Με την καθοδήγηση των λόγων του Θεού, νίκησα την καταπίεση των δυνάμεων του σκότους

3 Νοεμβρίου 2019

Από τη Γουάνγκ Λι, επαρχία Ζεζιάνγκ

Πίστευα στον Κύριο Ιησού μαζί με τη μητέρα μου από τότε που ήμουν κοριτσάκι· την εποχή που ακολουθούσα τον Κύριο Ιησού, συχνά με συγκινούσε η αγάπη Του. Ένοιωθα ότι μας αγαπούσε τόσο πολύ, που σταυρώθηκε και έχυσε και την τελευταία σταγόνα του αίματός Του, για να μας λυτρώσει. Εκείνον τον καιρό, οι αδελφοί και οι αδελφές της εκκλησίας μας ήταν όλοι στοργικοί και υποστηρικτικοί μεταξύ τους, αλλά, δυστυχώς, η πίστη μας στον Κύριο συνάντησε διωγμούς και καταπιέσεις στα χέρια της κυβέρνησης του ΚΚΚ. Το ΚΚΚ ορίζει τον Χριστιανισμό και τον Καθολικισμό ως «Σιε Τζιάο» και χαρακτηρίζει τις συναθροίσεις στις κατ’ οίκον εκκλησίες ως «παράνομες συγκεντρώσεις». Η αστυνομία συχνά έκανε επιδρομές στα μέρη όπου μαζευόμασταν, λέγοντάς μας ότι, για να μπορούμε να οργανώνουμε συναθροίσεις, πρώτα έπρεπε να πάρουμε έγκριση και άδεια από την κυβέρνηση, αλλιώς θα μας συλλάμβαναν και θα μας επέβαλλαν πρόστιμο ή θα μας έστελναν στη φυλακή. Μια φορά, η μητέρα μου και πέντε-έξι άλλοι αδελφοί και αδελφές συνελήφθησαν και ανακρίνονταν για μια ολόκληρη μέρα. Στο τέλος, η αστυνομική έρευνα επιβεβαίωσε ότι όλοι τους ήταν συνηθισμένοι χριστιανοί και τους άφησαν ελεύθερους. Από τότε, όμως, έπρεπε να συναντιόμαστε κρυφά, για να αποφεύγουμε τις κυβερνητικές επιδρομές. Παρ’ όλα αυτά, η πίστη μας δεν εξασθένισε ποτέ. Στα τέλη του 1998, ένας συγγενής μου μού κήρυξε ότι ο Κύριος Ιησούς είχε επιστρέψει ως Παντοδύναμος Θεός, ο οποίος είχε ενσαρκωθεί κατά τις έσχατες ημέρες. Ο εν λόγω συγγενής μού διάβασε, επίσης, πολλά από τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού, τα οποία βρήκα απολύτως συναρπαστικά. Απέκτησα τη βεβαιότητα ότι τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού είναι οι ομιλίες από το Άγιο Πνεύμα προς τις εκκλησίες, και ότι ο Παντοδύναμος Θεός είναι ο επιστρέψας Κύριος Ιησούς. Η σκέψη ότι μπορούσα πραγματικά να ξανασυναντήσω τον Κύριο κατά τη διάρκεια της ζωής μου, με συγκίνησε πέρα από κάθε περιγραφή και έκλαψα από χαρά. Από τότε, καθημερινά καταβρόχθιζα αχόρταγα τα λόγια του Θεού και, μέσα από αυτά, έφτασα να κατανοήσω πολλές αλήθειες και μυστήρια —έτσι, το διψασμένο μου πνεύμα ποτίστηκε και τράφηκε. Απολαμβάνοντας τη χαρά και παρηγοριά που μας έφερε το σπουδαίο έργο του Αγίου Πνεύματος, ο σύζυγός μου και εγώ βουτήξαμε στην ευτυχία και τη χαρά της επανένωσης με τον Κύριο. Συχνά, μαθαίναμε να τραγουδάμε ύμνους και να χορεύουμε με άλλους αδελφούς και αδελφές προς δόξα του Θεού, και συγκεντρωνόμασταν τακτικά για να συναναστραφούμε πάνω στα λόγια Του. Το πνεύμα μου αισθανόταν ανανεωμένο και αναζωογονημένο, και ένοιωθα σαν να μπορούσα να δω ήδη μπροστά στα μάτια μου την όμορφη σκηνή της βασιλείας που γίνεται ορατή επί γης και όλοι χαίρονται. Ωστόσο, δεν θα μπορούσα ποτέ να προβλέψω ότι, καθώς ακολουθούσαμε τον Θεό και βαδίζαμε στον σωστό δρόμο στη ζωή με ολοένα αυξανόμενη πίστη, η κυβέρνηση του ΚΚΚ θα άρχιζε να μας διώκει σκληρά.

Στις 28 Οκτωβρίου του 2002, εγώ και αρκετές άλλες αδελφές πραγματοποιούσαμε συνάθροιση. Κατά τη διάρκεια της συνάθροισης, μια άλλη αδελφή κι εγώ βγήκαμε για μια δουλειά, αλλά, προτού προφτάσουμε να απομακρυνθούμε, την άκουσα πίσω μου να λέει: «Γιατί με συλλαμβάνετε;» Προτού προλάβω να αντιδράσω, ένας αστυνομικός με πολιτικά πλησίασε και με άρπαξε, λέγοντας: «Θα έρθεις στο αστυνομικό τμήμα μαζί μου!», προτού με συνοδεύσει σε ένα περιπολικό. Μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και, μόλις βγήκα από το αυτοκίνητο, είδα ότι και οι έξι άλλες αδελφές που βρίσκονταν στη συνάθροιση είχαν επίσης συλληφθεί και προσαχθεί. Οι αστυνομικοί μάς διέταξαν να γδυθούμε και να υποβληθούμε σε σωματική έρευνα. Σ’ εμένα βρήκαν δύο συσκευές τηλεειδοποίησης και, θεωρώντας με, εξαιτίας αυτού, επικεφαλής της εκκλησίας, με κατέταξαν ως πρώτη προτεραιότητα για την ανάκριση. Ένας αστυνομικός μού φώναξε: «Πότε άρχισες να πιστεύεις στον Παντοδύναμο Θεό; Ποιος σου έκανε το κήρυγμα; Με ποιον έχεις συναντηθεί; Ποια είναι η θέση σου μέσα στην εκκλησία;» Οι επιθετικές του ερωτήσεις με έκαναν πολύ νευρική και δεν είχα ιδέα πώς να το αντιμετωπίσω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να προσεύχομαι σιωπηλά στον Θεό, ζητώντας Του να με προστατεύει, ώστε να μην Τον προδώσω. Μετά την προσευχή, σιγά-σιγά συνήλθα και αποφάσισα να μείνω σιωπηλή. Βλέποντας ότι δεν μιλούσα, ο αστυνομικός θύμωσε και με χτύπησε βίαια στο κεφάλι. Αμέσως ένοιωσα θολούρα και ζάλη, και τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Στη συνέχεια, έφεραν μία από τις αδελφές και μάς είπαν να αναγνωρίσουμε η μία την άλλη. Βλέποντας, όμως, ότι δεν επρόκειτο να κάνουμε αυτό που είπαν, εξοργίστηκαν και με διέταξαν να βγάλω τα παπούτσια μου με τη βαμβακερή επένδυση και να μείνω ξυπόλυτη στο παγωμένο τσιμεντένιο πάτωμα. Με έβαλαν, επίσης, να σταθώ με την πλάτη ίσια στον τοίχο και, αν η στάση μου χαλούσε έστω και ελάχιστα, με κλωτσούσαν δυνατά. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά· η θερμοκρασία έπεφτε και ψιχάλιζε. Κρύωνα τόσο πολύ, που ολόκληρο το σώμα μου έτρεμε και τα δόντια μου κροτάλιζαν ακατάπαυστα. Ο αστυνομικός βημάτιζε μπρος-πίσω και, χτυπώντας το τραπέζι, με απείλησε: «Σε παρακολουθούμε εδώ και καιρό. Έχουμε πολλούς τρόπους για να σε κάνουμε να μιλήσεις σήμερα, κι αν δεν μιλήσεις, θα σε αφήσουμε να παγώσεις ή θα σε κάνουμε να λιμοκτονήσεις ή θα σε χτυπήσουμε μέχρι θανάτου! Για να δούμε πόσο θ’ αντέξεις!» Ακούγοντάς τον, ένιωσα κάπως φοβισμένη, κι έτσι, έκανα μέσα μου έκκληση στον Θεό: «Θεέ μου! Δεν θέλω να φανώ Ιούδας και να Σε προδώσω. Προστάτεψέ με, Σε παρακαλώ, και δώσε μου το θάρρος και την πίστη που χρειάζομαι για να πολεμήσω τον Σατανά, ώστε να μπορέσω να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα». Μετά τη προσευχή, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Η διάθεσή Του είναι το σύμβολο της εξουσίας, το σύμβολο κάθε τι δικαίου, το σύμβολο όλων των ωραίων και αγαθών πραγμάτων. Περισσότερο από αυτό, είναι ένα σύμβολο Εκείνου που δεν είναι δυνατόν να[α] παρακαμφθεί ή κατακλυσθεί από το σκοτάδι ούτε από καμία εχθρική δύναμη, καθώς και ένα σύμβολο Εκείνου που δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί (ούτε και θα ανεχθεί ποτέ να προσβληθεί)[β] από οποιοδήποτε δημιούργημα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Είναι πολύ σημαντική η κατανόηση της διάθεσης του Θεού). «Ναι», σκέφτηκα. «Ο Θεός κατέχει εξουσία και δύναμη, και η εξουσία και η δύναμή Του δεν γκρεμίζονται από καμιά εχθρική δύναμη ή σκοτάδι. Όσο σκληροί κι αν είναι οι ακόλουθοι του ΚΚΚ, όλοι τους βρίσκονται στα χέρια του Θεού, και όσο εγώ στηρίζομαι στον Θεό και συνεργάζομαι μαζί Του, τότε θα τους νικήσω σίγουρα». Με την ξεκάθαρη καθοδήγηση από τα λόγια του Θεού, ανέκτησα ξαφνικά την πίστη και το θάρρος μου, και δεν κρύωνα πια τόσο πολύ. Αφού με άφησαν να στέκομαι εκεί για περισσότερες από τρεις ώρες, οι αστυνομικοί με συνόδευσαν και πάλι έξω σε ένα περιπολικό και με πήγαν σε ένα κρατητήριο.

Το απόγευμα της επόμενης ημέρας μετά την άφιξή μου στο κρατητήριο, δύο αστυνομικοί, ένας άντρας και μια γυναίκα, ήρθαν να με ανακρίνουν. Μου απευθύνθηκαν με το όνομά μου με την προφορά της γενέτειράς μου και προσπάθησαν να ακουστούν σαν να ήταν με το μέρος μου. Ο άντρας συστήθηκε ως ο επικεφαλής του Τμήματος Θρησκείας από το Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας, και είπε: «Οι αστυνομικοί στο τμήμα έχουν ήδη συγκεντρώσει πληροφορίες για εσένα. Αυτό που έκανες δεν είναι στην πραγματικότητα πολύ σπουδαίο και ήρθαμε ως εδώ ειδικά για να σε γυρίσουμε σπίτι. Αν μας πεις τα πάντα όταν φτάσουμε εκεί, τότε θα είσαι εντάξει». Δεν ήξερα τι άσο έκρυβαν στα μανίκια τους, αλλά όταν τον άκουσα, μια ακτίνα ελπίδας μπήκε στην καρδιά μου. Είπα μέσα μου: «Οι άνθρωποι από τον τόπο μου είναι καλοί —ίσως με αφήσουν ακόμα κι αν δεν τους πω τίποτα». Αντίθετα, όμως, με τις προσδοκίες μου, καθώς κατευθυνόμασταν πίσω στη γενέτειρά μου, οι αστυνομικοί αποκάλυψαν την αληθινή, κτηνώδη φύση τους, και επιχείρησαν να με αναγκάσουν να παραδώσω τα κλειδιά του σπιτιού μου. Ήξερα ότι ήθελαν να ψάξουν το σπίτι μου και αναλογίστηκα όλα τα βιβλία με τα λόγια του Θεού και τις λίστες με τα ονόματα των αδελφών που είχα εκεί. Έτσι, προσευχήθηκα με ειλικρίνεια στον Θεό: «Παντοδύναμε Θεέ μου! Προστάτεψε, Σε παρακαλώ, τα βιβλία με τα λόγια Σου και τις λίστες που έχω στο σπίτι, για να μην πέσουν στα χέρια του Σατανά…» Αρνήθηκα να παραδώσω τα κλειδιά μου. Οι αστυνομικοί με πήγαν στο κτίριό μου και με κράτησαν κλειδωμένη στο αυτοκίνητο, ενώ εκείνοι όρμησαν έξω, προς το διαμέρισμά μου. Καθώς περίμενα στο αυτοκίνητο, προσευχόμουν αδιάκοπα στον Θεό, και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, ήταν ένα μαρτύριο. Μετά από ώρα, οι αστυνομικοί επέστρεψαν και είπαν νευριασμένα: «Είσαι πολύ ηλίθια, το ξέρεις; Δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο στο σπίτι σου, κι όμως, εσύ κάνεις ό,τι μπορείς για να βοηθήσεις αυτούς τους ανθρώπους της εκκλησίας». Ακούγοντάς τους, η ανήσυχη καρδιά μου άρχισε επιτέλους να χαλαρώνει, και, μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου, ευχαρίστησα τον Θεό για την προστασία Του. Αργότερα, μόνο, έμαθα ότι οι αστυνομικοί δεν βρήκαν κανένα βιβλίο στο σπίτι μου, και απλά πήραν πάνω από 4.000 γιουάν σε μετρητά, ένα κινητό τηλέφωνο και όλες τις φωτογραφίες, τις δικές μου και της οικογένειάς μου. Ευτυχώς, η μικρότερη αδελφή μου ήταν εκεί όταν έφτασε η αστυνομία και, αμέσως μόλις έφυγαν, έσπευσε να παραδώσει στην εκκλησία όλα τα βιβλία με τα λόγια του Θεού και το υλικό της πίστης που ήταν αφημένα εκεί. Την επομένη, οι αστυνομικοί επέστρεψε για να ξαναψάξουν το μέρος, αλλά έφυγαν και πάλι με άδεια χέρια.

Καθώς έπεφτε το βράδυ, οι αστυνομικοί με πήγαν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα και συνέχισαν να μου κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις. Βλέποντας ότι εξακολουθούσα να μη μιλάω, κάλεσαν μία πάστορα από την Εκκλησία της Τριπλής Αυτενέργειας για να προσπαθήσει να με πείσει. «Αν δεν είσαι χριστιανή της Εκκλησίας της Τριπλής Αυτενέργειας, τότε ακολουθείς την ψευδή οδό», είπε. Εγώ την αγνόησα και απλώς προσευχόμουν σιωπηλά στον Θεό να προστατεύει την καρδιά μου. Όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο πιο εξωφρενικοί γίνονταν οι ισχυρισμοί της, ώσπου άρχισε να συκοφαντεί και να βλασφημεί ασύστολα τον Θεό. Γεμάτη αγανάκτηση, απάντησα απότομα: «Πάστορα, καταδικάζεις αυθαίρετα τον Παντοδύναμο Θεό, αλλά το Βιβλίο της Αποκάλυψης δεν δηλώνει απολύτως ξεκάθαρα “ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ(Αποκάλυψη 1:8); Δεν φοβάσαι μήπως προσβάλλεις το Άγιο Πνεύμα, καταδικάζοντας έτσι απερίσκεπτα τον Θεό; Ο Κύριος Ιησούς είπε κάποτε: “Και όστις είπη λόγον κατά του Υιού του ανθρώπου, θέλει συγχωρηθή εις αυτόν· όστις όμως είπη κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θέλει συγχωρηθή εις αυτόν ούτε εν τούτω τω αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι(Κατά Ματθαίον 12:32). Δεν φοβάσαι;» Η πάστορας έμεινε άφωνη, και το μόνο που μπορούσε να κάνει έπειτα από μια τέτοια επίπληξη, ήταν να φύγει. Στην καρδιά μου, ευχαρίστησα τον Θεό που με καθοδήγησε να θριαμβεύσω πάνω σε αυτό το εμπόδιο. Όταν είδαν ότι το σχέδιό τους δεν λειτούργησε, οι αστυνομικοί μού ζήτησαν να γράψω κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μού ζητούσαν κάτι τέτοιο, κι έτσι, προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό· τότε συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για μία από τις πανούργες ραδιουργίες του Σατανά και αρνήθηκα να γράψω οτιδήποτε, λέγοντας ότι δεν ήξερα γραφή. Αργότερα, από μια συζήτηση μεταξύ των δύο αστυνομικών, ανακάλυψα ότι μου είχαν ζητήσει να γράψω κάτι, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν το γραπτό μου, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι τα σημειωματάρια που βρήκαν στον τόπο συναθροίσεών μας, είχαν γραφτεί από εμένα και, στη συνέχεια, να το χρησιμοποιήσουν αυτό για να μου απαγγείλουν κατηγορίες. Τούτο μου έδειξε ότι οι εν λόγω αστυνομικοί δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τσιράκια και υπηρέτες που εκπαιδεύτηκαν από το ΚΚΚ, ικανοί να κάνουν οτιδήποτε και να συμμετάσχουν σε οποιεσδήποτε ύπουλες μεθόδους που θα μπορούσαν να σκεφτούν, προκειμένου να καταδιώξουν τους πιστούς —είναι, στ’ αλήθεια, τόσο πονηροί, πανούργοι, κακοί και απεχθείς! Μόλις είδα ξεκάθαρα τα άθλια πρόσωπα από τα τσιράκια του ΚΚΚ που διώκουν εκείνους που πιστεύουν στον Θεό, πήρα σιωπηλά μια απόφαση: Ότι ποτέ δεν θα γονατίσω ούτε θα υποκλιθώ στον Σατανά!

Με ανέκριναν ασταμάτητα για ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα περίπου, αλλά ο αρχηγός του Τμήματος Θρησκείας δεν κατάφερε να βγάλει τίποτα από εμένα. Ξαφνικά, φάνηκε να μετατρέπεται σε αρπακτικό θηρίο και μου ούρλιαξε με θυμό: «Υποτίθεται ότι σχολάω στις 11 μ.μ., γαμώ το! Είσαι τέτοιος μπελάς, που αναγκάστηκα να μείνω, και αν δεν σε κάνω να υποφέρεις για αυτό, δεν θα καταλάβεις πλήρως την κατάσταση!» Όπως το είπε αυτό, τράβηξε το δεξί μου χέρι πάνω στο τραπέζι και το πίεσε προς τα κάτω αποφασιστικά. Στη συνέχεια, πήρε μια χοντρή βέργα, διαμέτρου πέντε-έξι εκατοστών περίπου, και την κατέβασε με δύναμη πάνω στον καρπό μου. Μετά το πρώτο χτύπημα, οι κύριες φλέβες στον καρπό μου άρχισαν να πρήζονται, καθώς και όλοι οι γύρω μυς. Φώναξα από τον πόνο και προσπάθησα να τραβήξω το χέρι μου, αλλά αυτός το κράτησε σφιχτά. Ενώ με χτυπούσε, ούρλιαζε: «Να, που δεν θες να γράψεις! Και να, που δεν θες να μιλήσεις! Θα σε χτυπήσω τόσο πολύ, που δεν θα ξαναγράψεις ποτέ σου!» Συνέχισε να χτυπάει έτσι τον καρπό μου για πέντε ή έξι λεπτά, πριν τελικά σταματήσει. Ως τότε, το χέρι μου είχε γίνει σαν γκρέιπφρουτ από το πρήξιμο και, όταν αυτός με άφησε, το τράβηξα γρήγορα πίσω από την πλάτη μου. Αλλά ο κακός αστυνομικός πήγε πίσω μου, μου άρπαξε τα χέρια και άρχισε να χτυπά φρενιασμένα και τα δύο, καθώς κρέμονταν εκεί στον αέρα, λέγοντας: «Αυτά τα χέρια, τα χρησιμοποιείς για να κάνεις πράγματα για τον Θεό σου, σωστά; Θα τα σπάσω, θα τα σακατέψω, και τότε θα δούμε πώς θα κάνεις οτιδήποτε! Θα δούμε αν θα σε θέλουν πια αυτοί οι πιστοί του Παντοδύναμου Θεού!» Τα λόγια του με άφησαν γεμάτη μίσος για αυτή τη συμμορία των κακών αστυνομικών. Συμπεριφέρονται εντελώς διεστραμμένα και ενεργούν αντίθετα στους ουρανούς· επιτρέπουν στους ανθρώπους μονάχα να είναι σκλάβοι του ΚΚΚ και να ξεθεώνονται στη δουλειά για αυτό, αλλά δεν τους επιτρέπουν να πιστεύουν στον Θεό ή να λατρεύουν τον Δημιουργό. Σε μια προσπάθεια να με αναγκάσει να προδώσω τον Θεό, εκείνος ο αστυνομικός δεν είχε κανένα δισταγμό να μου επιβάλει σκληρά μαρτύρια —πρόκειται, πραγματικά, για μια ορδή κτηνών και ανθρωπόμορφων δαιμόνων, και είναι απολύτως κακοί και αντιδραστικοί! Ο αστυνομικός με χτύπησε τρεις φορές κατ’ αυτόν τον τρόπο· τα χέρια και τα μπράτσα μου είχαν γίνει μαύρα από το ξύλο, ενώ οι καρποί και οι ανάστροφες των χεριών μου ήταν τόσο πρησμένα, που έμοιαζαν έτοιμα να εκραγούν —ο πόνος ήταν αφόρητος. Την ώρα ακριβώς που υπέφερα από ακραίο πόνο, μου ήρθαν στο μυαλό μερικοί στίχοι ενός ύμνου από τα λόγια του Θεού: «Έτσι, κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Επιδίωκε να αγαπάς τον Θεό όσο πολύ κι αν υποφέρεις» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Τα λόγια του Θεού ξεσήκωσαν την καρδιά μου, και σκέφτηκα: «Σωστά. Ο Θεός δουλεύει ακούραστα μέρα και νύχτα για να μας σώσει. Μας προσέχει και μένει πάντα μαζί μας, και μας δείχνει απεριόριστη αγάπη και έλεος. Τώρα, όταν ο Σατανάς προσπαθεί να με αναγκάσει να προδώσω τον Θεό και να ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου, ο Θεός ελπίζει διακαώς ότι θα γίνω μια αφοσιωμένη και απόλυτη μάρτυρας για Εκείνον. Πώς θα μπορούσα ποτέ να Τον απογοητεύσω ή να Τον πληγώσω;» Καθώς σκεπτόμουν αυτά, συγκράτησα τα δάκρυα μου και είπα στον εαυτό μου να είμαι δυνατή, όχι δειλή ούτε άτολμη. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ δεν με δίωκε ούτε με έβλαπτε τόσο σκληρά επειδή μισούσε εμένα προσωπικά, αλλά λόγω της ουσίας της, που αντιστέκεται και μισεί τον Θεό. Με τη μεταχείριση αυτή στο πρόσωπό μου, στόχος της ήταν να με κάνει να προδώσω και να απορρίψω τον Θεό, και να με κάνει να αποδεχτώ τον έλεγχό της και την υποδούλωσή μου σ’ εκείνη για πάντα. Εγώ ήξερα, ωστόσο, ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να υποκύψω σε αυτήν, αλλά ότι έπρεπε να μείνω ακλόνητη στο πλευρό του Θεού και να ντροπιάσω τον Σατανά. Ξανά και ξανά, έψαλα τον ύμνο από μέσα μου και, σιγά-σιγά, ένοιωσα το πνεύμα μου να γίνεται ισχυρότερο. Αφού με χτύπησε, ο κακός αστυνομικός διέταξε αρκετούς αστυνομικούς να με φρουρήσουν, οι οποίοι κατέληξαν να με κρατήσουν ξύπνια όλη τη νύχτα. Αν με έβλεπαν ακόμη και να πηγαίνω να κλείσω τα μάτια μου, μου φώναζαν ή με κλότσαγαν. Έχοντας, όμως, συγκινηθεί από την αγάπη του Θεού, εγώ δεν ενέδωσα.

Την επόμενη μέρα, ο αρχηγός του Τμήματος Θρησκείας ήρθε και πάλι να με ανακρίνει. Βλέποντας ότι συνέχιζα να μη μιλάω, άρπαξε μια βέργα και με χτύπησε δυνατά στους μηρούς. Έπειτα από μερικά χτυπήματα, τα πόδια μου άρχισαν να πρήζονται τόσο πολύ, που ένοιωσα το παντελόνι μου να τσιτώνει γύρω από τα φουσκωμένα πόδια μου. Ένας άλλος κακός αστυνομικός στεκόταν στη μία πλευρά χλευάζοντάς με, λέγοντας: «Αν ο Θεός που πιστεύεις είναι τόσο σπουδαίος, γιατί δεν έρχεται να σε βοηθήσει τώρα που σε βασανίζουμε;» Είπε, επίσης, και πολλά άλλα πράγματα, που συκοφαντούσαν και βλασφημούσαν τον Θεό. Εγώ πονούσα και ήμουν θυμωμένη και, στην καρδιά μου, απάντησα στις βλασφημίες του σκεπτόμενη: «Ο Θεός θα απαιτήσει από εσάς αντίποινα ανάλογα με τις κακές πράξεις σας, λεγεώνα των διαβόλων! Τώρα είναι η εποχή που ο Θεός σάς αποκαλύπτει και συγκεντρώνει τα γεγονότα των μοχθηρών πράξεών σας!» Τότε, αναλογίστηκα τα εξής λόγια του Θεού: «Χιλιάδες χρόνια μίσους έχουν συγκεντρωθεί μέσα στην καρδιά, χιλιετίες αμαρτιών έχουν χαραχτεί στην καρδιά. Πώς θα μπορούσε αυτό να μην προκαλεί την απέχθεια; Εκδικηθείτε για τον Θεό, αποτελειώστε τον εχθρό Του, μην τον αφήνετε να δρα πλέον ανεξέλεγκτος και μην του επιτρέπετε να δημιουργεί πλέον τόσα προβλήματα όσα αυτός επιθυμεί! Τώρα είναι η ώρα: ο άνθρωπος έχει από καιρό συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του, έχει αφιερώσει όλες του τις προσπάθειες και έχει πληρώσει κάθε τίμημα για έναν λόγο, για να ξεσκίσει το φρικτό πρόσωπο αυτού του δαίμονα και να δώσει τη δυνατότητα στους ανθρώπους, που έχουν τυφλωθεί και έχουν υποστεί κάθε είδους δυστυχία και δυσκολίες, να ξεσηκωθούν από τον πόνο τους και να γυρίσουν την πλάτη σε αυτόν τον σατανικό διάβολο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (8)). Από τα λόγια του Θεού, αντιλήφθηκα το επιτακτικό θέλημα και το θερμό κάλεσμά Του, και κατάλαβα ότι το ΚΚΚ είναι καταδικασμένο να καταστραφεί από Εκείνον. Παρόλο που, εκείνη τη στιγμή, υποβαλλόμουν στη σκληρή δίωξη του ΚΚΚ, η σοφία του Θεού ασκείται βάσει των πονηρών σχεδίων του Σατανά, και ο Θεός χρησιμοποιούσε αυτό που μου συνέβαινε, ώστε να μπορώ να δω ξεκάθαρα τη δαιμονική ουσία του ΚΚΚ και να είμαι ικανή να διακρίνω το καλό από το κακό. Έτσι, μπορούσαν να εγερθούν μέσα μου αληθινή αγάπη και αληθινό μίσος· τότε θα ήμουν ικανή να απαρνηθώ και να απορρίψω μια για πάντα το ΚΚΚ και να στρέψω την καρδιά μου στον Θεό, ώστε να μπορώ να γίνω μάρτυρας για τον Θεό και να ντροπιάσω τον Σατανά. Μόλις κατάλαβα το θέλημα του Θεού, μια τεράστια αίσθηση δύναμης υψώθηκε μέσα μου και πήρα την απόφαση να ορκιστώ πίστη στον Θεό και να απαρνηθώ τον Σατανά. Παρ’ όλο που με υπέβαλλαν σε σκληρά και αδιάκοπα βασανιστήρια, και μολονότι όλη η ενέργεια είχε στεγνώσει από το σώμα μου και τα πόδια μου πονούσαν αφόρητα, στηριγμένη στη δύναμη που μου έδωσε ο Θεός, εξακολουθούσα να μπορώ να μη λέω τίποτα (αργότερα, ανακάλυψα ότι τα πόδια μου είχαν γίνει μαύρα από τα χτυπήματα, και ακόμη και τώρα, ένας από τους μυς στο δεξί μου πόδι παραμένει ατροφικός). Στο τέλος, ο αρχηγός του Τμήματος Θρησκείας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, από το να ορμήσει έξω, αγανακτισμένος.

Την τρίτη μέρα, οι κακοί αστυνομικοί με ανέκριναν και με χτύπησαν εκ νέου, σταματώντας μόνο αφού με είχαν βρίσει αρκετές φορές και είχαν κουραστεί να με χτυπούν. Στη συνέχεια, μια γυναίκα αστυνομικός με πλησίασε και, προσποιούμενη ότι νοιαζόταν, είπε: «Μάς είχαν φέρει κι άλλοτε κάποιον που πίστευε στον Παντοδύναμο Θεό. Δεν μας είπε τίποτα και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης. Τι βοήθεια σου προσφέρει το να μη μιλάς; Μπορείς να χάσεις 10 ολόκληρα χρόνια εδώ μέσα και, μετά, όταν βγεις, ο Θεός σου δεν θα σε θέλει πια ούτως ή άλλως, και θα είναι πολύ αργά για να μετανιώσεις…» Είπε κι ένα σωρό άλλα πράγματα, προσπαθώντας να με δελεάσει για να μιλήσω, αλλά εγώ απλά συνέχισα να προσεύχομαι σιωπηλά, ζητώντας από τον Θεό να προστατεύει την καρδιά μου, ώστε να μην πέσω θύμα των πανούργων σχεδίων του Σατανά. Μετά την προσευχή, ένα κομμάτι από κάποιον ύμνο άστραψε στο μυαλό μου: «Εγώ ο ίδιος είμαι πρόθυμος να αναζητήσω τον Θεό και να Τον ακολουθήσω. Τώρα, ακόμη κι αν ο Θεός θέλει να με εγκαταλείψει, εγώ και πάλι θα Τον ακολουθώ. Είτε με θέλει είτε όχι, εγώ θα εξακολουθώ να Τον αγαπώ και, στο τέλος, πρέπει να Τον κερδίσω. Προσφέρω την καρδιά μου στον Θεό και, ανεξάρτητα από το τι κάνει Εκείνος, εγώ θα Τον ακολουθώ για όλη μου τη ζωή. Ό,τι κι αν γίνει, πρέπει να αγαπώ τον Θεό και πρέπει να Τον κερδίσω· δεν θα ησυχάσω έως ότου Τον έχω κερδίσει» («Είμαι αποφασισμένος να αγαπώ τον Θεό» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). «Ναι», σκέφτηκα. «Τώρα πιστεύω στον Θεό και Τον ακολουθώ, διότι αυτό θέλω να κάνω. Δεν έχει σημασία αν ο Θεός με θέλει ή όχι —εγώ και πάλι θα Τον ακολουθώ μέχρι τέλους!» Τα λόγια του Θεού έφεραν διαύγεια στο μυαλό μου και συνειδητοποίησα ότι ο Σατανάς έβαζε τα δυνατά του για να σπείρει διχόνοια ανάμεσα σ’ εμένα και τον Θεό, ώστε να αποθαρρυνθώ, να αρνηθώ τον Θεό και, τελικά, να Τον προδώσω ως άλλος Ιούδας. Εκείνη τη στιγμή, ο μόνος τρόπος που μπορούσα να νικήσω τον Σατανά και να γίνω μάρτυρας στη νίκη του Θεού επί του Σατανά, ήταν να διατηρήσω την πίστη μου και την αφοσίωσή μου σε Εκείνον. «Είτε με στείλουν στη φυλακή είτε όχι, και όποιο κι αν είναι η κατάληξή μου, τα πάντα βρίσκονται στα χέρια του Θεού», είπα μέσα μου. «Όπως κι αν αποφασίσει ο Θεός να διευθετήσει και να ενορχηστρώσει τη ζωή μου, εγώ δεν έχω λόγο στο ζήτημα και εμπιστεύομαι βαθιά ότι όλα όσα πράττει Εκείνος, γίνονται για να με σώσουν. Παρ’ όλο που ίσως υποχρεωθώ να στερηθώ τις ανέσεις της σάρκας στη φυλακή, θα κερδίσω πνευματική ικανοποίηση. Επιπλέον, το να πάω φυλακή για λογαριασμό του Θεού θα ήταν τιμή μου, ενώ αν Τον προδώσω για χάρη του πόθου μου για τις σωματικές ανέσεις, θα χάσω κάθε αξιοπρέπεια και ακεραιότητα, και η συνείδησή μου δεν πρόκειται να γαληνέψει ποτέ ξανά». Έτσι, πήρα σιωπηλά την εξής απόφαση: Ακόμη κι αν με στείλουν στη φυλακή, εγώ θα παραμείνω πιστή στον Θεό ως το τέλος· αφιερώνω την αληθινή αγάπη μου στον Θεό, ώστε ο Σατανάς να ταπεινωθεί και να ηττηθεί μια για πάντα! Οι κακοί αστυνομικοί δοκίμασαν τη διαδικασία του καλού και του κακού μπάτσου, και με υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν κανένα στοιχείο από εμένα. Έχοντας ξεμείνει από επιλογές, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να με πάρουν, δαρμένη και μελανιασμένη όπως ήμουν, και να με κλείσουν στο κρατητήριο. Την ώρα που με κλείδωναν, ένας από τους αστυνομικούς είπε χαιρέκακα: «Θα σε αφήσουμε να ξελαχανιάσεις λίγο και θα σε ανακρίνουμε ξανά!»

Πέντε μέρες αργότερα, οι κακοί αστυνομικοί ήρθαν να με ανακρίνουν εκ νέου, μόνο που, τούτη τη φορά, το έκαναν με βάρδιες, για να με καταβάλουν. Με διέταξαν να καθίσω σε μια παγωμένη μεταλλική καρέκλα και έδεσαν σε αυτήν το δεξί μου χέρι με χειροπέδη. Στερέωσαν μια μεταλλική μπάρα μπροστά από το στήθος μου, για να μη μπορώ να κουνηθώ, με τα πόδια μου να αιωρούνται πάνω από το έδαφος. Το έκαναν έτσι, για να μη μπορώ να κουνήσω ούτε έναν μυ και, προτού περάσει πολλή ώρα, τόσο τα χέρια όσο και τα πόδια μου είχαν μουδιάσει. Οι κακοί αστυνομικοί μου είπαν: «Όποιος δεθεί σε τούτην την καρέκλα, καταλήγει να μας πει ό,τι ξέρει. Αν δεν μιλήσεις σε μια μέρα, τότε θα μείνεις δεμένη για δύο μέρες. Αν δεν αρχίσεις να μιλάς σε δυο μέρες, τότε θα μείνεις για τρεις. Δεν θέλω πολλά από εσένα. Θέλω μόνο να μου πεις ποιοι είναι οι επικεφαλής της εκκλησίας σας». Δόξα τω Θεώ που μου έδωσε δύναμη, καθώς, όλο αυτό το διάστημα, ήμουν προσκολλημένη σε μία και μόνο σκέψη: Δεν θα πουλήσω ποτέ κανέναν! Με ανέκριναν επανειλημμένως, δεν μου έδωσαν ούτε φαγητό ούτε νερό, και δεν με άφησαν να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα. Εκείνο το βράδυ, για να με εμποδίσουν να κοιμηθώ, με κράτησαν δεμένη από το ένα χέρι στην καρέκλα, αλλά με έβαλαν όρθια δίπλα της, ενώ συνέχιζαν να με ρωτούν. Ήμουν εξαντλημένη και πεινούσα, και όλο μου το σώμα ήταν μουδιασμένο. Μου ήταν εντελώς αδύνατον να σταθώ όρθια από μόνη μου και η μόνη περίπτωση να παραμείνω έτσι, ήταν να στηρίζομαι στην καρέκλα. Αλλά το δευτερόλεπτο που έκανα να γείρω στην καρέκλα ή που σκεπτόμουν ακόμα να αποκοιμηθώ, ένας αστυνομικός ανέμιζε μια μακριά βέργα από μπαμπού μπροστά στο πρόσωπό μου χτυπώντας με, και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι ούτε μια φορά όλη τη νύχτα. Αυτό συνεχίστηκε επί δύο μέρες και εξασθένησα τόσο πολύ, ώστε όλο μου το σώμα έγινε αδύναμο και ανήμπορο. Δεν είχα ιδέα πόσον καιρό θα συνέχιζαν να με υποβάλλουν σε αυτό το μαρτύριο· φοβόμουν ότι δεν θα κατάφερνα να αντέξω, ότι θα πρόδιδα τον Θεό και θα γινόμουν Ιούδας, έτσι έκανα ξανά και ξανά έκκληση στον Θεό: «Θεέ μου! Η σάρκα μου είναι τόσο αδύναμη και το ανάστημα μου, ελάχιστο. Σε παρακαλώ, μην επιτρέψεις να γίνω άλλος Ιούδας». Την ώρα ακριβώς που επικαλούμουν επιτακτικά τον Θεό, ένας από τους κακούς αστυνομικούς έβγαλε ένα βιβλίο από τα λόγια του Θεού και διάβασε: «Δεν θα δώσω περισσότερο έλεος σε όσους δεν έδειξαν την παραμικρή πίστη σ’ Εμένα κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Επιπλέον, δεν Μου αρέσουν εκείνοι που κάποτε Mε πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί. Πρέπει να σας πω το εξής: Όποιος ραγίζει την καρδιά Μου δεν θα λάβει επιείκεια από Εμένα για δεύτερη φορά και όποιος υπήρξε πιστός σ’ Εμένα θα παραμείνει για πάντα στην καρδιά Μου» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Φως γέμισε την καρδιά μου —ο Θεός μου έδειχνε τον δρόμο. Κατάλαβα ότι ο Θεός ήλπιζε και ανησυχούσε αληθινά για εμένα και, προκειμένου να με κρατήσει δυνατή, είχε χρησιμοποιήσει τον κακό αστυνομικό εδώ, μέσα σε τούτη τη φωλιά των δαιμόνων, για να μου διαβάσει τα λόγια Του. Μέσα από αυτό, ο Θεός μού έλεγε ξεκάθαρα ότι αγαπά και ευλογεί όσους μένουν πιστοί σε Αυτόν μέσα από τις αντιξοότητες, και ότι απεχθάνεται και απορρίπτει εκείνους που είναι αρκετά αδύναμοι για να Τον προδώσουν. Πώς θα μπορούσα να μην ανταποκριθώ στις προσδοκίες του Θεού, μπροστά στην αγάπη και το έλεός Του; Όταν ο κακός αστυνόμος τελείωσε την ανάγνωση, ρώτησε: «Αυτό σας βάζει να κάνετε ο Θεός σας; Δηλαδή, να μένετε σιωπηλοί;» Δεν απάντησα και, προς έκπληξή μου, ο αστυνομικός νόμισε ότι δεν τον είχα ακούσει, και ξαναδιάβασε πολλές φορές το εδάφιο, κάνοντάς μου ξανά και ξανά την ίδια ερώτηση. Κατάλαβα πόσο σοφός και παντοδύναμος είναι ο Θεός: Όσο πιο πολύ διάβαζε ο κακός αστυνομικός τα λόγια του Θεού, τόσο η κάθε λέξη έμενε χαραγμένη στην καρδιά μου και, ομοίως, τόσο ισχυρότερη γινόταν η πίστη μου. Πήρα την απόφαση ότι, όσο κι αν προσπαθούσαν οι δαίμονες αυτοί να μου αποσπάσουν ομολογία, εγώ δεν θα γινόμουν ποτέ Ιούδας!

Την τρίτη μέρα, οι κακοί αστυνομικοί με έβαλαν να ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες, πηγαίνοντας από τη μια αίθουσα ανακρίσεων στην άλλη, προκειμένου να απομυζήσουν την όποια ενέργεια μου είχε απομείνει. Το μαρτύριο συνεχίστηκε, ώσπου το σώμα μου εξαντλήθηκε απόλυτα και τα πόδια μου παρέπαιαν, και έγινε απίστευτα δύσκολο να τα σηκώσω για να ανέβω τις σκάλες. Ωστόσο, χάρη στην πίστη και τη δύναμη που μου είχαν δώσει τα λόγια του Θεού, αρνήθηκα και πάλι να ανοίξω το στόμα μου. Με ανέκριναν μέχρι το σούρουπο, αλλά συνέχιζαν να μην έχουν τίποτε στα χέρια τους, οπότε με απείλησαν, λέγοντας: «Ακόμα κι αν δεν πεις τίποτα, εμείς και πάλι θα καταφέρουμε να καταδικαστείς. Θα σε φτιάξουμε!» Ακούγοντάς τους, φόβος με κυρίευσε, και είπα στον εαυτό μου: «Με τι άλλον τρόπο μπορούν να με βασανίσουν; Είμαι εντελώς εξαντλημένη και δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα…» Έκανα, τότε, έκκληση προς τον Θεό, λέγοντας: «Θεέ μου! Βοήθα με, Σε παρακαλώ. Φοβάμαι πραγματικά ότι δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Σε παρακαλώ, προστάτευσε και καθοδήγησέ με, ώστε να μάθω πώς να συνεργάζομαι μαζί Σου». Μετά από την προσευχή, αισθάνθηκα δύναμη να αναβλύζει μέσα μου, και έπαψα να νοιώθω τόσο πόνο. Κι έτσι, στην πλέον οδυνηρή και δύσκολη στιγμή μου, μέσα από αδιάκοπη προσευχή, ο Θεός μού έδωσε την πίστη και τη δύναμη να συνεχίσω.

Νωρίς το πρωί της τέταρτης μέρας, βλέποντας ότι τρεις συνεχείς μέρες ανάκρισης δεν είχαν αποδώσει τίποτε, οι κακοί αστυνομικοί μού έβγαλαν με θυμό τις χειροπέδες, σπρώχνοντάς με στο πάτωμα. Στη συνέχεια, με διέταξαν να γονατίσω και να μη σηκωθώ. Εκμεταλλευόμενη το ότι ήμουν ήδη στα γόνατα, άρχισα να προσεύχομαι σιωπηλά στον Θεό: «Θεέ μου! Γνωρίζω ότι η προστασία Σου μού επέτρεψε να υπερνικήσω αυτές τις τελευταίες μέρες των μαρτυρίων, ανακρίσεων και προσπαθειών απόσπασης ομολογίας, και δεν έχω λόγια για να Σε ευχαριστήσω για την αγάπη και το έλεός Σου. Θεέ μου! Αν και δεν έχω ιδέα με ποιον τρόπο θα με βασανίσουν στη συνέχεια οι κακοί αστυνομικοί, ό,τι κι αν γίνει, εγώ δεν θα Σε προδώσω ποτέ, ούτε και θα ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Σου ζητώ να συνεχίσεις να μου δίνεις πίστη και δύναμη και να με κρατάς δυνατή». Τη στιγμή που τελείωσε η προσευχή μου, ένοιωσα ένα μεγάλο κύμα δύναμης να υψώνεται μέσα μου, και απέκτησα απόλυτη επίγνωση ότι με περιέβαλε η αγάπη του Θεού. Όπως κι αν με βασάνιζαν οι διάβολοι αυτοί, ήξερα ότι ο Θεός θα με καθοδηγούσε να υπερνικήσω τα πάντα. Μετά από κάποια ώρα, οι κακοί αστυνομικοί ίσως να μάντεψαν ότι προσευχόμουν στον Θεό και, μπερδεύοντας τα λόγια τους από την οργή τους, με καταράστηκαν με ουρλιαχτά και φωνές. Ένας από αυτούς πήρε μια εφημερίδα, την τύλιξε δίνοντάς της το σχήμα κλομπ και την κατέβασε βάναυσα στον κρόταφό μου. Όλα μαύρισαν και έπεσα στο πάτωμα λιπόθυμη. Για να με συνεφέρουν, μου έριξαν παγωμένο νερό και, μέσα από την ομίχλη που μου θόλωνε το μυαλό, άκουσα έναν από τους κακούς αστυνομικούς να με απειλεί. «Αν δεν μας πεις όλα όσα ξέρεις, θα σε χτυπήσω μέχρι να πεθάνεις ή μέχρι να σε σακατέψω! Άλλωστε, κανείς δεν πρόκειται να μάθει ποτέ αν σε χτύπησα μέχρι θανάτου, και κανείς από τους αδελφούς ή τις αδελφές σου δεν θα τολμούσε να έρθει εδώ». Άκουσα, επίσης, έναν άλλο να λέει: «Ξέχνα το. Αν συνεχίσεις να την χτυπάς έτσι, τότε θα πεθάνει στα σίγουρα. Πρόκειται για απελπιστική περίπτωση. Δεν θα βγάλουμε τίποτα από αυτήν». Ακούγοντας αυτό, δεν μπορούσα παρά να αναστενάξω από ανακούφιση, διότι ήξερα ότι ο Θεός έδειχνε κατανόηση για την αδυναμία μου και ότι, για άλλη μια φορά, μου είχε ανοίξει μια πόρτα διαφυγής. Ωστόσο, οι κακοί αστυνομικοί ακόμα δεν έλεγαν να παραδεχτούν την ήττα τους, κι έτσι έφεραν τη νεότερη αδελφή μου και τον γιο μου, κανείς εκ των οποίων δεν πίστευε στον Θεό, για να προσπαθήσουν να με κάνουν να μιλήσω. Όταν η αδελφή μου είδε τα μαυρισμένα μου μάτια και τα πρησμένα, μωλωπισμένα χέρια μου, όχι μόνο δεν προσπάθησε να με κάνει να μιλήσω όπως ήθελαν οι αστυνομικοί, αλλά, αντ’ αυτού, έκλαψε και είπε: «Λι, πιστεύω ότι είσαι ανίκανη να κάνεις οτιδήποτε κακό. Μείνε δυνατή». Βλέποντας ότι η αδελφή μου με ενθάρρυνε, ο αστυνομικός στράφηκε στον γιο μου και είπε: «Καλύτερα να μιλήσεις στη μαμά σου και να την καταφέρεις να συνεργαστεί μαζί μας, και μετά μπορεί να έρθει σπίτι, να σε φροντίσει». Ο γιος μου με κοίταξε και δεν απάντησε στον αστυνομικό. Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει, με πλησίασε και, τότε, ξαφνικά, είπε: «Μην ανησυχείς για εμένα, μαμά. Φρόντισε εσύ τον εαυτό σου, και θα φροντίσω κι εγώ τον δικό μου». Βλέποντας πόσο ώριμος και λογικός ήταν ο γιος μου, συγκινήθηκα πέρα από κάθε περιγραφή, αλλά απλώς έγνεψα δυναμικά με το κεφάλι και έκλαιγα καθώς συνόδευαν εκείνον και την αδελφή μου από το δωμάτιο. Το γεγονός αυτό μού επέτρεψε να βιώσω, για άλλη μια φορά, την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού για εμένα. Ο Θεός έδειχνε κατανόηση για την αδυναμία μου, καθώς, τις τελευταίες μέρες, εκείνος για τον οποίον ανησυχούσα περισσότερο, ήταν ο γιος μου. Φοβόμουν ότι, χωρίς εμένα κοντά του, δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Αυτό που με είχε ανησυχήσει ακόμη περισσότερο ήταν ότι, όντας τόσο μικρός, όταν ήρθε να με δει στο αστυνομικό τμήμα, θα υφίστατο πλύση εγκεφάλου για να με μισήσει επειδή πίστευα στον Θεό. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όμως, όχι μόνο δεν εξαπατήθηκε από τα συκοφαντικά και δηλητηριώδη λόγια των κακών αστυνομικών, αλλά, αντίθετα, στην πραγματικότητα, μού πρόσφερε παρηγοριά. Τότε, κατάλαβα πόσο αληθινά θαυμαστός και παντοδύναμος είναι ο Θεός! Πράγματι, η καρδιά και το πνεύμα του ανθρώπου είναι ενορχηστρωμένα από τον Θεό. Μετά την αναχώρηση του γιου και της αδελφής μου, οι κακοί αστυνομικοί με απείλησαν και πάλι, λέγοντας: «Καλά θα κάνεις να πιστέψεις ότι, αν συνεχίσεις να μη μιλάς, θα σε βασανίσουμε κι άλλες μέρες και νύχτες. Και αν και πάλι συνεχίζεις να μη μιλάς, μπορούμε πάντα να σε καταδικάσουμε σε τρία με πέντε χρόνια στη φυλακή…» Έχοντας βιώσει πολλές από τις πράξεις του Θεού, ήμουν γεμάτη πίστη για Εκείνον, οπότε είπα κατηγορηματικά και με αποφασιστικότητα: «Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να πεθάνω στα χέρια σας! Μπορείτε να βασανίσετε τη σάρκα μου, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρετε να επηρεάσετε την καρδιά μου. Ακόμα κι αν το σώμα μου πεθάνει, ο Θεός θα έχει πάντα την ψυχή μου». Βλέποντας ότι παρέμενα ανυποχώρητη, οι μοχθηροί αστυνομικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά να τελειώσουν την ανάκριση και να με πάνε πίσω στο κελί μου. Το να είμαι μάρτυρας της θλιβερής εικόνας του Σατανά στην απόλυτη ήττα του, μου έδωσε απαράμιλλη χαρά, και κατάλαβα, στ’ αλήθεια, ότι ο Θεός είναι ο μόνος Κυρίαρχος των πάντων, και ότι η ζωή και ο θάνατός μας βρίσκονται εξ ολοκλήρου στα χέρια Του. Παρ’ όλο που δεν μου είχαν δώσει τροφή ή νερό για μέρες και είχαν ρημάξει το σώμα μου, η αγάπη του Θεού ήταν πάντα μαζί μου. Τα λόγια Του αποτέλεσαν μια σταθερή πηγή πίστης και δύναμης, επιτρέποντάς μου να πετύχω αποφασιστική νίκη επί των προσπαθειών του Σατανά να μου αποσπάσει ομολογία μέσω των αστυνομικών, που έκαναν βάρδιες για να με εξαντλήσουν. Τούτο μου επέτρεψε να εκτιμήσω αληθινά το πόσο ανυπέρβλητη και μεγάλη είναι η δύναμη ζωής του Θεού —η δύναμη που μας δίνει ο Θεός είναι ανεξάντλητη και δεν υπόκειται στους περιορισμούς της σάρκας.

Αρκετές μέρες αργότερα, η κυβέρνηση του ΚΚΚ «μαγείρεψε» την κατηγορία περί διατάραξης της δημόσιας τάξης και, αφού με καταδίκασαν σε τρία χρόνια αναμόρφωσης μέσω εργασίας, οι αστυνομικοί με συνόδεψαν σε ένα στρατόπεδο εργασίας. Εκεί έζησα μια απάνθρωπη ζωή, δουλεύοντας ασταμάτητα από την αυγή μέχρι το σούρουπο. Επειδή τα χέρια μου είχαν σακατευτεί από όλο εκείνο το ξύλο, οι μύες στις ανάστροφες των χεριών μου ήταν τόσο σφιχτά τεντωμένοι κατά τους πρώτους έξι μήνες της ποινής μου, που δεν είχα ούτε τη δύναμη να πλύνω τα ρούχα μου. Όποτε ο καιρός ήταν βροχερός, τα μπράτσα μου πονούσαν και πρήζονταν, επειδή τα αιμοφόρα αγγεία δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν σωστά το αίμα μου. Παρ’ όλα αυτά, οι δεσμοφύλακες με υποχρέωναν να υπερβαίνω κάθε μέρα το ημερήσιο όριο που μου αναλογούσε, αλλιώς η ποινή μου θα παρατεινόταν. Επιπλέον, όσους από εμάς πίστευαν στον Θεό, τους είχαν σε πολύ στενή επιτήρηση· πάντα υπήρχε κάποιος να μας παρακολουθεί όταν τρώγαμε τα γεύματά μας, όταν πλενόμασταν, ακόμα και όταν πηγαίναμε στην τουαλέτα… Ο πόνος στο σώμα μου, ο υπερβολικός φόρτος εργασίας και το ψυχολογικό μαρτύριο —όλα με έκαναν να υποφέρω απερίγραπτα. Ένοιωθα ότι τρία χρόνια σ’ εκείνο το μέρος θα ήταν πάρα πολύ για μένα και ότι θα μου ήταν αδύνατον να συνεχίσω. Σε πολλές περιπτώσεις, σκεπτόμουν την αυτοκτονία ως έναν τρόπο να βάλω τέλος στα βάσανά μου. Βουτηγμένη σε ακραίο πόνο, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου, ξέρεις πόσο αδύναμη είναι η σάρκα μου. Αυτή τη στιγμή, υποφέρω απίστευτα πολύ και, στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Θέλω ακόμη και να πεθάνω. Σε παρακαλώ, διαφώτισε και καθοδήγησέ με, δώσε μου δυνατή θέληση και χάρισέ μου την πίστη που χρειάζομαι για να συνεχίσω…» Τότε, ο Θεός μού έδειξε καλοσύνη, καθώς με έκανε να σκεφτώ έναν ύμνο από τα λόγια Του: «Ο Θεός έχει ενσαρκωθεί αυτήν τη φορά για να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο έργο, για να φέρει εις πέρας το έργο που πρέπει να ολοκληρώσει, να οδηγήσει αυτήν την εποχή στο τέλος της, να κρίνει αυτήν την εποχή, να σώσει τους βαθιά αμαρτωλούς από τον ωκεανό των δεινών και να τους μεταμορφώσει πλήρως. Πόσες άγρυπνες νύχτες πέρασε ο Θεός, λόγω του έργου για την ανθρωπότητα. Από τα πιο υψηλά σημεία μέχρι τα πιο μεγάλα βάθη, Εκείνος κατέβηκε στην ζωντανή κόλαση όπου ζει ο άνθρωπος, προκειμένου να περάσει τις ημέρες Του με τον άνθρωπο. Ποτέ Του δεν παραπονέθηκε για την αθλιότητα ανάμεσα στους ανθρώπων, ποτέ Του δεν τους επέκρινε για την ανυπακοή τους, παρά υπομένει μέγιστο εξευτελισμό, την ώρα που φέρει ο ίδιος εις πέρας το έργο Του. […] Όμως, για χάρη όλη της ανθρωπότητας, ώστε όλη η ανθρωπότητα να βρει πιο σύντομα ανάπαυση, Εκείνος υπέμενε τον εξευτελισμό και την αδικία για να έρθει στη γη και εισήλθε ο ίδιος στην “κόλαση” και στον “Άδη”, μέσα στο στόμα του λύκου, για να σώσει τον άνθρωπο» («Κάθε στάδιο του έργου του Θεού είναι για χάρη της ζωής του ανθρώπου» στο βιβλίο «Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια»). Καθώς αναλογιζόμουν τα λόγια αυτά, η καρδιά μου εμπνεύστηκε και αναμορφώθηκε από την αγάπη του Θεού. Συλλογίστηκα ότι, προκειμένου να σώσει την ανθρωπότητα, η οποία είναι ολοκληρωτικά διεφθαρμένη, ο Θεός ενσαρκώθηκε και κατήλθε από τα υψηλότερα ύψη στα χαμηλότερα βάθη, διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο ερχόμενος στην Κίνα —αυτή τη φωλιά του διαβόλου— για να εκτελέσει το έργο Του. Υπέστη μεγάλη ταπείνωση και πόνο, διωγμούς και αντιξοότητες, κι όμως, ο Θεός πάντα ξοδεύει Εαυτόν σιωπηλά, χωρίς παράπονα και χωρίς να μετανιώνει, προς χάριν της ανθρωπότητας. Ο Θεός εκτελεί όλο τούτο το έργο, μονάχα για να κερδίσει μια ομάδα ανθρώπων που μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους το θέλημά Του, που λαμβάνουν στέρεες αποφάσεις σε θέματα δικαιοσύνης και ποτέ δεν παραδίδονται ούτε και υποκύπτουν. Εγώ είχα βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση, επειδή ο Θεός ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για να δυναμώσει τη θέλησή μου και να οδηγήσει στην τελείωση την πίστη και την υπακοή μου σε Εκείνον· είχε επιτρέψει αυτή η κατάσταση να με πλήξει, για να με κάνει να καταλάβω και να εισέλθω στην αλήθεια. Μπροστά στον πόνο και στην ταπείνωση που έχει υποφέρει ο Θεός, η ελάχιστη ταλαιπωρία που περνούσα εγώ, δεν άξιζε καν να αναφερθεί. Αν δεν μπορούσα να αντέξω ούτε λίγα βάσανα στη φυλακή, δεν θα φαινόμουν ανάξια των επίπονων προσπαθειών που είχε περάσει ο Θεός για χάρη μου; Επιπλέον, η καθοδήγηση του Θεού μού είχε επιτρέψει να υπερνικήσω όλα τα σκληρά μαρτύρια που μου επέβαλαν οι κακοί αστυνομικοί τον πρώτο καιρό που με είχαν συλλάβει. Εδώ και πολύν καιρό, ο Θεός μού είχε επιτρέψει να δω τις θαυμαστές πράξεις Του σε λειτουργία, οπότε δεν έπρεπε εγώ να διαθέτω ακόμη πιο στέρεη πίστη και να συνεχίζω να γίνομαι μια θαυμάσια μάρτυρας για Εκείνον; Καθώς σκεπτόμουν αυτά, η δύναμή μου επέστρεψε, και πήρα την απόφαση να μιμηθώ τον Χριστό: Όσο οδυνηρά ή σκληρά κι αν γίνονταν τα πράγματα, εγώ θα συνέχιζα πεισματικά να ζω. Έπειτα από αυτό, κάθε φορά που ένοιωθα ότι η ζωή μου στο στρατόπεδο εργασίας πήγαινε να μου γίνει ανυπόφορη, έψελνα εκείνον τον ύμνο, και κάθε φορά που το έκανα, τα λόγια του Θεού μού παρείχαν ανεξάντλητη πίστη και δύναμη, αλλά και την έμπνευση να συνεχίσω. Εκείνην την εποχή, υπήρχαν κι άλλες αδελφές από την εκκλησία που κρατούνταν στο στρατόπεδο εργασίας. Στηριγμένες στη σοφία που μας έδωσε ο Θεός, όποτε είχαμε την ευκαιρία, γράφαμε τα λόγια του Θεού σε σημειώματα και τα περνούσαμε η μία στην άλλη, ή συναναστρεφόμασταν μερικά λόγια μεταξύ μας όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία —υποστηρίζαμε και ενθαρρύναμε η μια την άλλη. Παρά το γεγονός ότι όλες μας ήμασταν κρατούμενες σε αυτή τη φωλιά των δαιμόνων της κυβέρνησης του ΚΚΚ, κλειδωμένες πίσω από αυτούς τους ψηλούς τοίχους και εντελώς αποκομμένες από τον έξω κόσμο, ακριβώς εξαιτίας αυτού, φτάσαμε να λατρεύουμε τόσο πιο πολύ όλα τα λόγια του Θεού, και να θεωρούμε ακόμα πιο πολύτιμη την έμπνευση που έδωσε ο Θεός στην καθεμία από εμάς, και ακριβώς γι’ αυτό, οι καρδιές μας κόλλησαν τόσο πολύ.

Στις 29 Οκτωβρίου του 2005, η ποινή μου εκτίθηκε πλήρως και, επιτέλους, βγήκα από τη φυλακή. Παρ’ όλο, όμως, που με άφησαν, εξακολουθούσα να μη μπορώ να ανακτήσω την ελευθερία μου. Η αστυνομία έστελνε διαρκώς ανθρώπους να παρακολουθούν τις κινήσεις μου, και με διέταξαν να παρουσιάζομαι προσωπικά στο αστυνομικό τμήμα κάθε μήνα. Αν και βρισκόμουν στο σπίτι μου, ήταν λες και ήμουν κλεισμένη σε κάποια αόρατη φυλακή, και έπρεπε να βρίσκομαι διαρκώς σε ετοιμότητα ενάντια στους πληροφοριοδότες του ΚΚΚ. Παρ’ όλο που ήμουν σπίτι, έπρεπε να είμαι πάρα πολύ προσεκτική όταν διάβαζα τα λόγια του Θεού, επειδή φοβόμουν ότι η αστυνομία θα εισέβαλλε ανά πάσα στιγμή. Επιπλέον, επειδή με παρακολουθούσαν τόσο στενά, δεν είχα κανέναν τρόπο να βλέπω τους αδελφούς και τις αδερφές μου ή να ζω τη ζωή της εκκλησίας. Αυτό μου ήταν ανυπόφορο, και η κάθε μέρα έμοιαζε με χρόνο. Στο τέλος, δεν άντεχα να ζω μια ζωή μέσα στην παρακολούθηση και την καταστολή, μια ζωή όπου έπρεπε να εγκαταλείψω την εκκλησία και όλους τους αδελφούς και τις αδελφές μου, κι έτσι άφησα τη γενέτειρά μου και βρήκα δουλειά κάπου αλλού. Μπόρεσα, επιτέλους, να έρθω σε επαφή με την εκκλησία και, για άλλη μια φορά, άρχισα να ζω τη ζωή της εκκλησίας.

Έχοντας βιώσει τον διωγμό στα χέρια της κυβέρνησης του ΚΚΚ, είδα διεξοδικά και ξεκάθαρα την υποκριτική, δαιμονική της ουσία που παραπλανά το κοινό για να κερδίσει εκείνη τη δόξα, και απέκτησα τη βεβαιότητα ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συμμορία διαβόλων που βλασφημεί εναντίον των ουρανών και στρέφεται κατά του Θεού. Το ΚΚΚ είναι, πράγματι, η ενσάρκωση του Σατανά, η προσωποποίηση του ίδιου του διαβόλου· το μίσος μου για το ΚΚΚ είναι βαθιά ριζωμένο και ορκίζομαι να παραμείνω θανάσιμος εχθρός του. Καθ’ όλη τη διάρκεια των κακουχιών αυτών, κατέληξα αληθινά να αναγνωρίσω την παντοδυναμία και την κυριαρχία του Θεού και τις θαυμαστές Του πράξεις, βίωσα την εξουσία και τη δύναμη των λόγων Του, και αισθάνθηκα στ’ αλήθεια την αγάπη και τη μεγάλη σωτηρία Του: Όταν βρισκόμουν σε κίνδυνο, ο Θεός ήταν πάντα στο πλευρό μου, διαφωτίζοντας και φωτίζοντάς με μέσα από τα λόγια Του, δίνοντάς μου πίστη και δύναμη, καθοδηγώντας με να υπερνικήσω το ένα σκληρό μαρτύριο μετά το άλλο και βοηθώντας με να τα βγάλω πέρα επί τρία ατελείωτα, σκοτεινά χρόνια στην αιχμαλωσία. Μπροστά στην απέραντη σωτηρία του Θεού, με κατακλύζει η ευγνωμοσύνη, η πίστη μου είχε διπλασιαστεί και έχω πάρει την απόφασή μου: Όσο μεγάλες κι αν είναι οι κακουχίες που πρέπει να περάσω στο μέλλον, πάντα θα στηρίζομαι στην καθοδήγηση και την ηγεσία των λόγων του Θεού, για να απαλλαγώ από όλες τις επιρροές του σκότους, και θα ακολουθώ ακλόνητα τον Θεό ως το τέλος!

Υποσημειώσεις:

α. Στο αρχικό κείμενο γράφει «αποτελεί σύμβολο αδυναμίας του να υπάρχει».

β. Στο αρχικό κείμενο γράφει «καθώς και σύμβολο αδυναμίας του να προσβάλλεται (και έλλειψης ανοχής του να προσβάλλεται)».

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Απάντηση