519 Κανείς δεν καταλαβαίνει τις επίπονες προθέσεις του Θεού να σώσει τον άνθρωπο
I
Ο Θεός δημιούργησε αυτόν τον κόσμο και έφερε τον άνθρωπο, ένα ζωντανό ον στο οποίο έδωσε ζωή, μέσα του. Με τη σειρά του, ο άνθρωπος κατέληξε να έχει γονείς και συγγενείς, και δεν ήταν πλέον μόνος. Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος αντίκρισε αυτόν τον υλικό κόσμο, ήταν προορισμένος να υπάρξει μέσα στον προκαθορισμό του Θεού. Είναι η ανάσα της ζωής από τον Θεό που υποστηρίζει κάθε ζωντανό ον ξεχωριστά καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του μέχρι την ενηλικίωση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, κανείς δεν νιώθει ότι ο άνθρωπος υπάρχει και αναπτύσσεται υπό τη φροντίδα του Θεού· αντιθέτως, πιστεύουν ότι ο άνθρωπος αναπτύσσεται υπό τη χάρη της γονικής ανατροφής και την ανάπτυξή του την κατευθύνει το ίδιο το ζωτικό του ένστικτο. Αυτό συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ποιος του έδωσε τη ζωή ή από πού προήλθε αυτή, πολύ λιγότερο δε, γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο το ζωτικό ένστικτο δημιουργεί θαύματα.
II
Ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο ότι η τροφή είναι η βάση πάνω στην οποία συνεχίζεται η ζωή του, ότι η επιμονή είναι η πηγή της ύπαρξης της ζωής του και ότι οι πεποιθήσεις που έχει στο μυαλό του είναι το κεφάλαιο από το οποίο εξαρτάται η επιβίωσή του. Ο άνθρωπος αγνοεί παντελώς τη χάρη και την πρόνοια του Θεού, και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο χαραμίζει τη ζωή που του χάρισε ο Θεός… Ούτε ένας άνθρωπος, τον οποίο ο Θεός φροντίζει μέρα-νύχτα, δεν παίρνει την πρωτοβουλία να Τον λατρεύει. Ο Θεός συνεχίζει απλώς να εργάζεται πάνω στον άνθρωπο, για τον οποίο δεν υπάρχει καμία προσδοκία, όπως Εκείνος έχει σχεδιάσει. Το κάνει με την ελπίδα ότι μια μέρα ο άνθρωπος θα ξυπνήσει από το όνειρό του και θα συνειδητοποιήσει ξαφνικά την αξία και τη σημασία της ζωής, το τίμημα το οποίο έχει πληρώσει ο Θεός για όλα όσα του έχει δώσει και την ανυπομονησία με την οποία ο Θεός λαχταρά απελπισμένα να επιστρέψει σε Εκείνον ο άνθρωπος.
Από το «Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής του ανθρώπου