Περνώντας το απόγειο της νιότης στη φυλακή

3 Νοεμβρίου 2019

Από την Τσενσί, Κίνα

Όλοι λένε ότι το απόγειο της νιότης μας είναι η πιο θαυμάσια και αγνή εποχή της ζωής. Ίσως για πολλούς, τα χρόνια αυτά να είναι γεμάτα όμορφες αναμνήσεις, αλλά αυτό που δεν περίμενα ποτέ ήταν να περάσω το απόγειο της δικής μου νιότης στο στρατόπεδο εργασίας. Μπορεί να με θεωρήσετε παράξενη, αλλά δεν το μετανιώνω. Παρόλο που ο χρόνος που πέρασα πίσω από τα κάγκελα ήταν γεμάτος πίκρα και δάκρυα, ήταν το πολυτιμότερο δώρο της ζωής μου και κέρδισα πάρα πολλά από αυτόν.

Γεννήθηκα σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, και ως παιδί λάτρευα τον Ιησού μαζί με τη μαμά μου. Όταν ήμουν δεκαπέντε, η οικογένειά μου κι εγώ, πεπεισμένοι ότι ο Παντοδύναμος Θεός είναι ο Κύριος Ιησούς που έχει επιστρέψει, αποδεχτήκαμε με χαρά το έργο Του τις έσχατες ημέρες.

Μια μέρα, τον Απρίλιο του 2002, όταν ήμουν δεκαεπτά, μια αδελφή και εγώ ήμαστε έξω για την εκπλήρωση των καθηκόντων μας. Στη 1 π.μ., ξυπνήσαμε ξαφνικά από δυνατούς, επιτακτικούς χτύπους στην πόρτα. Ακούσαμε κάποιον απέξω να φωνάζει: «Ανοίξτε την πόρτα! Ανοίξτε την πόρτα!» Δεν πρόλαβε η αδελφή να την ανοίξει, και αρκετοί αστυνομικοί έσπρωξαν απότομα την πόρτα, ανοίγοντάς την, και μπούκαραν μέσα, λέγοντας επιθετικά: «Είμαστε από το Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας». Όταν άκουσα αυτές τις τρεις λέξεις: «Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας», αμέσως αγχώθηκα. Ήρθαν για να μας συλλάβουν λόγω της πίστης μας στον Θεό; Είχα ακούσει ότι μερικοί αδελφοί και αδελφές συλλαμβάνονταν και διώκονταν λόγω της πίστης τους. Άραγε αυτό συνέβαινε και σ’ εμένα τώρα; Τότε ακριβώς, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τρελά, και στον πανικό μου, δεν ήξερα τι να κάνω. Γι’ αυτό, έσπευσα να προσευχηθώ στον Θεό: «Θεέ μου, Σε εκλιπαρώ να είσαι μαζί μου. Δώσε μου πίστη και κουράγιο. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, θα είμαι πάντα πρόθυμη να μείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου για Σένα. Σε ικετεύω, επίσης, να μου δώσεις τη σοφία Σου και να μου παράσχεις τα λόγια που θα πρέπει να πω, και Σε παρακαλώ φύλαξέ με για να μη Σε προδώσω και να μην ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου». Αφού προσευχήθηκα, η καρδιά μου ηρέμησε σταδιακά. Είδα τους τέσσερις ή πέντε μοχθηρούς αστυνομικούς να ψαχουλεύουν το μέρος σαν ληστές, ψάχνοντας τα στρωσίδια, το κάθε ντουλάπι και κουτί, ακόμη και ό,τι βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι, μέχρι που τελικά βρήκαν κάποια βιβλία με τα λόγια του Θεού, καθώς και κάποια CD με ύμνους. Ο αρχηγός μού είπε με ανέκφραστο τόνο: «Το ότι κατέχεις αυτά τα πράγματα είναι απόδειξη ότι πιστεύεις στον Θεό. Έλα μαζί μας να δώσεις κατάθεση». Σοκαρισμένη, είπα: «Αν υπάρχει κάτι να πω, μπορώ να το πω κι εδώ. Δεν θέλω να έρθω μαζί σας». Αμέσως χαμογέλασε και απάντησε: «Μη φοβάσαι· ας πάμε απλώς ένα μικρό ταξιδάκι για να δώσεις κατάθεση. Θα σε ξαναφέρω πίσω πολύ σύντομα». Βασιζόμενη στον λόγο του, πήγα μαζί τους και μπήκα στο περιπολικό. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι εκείνο το μικρό ταξιδάκι θα ήταν η απαρχή της ζωής μου στη φυλακή. Μόλις μπήκαμε στον περίβολο του αστυνομικού τμήματος, αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί άρχισαν να μου φωνάζουν να βγω από το όχημα. Οι εκφράσεις του προσώπου τους είχαν αλλάξει πολύ γρήγορα, και ξαφνικά φαίνονταν εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι από ό,τι προηγουμένως. Όταν φτάσαμε στο γραφείο, αρκετοί εύσωμοι αστυνομικοί μάς ακολούθησαν και στάθηκαν αριστερά και δεξιά μου. Εφόσον σιγούρεψαν πλέον την εξουσία τους πάνω μου, ο αρχηγός της ομάδας των μοχθηρών αστυνομικών μού φώναξε άγρια: «Πώς σε λένε; Από πού είσαι; Πόσοι από εσάς είστε συνολικά;» Είχα μόλις ανοίξει το στόμα μου και πήγαινα να απαντήσω, όταν μου χίμηξε και με χαστούκισε δύο φορές στο πρόσωπο —φαπ, φαπ! Ξαφνιάστηκα και έμεινα άναυδη. Αναρωτήθηκα μέσα μου: «Μα γιατί με χτύπησες; Δεν πρόλαβα καν να απαντήσω. Γιατί είσαι τόσο σκληρός και βάρβαρος, εντελώς διαφορετικός από ό,τι είχα φανταστεί τη Λαϊκή Αστυνομία;» Στη συνέχεια, με ρώτησε την ηλικία μου, και όταν απάντησα με ειλικρίνεια ότι ήμουν δεκαεπτά, με χαστούκισε και πάλι δύο φορές και με επέπληξε που έλεγα ψέματα. Κατόπιν τούτου, ανεξάρτητα από το τι έλεγα, μου έδινε αδιακρίτως χαστούκια το ένα μετά το άλλο, σε σημείο που το πρόσωπό μου έκαιγε από τον πόνο. Θυμήθηκα ότι είχα ακούσει τους αδελφούς και τις αδελφές μου να λένε ότι η προσπάθεια να αλλάξει κανείς την άποψη αυτών των βάναυσων αστυνομικών ήταν μάταια. Τώρα, έχοντάς το βιώσει προσωπικά, από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν έλεγα λέξη, ό,τι κι αν ρωτούσαν. Όταν είδαν ότι δεν μιλούσα, μου ούρλιαξαν: «Σκύλα! Θα σου δώσω κάτι να έχεις να σκεφτείς, αλλιώς δεν θα μας πεις τα αληθινά γεγονότα!» Όταν το είπε αυτό, ένας από αυτούς με γρονθοκόπησε άγρια δύο φορές στο στήθος, με αποτέλεσμα να παραπατήσω και να σωριαστώ στο πάτωμα. Στη συνέχεια, με κλότσησε δυνατά κάνα δυο φορές, με τράβηξε από το πάτωμα και μου φώναξε να γονατίσω. Δεν υπάκουσα, έτσι με κλότσησε μερικές φορές στα γόνατα. Το κύμα έντονου πόνου που με διαπέρασε, με ανάγκασε να πέσω στα γόνατα κάτω στο πάτωμα με έναν γδούπο. Με γράπωσε από τα μαλλιά και με τράβηξε προς τα κάτω με βία, και μετά τράβηξε ξαφνικά το κεφάλι μου απότομα προς τα πίσω, αναγκάζοντάς με να κοιτάξω προς τα πάνω. Με έβριζε, ενώ με χαστούκισε ακόμα κάνα δυο φορές, και το μόνο που αισθανόμουν ήταν ότι όλα γύριζαν. Εκείνη τη στιγμή, έπεσα στο πάτωμα. Ακριβώς τότε, ο αρχηγός των μοχθηρών αστυνομικών είδε ξαφνικά το ρολόι στον καρπό μου. Κοιτάζοντάς το με λαχτάρα, φώναξε: «Τι φοράς εκεί;» Αμέσως, ένας από τους αστυνομικούς άρπαξε τον καρπό μου και έβγαλε με βία το ρολόι, έπειτα το έδωσε στο «αφεντικό» του. Βλέποντας μια τέτοια απαίσια συμπεριφορά, πλημμύρισα με μίσος γι’ αυτούς. Κατόπιν τούτου, καθώς μου έκαναν περισσότερες ερωτήσεις, απλώς τους κοίταζα σιωπηλά, και αυτό τους εξόργιζε ακόμη περισσότερο. Ένας από τους βάναυσους αστυνομικούς με άρπαξε από τον γιακά σαν να σήκωνε ένα κοτοπουλάκι, και με σήκωσε από το πάτωμα για να μου φωνάξει: «Ώστε είσαι τόσο μεγάλη και δυνατή, έτσι δεν είναι; Αυτά παθαίνεις αφού παραμένεις σιωπηλή!» Αφού το είπε αυτό, με χτύπησε άγρια κάνα δυο φορές ακόμη, και με ξυλοκόπησαν ξανά μέχρι που έπεσα στο πάτωμα. Μέχρι εκείνο το σημείο, ολόκληρο το σώμα μου πονούσε αφόρητα και δεν είχα πλέον καμία δύναμη να αγωνιστώ. Απλώς κειτόμουν στο πάτωμα με τα μάτια μου κλειστά, χωρίς να κουνιέμαι. Μέσα μου, έσπευσα να δεηθώ στον Θεό: «Θεέ μου, δεν ξέρω τι άλλες βαναυσότητες θα υποστώ από αυτήν τη συμμορία των μοχθηρών αστυνομικών. Ξέρεις ότι το ανάστημά μου είναι μικρό και ότι είμαι σωματικά αδύναμη. Σε εκλιπαρώ να με προστατεύσεις. Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να γίνω Ιούδας και να Σε προδώσω». Αφού ολοκλήρωσα την προσευχή μου, ο Θεός μού παρείχε πίστη και δύναμη. Καλύτερα να πέθαινα παρά να γινόμουν Ιούδας, προδίδοντας τον Θεό και ξεπουλώντας τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Ήμουν αποφασισμένη να παραμείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου για τον Θεό. Ακριβώς τότε, άκουσα κάποιον δίπλα μου να λέει: «Πώς και δεν κουνιέται πια; Πέθανε;» Κατόπιν, κάποιος σκόπιμα πάτησε το χέρι μου και το πίεσε δυνατά με το πόδι του, ενώ φώναζε με μανία: «Σήκω πάνω! Θα σε πάμε κάπου αλλού». Επειδή ο Θεός μού είχε χαρίσει πίστη και δύναμη, ο εκφοβισμός τους δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Μέσα μου ήμουν έτοιμη να πολεμήσω εναντίον του Σατανά.

Αργότερα, με πήγαν με συνοδεία στο τοπικό Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας. Όταν φτάσαμε στην αίθουσα ανακρίσεων, ο αρχηγός εκείνων των μοχθηρών αστυνομικών και άλλοι δύο με περικύκλωσαν και με ανέκριναν επανειλημμένα, βαδίζοντας μπρος-πίσω μπροστά μου και προσπαθώντας να με αναγκάσουν να ξεπουλήσω τους επικεφαλής της εκκλησίας μου και τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Όταν είδαν ότι εξακολουθούσα να μην τους δίνω τις απαντήσεις που ήθελαν να ακούσουν, τρεις από αυτούς με χαστούκισαν επανειλημμένα ο ένας μετά τον άλλον. Δεν ξέρω πόσες φορές με χτύπησαν. Το μόνο που άκουγα ήταν ο ήχος καθώς με χτυπούσαν στο πρόσωπο, ένας ήχος που αντηχούσε στη σιγαλιά της νύχτας. Αφού πλέον τα χέρια τους πονούσαν, οι μοχθηροί αστυνομικοί άρχισαν να με χτυπούν με βιβλία. Με ξυλοκόπησαν μέχρι που τελικά δεν αισθανόμουν πια τον πόνο. Ένιωθα το πρόσωπό μου πρησμένο και μουδιασμένο. Στο τέλος, βλέποντας ότι δεν θα έπαιρναν από μένα καμία πολύτιμη πληροφορία, οι μοχθηροί αστυνομικοί έβγαλαν ένα βιβλίο επαφών και, ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους, είπαν: «Βρήκαμε αυτό στην τσάντα σου. Ακόμα κι αν δεν μας πεις τίποτα, έχουμε άλλον έναν άσο στο μανίκι μας!» Ξαφνικά, ένιωσα υπερβολικό άγχος: Αν κάποιος από τους αδελφούς ή τις αδελφές μου απαντούσε στο τηλέφωνο, το αποτέλεσμα μπορεί να ήταν να συλληφθεί. Επιπλέον, έτσι θα συνδέονταν με την εκκλησία, και οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Ακριβώς τότε, θυμήθηκα ένα εδάφιο των λόγων του Θεού: «Από όσα συμβαίνουν στο σύμπαν, δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο δεν έχω τον τελικό λόγο. Υπάρχει κάτι που δεν βρίσκεται στα χέρια Μου;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 1). «Σωστά», σκέφτηκα από μέσα μου. «Όλα τα πράγματα και τα γεγονότα ενορχηστρώνονται και ρυθμίζονται στα χέρια του Θεού. Ακόμη και το αν μια τηλεφωνική κλήση πετύχει ή όχι, είναι εξ ολοκλήρου απόφαση του Θεού. Είμαι πρόθυμη να προστρέξω και να βασιστώ στον Θεό, καθώς και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις Του». Συνεπώς, προσευχήθηκα επανειλημμένα στον Θεό, εκλιπαρώντας Τον να προστατεύσει αυτούς τους αδελφούς και τις αδελφές. Ως εκ τούτου, κάλεσαν μία φορά εκείνους τους αριθμούς τηλεφώνου, και σε μερικές περιπτώσεις το τηλέφωνο καλούσε χωρίς να απαντήσει κανείς, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν μπορούσαν να βγάλουν καθόλου γραμμή. Στο τέλος, ξεστομίζοντας βρισιές στην απόγνωσή τους, οι μοχθηροί αστυνομικοί πέταξαν το βιβλίο επαφών στο τραπέζι και σταμάτησαν να προσπαθούν. Δεν μπορούσα παρά να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και τους αίνους μου στον Θεό.

Παρ’ όλα αυτά, δεν τα είχαν παρατήσει, και συνέχισαν να με ανακρίνουν για τις υποθέσεις της εκκλησίας. Εγώ δεν απαντούσα. Ταραγμένοι και εξαγριωμένοι, βρήκαν έναν ακόμη πιο απαίσιο τρόπο για να προσπαθήσουν να με κάνουν να υποφέρω: Ένας από τους μοχθηρούς αστυνομικούς με ανάγκασε να πάρω ημικαθιστή στάση, και έπρεπε να κρατάω τα χέρια μου τεντωμένα στο ύψος των ώμων μου και δεν μου επέτρεπαν να κουνηθώ καθόλου. Μετά από λίγο, τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν και δεν μπορούσα να κρατήσω τα χέρια μου πια τεντωμένα στην ευθεία, και το σώμα μου ακούσια άρχισε να ανασηκώνεται. Ο αστυνομικός πήρε έναν σιδηρολοστό και με κοίταξε όπως η τίγρη το θήραμά της. Δεν πρόλαβα να σηκωθώ και με χτύπησε βάναυσα στα πόδια, προκαλώντας τόσο πολύ πόνο που παραλίγο να πέσω στα γόνατα. Κατά τη διάρκεια της επόμενης μισής ώρας, κάθε φορά που τα πόδια ή τα χέρια μου έκαναν την παραμικρή κίνηση, με χτυπούσε αμέσως με τον λοστό. Δεν ξέρω πόσες φορές με χτύπησε. Λόγω του ότι έμεινα σ’ αυτήν την ημικαθιστή στάση για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, και τα δύο πόδια μου πρήστηκαν υπερβολικά και πονούσαν αφόρητα σαν να είχαν σπάσει. Καθώς περνούσε η ώρα, τα πόδια μου έτρεμαν ακόμα πιο πολύ και τα δόντια μου κροτάλιζαν ασταμάτητα. Ακριβώς τότε, ένιωσα ότι η δύναμή μου θα εξαντλείτο. Εντούτοις, οι μοχθηροί αστυνομικοί απλώς με χλεύαζαν και με περιγελούσαν από τη μια πλευρά, κάνοντας συνεχώς ειρωνικά σχόλια και κοροϊδεύοντάς με άσχημα, όπως κάποιοι που προσπαθούν να αναγκάσουν βάναυσα έναν πίθηκο να κάνει κόλπα. Όσο περισσότερο κοίταζα τα άσχημα, απαίσια μούτρα τους, τόσο περισσότερο μίσος ένιωθα γι’ αυτούς τους μοχθηρούς αστυνομικούς. Ξαφνικά σηκώθηκα και τους είπα με δυνατή φωνή: «Δεν θα ξανακάτσω σ’ αυτήν τη στάση. Ορίστε, καταδικάστε με σε θάνατο! Σήμερα δεν έχω τίποτα να χάσω! Δεν φοβάμαι ούτε τον θάνατο, άρα πώς θα μπορούσα να φοβάμαι εσάς; Σιγά τους μεγάλους άντρες. Το μόνο που ξέρετε είναι να εκφοβίζετε ένα μικρό κορίτσι σαν κι εμένα!» Προς έκπληξή μου, αφού το είπα αυτό, η ομάδα των μοχθηρών αστυνομικών φώναξε μερικές ακόμα βρισιές και μετά σταμάτησε να με ανακρίνει.

Αυτή η αγέλη μοχθηρών αστυνομικών με είχε βασανίσει για το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Όταν σταμάτησαν, ήταν μέρα. Με έβαλαν να υπογράψω το όνομά μου και είπαν ότι θα με φυλάκιζαν. Κατόπιν τούτου, ένας ηλικιωμένος αστυνομικός, προσποιούμενος τον καλό, μου είπε: «Δεσποινίς, κοίτα, είσαι τόσο νέα —στο άνθος της νιότης σου— οπότε καλύτερα να βιαστείς και να μας πεις όλα όσα γνωρίζεις. Σου εγγυώμαι ότι θα τους κάνω να σε αφήσουν ελεύθερη. Αν έχεις οποιοδήποτε πρόβλημα, μη διστάσεις να μου το πεις. Κοίτα, το πρόσωπό σου έχει πρηστεί κι έχει φουσκώσει σαν ζυμάρι. Δεν έχεις υποφέρει αρκετά;» Ακούγοντάς τον να μιλάει κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήξερα ότι απλώς προσπαθούσε να με δελεάσει να κάνω κάποιου είδους ομολογία. Επιπλέον, θυμήθηκα κάτι που είχαν πει οι αδελφοί και οι αδελφές μου κατά τη διάρκεια των συναντήσεων: Προκειμένου να πάρουν αυτό που ήθελαν, οι μοχθηροί αστυνομικοί θα χρησιμοποιούσαν τόσο το καρότο όσο και το μαστίγιο και θα κατέφευγαν σε κάθε είδους κόλπα για να εξαπατήσουν τους ανθρώπους. Όταν το σκέφτηκα αυτό, απάντησα στον ηλικιωμένο αστυνομικό: «Μην κάνεις ότι είσαι καλός άνθρωπος. Ανήκετε όλοι στην ίδια ομάδα. Τι θέλεις να ομολογήσω; Αυτό που κάνεις αποκαλείται απόσπαση ομολογίας. Αυτή η τιμωρία είναι παράνομη!» Στο άκουσμα αυτών, πήρε μια αθώα έκφραση και υποστήριξε: «Μα δεν σε έχω χτυπήσει ούτε μια φορά. Αυτοί σε χτύπησαν». Ευγνωμονούσα τον Θεό για την καθοδήγηση και την προστασία Του, που μου επέτρεψαν να νικήσω για άλλη μια φορά τον πειρασμό του Σατανά.

Αφού έφυγα από το τοπικό Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας, με έκλεισαν αμέσως στο κρατητήριο. Μόλις μπήκαμε από την μπροστινή πύλη, είδα ότι ο χώρος περιβαλλόταν από πολύ ψηλά τείχη με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα στην κορυφή, και σε κάθε μία από τις τέσσερις γωνίες ήταν κάτι που έμοιαζε με πύργο φρουρών, μέσα στον οποίο στέκονταν φρουροί ένοπλοι αστυνομικοί. Όλα είχαν μια πολύ απειλητική και φρικτή αίσθηση. Αφού περάσαμε τη μία σιδερένια πύλη μετά την άλλη, έφτασα στο κελί. Όταν είδα τα κουρελιασμένα, καλυμμένα με λινό στρωσίδια πάνω στο παγωμένο χτιστό κρεβάτι, που ήταν τόσο σκούρα και βρόμικα, και ανέδυαν μια διαπεραστική δυσοσμία, άθελά μου αισθάνθηκα να με διαπερνάει ένα κύμα αηδίας, κι αμέσως μετά ένα κύμα θλίψης. Σκέφτηκα από μέσα μου: «Πώς μπορούν να ζουν άνθρωποι εδώ; Είναι σκέτο χοιροστάσιο». Κατά τη διάρκεια του γεύματος, κάθε φυλακισμένη έπαιρνε μόνο ένα μικρό ψωμάκι στον ατμό, που ήταν ξινό και σχεδόν ωμό. Παρόλο που είχα βασανιστεί από την αστυνομία για μισή νύχτα και δεν έφαγα τίποτα, η όψη αυτού του φαγητού πραγματικά με έκανε να χάσω την όρεξή μου. Επιπλέον, το πρόσωπό μου ήταν τόσο πρησμένο από τον ξυλοδαρμό που είχα υποστεί από την αστυνομία, που το ένιωθα τσιτωμένο σαν να ήταν τυλιγμένο με πλαστική ταινία. Το στόμα μου με πονούσε ακόμα και όταν το άνοιγα για να μιλήσω, πόσο μάλλον όταν το άνοιγα για να φάω. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήμουν πολύ κακοδιάθετη και ένιωθα πολύ αδικημένη. Η σκέψη ότι θα έπρεπε ουσιαστικά να παραμείνω εδώ και να υπομείνω μια τέτοια απάνθρωπη ζωή με έκανε τόσο συναισθηματική, που μου έφυγαν κάποια δάκρυα χωρίς να το θέλω. Η αδερφή που συνελήφθη μαζί συναναστράφηκε τα λόγια του Θεού μαζί μου και κατάλαβα πως ο Θεός είχε επιτρέψει να με βρει αυτό το περιβάλλον, και Αυτός με έθετε υπό δοκιμασία και δοκιμή, για να δει αν μπορούσα να παραμείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου. Χρησιμοποίησε επίσης αυτήν την ευκαιρία για να οδηγήσει την πίστη μου στην τελείωση. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, σταμάτησα να νιώθω αδικημένη, και μέσα μου έπαιρνα την απόφαση να υπομείνω τις κακουχίες μου.

Πέρασαν δύο εβδομάδες, και ο αρχηγός αυτών των μοχθηρών αστυνομικών ήρθε και πάλι να με ανακρίνει. Όταν με είδε να παραμένω ήρεμη και συγκροτημένη, χωρίς διόλου να φοβάμαι, είπε δυνατά το όνομά μου και φώναξε: «Πες μου ειλικρινά: Πού αλλού έχεις ξανασυλληφθεί; Αυτή σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που είσαι μέσα. Ειδάλλως, πώς θα μπορούσες να είσαι τόσο ήρεμη και έμπειρη, σαν να μη φοβάσαι το παραμικρό;» Όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, δεν μπορούσα παρά να ευχαριστήσω και να δοξολογήσω τον Θεό μέσα μου. Ο Θεός με είχε προστατεύσει και μου είχε δώσει κουράγιο, επιτρέποντάς μου έτσι να αντιμετωπίσω αυτούς τους μοχθηρούς αστυνομικούς χωρίς τον παραμικρό φόβο. Ακριβώς τότε, θυμός ανάβλυσε μέσα από την καρδιά μου: Καταχράστε τη δύναμή σας διώκοντας τους ανθρώπους για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και συλλαμβάνετε, εκφοβίζετε και τραυματίζετε χωρίς λόγο όσους πιστεύουν στον Θεό. Δεν τηρείτε κανέναν νόμο, μήτε γήινο μήτε επουράνιο. Πιστεύω στον Θεό και βαδίζω στο σωστό μονοπάτι και δεν έχω παραβεί τον νόμο. Γιατί θα πρέπει να σας φοβάμαι; Δεν θα υποκύψω στις μοχθηρές δυνάμεις της συμμορίας σας! Στη συνέχεια, αποκρίθηκα: «Πιστεύεις ότι οπουδήποτε αλλού είναι τόσο βαρετά που θα ήθελα όντως να έρθω εδώ; Με έχετε αδικήσει και με έχετε εκφοβίσει! Οποιεσδήποτε περαιτέρω προσπάθειές σας να μου αποσπάσετε μια ομολογία ή να με παγιδεύσετε θα είναι μάταιες!» Ακούγοντας αυτά, θύμωσε τόσο, που φαινόταν λες και θα έβγαινε καπνός από τα αυτιά του. Ούρλιαξε: «Που να σε πάρει, είσαι υπερβολικά ξεροκέφαλη για να μας πεις οτιδήποτε. Δεν θα μιλήσεις, έτσι; Θα σου δώσω μια τριετή ποινή, και μετά θα δούμε αν αρχίσεις να συμπεριφέρεσαι σωστά. Σε προκαλώ να συνεχίσεις να είσαι ξεροκέφαλη!» Εκείνη τη στιγμή ένιωσα υπερβολική αγανάκτηση. Απάντησα, με δυνατή φωνή: «Είμαι ακόμα νέα, άρα τι μου είναι τρία χρόνια; Θα βγω από τη φυλακή εν ριπή οφθαλμού». Πάνω στον θυμό του, ο μοχθηρός αστυνομικός σηκώθηκε απότομα και βρυχήθηκε προς τα τσιράκια του: «Τα παρατάω. Ορίστε, ανακρίνετέ την εσείς». Στη συνέχεια, έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Όταν είδαν τι είχε συμβεί, οι δύο αστυνομικοί δεν με ανέκριναν περαιτέρω. Απλώς ολοκλήρωσαν μια έγγραφη δήλωση για να την υπογράψω και μετά βγήκαν έξω. Βλέποντας πόσο ηττημένοι φαίνονταν οι μοχθηροί αστυνομικοί, χάρηκα πολύ, και μέσα μου δοξολογούσα τη νίκη του Θεού επί του Σατανά. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύκλου της ανάκρισης, άλλαξαν τακτική. Μόλις πέρασαν το κατώφλι της πόρτας, προσποιήθηκαν ότι ανησυχούσαν για μένα: «Είσαι εδώ τόσο πολύ καιρό. Πώς και κανείς από την οικογένειά σου δεν έχει έρθει να σε δει; Μάλλον σε έχουν ξεγράψει. Τι θα έλεγες να τους πάρεις η ίδια τηλέφωνο και να τους ζητήσεις να σε επισκεφθούν;» Όταν το άκουσα αυτό, καταστενοχωρήθηκα και ταράχτηκα. ένιωθα μοναχή και ανήμπορη. Νοσταλγούσα το σπίτι μου και μου έλειπαν οι γονείς μου, και η επιθυμία μου για ελευθερία γινόταν όλο και πιο έντονη. Χωρίς να το θέλω, τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα, μα δεν ήθελα να κλάψω μπροστά σε αυτήν τη συμμορία των μοχθηρών αστυνομικών. Σιωπηλά, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου, αυτήν τη στιγμή νιώθω τόσο δυστυχισμένη και πονάω, και αισθάνομαι πολύ ανήμπορη. Βοήθησέ με, δεν θέλω να αφήσω τον Σατανά να δει την αδυναμία μου. Ωστόσο, αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να αντιληφθώ το θέλημά Σου. Σε ικετεύω να με διαφωτίσεις και να με καθοδηγήσεις». Αφού προσευχήθηκα, μια ιδέα πέρασε άξαφνα από το μυαλό μου: Αυτό ήταν το πονηρό τέχνασμα του Σατανά. Η προσπάθειά τους να με κάνουν να έρθω σε επαφή με την οικογένειά μου θα μπορούσε να ήταν ένα κόλπο για να τους κάνουν να φέρουν λύτρα, επιτυγχάνοντας έτσι τον στόχο τους να μαζέψουν λίγα χρήματα. Ή ίσως να γνώριζαν ότι όλα τα μέλη της οικογένειάς μου πίστευαν στον Θεό και να ήθελαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία για να τα συλλάβουν. Αυτοί οι μοχθηροί αστυνομικοί ήταν πράγματι γεμάτοι μηχανορραφίες. Χωρίς τη διαφώτιση του Θεού, ίσως να είχα τηλεφωνήσει στο σπίτι. Δεν θα γινόμουν τότε έμμεσα Ιούδας; Οπότε, μυστικά δήλωσα στον Σατανά: «Παλιοδιάβολε, απλά δεν θα επιτρέψω να πετύχει ο δόλος σου». Τότε είπα αδιάφορα: «Δεν ξέρω γιατί τα μέλη της οικογένειάς μου δεν ήρθαν να με δουν. Δεν με νοιάζει ό,τι κι αν μου κάνετε!» Οι μοχθηροί αστυνομικοί δεν είχαν άλλα χαρτιά να παίξουν. Κατόπιν τούτου, δεν με ανέκριναν ξανά.

Ένας μήνας πέρασε. Μια μέρα, ο θείος μου ήρθε ξαφνικά να με επισκεφθεί, λέγοντας ότι προσπαθούσε να με βγάλει από εκεί, και ότι πιθανότατα θα με άφηναν ελεύθερη λίγες μέρες αργότερα. Όταν βγήκα από την αίθουσα επισκέψεων, ένιωθα πανευτυχής. Νόμιζα ότι θα ήμουν τελικά σε θέση να δω το φως της ημέρας και πάλι, καθώς και τους αδελφούς, τις αδελφές και τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Έτσι, άρχισα να ονειροπολώ και ανυπομονούσα να έρθει ο θείος μου να με πάρει. Κάθε μέρα, είχα τα αυτιά μου ανοιχτά για να ακούσω τους δεσμοφύλακες να φωνάζουν ότι ήρθε η ώρα να φύγω. Όντως, μια εβδομάδα αργότερα, ένας φρουρός ήρθε και με φώναζε. Ένιωθα ότι η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει καθώς κατέφτασα με χαρά στην αίθουσα επισκέψεων. Ωστόσο, όταν κοίταξα τον θείο μου, κρέμασε το κεφάλι του. Πέρασε πολλή ώρα πριν πει με απογοήτευση: «Η υπόθεσή σου έχει ήδη τελεσιδικήσει. Έχεις καταδικαστεί σε τρία χρόνια». Όταν το άκουσα αυτό, έμεινα εμβρόντητη και το μυαλό μου άδειασε εντελώς. Συγκράτησα τα δάκρυά μου και κατάφερα να μην κλάψω. Κατόπιν, ήταν σαν να μην άκουγα τίποτα από αυτά που έλεγε ο θείος μου. Βγήκα παραπατώντας από την αίθουσα επισκέψεων σαν υπνωτισμένη, ένιωθα τα πόδια μου βαριά σαν να ήταν από πέτρα, και το κάθε βήμα ήταν βαρύτερο από το προηγούμενο. Δεν θυμάμαι καθόλου πώς πήγα πίσω στο κελί μου. Όταν έφτασα εκεί, κατέρρευσα στο πάτωμα. Σκέφτηκα μέσα μου: «Η κάθε μέρα του περασμένου μήνα που ζούσα αυτήν την απάνθρωπη ζωή, μου φάνηκε σαν ένας χρόνος. Πώς θα μπορέσω να τα βγάλω πέρα επί τρία ολόκληρα χρόνια;» Όσο περισσότερο το συλλογιζόμουν, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η αγωνία μου και τόσο πιο αόριστο και αδιανόητο άρχισε να φαντάζει το μέλλον μου. Μην μπορώντας να συγκρατηθώ πια, ξέσπασα σε κλάματα. Σκέφτηκα ότι ως ανήλικη δεν θα καταδικαζόμουν ποτέ, ή το πολύ θα ήμουν κλειδωμένη για λίγους μήνες. Νόμιζα ότι θα έπρεπε να υπομείνω λίγο περισσότερο πόνο και δυσκολία και να αντέξω λίγο περισσότερο και τότε θα τελείωνε, ποτέ δεν περίμενα να χρειαζόμουν τρία χρόνια στη φυλακή. Στη θλίψη μου, ήρθα ξανά ενώπιον του Θεού. Άνοιξα την καρδιά μου σ’ Αυτόν, λέγοντας: «Θεέ μου, ξέρω ότι όλα τα πράγματα και όλα τα γεγονότα βρίσκονται στα χέρια Σου, αλλά αυτήν τη στιγμή νιώθω σαν έχω ένα μεγάλο κενό στην καρδιά μου. Νιώθω σαν να πρόκειται να καταρρεύσω. Νομίζω ότι θα μου είναι πολύ δύσκολο να υπομείνω τρία χρόνια κακουχιών στη φυλακή. Θεέ μου, Σε παρακαλώ, αποκάλυψέ μου το θέλημά Σου, και Σε εκλιπαρώ να μου δώσεις πίστη και δύναμη, ώστε να μπορέσω να υποταχθώ πλήρως σ’ Εσένα και να δεχθώ με γενναιότητα ό,τι μου έχει τύχει». Μετά από αυτήν την προσευχή, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού: «Κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν πίστη και δύναμη και ήμουν πρόθυμη να υποτάξω. Ανεξάρτητα από το τι μπορεί να με πλησιάσει ή πόσα βάσανα θα υποστώ, δεν θα κατηγορήσω καθόλου τον Θεό. Θα μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Αυτόν. Δύο μήνες αργότερα, μεταφέρθηκα σε ένα στρατόπεδο εργασίας. Όταν έλαβα τα έγγραφα της ετυμηγορίας μου και τα υπέγραψα, ανακάλυψα ότι η τριετής ποινή είχε μετατραπεί σε μονοετή. Μέσα μου, ευχαρίστησα και δοξολόγησα τον Θεό ξανά και ξανά. Ο Θεός τα ενορχήστρωνε όλα αυτά, και μέσα τους μπορούσα να δω την τεράστια αγάπη και προστασία που μου παρείχε.

Στο στρατόπεδο εργασίας, είδα μια ακόμα πιο κακή και πιο βάναυση πλευρά των μοχθηρών αστυνομικών. Πολύ νωρίς το πρωί, σηκωνόμαστε και πηγαίναμε στη δουλειά, και είχαμε υπερβολικό φόρτο εργασιών που επωμιζόμαστε καθημερινά. Έπρεπε να εργαζόμαστε για πολλές ώρες κάθε μέρα, και μερικές φορές να δουλεύουμε όλο το εικοσιτετράωρο για αρκετά μερόνυχτα στη σειρά. Κάποιοι από τους κρατούμενους αρρώστησαν και έπρεπε να τους χορηγήσουν ενδοφλέβια αγωγή, τη ροή της οποίας ρύθμιζαν στον ταχύτατο ρυθμό, έτσι ώστε, όταν τελείωνε, να μπορούσαν να επιστρέψουν γρήγορα στο εργαστήριο για να συνεχίσουν να εργάζονται. Στη συνέχεια, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πλειονότητα των κατάδικων να εμφανίσουν ορισμένες ασθένειες που ήταν πολύ δύσκολο να θεραπευτούν. Επειδή δούλευαν με αργό ρυθμό, κάποιοι συχνά υπόκειντο σε λεκτική κακοποίηση από τους δεσμοφύλακες, οι άσχημες εκφράσεις των οποίων ήταν απλά ανυπόφορες. Κάποιοι παραβίαζαν τους κανόνες κατά τη διάρκεια της εργασίας, οπότε τιμωρούνταν. Για παράδειγμα, τους «έβαζαν στο σχοινί», πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να γονατίζουν στο έδαφος με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη τους, ενώ τα χέρια τους ανυψώνονταν βάναυσα στο επίπεδο του αυχένα. Άλλους τους έδεναν σε δέντρα με σιδερένιες αλυσίδες όπως τα σκυλιά, και τους χτυπούσαν ανελέητα με μαστίγιο. Κάποιοι, μην μπορώντας να αντέξουν αυτά τα απάνθρωπα βασανιστήρια, προσπαθούσαν να λιμοκτονήσουν χωρίς αποτέλεσμα, αφού οι μοχθηροί δεσμοφύλακες τούς έδεναν με χειροπέδες στους αστραγάλους και τους καρπούς, και στη συνέχεια τούς κρατούσαν με δύναμη κάτω, δίνοντάς τους με το ζόρι υγρά μέσω σωληναρίων σίτισης. Φοβούνταν μήπως πέθαιναν αυτοί οι φυλακισμένοι, όχι επειδή έτρεφαν σεβασμό για τη ζωή, αλλά γιατί ανησυχούσαν μήπως χάσουν τη φθηνή εργασία που προσέφεραν. Οι μοχθηρές πράξεις που διέπρατταν οι δεσμοφύλακες ήταν υπερβολικά πολλές για να καταμετρηθούν, όπως και τα άκρως βίαια και αιματηρά περιστατικά που συνέβησαν. Όλα αυτά με έκαναν να δω ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση του ΚΚΚ είναι η επί γης ενσάρκωση του Σατανά που κατοικεί στον πνευματικό κόσμο. Είναι η πιο μοχθηρή από όλους τους διαβόλους, και οι φυλακές υπό το καθεστώς της είναι κόλαση επί γης —όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και κατ’ ουσία. Θυμάμαι τα λόγια στον τοίχο του γραφείου στο οποίο ανακρίθηκα: «Απαγορεύεται ο αυθαίρετος ξυλοδαρμός των ανθρώπων ή η υποβολή τους σε παράνομες τιμωρίες, και πολύ περισσότερο απαγορεύεται η απόσπαση ομολογιών μέσω βασανιστηρίων». Παρ’ όλα αυτά, στην πραγματικότητα, οι πράξεις τους περιφρονούσαν ανοιχτά αυτούς τους κανόνες. Με είχαν ξυλοκοπήσει χωρίς λόγο, ένα κορίτσι που δεν ήταν ακόμη ενήλικας, και με υπέβαλαν σε παράνομη τιμωρία. Επιπλέον, με είχαν καταδικάσει μόνο και μόνο λόγω της πίστης μου στον Θεό. Όλα αυτά μου επέτρεψαν να δω ξεκάθαρα τα κόλπα που χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση του ΚΚΚ για να παραπλανεί τους ανθρώπους, παρουσιάζοντας παράλληλα μια ψευδή εικόνα ειρήνης και ευημερίας. Ήταν ακριβώς όπως είχε πει ο Θεός: «Ο διάβολος κρατά σφιχτά δεμένο ολόκληρο το κορμί του ανθρώπου, του βγάζει και τα δύο μάτια και του σφαλίζει καλά το στόμα. Ο βασιλιάς των δαιμόνων προβαίνει σε βιαιοπραγίες εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, μέχρι σήμερα, καθώς εξακολουθεί να παρακολουθεί στενά την πόλη-φάντασμα, σαν να ήταν ένα απόρθητο παλάτι δαιμόνων. Εν τω μεταξύ, αυτή η αγέλη από μαντρόσκυλα κοιτάει με αγριωπό βλέμμα, καθώς τρέμει μήπως ο Θεός την πιάσει στον ύπνο και την εξαφανίσει παντελώς, στερώντας της κάθε τόπο ειρήνης και ευτυχίας. Πώς θα μπορούσαν οι κάτοικοι μιας πόλης-φαντάσματος σαν κι αυτήν να έχουν δει ποτέ τους τον Θεό; Έχουν απολαύσει ποτέ τη στοργή και την ομορφιά του Θεού; Ποια είναι η εκτίμηση που έχουν για τα ζητήματα του κόσμου των ανθρώπων; Ποιος από αυτούς μπορεί να κατανοήσει το διακαές θέλημα του Θεού; Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η ενσάρκωση του Θεού παραμένει εντελώς κρυμμένη: σε μια σκοτεινή κοινωνία σαν κι αυτήν, όπου οι δαίμονες είναι ανελέητοι και απάνθρωποι, πώς θα μπορούσε ο βασιλιάς των δαιμόνων, ο οποίος σκοτώνει ανθρώπους ανενδοίαστα, να ανεχτεί την ύπαρξη ενός Θεού που είναι αξιαγάπητος, ευγενικός, αλλά και άγιος; Πώς θα μπορούσε να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει για την άφιξη του Θεού; Αυτοί οι λακέδες! Ανταποδίδουν την καλοσύνη με μίσος, εδώ και καιρό έχουν απαξιώσει τον Θεό, Τον κακομεταχειρίζονται, είναι σε ακραίο βαθμό βάναυσοι, δεν έχουν την παραμικρή εκτίμηση για τον Θεό, λεηλατούν και πλιατσικολογούν, έχουν χάσει κάθε ευσυνειδησία και δρουν αντίθετα με τη συνείδηση, ενώ παρασύρουν τους αθώους στην ανοησία. Προπάτορες των αρχαίων; Πολυαγαπημένοι ηγέτες; Όλοι τους αντιτίθενται στον Θεό! Η ανάμειξή τους έχει αφήσει τα πάντα κάτω από τους ουρανούς σε μια κατάσταση σκότους και χάους! Θρησκευτική ελευθερία; Τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών; Όλα είναι κόλπα συγκάλυψης της αμαρτίας!» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (8)).

Αφού βίωσα τον διωγμό των μοχθηρών αστυνομικών, είχα πειστεί απόλυτα όσον αφορά αυτό το εδάφιο των λόγων που εξέφρασε ο Θεός, και τώρα είχα κάποια πραγματική γνώση και εμπειρία αυτών: Η κυβέρνηση του ΚΚΚ είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονική λεγεώνα που μισεί τον Θεό και Του εναντιώνεται, και η οποία υποστηρίζει το κακό και τη βία, και το να ζει κανείς υπό την καταπίεση του σατανικού καθεστώτος δεν διαφέρει από το να ζει σε μια ανθρώπινη κόλαση. Την ίδια στιγμή, στο στρατόπεδο εργασίας, είχα δει ιδίοις όμμασι την ασχήμια κάθε λογής ανθρώπων: τα απωθητικά μούτρα εκείνων των γλυκομίλητων ύπουλων καιροσκόπων που έγλειφαν τους επικεφαλής δεσμοφύλακες, τα διαβολικά πρόσωπα εξαιρετικά βίαιων ανθρώπων που πάθαιναν αμόκ όταν εκφόβιζαν τους αδύναμους, και ούτω καθεξής. Στη δική μου περίπτωση, που δεν είχα ακόμη αρχίσει τη ζωή μου ως ενήλικας, κατά τη διάρκεια αυτού του έτους ζωής στη φυλακή, τελικά είδα καθαρά τη διαφθορά της ανθρωπότητας. Είδα την προδοσία στις καρδιές των ανθρώπων και συνειδητοποίησα πόσο απειλητικός μπορούσε να είναι ο ανθρώπινος κόσμος. Έμαθα, επίσης, να διακρίνω μεταξύ θετικού και αρνητικού, μαύρου και άσπρου, σωστού και λάθους, καλού και κακού, και ανάμεσα σε ό,τι ήταν μεγαλοπρεπές και ό,τι ήταν απαίσιο. Είδα ξεκάθαρα ότι ο Σατανάς είναι άσχημος, μοχθηρός, βάναυσος, και ότι μόνο ο Θεός είναι το σύμβολο της αγιοσύνης και της δικαιοσύνης. Μόνο ο Θεός συμβολίζει την ομορφιά και την καλοσύνη. Μόνο ο Θεός είναι αγάπη και σωτηρία. Με την προστασία και τη φύλαξη του Θεού, αυτή η αξέχαστη χρονιά πέρασε πολύ γρήγορα. Τώρα, κοιτώντας πίσω, παρόλο που υπέστην κάποιες σωματικές κακουχίες κατά τη διάρκεια της ζωής στη φυλακή εκείνη τη χρονιά, ο Θεός χρησιμοποίησε τα λόγια Του για να με κατευθύνει και να με καθοδηγήσει, δίνοντάς μου έτσι τη δυνατότητα να ωριμάσω στη ζωή. Αυτή η ταλαιπωρία και η δοκιμασία είναι η ειδική ευλογία του Θεού για μένα. Ευχαριστώ στον Παντοδύναμο Θεό!

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Μια νέα που δεν μετανιώνει

Από τη Σιαογουέν, πόλη Τσονγκτσίνγκ «Η “αγάπη”, όπως αποκαλείται, αναφέρεται σ’ ένα συναίσθημα που είναι αγνό και αψεγάδιαστο, για το οποίο...

Άθραυστη πίστη

Από τον Μενγκ Γιονγκ, Κίνα Είμαι καλός άνθρωπος από τη φύση μου. Σε αυτή τη σκοτεινή και κακή κοινωνία, έπεφτα πάντα θύμα εκφοβισμού των...

Απάντηση