130 Η χάρη του Θεού είναι τόσο βαθειά όσο και ο ωκεανός
Ⅰ
Καθώς μετρώ την εύνοια απ' τον Θεό, τρέχουν τα δάκρυά μου.
Τα χείλη μου κλειστά, λυγμοί στο λαιμό.
Όταν ήμουν πεινασμένος κι αδύναμος, Εσύ μού έδωσες την καλύτερη τροφή.
Όταν ήμουν πληγωμένος κι απογοητευμένος, συκοφαντημένος κ' εγκατελειμένος,
το χέρι Σου σκούπησε τα δάκρυα από το μάγουλό μου, κι ήσουν Εσύ που μού δωσες παρηγοριά.
Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου. Όσο στο κρύο έτρεμα,
Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου. Εσύ 'σουν που με ζέστανες.
Όταν οι δυσκολίες ήταν τόσο σκληρές για μένα, Εσύ μου χάρισες το έλεός Σου.
Ⅱ
Όταν ήμουν μόνος και χαμένος, τα τρυφερά Σου λόγια με καθησύχασαν, με παρηγόρησαν.
Όταν με κατέβαλλαν οι αρρώστιες, Εσύ μου πρόσφερες τη θεραπεία.
Όταν ήμουν τόσο περήφανος και ματαιόδοξος, η τιμωρία Σου δε συγκρατήθηκε.
Όταν ήμουν ταπεινωμένος κι αδικημένος, το παράδειγμά Σου με ενθάρρυνε.
Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου! Μες στο σκοτάδι ήμουν χωρίς ελπίδα,
Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, τα λόγια Σου έγιναν φως για μένα.
Δεν υπήρχε δρόμος να διαβώ, τότε Εσύ άναψες φως στο τέρμα του δρόμου.
Ⅲ
Όταν με κατάπιε η θάλασσα, Εσύ έσκυψες προς εμέ απ' το πλοίο.
Όταν ήμουν πολιορκημένος απ' τον Σατανά, το σπαθί Σου μ' απελευθέρωσε.
Θριάμβευσα στο πλάι Σου, κι Εσύ χαμογέλασες και σ' εμένα.
Υπάρχουν πολλά λόγια μες στην καρδιά μου. Από κεί που βρίσκεσαι Σύ δεν μπορεί να ξεφύγει η καρδιά μου.
Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου! Η εύνοια του Θεού, βαριά σαν τα βουνά.
Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου! Η ζωή μου όλη δεν αρκεί για να ξεπληρώσει.
Η εύνοιά Σου φτάνει βαθιά. Δε φτάνει το μελάνι για να την περιγράψει.