299 Αναμένοντας τα καλά νέα του Θεού
Ⅰ
Γεμάτος λαχτάρα, επειγόντως καλείς.
Οι άνθρωποι σκληροί, μα από καρδιάς μιλάς.
Για μια επιθυμία αδικίες δέχεσαι, μοιράζεις την ελπίδα,
το αίμα της καρδιάς Σου.
Ποτέ δεν θες πολλά, τα δίνεις όλα,
διωγμό και πόνο υπομένεις.
Ω Άγιε, ασύγκριτη η ομορφιά Σου!
Το μέγα έργο Σου θα τιμάται για πάντα.
Πώς να Σ’ αφήσω για τη δήθεν ελευθερία;
Προτιμώ να υποφέρω για να Σου φέρω τη χαρά.
Πώς να Σ’ αφήσω για τη δήθεν ελευθερία;
Σαν ξανανθίσουν τα λουλούδια, θ' ακούσω τα καλά Σου νέα.
Ⅱ
Αμάρτησα, μα υψώνομαι μες στο φως,
μ' εξυψώνεις τόσο, Σ’ ευγνωμονώ.
Ο ενσαρκωμένος πονάει, να μην πονάω κι εγώ;
Αν δινόμουν στο σκότος, πώς να δω τον Θεό;
Πώς να Σ’ αφήσω για τη δήθεν ελευθερία;
Προτιμώ να υποφέρω για να Σου φέρω τη χαρά.
Πώς να Σ’ αφήσω για τη δήθεν ελευθερία;
Σαν ξανανθίσουν τα λουλούδια, θ' ακούσω τα καλά Σου νέα.
Ⅲ
Όταν σκέφτομαι τα λόγια Σου,
Σε λαχταρώ.
Σαν το πρόσωπό Σου δω,
Σε χαιρετώ, στην ενοχή μου.
Πώς να Σ’ αφήσω για τη δήθεν ελευθερία;
Προτιμώ να υποφέρω για να Σου φέρω τη χαρά.
Πώς να Σ’ αφήσω για τη δήθεν ελευθερία;
Σαν ξανανθίσουν τα λουλούδια, θ' ακούσω τα καλά Σου νέα.