθούν τους νόμους του Θεού ή πώς να ικανοποιούν τον Κύριο όλης της κτίσης. Κατανοούσαν ελάχιστα. Οπότε, παρόλο που δεν υπήρχε τίποτα το διεφθαρμένο ή το απατηλό μες στην καρδιά τους, και παρόλο που σπανίως προέκυπταν ζήλειες και διαμάχες μεταξύ τους, δεν γνώριζαν ούτε κατανοούσαν καθόλου τον Ιεχωβά, τον Κύριο όλης της κτίσης. Αυτοί οι πρόγονοι του ανθρώπου ήξεραν μόνο να τρώνε και να απολαμβάνουν τα αγαθά του Ιεχωβά, αλλά δεν ήξεραν να σέβονται τον Ιεχωβά· δεν γνώριζαν ότι ο Ιεχωβά ήταν ο Εκείνος που θα έπρεπε να λατρεύουν γονυπετείς. Οπότε, πώς θα μπορούσαν να ονομάζονται πλάσματά Του; Αν ήταν έτσι, δεν θα είχαν ειπωθεί μάταια τα λόγια: «Ο Ιεχωβά είναι ο Κύριος όλης της κτίσης» και «Εκείνος δημιούργησε τον άνθρωπο προκειμένου ο άνθρωπος να Τον εκδηλώνει, να Τον δοξάζει και να Τον αντιπροσωπεύει»; Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι που δεν είχαν σεβασμό για τον Ιεχωβά να γίνουν μαρτυρία για τη δόξα Του; Πώς θα μπορούσαν να γίνουν εκδηλώσεις της δόξας Του; Δεν θα γίνονταν τότε τα λόγια του Ιεχωβά: «Δημιούργησα τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Μου», όπλο στα χέρια του Σατανά, του πονηρού; Δεν θα γίνονταν τότε αυτά τα λόγια αυτά ένα σημάδι ταπείνωσης στη δημιουργία του ανθρώπου από τον Ιεχωβά; Προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνο το στάδιο του έργου, ο Ιεχωβά, αφότου δημιούργησε τον άνθρωπο, μήτε τον δίδαξε μήτε τον καθοδήγησε από την εποχή του Αδάμ έως την εποχή του Νώε. Αντίθετα, μόνο μετά την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, ξεκίνησε Εκείνος να καθοδηγεί επίσημα τους Ισραηλίτες, οι οποίοι ήταν οι απόγονοι του Νώε και, επίσης, του Αδάμ. Το έργο και οι ομιλίες Του στο Ισραήλ παρείχαν καθοδήγηση σε όλον τον λαό του Ισραήλ καθώς οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν τη ζωή τους σε όλη τη γη του Ισραήλ, δείχνοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, στην ανθρωπότητα ότι ο Ιεχωβά δεν ήταν μόνο σε θέση να δώσει πνοή στον άνθρωπο, ώστε να έχει ζωή από Εκείνον και να σηκωθεί από το χώμα ως ένα δημιουργημένο ανθρώπινο ον, αλλά μπορούσε επίσης να κατακάψει την ανθρωπότητα και να καταραστεί την ανθρωπότητα, και με τη ράβδο Του να κυβερνήσει την ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι αυτοί είδαν, επίσης, ότι ο Ιεχωβά μπορούσε να καθοδηγήσει τη ζωή του ανθρώπου στη γη και να μιλά και να εργάζεται μεταξύ των ανθρώπων σύμφωνα με τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Το έργο που έκανε αποσκοπούσε μόνο στο να μάθουν τα πλάσματά Του ότι ο άνθρωπος προήλθε από χώμα που Εκείνος πήρε στα χέρια Του και, επιπλέον, ότι ο άνθρωπος είχε δημιουργηθεί από Εκείνον. Εκτός αυτού, επιτέλεσε αρχικά το έργο Του στο Ισραήλ ώστε άλλοι λαοί και άλλα έθνη (που, ουσιαστικά, δεν ήταν ξεχωριστά από το Ισραήλ, αλλά, αντ’ αυτού, είχαν διαχωριστεί από τους Ισραηλίτες, ωστόσο παρέμεναν απόγονοι του Αδάμ και της Εύας) να λάβουν το ευαγγέλιο του Ιεχωβά από το Ισραήλ, ώστε όλα τα δημιουργημένα όντα στο σύμπαν να μπορέσουν να σέβονται τον Ιεχωβά και να Τον θεωρούν μέγα. Αν ο Ιεχωβά δεν είχε ξεκινήσει το έργο Του στο Ισραήλ, αλλά, αντίθετα, αφότου δημιούργησε τους ανθρώπους, τους άφηνε να ζουν μια ξένοιαστη ζωή στη γη, τότε, στην περίπτωση εκείνη, λόγω της υλικής φύσης του ανθρώπου (φύση σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει τα πράγματα που δεν μπορεί να δει, που σημαίνει ότι δεν θα γνώριζε ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που δημιούργησε την ανθρωπότητα, πόσο μάλλον δε, τον λόγο που το έκανε), δεν θα γνώριζε ποτέ ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που δημιούργησε την ανθρωπότητα ή ότι Εκείνος είναι ο Κύριος όλης της κτίσης. Αν ο Ιεχωβά δημιουργούσε τον άνθρωπο και τον έβαζε στη γη, και απλώς τίναζε το χώμα από τα χέρια Του και έφευγε, αντί να παραμείνει ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους δίνει καθοδήγηση για μια χρονική περίοδο, τότε όλη η ανθρωπότητα θα επέστρεφε στην ανυπαρξία. Ακόμη κι ο ουρανός και η γη, και όλα τα μυριάδες πράγματα που Εκείνος έφτιαξε, καθώς και όλη η ανθρωπότητα, θα είχαν επιστρέψει στην ανυπαρξία και, επιπλέον, θα είχαν ποδοπατηθεί από τον Σατανά. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η εξής επιθυμία του Ιεχωβά: «Στη γη, δηλαδή στο μέσο της δημιουργίας Του, να έχει ένα μέρος να σταθεί, ένα άγιο μέρος» θα είχε γκρεμιστεί. Κι έτσι, μετά τη δημιουργία των ανθρώπων, το γεγονός ότι ήταν σε θέση να παραμείνει ανάμεσά τους για να τους καθοδηγεί στη ζωή τους και να τους μιλά βρισκόμενος ανάμεσά τους, ήταν όλα για να πραγματοποιήσει την επιθυμία Του και να επιτύχει το σχέδιό Του.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το έργο την Εποχή του Νόμου
22. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου, ο Ιεχωβά θέσπισε πολλές εντολές προκειμένου να τις παραδώσει ο Μωυσής στους Ισραηλίτες που τον ακολούθησαν έξω από την Αίγυπτο. Οι εντολές αυτές δόθηκαν από τον Ιεχωβά στους Ισραηλίτες και δεν είχαν καμία σχέση με τους Αιγυπτίους· είχαν σκοπό να συγκρατήσουν τους Ισραηλίτες, κι Εκείνος χρησιμοποίησε τις εντολές για να θέσει απαιτήσεις από αυτούς. Αν τηρούσαν το Σάββατο, αν σέβονταν τους γονείς τους, αν προσκυνούσαν είδωλα και ούτω καθεξής —αυτές ήταν οι αρχές βάσει των οποίων κρινόταν αν ήταν αμαρτωλοί ή δίκαιοι. Μεταξύ αυτών, υπήρχαν κάποιοι που επλήγησαν από τη φωτιά του Ιεχωβά, κάποιοι που λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου και κάποιοι που έλαβαν την ευλογία του Ιεχωβά, και αυτό καθοριζόταν με βάση το αν υπάκουαν σε αυτές τις εντολές ή όχι. Όσοι δεν τηρούσαν το Σάββατο, λιθοβολούνταν μέχρι θανάτου. Όσοι ιερείς δεν τηρούσαν το Σάββατο, πλήττονταν από τη φωτιά του Ιεχωβά. Όσοι δεν έδειχναν σεβασμό στους γονείς τους, λιθοβολούνταν κι εκείνοι μέχρι θανάτου. Όλα αυτά τα επιδοκίμαζε ο Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά θέσπισε τις εντολές και τους νόμους Του ώστε, καθώς καθοδηγούσε τους ανθρώπους στη ζωή τους, εκείνοι θα άκουγαν τον λόγο Του, θα υπάκουαν σε αυτόν και δεν θα επαναστατούσαν εναντίον Του. Χρησιμοποίησε τους νόμους αυτούς για να διατηρήσει υπό έλεγχο τη νεογέννητη ανθρώπινη φυλή, ώστε να θέσει πιο γερά θεμέλια για το μελλοντικό Του έργο. Κι έτσι, βάσει του έργου που έκανε ο Ιεχωβά, η πρώτη εποχή ονομάστηκε η Εποχή του Νόμου.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το έργο την Εποχή του Νόμου
23. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου, το έργο της καθοδήγησης της ανθρωπότητας επιτελείτο υπό το όνομα του Ιεχωβά, και το πρώτο στάδιο του έργου ξεκίνησε επί γης. Σε αυτό το στάδιο, το έργο συνίστατο στην οικοδόμηση του ναού και του βωμού, και στο να χρησιμοποιήσει τον νόμο για να καθοδηγήσει τον λαό του Ισραήλ και να εργαστεί μεταξύ του. Καθοδηγώντας τον λαό του Ισραήλ, εγκαινίασε τη βάση για το έργο Του επί γης. Από τη βάση αυτή, επέκτεινε το έργο Του πέρα από το Ισραήλ, δηλαδή, ξεκινώντας από το Ισραήλ, επέκτεινε το έργο Του έξωθεν, κι έτσι οι μετέπειτα γενιές κατάφεραν σταδιακά να γνωρίσουν ότι ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός και ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη και τα πάντα, καθώς και ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που δημιούργησε όλα τα πλάσματα. Διέδωσε το έργο Του μέσω του λαού του Ισραήλ έξωθεν και πέρα από αυτόν. Η γη του Ισραήλ ήταν ο πρώτος άγιος τόπος του έργου του Ιεχωβά επί γης και η γη του Ισραήλ ήταν ο τόπος όπου πήγε για πρώτη φορά ο Θεός να εργαστεί επί γης. Αυτό ήταν το έργο της Εποχής του Νόμου.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το όραμα του έργου του Θεού (3)
24. Όταν ο Θεός ξεκίνησε το επίσημο έργο της διαχείρισης του σχεδίου Του, έθεσε πολλούς κανονισμούς που έπρεπε να ακολουθήσει ο άνθρωπος. Αυτοί οι κανονισμοί υπήρχαν για να επιτρέψουν στον άνθρωπο να ζήσει την κανονική ζωή του ανθρώπου στη γη, την κανονική ζωή του ανθρώπου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Θεό και την καθοδήγησή Του. Ο Θεός είπε πρώτα στον άνθρωπο πώς να κατασκευάζει θυσιαστήρια και πώς να τα διαμορφώνει. Κατόπιν, είπε στον άνθρωπο πώς να κάνει προσφορές και καθόρισε πώς έπρεπε να ζει ο άνθρωπος —πού έπρεπε να δίνει προσοχή στη ζωή, ποιους κανόνες έπρεπε να τηρεί, τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνει. Αυτό που ο Θεός σχεδίαζε για τον άνθρωπο ήταν ολοκληρωμένο και με αυτά τα έθιμα, τους κανονισμούς και τις αρχές τυποποίησε τη συμπεριφορά των ανθρώπων, καθοδήγησε τη ζωή τους, καθοδήγησε τη μύησή τους στους νόμους του Θεού, τους οδήγησε να έρθουν ενώπιον του θυσιαστηρίου του Θεού, τους καθοδήγησε να διάγουν μια ζωή μεταξύ όσων είχε δημιουργήσει ο Θεός για τον άνθρωπο όπου υπήρχε τάξη, κανονικότητα και μέτρο. Ο Θεός χρησιμοποίησε για πρώτη φορά αυτούς τους απλούς κανονισμούς και τις αρχές για να θέσει όρια στον άνθρωπο, έτσι ώστε στη γη ο άνθρωπος να έχει μια κανονική ζωή λατρεύοντας τον Θεό, να έχει την κανονική ζωή του ανθρώπου. Αυτό είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της έναρξης του σχεδίου διαχείρισής Του των έξι χιλιάδων ετών. Οι κανονισμοί και οι κανόνες περιλαμβάνουν ένα πολύ ευρύ περιεχόμενο, συνιστούν τις λεπτομέρειες της καθοδήγησης του Θεού για την ανθρωπότητα κατά την Εποχή του Νόμου, έπρεπε να τυγχάνουν της αποδοχής και της εκτίμησης των ανθρώπων που ήρθαν πριν από την Εποχή του Νόμου, συνιστούν καταγραφή του έργου που επιτέλεσε ο Θεός κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου και αποτελούν την πραγματική απόδειξη της ηγεσίας του Θεού και της καθοδήγησης του συνόλου της ανθρωπότητας.
«Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Β΄
25. Ο Ιεχωβά δημιούργησε την ανθρωπότητα, τουτέστιν δημιούργησε τους προγόνους της ανθρωπότητας, την Εύα και τον Αδάμ, αλλά δεν τους έδωσε περαιτέρω νοημοσύνη ή σοφία. Αν και ζούσαν ήδη στη γη, δεν κατανοούσαν σχεδόν τίποτα. Επομένως, το έργο του Ιεχωβά όσον αφορά τη δημιουργία της ανθρωπότητας είχε τελειώσει μόνο κατά το ήμισυ και απείχε πολύ από την ολοκλήρωσή του. Είχε σχηματίσει μόνο ένα πρότυπο ανθρώπου από πηλό και του είχε εμφυσήσει την πνοή Του, χωρίς όμως να χαρίσει στον άνθρωπο επαρκή βούληση για να Τον σέβεται. Στην αρχή, ο άνθρωπος δεν προτίθετο να Τον σέβεται ούτε να έχει φόβο Θεού. Ο άνθρωπος ήξερε μόνο πώς να ακούει τα λόγια Του, αλλά αγνοούσε τη βασική γνώση για τη ζωή στη γη και τους κανονικούς κανόνες της ανθρώπινης ζωής. Επομένως, παρόλο που ο Ιεχωβά δημιούργησε τον άντρα και τη γυναίκα και ολοκλήρωσε το έργο των επτά ημερών, δεν ολοκλήρωσε επ’ ουδενί τη δημιουργία του ανθρώπου, διότι ο άνθρωπος δεν ήταν παρά μόνο ένα περίβλημα και δεν είχε την πραγματικότητα του να είναι άνθρωπος. Ο άνθρωπος γνώριζε μόνο ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που είχε δημιουργήσει την ανθρωπότητα, αλλά δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς να συμμορφώνεται με τα λόγια ή τους νόμους του Ιεχωβά. Συνεπώς, μετά τη δημιουργία της ανθρωπότητας, το έργο του Ιεχωβά απείχε πολύ από την ολοκλήρωσή του. Εκείνος έπρεπε ακόμα να καθοδηγήσει πλήρως τους ανθρώπους να έρθουν ενώπιόν Του, έτσι ώστε να μπορούσαν να ζήσουν μαζί στη γη και να Τον σέβονται, και έτσι ώστε να μπορούσαν, με την καθοδήγησή Του, να εισέλθουν στον σωστό δρόμο μιας κανονικής ανθρώπινης ζωής στη γη. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε πλήρως το έργο που διεξήχθη κυρίως υπό το όνομα του Ιεχωβά. Δηλαδή, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ήλθε εις πέρας το έργο της δημιουργίας του κόσμου από τον Ιεχωβά. Έτσι λοιπόν, έχοντας δημιουργήσει την ανθρωπότητα, έπρεπε να καθοδηγήσει τη ζωή των ανθρώπων στη γη για αρκετές χιλιάδες χρόνια, ώστε να μπορούσαν οι άνθρωποι να τηρούν τα διατάγματα και τους νόμους Του και να συμμετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες μιας κανονικής ανθρώπινης ζωής στη γη. Τότε μόνο ολοκληρώθηκε πλήρως το έργο του Ιεχωβά.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το όραμα του έργου του Θεού (3)
26. Πριν από τα δύο χιλιάδες χρόνια κατά τα οποία ο Ιεχωβά έκανε το έργο Του, ο άνθρωπος δεν γνώριζε τίποτα και σχεδόν ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε βυθιστεί στην εξαχρείωση, έως ότου, πριν την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, αυτοί οι άνθρωποι είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανηθικότητας και διαφθοράς, που στην καρδιά τους δεν υπήρχε καθόλου ο Ιεχωβά, και ακόμη λιγότερο υπήρχε η οδός Του. Δεν κατανόησαν ποτέ το έργο που θα επιτελούσε ο Ιεχωβά· υστερούσαν σε λογική, ακόμα περισσότερο σε γνώση και, σαν μηχανές που ανέπνεαν, είχαν πλήρη άγνοια για τον άνθρωπο, τον Θεό, τον κόσμο, τη ζωή και ούτω καθεξής. Στη γη, έμπλεκαν με πολλούς πειρασμούς, όπως το φίδι, και έλεγαν πολλά πράγματα που ήταν προσβλητικά για τον Ιεχωβά, αλλά επειδή ήταν αδαείς, ο Ιεχωβά ούτε τους παίδευσε ούτε τους πειθάρχησε. Μόνο μετά τον κατακλυσμό, όταν ο Νώε ήταν 601 ετών, εμφανίστηκε επίσημα ο Ιεχωβά στον Νώε και καθοδήγησε εκείνον και την οικογένειά του, οδηγώντας τα πουλιά και τα ζώα που είχαν επιβιώσει από τον κατακλυσμό μαζί με τον Νώε και τους απογόνους του, μέχρι το τέλος της Εποχής του Νόμου, που διήρκησε συνολικά 2.500 χρόνια. Έκανε έργο στο Ισραήλ —δηλαδή, επίσημο έργο— επί 2.000 χρόνια συνολικά, και έργο ταυτόχρονα εντός του Ισραήλ και έξω από αυτό επί 500 χρόνια, που μας κάνουν μαζί 2.500 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δίδαξε τους Ισραηλίτες ότι για να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά, θα έπρεπε να χτίσουν έναν ναό, να βάλουν ιερατικά άμφια και να περπατούν ξυπόλυτοι στον ναό την αυγή, μην τυχόν και τα παπούτσια τους σπιλώσουν τον ναό και σταλεί πάνω τους φωτιά από την κορυφή του ναού και τους κάψει μέχρι θανάτου. Επιτέλεσαν τα καθήκοντά τους και υποτάχθηκαν στα σχέδια του Ιεχωβά. Προσεύχονταν στον Ιεχωβά στον ναό και, αφότου έλαβαν την αποκάλυψη του Ιεχωβά, αφότου, δηλαδή, είχε μιλήσει ο Ιεχωβά, καθοδήγησαν τα πλήθη και τους δίδαξαν ότι έπρεπε να δείχνουν σεβασμό στον Ιεχωβά —στον Θεό τους. Και ο Ιεχωβά τούς είπε ότι θα έπρεπε να χτίσουν έναν ναό και ένα θυσιαστήριο και, τη στιγμή που όρισε ο Ιεχωβά, δηλαδή το εβραϊκό Πάσχα, θα έπρεπε να ετοιμάσουν νεογέννητα μοσχάρια και αρνιά για να τα βάλουν στο θυσιαστήριο ως θυσίες για να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά, έτσι ώστε να τους συγκρατήσει και να βάλει στην καρδιά τους σεβασμό για τον Ιεχωβά. Η υπακοή σ’ αυτόν τον νόμο έγινε το μέτρο της αφοσίωσής τους στον Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά όρισε, επίσης, γι’ αυτούς την ημέρα του Σαββάτου, την έβδομη ημέρα της δημιουργίας Του. Όρισε ως πρώτη ημέρα την ημέρα μετά το Σάββατο, μία ημέρα για να δοξάζουν τον Ιεχωβά, να Του προσφέρουν θυσίες και να συνθέτουν μουσική γι’ Αυτόν. Την ημέρα εκείνη, ο Ιεχωβά συγκάλεσε όλους τους ιερείς για να χωρίσουν τις θυσίες στο θυσιαστήριο προκειμένου να φάνε οι άνθρωποι, ώστε να απολαύσουν τις θυσίες στο θυσιαστήριο του Ιεχωβά. Και ο Ιεχωβά είπε ότι ήταν ευλογημένοι, ότι μοιράζονταν μία μερίδα μαζί Του και ότι ήταν ο εκλεκτός λαός Του (αυτή ήταν η διαθήκη του Ιεχωβά με τους Ισραηλίτες). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, μέχρι και σήμερα, ο λαός του Ισραήλ εξακολουθεί να λέει ότι ο Ιεχωβά είναι μόνο δικός του Θεός, και όχι ο Θεός των Εθνικών.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το έργο την Εποχή του Νόμου
27. Παρόλο που ο Ιεχωβά εξέφρασε πολλές ομιλίες και επιτέλεσε μεγάλο έργο, καθοδήγησε τους ανθρώπους μόνο με θετικό τρόπο, διδάσκοντας στους αδαείς αυτούς ανθρώπους πώς να είναι άνθρωποι, πώς να ζουν, πώς να κατανοούν την οδό του Ιεχωβά. Ως επί το πλείστον, το έργο που επιτέλεσε είχε στόχο να τηρήσουν οι άνθρωποι την οδό Του και να ακολουθήσουν τους νόμους Του. Το έργο επιτελέστηκε σε ανθρώπους που ήταν ελαφρώς διεφθαρμένοι· δεν επεκτάθηκε τόσο ώστε να μεταμορφώσει τη διάθεσή τους ή την πρόοδό τους στη ζωή. Τον ενδιέφερε μόνο να χρησιμοποιεί νόμους για να συγκρατεί και να ελέγχει τους ανθρώπους. Για τους Ισραηλίτες της εποχής εκείνης, ο Ιεχωβά ήταν απλώς ένας Θεός στον ναό, ένας Θεός στους ουρανούς. Ήταν μία στήλη νεφέλης, μία στήλη φωτιάς. Το μόνο που ζητούσε από εκείνους ο Ιεχωβά ήταν να υπακούν σε αυτά που είναι σήμερα γνωστά ως οι νόμοι και οι εντολές Του —θα μπορούσε, μάλιστα, να πει κανείς και κανόνες— διότι όσα έκανε ο Ιεχωβά δεν είχαν σκοπό να τους μεταμορφώσουν, αλλά να τους δώσουν περισσότερα από τα πράγματα που οφείλει να έχει ο άνθρωπος και να τους διδάξει από το ίδιο Του το στόμα, γιατί, μετά τη δημιουργία του, ο άνθρωπος δεν είχε τίποτα από όσα όφειλε να κατέχει. Κι έτσι, ο Ιεχωβά έδωσε στους ανθρώπους όσα όφειλαν να κατέχουν για τη ζωή τους στη γη, κάνοντας τους ανθρώπους που είχε καθοδηγήσει να ξεπεράσουν τους προγόνους τους, τον Αδάμ και την Εύα, γιατί αυτά που τους έδωσε ο Ιεχωβά ξεπερνούσαν αυτά που είχε δώσει στον Αδάμ και την Εύα στην αρχή. Όπως και να ’χει, το έργο που έκανε ο Ιεχωβά στο Ισραήλ ήταν μόνο να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα και να κάνει την ανθρωπότητα να αναγνωρίσει τον Δημιουργό της. Δεν κατέκτησε τους ανθρώπους αυτούς, ούτε τους μεταμόρφωσε· απλώς τους καθοδήγησε. Αυτό είναι το σύνολο του έργου του Ιεχωβά κατά την Εποχή του Νόμου. Είναι το υπόβαθρο, η πραγματική ιστορία, η ουσία του έργου Του σε όλη τη γη του Ισραήλ, καθώς και η αρχή του έργου Του που αριθμεί έξι χιλιάδες έτη —να κρατήσει την ανθρωπότητα υπό τον έλεγχο του Ιεχωβά. Απ’ αυτό δημιουργήθηκε περισσότερο έργο στο σχέδιο διαχείρισής Του που αριθμεί έξι χιλιάδες έτη.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το έργο την Εποχή του Νόμου
Υποσημειώσεις:
α. Το αρχικό κείμενο δεν περιέχει τη φράση «προς τήρηση».