Βγαίνοντας από το φρενοκομείο
Τον Ιανουάριο του 2012. Μια γειτόνισσα μού διέδωσε το ευαγγέλιο των εσχάτων ημερών του Παντοδύναμου Θεού, Είχα εξαντληθεί διευθύνοντας την επιχείρηση, κι αυτό μου είχε προξενήσει σοβαρή οσφυϊκή καταπόνηση και παγωμένο ώμο. Πονούσα τόσο, που με δυσκολία χτενιζόμουν και ντυνόμουν, και τα φάρμακα δεν βοηθούσαν. Ως εκ θαύματος, αφού άρχισα να πιστεύω στον Θεό, έγινα καλά. Ο σύζυγός μου και ο γιος μου ενθουσιάστηκαν και υποστήριξαν πολύ την πίστη μου. Όμως, δύο μήνες αργότερα, ο σύζυγός μου είδε κάποια ψέματα του Κομμουνιστικού Κόμματος στο διαδίκτυο για την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού κι άρχισε να αντιτίθεται στην πίστη μου. Είπε: «Η κυβέρνηση είναι εναντίον του Θεού σου. Αν συλληφθείς γι’ αυτό, θα επηρεάσει την καριέρα του γιου μας. Πρέπει να τα παρατήσεις». Μια φορά, όταν γύρισα μετά από τη διάδοση του ευαγγελίου, μου είπε με ένα σκοτεινό βλέμμα: «Η Ταξιαρχία Εθνικής Ασφάλειας με κάλεσε και με ρώτησε αν είσαι πιστή, κι αν ναι, πρέπει να παραδώσεις τα βιβλία σου σχετικά με τον Θεό. Μου ζήτησαν επίσης να αναγνωρίσω ανθρώπους από ένα μάτσο φωτογραφίες. Αν συνεχίσεις μ’ αυτό, αργά ή γρήγορα θα σε βάλουν μέσα». Εγώ απάντησα: «Βαδίζω στο σωστό μονοπάτι στη ζωή και δεν έχω κάνει κάτι παράνομο. Δεν έχουν το δικαίωμα!» Εκείνος είπε: «Είσαι πολύ αφελής! Το ΚΚΚ έχει βάλει στο μάτι ιδίως εσάς τους πιστούς. Αν συνεχίσεις να πιστεύεις, θα σε συλλάβουν και θα σε χτυπήσουν, και τότε θα καταλάβεις πόσο ανελέητοι είναι». Σκέφτηκα πως με τον σύζυγό μου να αντιτίθεται, θα ήταν σίγουρα πιο δύσκολο να πάρω αυτό το μονοπάτι. Προσευχήθηκα μέσα μου στον Θεό να με καθοδηγήσει να προχωρήσω στο μονοπάτι. Αποφάσισα επίσης πως όσο κι αν στεκόταν εμπόδιο ο σύζυγός μου, δεν θα εγκατέλειπα ποτέ την πίστη μου.
Αυτό συνέβη τον Δεκέμβρη του ’12, σχεδόν έναν χρόνο αφότου άρχισα να πιστεύω. Με συνέλαβαν και με έθεσαν υπό κράτηση για πέντε μέρες, επειδή κάποιος κατήγγειλε πως κήρυττα το ευαγγέλιο. Τη μέρα που με άφησαν ελεύθερη, ο αστυνομικός με προειδοποίησε: «Όταν βγεις, καλύτερα να τα παρατήσεις, διαφορετικά θα καταλήξεις σίγουρα στη φυλακή!» Μετά από μισή ώρα περίπου, ο σύζυγός μου ήρθε να με πάρει. Ήταν πολύ αναστατωμένος και είχε μια απαίσια έκφραση στο πρόσωπό του. Βγήκε από το αυτοκίνητο και μπήκε στο αστυνομικό τμήμα. Δεν είχα ιδέα τι συζητούσαν εκεί, κι έπειτα με πήγε σπίτι. Όταν φτάσαμε, είδα τον αδελφό μου, την αδελφή μου και τον κουνιάδο μου να με περιμένουν έξω. Υπέθεσα πως ο μόνος λόγος που ήταν όλοι εκεί ήταν για να με εμποδίσουν να ασκώ την πίστη μου. Εκτός αυτού, ο αδελφός μου ήταν επικεφαλής στην κομητεία και μου είχε πει παλιότερα πως θα ’πρεπε να τα παρατήσω, διότι είχε δει στο διαδίκτυο τα διάφορα ψέματα του Κομμουνιστικού Κόμματος που καταδίκαζαν και βλασφημούσαν την Εκκλησία. Μου είχε πει επίσης πως η πίστη μου μπορεί να είχε αντίκτυπο στην καριέρα του γιου μου και να επηρέαζε κι εκείνον —να έχανε τη θέση του αξιωματούχου. Ήξερα πως μάλλον ήταν εκεί για να με πιέσει ξανά να εγκαταλείψω την πίστη μου. Προσευχήθηκα γρήγορα στον Θεό να με καθοδηγήσει και να με προστατεύσει από τις ενοχλήσεις τους. Μόλις βγήκα από το αμάξι, ο αδελφός μου με πλησίασε και είπε όλο χαμόγελο: «Θα πρέπει να αφήσεις αυτά τα περί Θεού. Μείνε σπίτι σου και φρόντισε το νοικοκυριό σου. Μην είσαι τόσο πεισματάρα. Ο γιος σου έχει μια καλή δουλειά, κι αν συνεχίσεις έτσι, μπορεί να τη χάσει. Θα σε μισεί για πάντα». Τότε, ο κουνιάδος μου μού φώναξε σφίγγοντας τα δόντια του και κάνοντας χειρονομίες: «Πίστη στον Θεό; Πού είναι ο Θεός; Δεν πιστεύω σ’ Εκείνον κι έχω μια πολύ καλή ζωή!» Έπειτα, ο σύζυγός μου είπε θυμωμένος: «Ο γιος μας δυσκολεύτηκε να βρει μια καλή δουλειά και να ξεχωρίσει. Τι θα γίνει αν χάσει τη δουλειά του εξαιτίας της πίστης σου;» Η αδελφή μου ήρθε και μου είπε: «Μην ασχολείσαι άλλο μ’ αυτό. Ο σύζυγός σου είναι πολύ καλός μαζί σου και ο γιος σου έχει μια καλή δουλειά. Δεν σου αρκούν αυτά; Να κοιτάς μόνο την οικογένειά σου». Όταν τα άκουσα όλα αυτά, σκέφτηκα πως ο σύζυγός μου κι εγώ εργαστήκαμε πολύ σκληρά για να βγάλουμε χρήματα για τη μόρφωση του γιου μας και τώρα είχε βρει μια καλή δουλειά, που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Αν πράγματι έχανε τη δουλειά του λόγω της πίστης μου, ίσως με μισούσε για όλη του τη ζωή! Έπειτα όμως σκέφτηκα πως αν εγκατέλειπα την πίστη μου, θα πρόδιδα τον Θεό και θυμήθηκα τις αλήθειες που είχα μάθει ως πιστή. Ήξερα πως ως δημιουργημένο ον, η λατρεία του Θεού ήταν το σωστό μονοπάτι που έπρεπε να πάρω· εκτός αυτού, ο Θεός είχε γιατρέψει τους τραυματισμούς μου. Δεν έπρεπε να είμαι τόσο ασυνείδητη. Προσευχήθηκα νοερά στον Θεό: «Θεέ μου, η οικογένειά μου προσπαθεί να μ’ αναγκάσει να εγκαταλείψω την πίστη μου. Νιώθω απαίσια. Σε παρακαλώ, δώσε μου πίστη και δύναμη». Τότε, θυμήθηκα τα εξής λόγια του Θεού: «Σε κάθε βήμα του έργου που επιτελεί ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, εξωτερικά φαίνεται να είναι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων, σαν να γεννήθηκαν από ανθρώπινες ρυθμίσεις ή από ανθρώπινη παρέμβαση. Αλλά στα παρασκήνια, κάθε στάδιο του έργου και ό,τι συμβαίνει είναι ένα στοίχημα του Σατανά ενώπιον του Θεού και απαιτεί από τους ανθρώπους να παραμείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους προς τον Θεό. Πάρε τη δοκιμασία του Ιώβ για παράδειγμα: Στα παρασκήνια, ο Σατανάς έβαζε ένα στοίχημα με τον Θεό και αυτό που συνέβη στον Ιώβ ήταν οι πράξεις των ανθρώπων και η παρέμβαση των ανθρώπων. Πίσω από κάθε βήμα του έργου που κάνει ο Θεός σε σας είναι το στοίχημα του Σατανά με τον Θεό —πίσω από όλα αυτά υπάρχει μια μάχη» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Μόνο αγαπώντας τον Θεό πιστεύεις αληθινά στον Θεό). Κατάλαβα πως πίσω από τη συσπείρωση της οικογένειάς μου εναντίον μου ήταν ο Σατανάς που με δοκίμαζε και μου επιτίθετο. Η οικογένειά μου είχε εξαπατηθεί από τα ψέματα του Κόμματος και χρησιμοποιούσε την εργασία του γιου μου για να με εκφοβίσει, ώστε να προδώσω τον Θεό. Δεν έπρεπε να πέσω στην παγίδα του Σατανά, αλλά να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για τον Θεό. Τότε συνειδητοποίησα πως το τι δουλειά είχε ο γιος μου εξαρτιόταν από τη διακυβέρνηση και τις ρυθμίσεις του Θεού. Κανείς δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Έτσι είπα: «Η πίστη είναι το σωστό μονοπάτι στη ζωή, και δεν έχω παρανομήσει σε τίποτα. Το ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα με συνέλαβε και έμπλεξε κι εσάς σ’ αυτό, οφείλεται στη δική του κακία. Δεν πρέπει να με καταπιέζετε κι εσείς ή να εμποδίζετε την πίστη μου. Όλοι σας ξέρετε πως πριν πιστέψω στον Θεό, οι τραυματισμοί μου ήταν τόσο σοβαροί, που δεν μπορούσα ούτε τον εαυτό μου να φροντίσω. Μόλις απέκτησα πίστη, ανάρρωσα εντελώς κι αυτό οφειλόταν στη χάρη και στις ευλογίες του Θεού. Ο Παντοδύναμος Θεός είναι ο αληθινός Θεός, η έλευση του Σωτήρα. Οι καταστροφές γίνονται όλο και πιο σοβαρές και ο Παντοδύναμος Θεός έχει εκφράσει πάρα πολλές αλήθειες. Το κάνει για να σώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες και τις καταστροφές, ώστε να έχουμε την προστασία Του, να επιβιώσουμε από τις καταστροφές και να εισέλθουμε στη βασιλεία Του. Αν αφήσω τη δίωξη του Κομμουνιστικού Κόμματος να με τρομάξει και πάψω να πιστεύω, θα χάσω την ευκαιρία μου για σωτηρία. Όσο κι αν αντιτίθεστε, είμαι αφοσιωμένη στο μονοπάτι της πίστης». Ο σύζυγός μου, εντελώς απηυδισμένος, με κοίταξε και δείχνοντάς με είπε: «Είσαι χαμένη από χέρι!» Έπειτα, εκείνος κι ο αδελφός μου αντάλλαξαν ένα βλέμμα, κατευθύνθηκαν μαζί προς το σπίτι και άρχισαν να μιλούν ποιος ξέρει για τι. Ήμουν σαστισμένη. Τι συζητούσαν τόσο μυστικά; Σύντομα επέστρεψαν, ο αδελφός μου έριξε μια ματιά στην αδελφή μου κι έπειτα είπε με ένα μυστηριώδες χαμόγελο: «Πάμε να φάμε κάτι!» Η αδελφή μου και ο άνδρας της ανιψιάς μου ήρθαν προς το μέρος μου, με άρπαξαν από τα μπράτσα και με έσυραν προς το αμάξι. Ένιωσα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησα να διώξω από πάνω μου τα χέρια τους και είπα πως δεν ήθελα να πάω, όμως εκείνοι με έβαλαν με το ζόρι στο αμάξι. Μετά από μισή ώρα οδήγησης, το αμάξι σταμάτησε και προς έκπληξή μου, είδα πως ήμασταν στην ψυχιατρική κλινική. Ο σύζυγός μου, ο αδελφός μου κι ο κουνιάδος μου βγήκαν απ’ το αμάξι. Συγκλονίστηκα. Στ’ αλήθεια, με έστελναν στο φρενοκομείο; Σκέφτηκα πως έπρεπε να βγω απ’ το αμάξι και να το βάλω στα πόδια, όμως είχαν ενεργοποιήσει το κλείδωμα ασφαλείας. Τους είδα να κατευθύνονται προς το γραφείο της κλινικής και ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Το είχαν σχεδιάσει από πριν. Με είχαν ξεγελάσει να πάω εκεί, λέγοντας πως πηγαίναμε έξω να φάμε. Ήμουν θυμωμένη και αηδιασμένη. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως με είχαν πάει εκεί, πόσο άκαρδοι ήταν. Οι δικοί μου και καλά! Θυμήθηκα πως όταν ο σύζυγός μου με συνάντησε στο αστυνομικό τμήμα, είχε συζητήσει για λίγο με τους αστυνομικούς μέσα, και πως οι συγγενείς μου είχαν ανταλλάξει ματιές όλο νόημα όταν είπαν πως πηγαίναμε να φάμε. Κατάλαβα πως πιθανότατα ήταν ένα σχέδιο που είχε καταστρώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έκαναν τα πάντα ώστε να προδώσω τον Θεό. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο αναστατωμένη ήμουν, και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Τους είπα, εξοργισμένη: «Με φέρνετε εδώ για να υποφέρω, απλώς επειδή πιστεύω στον Θεό. Εσείς είστε οι τρελοί! Αυτό που κάνετε είναι τελείως λάθος, πέραν κάθε λογικής. Θα τιμωρηθείτε όπως σας αξίζει». Τότε, δύο νοσοκόμοι βγήκαν από την κλινική φέρνοντας να μου περάσουν δεσμά. Ο σύζυγός μου, ο αδελφός μου κι ο κουνιάδος μου στέκονταν απλώς εκεί και κοιτούσαν αμίλητοι. Ήμουν συντετριμμένη και γεμάτη απελπισία. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου δεν είχα ποτέ φανταστεί πως οι δικοί μου, απλώς για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους και να μην μπλέξουν, θα άκουγαν τα ψέματα του Κομμουνιστικού Κόμματος και, αδιαφορώντας για το αν θα ζούσα ή θα πέθαινα, θα με έκλειναν σε ψυχιατρική κλινική, όπου θα τυραννιόμουν ενώ ήμουν εντελώς καλά. Δεν έβλεπα κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Αυτοί ήταν δαίμονες. Στη σκέψη αυτή, δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν μπορούσα καν να τους κοιτάξω. Είπα στους νοσοκόμους εξοργισμένη: «Είμαι μια χαρά! Με ξεγέλασαν να έρθω εδώ. Με αναγκάζουν να νοσηλευτώ απλώς επειδή πιστεύω στον Θεό. Δεν έχετε ερευνήσει καν το θέμα. Γιατί μου περνάτε δεσμά;» Αλλά με αγνόησαν εντελώς.
Με εισήγαγαν ως ασθενή με σοβαρές διαταραχές και με κλείδωσαν στην πτέρυγα 1, όπου όλοι οι διάδρομοι, οι πόρτες και τα παράθυρα είχαν συγκολλημένα μεταλλικά κάγκελα. Το δωμάτιό μου ήταν 4 με 5 τετραγωνικά μέτρα και ήταν εντελώς άδειο. Υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, με ένα λερωμένο κάλυμμα που είχε πολλούς παλιούς λεκέδες από ούρα. Η μυρωδιά των ούρων ήταν διάχυτη. Δεν υπήρχε τουαλέτα στο δωμάτιο, μόνο ένα μπάνιο για άνδρες και γυναίκες στον διάδρομο, που έμενε κλειδωμένο. Κάθε φορά που ήθελα να πάω στο μπάνιο, έπρεπε να βρίσκω έναν νοσοκόμο κι αν ήταν όλοι απασχολημένοι, δεν άνοιγαν την πόρτα. Έπρεπε να κρατιέμαι. Στην κλινική ακούγονταν συνεχώς τα ουρλιαχτά των ψυχασθενών. Κάποιες φορές τραγουδούσαν ή έκλαιγαν ή άρχιζαν να φωνάζουν: «Βγάλτε με έξω! Βγάλτε με έξω!» Επίσης, χτυπούσαν τα μεταλλικά κάγκελα ασταμάτητα. Ήταν λες και το μέρος αντηχούσε από τα ουρλιαχτά φαντασμάτων και λύκων. Έκαναν το αίμα μου να παγώνει. Ένιωθα πως δεν ήταν μέρος για ανθρώπους. Το Κόμμα με είχε συλλάβει και με είχε θέσει υπό κράτηση λόγω της πίστης μου και, μόλις αφέθηκα ελεύθερη, η ίδια μου η οικογένεια με έκλεισε σε ψυχιατρείο για να υποφέρω. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, στον λάκκο με τα λιοντάρια. Πώς θα συνέχιζα να ζω έτσι; Όσο το σκεφτόμουν, ένιωθα χειρότερα κι άρχισα να κλαίω. Καθώς έκλαιγα, σκέφτηκα εμάς, τους αδελφούς και τις αδελφές στις συναθροίσεις, να ψέλνουμε και να δοξολογούμε τον Θεό. Ήθελα τόσο να διαβάσω τα λόγια του Θεού και να κάνω το καθήκον μου μαζί τους, αλλά δεν μπορούσα να βγω έξω και δεν είχα ιδέα πόσο καιρό θα με κρατούσαν εκεί. Πότε θα τελείωνε το μαρτύριό μου; Προσευχήθηκα: «Θεέ μου, είμαι κλεισμένη με ψυχασθενείς. Είμαι πολύ δυστυχισμένη. Θεέ μου, δεν ξέρω πώς να το αντέξω. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με». Μετά την προσευχή, θυμήθηκα ένα χωρίο από τα λόγια του Θεού: «Ίσως όλοι σας θυμάστε αυτά τα λόγια: “Διότι η προσωρινή ελαφρά θλίψις ημών εργάζεται εις ημάς καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης”. Όλοι σας έχετε ακούσει αυτά τα λόγια παλιότερα, όμως κανείς σας δεν κατάλαβε το αληθινό τους νόημα. Σήμερα, γνωρίζετε πολύ καλά την αληθινή τους σημασία. Αυτά τα λόγια θα τα εκπληρώσει ο Θεός κατά τις έσχατες ημέρες, και θα εκπληρωθούν μέσα σε εκείνους που έχουν εκδιωχθεί βάναυσα από τον μεγάλο κόκκινο δράκοντα στη χώρα όπου βρίσκεται κουλουριασμένος. Ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας διώκει τον Θεό και είναι εχθρός Του, οπότε, σε αυτήν τη χώρα, επομένως, εκείνοι που πιστεύουν στον Θεό υπόκεινται σε εξευτελισμό και καταπίεση, και ως αποτέλεσμα αυτού, τα λόγια αυτά εκπληρώνονται μέσα σας, σ’ αυτήν την ομάδα ανθρώπων. Επειδή το έργο ξεκινάει σε μια χώρα που εναντιώνεται στον Θεό, όλο το έργο του Θεού έρχεται αντιμέτωπο με φοβερά εμπόδια, και πολλά από τα λόγια Του χρειάζονται χρόνο για να πραγματοποιηθούν· συνεπώς, οι άνθρωποι ραφινάρονται ως αποτέλεσμα των λόγων του Θεού, κάτι το οποίο επίσης αποτελεί μέρος των δεινών. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Θεό να πραγματοποιήσει το έργο Του στη χώρα του μεγάλου κόκκινου δράκοντα —αλλά μέσω αυτής της δυσκολίας ο Θεός πραγματοποιεί ένα στάδιο του έργου Του, εκδηλώνοντας τη σοφία Του και τις θαυμαστές πράξεις Του, και χρησιμοποιώντας αυτήν την ευκαιρία για να ολοκληρώσει αυτήν την ομάδα ανθρώπων» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Είναι το έργο του Θεού τόσο απλό όσο φαντάζεται ο άνθρωπος;). Κατάλαβα πως το Κόμμα είναι θανάσιμος εχθρός του Θεού και δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να έχουν πίστη και να ακολουθούν τον Θεό. Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός εκφράζει αλήθειες για να σώσει τους ανθρώπους, το Κόμμα συλλαμβάνει και διώκει μανιασμένα τους πιστούς και διαδίδει κάθε λογής φήμες και ψέματα, καταδικάζοντας την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού, για να εξαπατήσει αυτούς που δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Εμπλέκει τις οικογένειες των πιστών επί γενιές ολόκληρες, καταστρέφοντας τις καριέρες τους και βάζοντάς τους να στραφούν εναντίον των πιστών στη ζωή τους. Τους χρησιμοποιεί για να αναγκάσει τους πιστούς να προδώσουν τον Θεό. Το Κόμμα είναι απίστευτα μοχθηρό. Η οικογένειά μου παραπλανήθηκε από το Κόμμα και συμφώνησε μαζί του, διώκοντάς με για την πίστη μου και βάζοντάς με μάλιστα σε ψυχιατρική κλινική. Ήταν φρικτό μέρος, αλλά έβλεπα τη μοχθηρή ουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και ο Θεός τελείωνε έτσι την πίστη μου, οπότε έπρεπε να βασιστώ σ’ Εκείνον και να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου. Στη σκέψη αυτή, προσευχήθηκα στον Θεό να μείνει μαζί μου και να με προστατεύσει από τον διάβολο Σατανά. Όσο περισσότερο με καταπίεζε ο Σατανάς, τόσο περισσότερο θα πίστευα στον Θεό.
Τη δεύτερη μέρα μου στην κλινική, ένας νοσοκόμος μού έφερε να πάρω ένα χάπι. Εξοργισμένη, του είπα: «Σας είπα πως είμαι μια χαρά. Είμαι τελείως φυσιολογική και δεν θα το πάρω». Εκείνος είπε: «Κανείς δεν καταλήγει εδώ αν δεν έχει κάποιο πρόβλημα. Αν συνεργαστείς στη θεραπεία, θα γίνεις καλά και θα βγεις γρηγορότερα». Όμως, ό,τι κι αν έλεγε, φοβόμουν να το πάρω. Την τρίτη μέρα, εισήχθη ένα σοβαρά διαταραγμένο άτομο κι εγώ μεταφέρθηκα στην πτέρυγα 3, επειδή στην πτέρυγά μου δεν υπήρχαν ελεύθερα κρεβάτια. Σ’ εκείνην την πτέρυγα, ο έλεγχος δεν ήταν τόσο αυστηρός. Μπορούσα να βγαίνω από το δωμάτιο για να κινούμαι. Εκεί, είδα πως τα παντελόνια κάποιων ασθενών ήταν τόσο φθαρμένα, που φαίνονταν τα οπίσθιά τους, το πρόσωπο και ο λαιμός τους ήταν βρώμικα και τα μαλλιά τους έμοιαζαν με άχυρα. Τα ρούχα κάποιων ήταν τόσο βρώμικα, που έμοιαζαν λαδωμένα. Ήταν εντελώς αηδιαστικά. Σ’ εκείνην την πτέρυγα, είχα δύο συγκρατούμενες. Η μία είχε απλανές και ανέκφραστο βλέμμα και, κάποιες φορές, ξαφνικά παραμιλούσε. Η άλλη δεν ξέρω πόσο καιρό ήταν έγκλειστη εκεί. Κάθε πρωί, σηκωνόταν και βημάτιζε ασταμάτητα στον διάδρομο, καπνίζοντας. Πραγματικά, μου προκαλούσαν τρόμο. Φοβόμουν πως σε κάποια κρίση τους, ίσως με χτυπούσαν ή μου τραβούσαν τα μαλλιά όταν δεν πρόσεχα ή με στραγγάλιζαν ενώ κοιμόμουν, κι έτσι τις νύχτες ποτέ δεν κοιμόμουν βαθιά. Κάθε φορά, πριν κοιμηθώ, προσευχόμουν νοερά στον Θεό ξανά και ξανά για να με προστατεύσει. Μόνο έτσι μπορούσα να χαλαρώσω κάπως και να κοιμηθώ λίγο. Καθημερινά, περνούσε ένας νοσοκόμος και μας έδινε μία μία το φάρμακό μας. Το χάπι το έπαιρνα μόνον όταν με κοιτούσε κατάματα, διαφορετικά, δεν το κατάπινα και το πετούσα όταν πήγαινα στο μπάνιο. Μια φορά, μία ασθενής με είδε να το πετάω και μου είπε: «Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό. Μια φορά, ένας νοσοκόμος με έπιασε να πετάω φάρμακα. Μου έδωσε δυο χαστούκια, κι έπειτα χώνοντας ένα πλαστικό σωληνάκι στη μύτη μου, μου τα έδωσε με το ζόρι. Ήταν πολύ οδυνηρό». Ποτέ δεν έμαθα αν εκείνη η γυναίκα είπε στους νοσοκόμους πως πέταξα το χάπι μου, όμως, μετά απ’ αυτό, το προσωπικό παρακολουθούσε πιο στενά τους ασθενείς την ώρα της λήψης των φαρμάκων. Κάθε μέρα, οι νοσοκόμοι στέκονταν σ’ ένα τετράγωνο τραπέζι και μας επέβλεπαν, και, χρησιμοποιώντας έναν φακό, βεβαιώνονταν πως ανοίγαμε το στόμα και τα καταπίναμε. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να παίρνω τα χάπια.
Λίγες μέρες αργότερα, ο διευθυντής της κλινικής ήρθε να επιθεωρήσει τα δωμάτια και άξαφνα με ρώτησε: «Η μεγάλη καταστροφή είναι στις 21;» Σκέφτηκα πως ήταν πολύ περίεργο και είπα: «Μόνον ο Θεός ξέρει πότε θα έρθει η καταστροφή». Η απάντησή του ήταν: «Βλέπω πως είσαι πολύ άρρωστη. Πρέπει να σου αυξήσουμε τη δοσολογία». Μετά απ’ αυτό, έπρεπε να παίρνω δύο χάπια αντί ενός. Ήμουν έξαλλη. Χωρίς να έχει ιδέα αν είχα όντως κάποιο πρόβλημα, ο διευθυντής μού διπλασίασε έτσι απλά τη δοσολογία. Δεν σεβόταν καθόλου την ανθρώπινη ζωή. Το νοσοκομείο θα έπρεπε να σώζει ζωές και να βοηθά τους τραυματίες, όμως είχε γίνει ένα μέρος όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα παίδευε τους χριστιανούς. Με έβλαπταν κακόβουλα μόνο και μόνο επειδή είχα πίστη. Μισούσα το Κόμμα με όλη μου την καρδιά.
Δέκα μέρες αφότου άρχισα να παίρνω τα φάρμακα, άρχισα να νιώθω πολύ αδύναμη και περπατούσα με δυσκολία. Αναρωτιόμουν αν ήταν αποτέλεσμα των φαρμάκων που μου έδιναν. Είχε περάσει μόνο λίγος καιρός, μα ένιωθα απαίσια. Αν συνέχιζα να τα παίρνω, από υγιής που ήμουν θα κατέληγα άρρωστη. Καθώς είχα να κάνω καθημερινά με ψυχασθενείς και ήμουν μες στη θλίψη και τη δυστυχία, ένιωθα πως κόντευα να αποκτήσω ψυχολογικά προβλήματα από το μαρτύριο. Προσευχόμουν πολύ στον Θεό και τα έβγαλα πέρα μόνο χάρη στην καθοδήγηση των λόγων Του. Θυμάμαι μια φορά, μετά την προσευχή, θυμήθηκα που ο Κύριος Ιησούς είπε στον Λάζαρο να βγει από τον τάφο του. Ήταν νεκρός για τέσσερις μέρες, και το σώμα του ήδη μύριζε, όμως ο Θεός τον επανέφερε στη ζωή με λίγες λέξεις. Ο Θεός είναι παντοδύναμος. Κυβερνά τη μοίρα των ανθρώπων. Ήξερα, λοιπόν, πως και η δική μου ζωή ήταν στα χέρια Του. Θυμήθηκα κάτι που είπε ο Θεός: «Από όσα συμβαίνουν στο σύμπαν, δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο δεν έχω τον τελικό λόγο. Υπάρχει κάτι που δεν βρίσκεται στα χέρια Μου;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 1). Το αν τα φάρμακα θα με έκαναν τρελή και το πότε θα έβγαινα έξω ήταν στα χέρια του Θεού. Έπρεπε να το ξεπεράσω βασιζόμενη στην πίστη μου και στον Θεό. Η σκέψη αυτή ενίσχυσε την πίστη μου και δεν ένιωθα πια τόσο φοβισμένη.
Ένα απόγευμα, δύο εβδομάδες μετά, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να καλέσω τους δικούς μου για να δω μήπως μπορούσα να βγω συντομότερα. Το επόμενο πρωί, ο σύζυγός μου ήρθε στην κλινική και του είπα να με πάρει από εκεί. Του είπα πως δεν ήταν μέρος για ανθρώπους και πως η μακρά παραμονή θα οδηγούσε και τον λογικό στην τρέλα. Κάλεσε τον αδελφό μου για να το συζητήσουν, και από την άλλη άκρη, άκουσα τον αδελφό μου να λέει: «Πρώτα, βάλ’ την να υπογράψει μια διαβεβαίωση πως αφήνει την πίστη της, και μετά μπορεί να βγει. Αν συνεχίσει να πιστεύει, ας πεθάνει εκεί». Ποτέ δεν φανταζόμουν πως ο αδελφός μου, το αίμα μου, θα έλεγε κάτι τέτοιο. Είχα ανατριχιάσει. Δεν ήταν συγγενής μου, ήταν ένας διάβολος με ανθρώπινο πρόσωπο! Βλέποντας πως δεν είχε πρόθεση να με βγάλει έξω, σκέφτηκα πως αν με παρατούσε εκεί μέσα, δεν θα έβρισκα ποτέ τρόπο να βγω, κι έτσι πώς θα ασκούσα την πίστη μου; Του είπα, λοιπόν, πονηρά: «Δεν πιστεύω πια». Τότε εκείνος συμφώνησε να με πάρει σπίτι. Ο σύζυγός μου με ακολουθούσε διαρκώς. Δεν με άφηνε να πηγαίνω σε συναθροίσεις ή να διαβάζω τα λόγια του Θεού. Καμιά φορά ερχόταν να δει αν διάβαζα τα λόγια του Θεού ακόμη και κατά τον απογευματινό μου ύπνο. Όμως μπορούσα ακόμα να διαβάζω κρυφά τα λόγια του Θεού στην MP5 συσκευή μου. Ένα πρωί, με έπιασε να τη φορτίζω. Την πήρε και μου φώναξε έξαλλος: «Πώς μπορείς να πιστεύεις ακόμα; Αν σε πιάσουν και πας φυλακή κι ο γιος μας χάσει τη δουλειά του εξαιτίας σου, με τι μούτρα θα τον αντικρίσεις; Στο εξής, σου απαγορεύω να πιστεύεις στον Θεό!» Μόλις το είπε, με έσπρωξε δυνατά και, με έναν γδούπο, το κεφάλι μου χτύπησε στην άκρη του κρεβατιού. Δεν καταλάβαινα πώς μπορούσε να είναι τόσο βίαιος. Απλώς πίστευα στον Θεό. Δεν είχα κάνει κάτι κακό, αλλά μου συμπεριφερόταν πολύ άσχημα. Όχι μόνο με είχε κλείσει σε ψυχιατρείο, αλλά τώρα σήκωνε και χέρι πάνω μου και δεν με άφηνε να διαβάζω τα λόγια του Θεού. Νιώθοντας όλο και χειρότερα, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Ο σύζυγός μου μού συμπεριφέρεται φριχτά και νιώθω αδύναμη. Δεν ξέρω πώς να μείνω σ’ αυτό το μονοπάτι. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με!» Τότε, θυμήθηκα κάτι από τα λόγια του Θεού: «Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αυτή τη γνώση. Πιστεύουν ότι η ταλαιπωρία δεν έχει αξία, ότι ο κόσμος τούς έχει απαρνηθεί, ότι η ζωή στο σπίτι τους είναι ταραγμένη, ότι δεν τους αγαπά ο Θεός και ότι οι προοπτικές τους είναι ζοφερές. Η ταλαιπωρία μερικών ανθρώπων φτάνει στα άκρα, και οι σκέψεις τους στρέφονται στον θάνατο. Αυτό δεν είναι πραγματική αγάπη προς τον Θεό. Οι άνθρωποι αυτοί είναι δειλοί, δεν έχουν επιμονή, είναι ασθενείς και αδύναμοι! Ο Θεός λαχταρά ο άνθρωπος να Τον αγαπά, αλλά όσο περισσότερο Τον αγαπά ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο υποφέρει, και όσο περισσότερο Τον αγαπά ο άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι δοκιμασίες του. […] Έτσι, κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). Συλλογιζόμενη τα λόγια του Θεού, μου έγινε σαφές πως παρόλο που υπέφερα από εκείνη τη δυσκολία, ο Θεός, μέσω εκείνης της κατάστασης, τελείωνε την πίστη μου και μου έδινε την ευκαιρία να δώσω μαρτυρία για Εκείνον ενώπιον του Σατανά. Ήταν η αγάπη του Θεού. Όμως, επειδή δεν κατανοούσα το θέλημα του Θεού, ένιωθα αδύναμη και αρνητική εξαιτίας της οδύνης μου. Κατάλαβα πόσο δειλή ήμουν. Τότε, σκέφτηκα τον σύζυγό μου που προσπαθούσε να με κάνει να παρατήσω τον Θεό. Με πήγε ο ίδιος στην ψυχιατρική κλινική, χωρίς να νοιάζεται αν θα ζούσα ή θα πέθαινα και τώρα με χτύπησε κιόλας. Εκείνη τη στιγμή, είδα πως ήταν όντως ένας αντίθεος δαίμονας που μισούσε τον Θεό. Θυμήθηκα τι είπε ο Θεός: «Οι πιστοί και οι άπιστοι δεν είναι συμβατοί· αντίθετα, αντιτίθενται ο ένας στον άλλο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ο Θεός και ο άνθρωπος θα εισέλθουν στην ανάπαυση μαζί). Ο σύζυγός μου κι εγώ ήμασταν δύο διαφορετικά άτομα σε διαφορετικά μονοπάτια. Όσο κι αν με καταπίεζε, εγώ θα συνέχιζα να πιστεύω στον Θεό. Δεν θα έκανα πίσω. Έτσι, του είπα: «Ας πάρουμε διαζύγιο. Εσύ είσαι σε επίγειο μονοπάτι κι επιδιώκεις το χρήμα, ενώ εγώ είμαι στο μονοπάτι της πίστης. Είμαστε σε διαφορετικά μονοπάτια και δεν έχουμε τίποτα κοινό. Φοβάσαι για τον γιο μας. Ας πάρουμε, λοιπόν, διαζύγιο. Έτσι, η πίστη μου δεν θα επηρεάσει εσάς τους δύο. Δυο θέλω τίποτα από τα περιουσιακά μας στοιχεία. Θέλω μόνο ένα δωμάτιο, κάπου να μείνω για να πιστεύω στον Θεό». Είπε: «Ξέρω πως είσαι καλή γυναίκα. Δεν θέλω διαζύγιο». Εγώ του είπα: «Αν δεν θέλεις διαζύγιο, τότε δώσε μου την ελευθερία μου. Είμαι πιστή και δεν μπορείς να μου σταθείς εμπόδιο». Εκείνος είπε: «Μπορείς να έχεις την ελευθερία σου, αλλά πρώτα πρέπει να υπογράψεις ένα συμφωνητικό πως παρατάς τον Παντοδύναμο Θεό!» Όταν το άκουσα αυτό, είπα: «Πρέπει να κρατήσω την πίστη μου. Δεν μπορώ να υπογράψω τέτοιο συμφωνητικό». Είχε μείνει άφωνος. Έπειτα, βλέποντας πως δεν μπορούσε να με εμποδίσει να πιστεύω, δεν με εμπόδιζε τόσο να ασκώ την πίστη μου. Μπορούσα να διάγω μια εκκλησιαστική ζωή και να κάνω κανονικά το καθήκον μου.
Ένα βράδυ, πήγα να δω εκείνη την αδελφή που έμενε κοντά για να συζητήσουμε για το πότισμα των νεόφυτων. Με το που κάτσαμε, ήρθε αμέσως ο γιος μου και είπε εξοργισμένος στην αδελφή: «Εσύ είσαι αυτή που προσηλύτισε τη μαμά μου!» Έπειτα, προσπάθησε να τη χτυπήσει. Έτρεξα και τύλιξα τα χέρια μου γύρω του για να τον συγκρατήσω. Με έσυρε πίσω στο σπίτι εν βρασμώ ψυχής και είπε θυμωμένος: «Πρέπει να τα παρατήσεις. Κοίτα τι λένε για την Εκκλησία σου στο διαδίκτυο!» Τότε, επανέλαβε μερικά από τα ψέματα του Κομμουνιστικού Κόμματος που συκοφαντούσαν την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού. Έπειτα, φώναξε: «Μπαμπά, κάλεσε την ψυχιατρική κλινική και στείλ’ την πίσω!» Όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, ένιωσα πως το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως, για χάρη της δουλειάς του, ο γιος μου θα ένωνε τις δυνάμεις του με τον μπαμπά του για να εμποδίσουν την πίστη μου. Ήταν απάνθρωπο. Άκουσα τον σύζυγό μου να καλεί την κλινική κι από την άλλη άκρη τούς άκουσα να λένε πως ήταν γεμάτοι. Ο σύζυγός μου είπε: «Ας καλέσουμε την αστυνομία να έρθει και να την πάρει από εδώ». Ο γιος μου απάντησε: «Δεν γίνεται να μπει στη φυλακή. Τι λες να την κλείσουμε στο σκοτεινό δωμάτιο όπου εκτρέφαμε κουνέλια;» Τότε, οι δυο τους με μετέφεραν κακήν κακώς σ’ εκείνο το δωμάτιο, κλείδωσαν τη σιδερένια πόρτα κι έφυγαν. Το να βλέπω τον σύζυγό μου και τον γιο μου να έχουν εξαπατηθεί από το Κόμμα σε σημείο που να μου φέρονται απάνθρωπα, ήταν ανατριχιαστικό και μίσησα ακόμη περισσότερο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σκέφτηκα τα λόγια του Θεού: «Επί χιλιάδες έτη, αυτή η χώρα είναι η γη του αίσχους. Είναι αφόρητα βρομερή, η μιζέρια βρίθει παντού, φαντάσματα τρέχουν παντού ανεξέλεγκτα, ξεγελούν και εξαπατούν, εγείρουν ανυπόστατες κατηγορίες, αδίστακτα και μοχθηρά ποδοπατούν αυτόν τον στοιχειωμένο τόπο και τον αφήνουν γεμάτο πτώματα. Η δυσωδία από την αποσύνθεση καλύπτει τη γη και διαποτίζει τον αέρα, και φρουρείται αυστηρά. Ποιος μπορεί να δει τον κόσμο πέρα από τους ουρανούς; Ο διάβολος κρατά σφιχτά δεμένο ολόκληρο το κορμί του ανθρώπου, του σκεπάζει και τα δύο μάτια και του σφαλίζει καλά το στόμα. Ο βασιλιάς των δαιμόνων προβαίνει σε βιαιοπραγίες εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, μέχρι σήμερα, καθώς εξακολουθεί να παρακολουθεί στενά την πόλη-φάντασμα, σαν να ήταν ένα απόρθητο παλάτι δαιμόνων. […] Προπάτορες των αρχαίων; Πολυαγαπημένοι ηγέτες; Όλοι τους αντιτίθενται στον Θεό! Η ανάμειξή τους έχει αφήσει τα πάντα κάτω από τους ουρανούς σε μια κατάσταση σκότους και χάους! Θρησκευτική ελευθερία; Τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών; Όλα είναι κόλπα συγκάλυψης της αμαρτίας!» [«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Έργο και είσοδος (8)]. Το Κόμμα συλλαμβάνει και διώκει χριστιανούς, διαδίδει κάθε λογής φήμες και συκοφαντίες για την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού και εμπλέκει τα μέλη των οικογενειών τους. Έτσι, οι δικοί μου παραπλανήθηκαν από το Κόμμα και συμφώνησαν μαζί του, προσπαθώντας να με εμποδίσουν να πιστεύω στον Θεό, με πήγαν μάλιστα οι ίδιοι στην ψυχιατρική κλινική, όπου τυραννήθηκα, και τώρα με κρατούσαν πάλι κλειδωμένη. Πώς κατάντησε έτσι μια τόσο ευτυχισμένη οικογένεια; Το Κόμμα ήταν ο πραγματικός εγκέφαλος και μισούσα αυτόν τον δαίμονα από τα βάθη της καρδιάς μου.
Σύντομα, ο γιος μου πήρε ένα σκαμνί, κάθισε έξω από τη σιδερένια πόρτα και είπε: «Μαμά, πρέπει να πάψεις να πιστεύεις στον Θεό. Δούλεψες πολύ σκληρά όσο ήσουν στην επιχείρηση και δεν ήταν εύκολο να πληρώνεις για την εκπαίδευσή μου. Τώρα, εργάζομαι και έχω κάποια χρήματα. Τι θα ’λεγες να σε έστελνα για ένα ταξίδι;» Όταν το είπε αυτό, κατάλαβα πως ήταν ένα κόλπο του Σατανά κι έτσι του είπα: «Πριν πιστέψω, ήθελα απλώς να βγάζω χρήματα. Ήταν ένας δύσκολος και εξοντωτικός τρόπος ζωής. Τώρα που έχω βρει τον Θεό και έχω κατανοήσει κάποιες αλήθειες, είμαι πιο ελεύθερη κι ευτυχισμένη στη ζωή μου. Δεν μπορείτε να με αφήσετε ήσυχη και οι δυο σας; Θα κρατήσω την πίστη μου ακόμα κι αν με αρνηθείς για μητέρα σου κι ο πατέρας σου με χωρίσει. Είμαι αφοσιωμένη σ’ αυτό το μονοπάτι». Εκείνος έφυγε χωρίς να δώσει καμία απάντηση. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Θεό που ενδυνάμωσε την πίστη μου και ένιωσα πολύ γαλήνια. Άρχισα να ψάλλω τον εξής ύμνο: «Παντοδύναμε αληθινέ Θεέ, η καρδιά μου Σου ανήκει. Η φυλάκιση μπορεί να ελέγξει μόνο το σώμα μου. Δεν μπορεί να με σταματήσει από το να Σε ακολουθώ. Οδυνηρό μαρτύριο, κακοτράχαλος δρόμος, με την καθοδήγηση των λόγων Σου η καρδιά μου δεν φοβάται, με τη συντροφιά της αγάπης Σου η καρδιά μου είναι κορεσμένη» («Μια επιλογή για την οποία δεν μετανιώνω» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Ένιωθα πως ο Θεός ήταν δίπλα μου. Ακόμα και σ’ εκείνο το σκοτεινό μικρό δωμάτιο όπου δεν έβλεπα τίποτα γύρω μου, δεν ένιωθα θλιμμένη. Το επόμενο πρωί, ο γιος μου απρόσμενα άνοιξε την πόρτα, με άφησε να βγω και είπε: «Μαμά, θα σε αφήσουμε ήσυχη. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Όταν το είπε αυτό, ήξερα πως ο Σατανάς είχε ντροπιαστεί και νικηθεί και ευχαρίστησα τον Θεό.
Η σύλληψή μου από το Κομμουνιστικό Κόμμα και η καταπίεση από την οικογένειά μου με βοήθησαν να δω καθαρά τη δαιμονική, αντίθεη ουσία του Κόμματος. Συλλαμβάνει και διώκει πιστούς, διαδίδει κάθε λογής ψέματα για να εξαπατά ανθρώπους και βάζει τις οικογένειες των πιστών να στέκονται εμπόδιο στην πίστη τους. Είναι ο εγκέφαλος πίσω από την καταστροφή των οικογενειών των χριστιανών. Οι δικοί μου συμφώνησαν με το Κόμμα, επενέβησαν στην πίστη μου για δικά τους συμφέροντα και μάλιστα με έκλεισαν σε ψυχιατρείο χωρίς να τους νοιάζει αν θα ζούσα ή θα πέθαινα. Είδα καθαρά την ουσία τους που είναι ενάντια στον Θεό και δεν θα τους αφήσω ποτέ ξανά να με εμποδίσουν. Η εμπειρία αυτή μου έδειξε πως μόνον ο Θεός μάς αγαπά και μόνον ο Θεός μπορεί να μας σώσει. Όταν ήμουν απόλυτα δυστυχισμένη και αβοήθητη, με τα λόγια Του, ο Θεός με διαφώτισε, με παρηγόρησε, με ενθάρρυνε και με καθοδήγησε κατά τις δύσκολες εκείνες μέρες. Τώρα, έχω βιώσει προσωπικά πως η αγάπη του Θεού είναι πολύ αληθινή και θέλω να ακολουθώ τον Θεό και να κάνω το καθήκον μου. Δεν θα το μετανιώσω ποτέ.
Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.