Πίσω από τη σιωπή

30 Μαΐου 2022

Από τον Λιζι, Ελλάδα

Όταν πρωτοάρχισα να κάνω το καθήκον μου, είδα ότι οι αδελφοί κι οι αδελφές που συνεργάζονταν μαζί μου για τη διόρθωση ήταν έμπειροι, κατανοούσαν τις αρχές και είχαν καλό επίπεδο. Όλοι είχαν την ικανότητα να διακρίνουν ποιος κατανοούσε την αλήθεια και ποιος είχε αληθινό ταλέντο και σταθερή γνώση. Αυτό με αναστάτωσε λίγο. Ήμουν στο μεσαίο επίπεδο και δεν κατείχα την πραγματικότητα της αλήθειας. Επομένως, αν απλώς εξέφραζα χαλαρά τις απόψεις μου στις συζητήσεις μας, δεν θα ήταν σαν να προσπαθώ να μάθω στα ψάρια πώς να κολυμπούν; Δεν θα είχε σημασία αν θα είχα τελικά δίκιο, μα αντιθέτως, όλοι θα νόμιζαν ότι θα έκανα επίδειξη παρά το γεγονός ότι κατανοούσα επιφανειακά την αλήθεια. Σκέφτηκα πως αυτό θα ήταν πολύ ντροπιαστικό. Προειδοποιούσα συνεχώς τον εαυτό μου να είμαι χαμηλών τόνων, να ακούω περισσότερο παρά να μιλώ. Έτσι, όταν όλοι μαζί εξερευνούσαμε διάφορα θέματα, σπάνια μοιραζόμουν τις σκέψεις μου. Μια φορά, έκανα μια πρόταση και όλοι συμφώνησαν πως η προσέγγισή μου δεν ήταν σωστή. Ένιωσα τόσο ταπεινωμένη, και σκέφτηκα πως δεν θα έπρεπε να ανοίγομαι βιαστικά, γιατί αλλιώς μπορεί να έκανα κάτι ανόητο και να ντροπιαζόμουν. Σκέφτηκα να κινηθώ προσεκτικά και να κλειστώ στον εαυτό μου. Σε μετέπειτα συζητήσεις, δεν προσφερόμουν να μοιραστώ τις σκέψεις μου, αφήνοντας άλλους να μιλήσουν πρώτοι.

Αργότερα, μια αδελφή με πολύ καλό επίπεδο και διορατικότητα προσχώρησε στην ομάδα μας, και της ανατέθηκε να εργαστεί μαζί μου. Μια φορά, ενώ μιλούσαμε για ένα θέμα, εγώ είχα ορισμένες ιδέες που ήθελα να μοιραστώ, μα ανησυχούσα ότι αν η σκέψη μου ήταν ανεπιτυχής και όσα έλεγα δεν άντεχαν τη δοκιμασία του ελέγχου, αυτή η νέα αδελφή ίσως να με θεωρούσε απλή και αφελή, και αυτό θα εξέθετε τον πραγματικό μου εαυτό. Δεν ήθελα να με υποτιμήσει. Αποφάσισα να το ξεχάσω, και απλώς να ακούσω όσα είχε να πει. Καθώς εργαζόμασταν πάνω σε αυτό το πρόβλημα για το επόμενο διήμερο, εγώ σπάνια μοιραζόμουν τη δική μου οπτική, και απλώς επέλεγα να ακολουθήσω τη δική της, σκεπτόμενη πως έτσι θα γλίτωνα μια πιθανή στιγμή ντροπής και θα διευκόλυνα τα πράγματα. Καθώς δεν μιλούσα πολύ, το περιβάλλον συνεργασίας μας ήταν πολύ ανιαρό. Μερικές φορές, όταν συναντούσε ένα πρόβλημα κι εγώ δεν μοιραζόμουν την άποψή μου, απλώς κολλούσαμε σ’ εκείνο το σημείο. Η παραγωγικότητά μας ήταν πολύ χαμηλή και η γενική εξέλιξη της εργασίας μας καθυστερούσε. Με τον καιρό, εγώ μιλούσα όλο και λιγότερο, και ακόμα κι αν είχα όντως μια άποψη, απλώς τη στριφογύριζα ξανά και ξανά στο κεφάλι μου, και το σκεφτόμουν πολύ καλά πριν ανοίξω το στόμα μου. Ένιωθα πολύ θλιμμένη και δεν πετύχαινα τίποτα στο καθήκον μου. Είχα κολλήσει σε αυτή την κατάσταση, νιώθοντας περίεργα θλιμμένη και προβληματισμένη. Τότε ήταν που στάθηκα ενώπιον του Θεού για να προσευχηθώ, και είπα: «Θεέ μου, δεν μπορώ να νιώσω την όποια διαφώτιση του Αγίου Πνεύματος κατά το καθήκον μου αυτές τις μέρες, και δεν σημειώνω καθόλου πρόοδο στην εργασία μου. Δεν ξέρω τι διεφθαρμένες διαθέσεις έχω που Σε απωθούν. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με, ώστε να γνωρίσω τον εαυτό μου».

Μια μέρα, καθώς έκανα την αυτοκριτική μου στις λειτουργίες μου, μου ήρθε στο μυαλό η λέξη «πονηρός». Βρήκα αυτό, αναζητώντας σχετικά λόγια του Θεού: «Κάποιος μπορεί να μην ανοιχθεί ποτέ και να μην επικοινωνήσει αυτά που σκέφτεται προς τους άλλους. Και σε όλα όσα κάνει, δεν συμβουλεύεται ποτέ άλλους· αντίθετα, είναι αποκλεισμένος, φαινομενικά σε επιφυλακή απέναντι στους άλλους κάθε στιγμή. Περιτυλίγεται όσο πιο σφιχτά μπορεί. Δεν είναι αυτό ένα πονηρό άτομο; Για παράδειγμα, έχει μια ιδέα που τη θεωρεί ιδιοφυή και σκέφτεται: “Θα την κρατήσω για τον εαυτό μου προς το παρόν. Αν τη μοιραστώ, θα μπορούσατε να τη χρησιμοποιήσετε και να μου κλέψετε τη δόξα. Θα την αποκρύψω”. Ή, αν υπάρχει κάτι που δεν κατανοούν πλήρως, θα σκεφτούν το εξής: “Δεν θα μιλήσω τώρα. Τι θα γίνει αν μιλήσω και κάποιος πει κάτι ανώτερο; Δεν θα φανώ ανόητος; Όλοι θα με καταλάβουν, θα δουν την αδυναμία μου σ’ αυτό. Καλύτερα να μην πω τίποτα”. Έτσι, ανεξάρτητα από την οπτική ή τη λογική, ανεξάρτητα από το υποκείμενο κίνητρο, φοβάται ότι όλοι θα τον καταλάβουν. Προσεγγίζει πάντοτε το καθήκον του και τους ανθρώπους, τα πράγματα και τα γεγονότα με αυτού του είδους την οπτική και τη στάση. Τι είδους διάθεση είναι αυτή; Μια διεφθαρμένη, απατηλή και μοχθηρή διάθεση» («Μόνο εκείνος που κάνει την αλήθεια πράξη μπορεί να έχει κανονική ανθρώπινη φύση» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Διάβασα αυτά τα λόγια με βαριά καρδιά. Τα λόγια του Θεού εξέθεσαν τέλεια την πραγματική μου κατάσταση, και τα λόγια «Μια διεφθαρμένη, απατηλή και μοχθηρή διάθεση» ήταν πολύ οδυνηρά και μου προκαλούσαν αμηχανία. Κατάλαβα ότι με το να μην εκφράζω άμεσα ή χαλαρά την άποψή μου, ακόμα κι αν αυτό θα έδειχνε ότι είμαι πολύ λογική, ήμουν γεμάτη μηχανορραφίες. Είχα δικές μου οπτικές και απόψεις για θέματα που αντιμετωπίζαμε, μα όταν ένιωθα πως δεν είχα τον απόλυτο έλεγχο, φοβόμουν πως τα λόγια μου θα απορρίπτονταν, θα εξευτελιζόμουν και οι άλλοι θα με υποτιμούσαν. Έτσι, συγκρατούμουν, σχημάτιζα πρώτα μια ιδέα του τι σκέφτονταν οι άλλοι και μετά αναλάμβανα εγώ. Αυτό δεν ήταν πονηρό και πανούργο; Πάντα πίστευα ότι αυτό ίσχυε μόνο για τους ανθρώπους της κοινωνίας που συνωμοτούσαν μονίμως, που ήταν δόλιοι και πονηροί. Όλοι οι φίλοι και συνάδελφοί μου στον έξω κόσμο συμφωνούσαν ότι ήμουν ένα αθώο πλάσμα, που δεν έκρυβε απώτερα κίνητρα στις πράξεις του. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι που ελίσσονταν σαν το χέλι ή προσπαθούσαν συνεχώς να δουν προς τα πού κινείται ο άνεμος. Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν πως φέρομαι έτσι. Μα τότε είδα ότι ενώ δεν έλεγα καθαρά ψέματα και δεν ενεργούσα ακριβώς όπως αυτοί οι άνθρωποι, εξακολουθούσα να καθοδηγούμαι από την πονηρή μου φύση. Μελετούσα προσεκτικά το αίσθημα της ομάδας με κάθε μου λέξη και κίνηση, και απλώς δεχόμουν τα πράγματα ως είχαν, φοβούμενη μήπως φανώ ανίκανη και αφήσω τους άλλους να δουν τον εσωτερικό μου κόσμο. Ήμουν συνεχώς ανειλικρινής, φορώντας προσωπεία, για να προστατέψω τη φήμη μου. Εν όψει κάθε είδους δυσκολιών στο καθήκον μου, ποτέ δεν μοιραζόμουν το τι σκεφτόμουν. Ήμουν πανούργα, δόλια και απέκρυπτα τις απόψεις μου, χωρίς να σκέφτομαι καθόλου τα συμφέροντα του οίκου του Θεού. Τελικά, συνειδητοποίησα ότι ήμουν όντως ένα πονηρό και πανούργο άτομο. Πάντα νόμιζα ότι το να μη μιλώ πολύ ήταν κομμάτι της προσωπικότητάς μου. Δεν είχα όντως αναλύσει τη σατανική διάθεση που κρυβόταν από πίσω. Μόνο τότε είδα πόσο λίγο ήξερα τον εαυτό μου.

Υπήρχε ένα άλλο απόσπασμα από τα λόγια του Θεού που διάβασα και με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα για εμένα. Ο Θεός λέει: «Ο Σατανάς διαφθείρει τους ανθρώπους μέσα από την εκπαίδευση και την επιρροή των εθνικών κυβερνήσεων και των διασήμων και σπουδαίων. Τα διαβολικά λόγια τους έχουν γίνει η ζωή-φύση του ανθρώπου και το “ο σώζων εαυτόν σωθήτω” είναι ένα γνωστό σατανικό ρητό που έχει ενσταλαχθεί σε όλους, και το οποίο έχει γίνει η ζωή του ανθρώπου. Υπάρχουν και άλλα λόγια φιλοσοφιών για τη ζωή που είναι έτσι. Ο Σατανάς χρησιμοποιεί τον παραδοσιακό πολιτισμό κάθε έθνους για να εκπαιδεύσει, να εξαπατήσει και να διαφθείρει τους ανθρώπους, σπρώχνοντας την ανθρωπότητα να πέσει και να βυθιστεί μέσα σε μια απέραντη άβυσσο καταστροφής, και τελικά, ο Θεός καταστρέφει τους ανθρώπους, επειδή υπηρετούν τον Σατανά και αντιστέκονται στον Θεό. […] Υπάρχουν πολλά ακόμα σατανικά δηλητήρια στη ζωή των ανθρώπων, στη διαγωγή και στη συμπεριφορά τους· δεν κατέχουν σχεδόν την παραμικρή αλήθεια. Για παράδειγμα, οι φιλοσοφίες τους για τη ζωή, ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν και τα αξιώματά τους είναι όλα γεμάτα με τα δηλητήρια του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, και όλα αυτά προέρχονται από τον Σατανά. Συνεπώς, όλα τα πράγματα που ρέουν μέσα στα οστά και στο αίμα των ανθρώπων είναι όλα τους πράγματα του Σατανά. […] Η ανθρωπότητα έχει διαφθαρεί πολύ βαθιά από τον Σατανά. Το δηλητήριο του Σατανά κυλά μέσα στο αίμα κάθε ανθρώπου, και είναι εμφανές ότι η φύση του ανθρώπου είναι διεφθαρμένη, κακή και αντιδραστική, γεμάτη από τις φιλοσοφίες του Σατανά και βουτηγμένη σε αυτές, είναι, στο σύνολό της, μια φύση που προδίδει τον Θεό. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αντιστέκονται και εναντιώνονται στον Θεό» («Πώς να γνωρίσουμε τη φύση του ανθρώπου» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Τα λόγια του Θεού μίλησαν στα μύχια της καρδιάς μου. Κατάλαβα ότι υποστήριζα εξαρχής σατανικές φιλοσοφίες: «Άνοιξε τα αυτιά σου και κλείσε το στόμα σου» και «Η σιωπή είναι χρυσός» και «Εκείνος που μιλάει πολύ κάνει πολλά λάθη». Όντας «αποδέκτης» αντί για «μεγάφωνο» απέναντι στους άλλους, δεν θα χρειαζόταν να προβάλω τις αδυναμίες μου ή να φανώ ανόητη. Καταπνίγοντας όσα ήθελα να πω, πολλές λανθασμένες ιδέες μου δεν φανερώθηκαν ποτέ. Έτσι, φυσικά και κανείς δεν μπορούσε να καταδείξει τα σφάλματά μου ή να διαφωνήσει μαζί μου. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούσα να περισώσω την αξιοπρέπειά μου, και αυτό με έπεισε περαιτέρω ότι το να ακολουθώ το «Η σιωπή είναι χρυσός» και «Άνοιξε τα αυτιά σου και κλείσε το στόμα σου» ήταν ο καλύτερος τρόπος να ανταπεξέλθω. Αφότου αποδέχτηκα το έργο του Παντοδύναμου Θεού τις έσχατες ημέρες, συνέχιζα να αφήνω αυτά τα πράγματα να υπαγορεύουν τις αλληλεπιδράσεις μου με αδελφούς και αδελφές. Ένιωσα πως εφόσον δεν μιλούσα πολύ ή κρατούσα το στόμα μου κλειστό, κανείς δεν θα ανακάλυπτε τις προσωπικές μου αποτυχίες και τα ελαττώματά μου, και θα προστάτευα την εικόνα μου. Ζούσα με βάση αυτές τις σατανικές φιλοσοφίες, και κάθε φορά που ήθελα όντως να μοιραστώ τη δική μου οπτική, υπολόγιζα πάντοτε το προσωπικό κόστος ή κέρδος, καθώς και τη γνώμη των άλλων. Αν πίστευα πως υπήρχε περίπτωση να ντροπιαστώ, θα διάλεγα τον ασφαλή δρόμο, δηλαδή δεν έλεγα ούτε έκανα τίποτα. Αυτά τα σατανικά δηλητήρια με καθιστούσαν ακόμα πιο πονηρή και ύπουλη, και με έκαναν συνέχεια να σκέφτομαι διπλά και να προφυλάσσομαι περισσότερο απέναντι σε άλλους. Δεν θα έπαιρνα πρωτοβουλία να επικοινωνήσω και να ανοιχτώ, και η συνεργασία μου με άλλους ήταν πολύ θλιβερή και μονότονη. Δεν υπήρχε περίπτωση να εργαστώ αξιοπρεπώς με αυτόν τον τρόπο στο καθήκον μου.

Αναγνωρίζοντάς το αυτό, στάθηκα ενώπιον του Θεού για να προσευχηθώ, και Του ζήτησα καθοδήγηση, για να απορρίψω αυτή την πλευρά της διεφθαρμένης μου διάθεσης. Μετά απ’ αυτό, έκανα μια συνειδητή προσπάθεια κατά τη διάρκεια συζητήσεων με αδελφούς και αδελφές, για να απομακρυνθώ από τα προσωπικά μου κίνητρα και να αρχίσω να μοιράζομαι τις σκέψεις μου χωρίς να ανησυχώ για το πως θα με έκαναν να φαίνομαι. Παρόλο που οι ιδέες μου δεν ήταν καλά ανεπτυγμένες, θα τις παρουσίαζα σε αδελφούς και αδελφές για συζήτηση και διάλογο. Όταν συναντούσαμε δυσκολίες στο καθήκον μας, όλοι θα προσευχόμασταν μαζί και θα αναζητούσαμε, επικοινωνώντας όλοι μεταξύ μας. Θα μπορούσαμε να βρούμε έναν τρόπο προς εκείνη την κατεύθυνση. Μα καθώς ήμουν τόσο βαθιά διεφθαρμένη από τον Σατανά, ακόμα ενεργούσα πολλές φορές σύμφωνα με τη διεφθαρμένη μου διάθεση. Μια φορά, σε μία συζήτηση που αφορούσε ένα ζήτημα στο καθήκον μας, ήταν παρόντες δύο προϊστάμενοι. Και σκέφτηκα: «Το να προτείνουμε ιδέες μαζί με αδελφούς και αδελφές ήταν εντάξει, μα με τους προϊσταμένους παρόντες, τι θα σκεφτούν για το επίπεδό μου, αν η σκέψη και η κατανόησή μου είναι λανθασμένες; Κι αν σκεφτούν ότι δεν είμαι κατάλληλη για αυτό το καθήκον και με βγάλουν από την ομάδα; Τι θα σκέφτονταν οι άλλοι για εμένα; Δεν θα μπορούσα ποτέ ξανά να περπατήσω με το κεφάλι ψηλά». Βασανισμένη από αυτές τις ανησυχίες, δεν είπα λέξη καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Καθώς ολοκληρώναμε τη συζήτηση, ένας προϊστάμενος με ρώτησε γιατί δεν είχα μιλήσει καθόλου. Ένιωσα πολύ περίεργα, ένοχα, και δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τελικά, είπα: «Αυτή ήταν μια παρουσίαση της ύπουλης διάθεσής μου. Φοβόμουν να πω πάρα πολλά, κι έτσι δεν τόλμησα να ανοίξω το στόμα μου». Μα μετά απ’ αυτό, ένιωθα ακόμα άβολα. Ακόμα κι αν αναγνώρισα τη διαφθορά που επεδείκνυα, θα μπορούσα να κάνω το ίδιο την επόμενη φορά που θα βρισκόμουν σε μια τέτοια κατάσταση; Αναλογιζόμενη αυτό, κατάλαβα ότι παρότι είχα μερική αυτογνωσία και άντεχα απέναντι στα λόγια του Θεού που εξέθεταν αυτό το πρόβλημα, ακόμα ζούσα σύμφωνα με αυτή τη διεφθαρμένη διάθεση εν όψει μιας πρόκλησης. Δεν είχα μετανιώσει ή αλλάξει πραγματικά. Στάθηκα ενώπιον του Θεού για να προσευχηθώ, ζητώντας να με καθοδηγήσει, για να γνωρίσω πραγματικά τον εαυτό μου.

Αργότερα, διάβασα ένα εδάφιο με λόγια του Θεού. «Οι αντίχριστοι πιστεύουν ότι αν τους αρέσει πάντοτε να μιλούν και να ανοίγουν την καρδιά τους στους άλλους, όλοι θα τους καταλάβουν και θα δουν ότι δεν έχουν βάθος, αλλά είναι απλώς συνηθισμένοι άνθρωποι, και τότε δεν θα τους σέβονται πια. Τι σημαίνει όταν οι άλλοι δεν τους σέβονται; Σημαίνει ότι δεν έχουν πλέον υψηλή θέση στην καρδιά των άλλων και ότι φαίνονται πολύ κοινότοποι, πολύ απλοί, πολύ συνηθισμένοι. Αυτό είναι που δεν είναι πρόθυμοι να δουν οι αντίχριστοι. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν βλέπουν κάποιον άλλον σε μια ομάδα, ο οποίος φανερώνει πάντοτε τον εαυτό του και λέει ότι έχει υπάρξει αρνητικός και επαναστατικός απέναντι στον Θεό, και επίσης λέει σε τι θέματα έσφαλε χθες, και ότι σήμερα υποφέρει και πονά επειδή δεν ήταν ειλικρινές άτομο, οι αντίχριστοι δεν λένε ποτέ τέτοια πράγματα, μα τα κρατάνε κρυμμένα βαθιά μέσα τους. Υπάρχουν κάποιοι που μιλάνε ελάχιστα επειδή έχουν χαμηλό επίπεδο και απλοϊκό μυαλό, και δεν έχουν πολλές σκέψεις, άρα τα λόγια που λένε είναι λίγα. Οι όμοιοι των αντίχριστων μιλάνε λίγο κι αυτοί, μα δεν είναι αυτός ο λόγος —αντίθετα, ο λόγος είναι ένα πρόβλημα στη διάθεσή τους. Μιλάνε λίγο όταν βλέπουν τους άλλους, και όταν οι άλλοι μιλούν για ένα θέμα, αυτοί δεν θα προσέφεραν ελαφρά τη καρδία τη γνώμη τους. Γιατί δεν προσφέρουν τη γνώμη τους; Πρώτα απ’ όλα, σίγουρα δεν έχουν την αλήθεια και δεν μπορούν να διακρίνουν την καρδιά του κάθε ζητήματος· μόλις μιλήσουν, κάνουν λάθη και οι άλλοι θα καταλάβουν τι είναι. Έτσι, προσποιούνται ότι σιωπούν και ότι έχουν βάθος, καθιστώντας τους άλλους ανίκανους να τους αξιολογήσουν με ακρίβεια και κάνοντάς τους ακόμα και να νομίζουν ότι είναι ευφυέστατοι και εξαιρετικοί. Με τον τρόπο αυτόν, κανείς δεν θα τους θεωρήσει ρηχούς· βλέποντας την ήρεμη, συγκροτημένη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι θα τους εκτιμήσουν πολύ και δεν θα τολμήσουν να τους προσβάλουν. Αυτή είναι η πονηριά και το κακό των αντίχριστων· το γεγονός ότι δεν προσφέρουν πρόθυμα τη γνώμη τους αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διάθεσής τους. Δεν προσφέρουν πρόθυμα τη γνώμη τους όχι επειδή δεν έχουν γνώμη —έχουν κάποιες εσφαλμένες και διεστραμμένες γνώμες, γνώμες που δεν συμφωνούν καθόλου με την αλήθεια, και ακόμα και κάποιες γνώμες που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν —κι όμως, ό,τι είδους γνώμες κι αν έχουν, δεν τις προσφέρουν ελεύθερα. Δεν τις προσφέρουν ελεύθερα όχι επειδή φοβούνται ότι μπορεί οι άλλοι να πάρουν τα εύσημα γι’ αυτές, μα επειδή θέλουν να τις κρύψουν· δεν τολμούν να παρουσιάσουν φανερά τις απόψεις τους, φοβούμενοι μην τους καταλάβουν. … Γνωρίζουν το μέγεθός τους, και έχουν και ακόμη ένα κίνητρο, το πιο επαίσχυντο απ’ όλα: Θέλουν να χαίρουν της μεγάλης εκτίμησης των άλλων. Δεν είναι αυτό το πιο αποκρουστικό;» («Ενεργούν ύπουλα, συμπεριφέρονται ατομικιστικά και δικτατορικά, δεν συναναστρέφονται ποτέ με τους ανθρώπους και τους εξαναγκάζουν να υπακούν» στο βιβλίο «Εκθέτοντας τους αντίχριστους»). Κάθε λέξη από τα λόγια του Θεού με συγκλόνισε. Σκεφτόμουν: «Η σιωπή είναι χρυσός» και «Eκείνος που μιλάει πολύ κάνει πολλά λάθη». Φαινόταν πως προστάτευα μόνο την προσωπική μου εικόνα, φοβούμενη ότι θα έλεγα κάτι λάθος και θα με κορόιδευαν ή θα με ταπείνωναν, μα το καίριο σημείο του ζητήματος ήταν ότι ήθελα να αποκτήσω κύρος στα μάτια των άλλων. Ήθελα όλα όσα έλεγα, όλες οι απόψεις τις οποίες εξέφραζα να κερδίζουν τον θαυμασμό και την αποδοχή των άλλων, να λαμβάνουν την έγκρισή τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, ήμουν ανειλικρινής και φορούσα προσωπεία, πάντοτε πιέζοντας το μυαλό μου να σκεφτεί, όντας εμμονική με όλα όσα έλεγα και έκανα, έτσι ώστε να μοιάζω σκεπτόμενη και διορατική. Συζητώντας με προϊσταμένους, ανησυχούσα ιδιαίτερα για την προστασία της εικόνας και του κύρους μου, κι έτσι δεν τολμούσα να μοιραστώ τις απόψεις μου, σκεπτόμενη ότι αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, αν είχα δίκιο. Αντιθέτως, αν είχα άδικο, θα αποκάλυπτα την ανικανότητά μου να καταλαβαίνω. Έπειτα, αν οι προϊστάμενοι δεν εντυπωσιάζονταν και μου αφαιρούσαν το καθήκον μου, το κύρος μου μεταξύ όλων των άλλων θα καταστρεφόταν τελείως. Κρύβοντας αυτά τα μοχθηρά κίνητρα, απλώς κρατούσα το στόμα μου κλειστό, με τον φόβο μήπως και ανοιχτώ σχετικά με τις σκέψεις και απόψεις μου, και μην τολμώντας καν να πω ένα απλό «Δεν είμαι σίγουρη πως το καταλαβαίνω αυτό». Αυτό ήταν άθλιο, τόσο ντροπιαστικό! Συνειδητοποίησα ότι συνεργαζόμενη με άλλους στο καθήκον μου και σε καθημερινές αλληλεπιδράσεις με αδελφούς και αδελφές, ήμουν σιωπηλή και εμφανιζόμουν ως ειλικρινής εξωτερικά, μα εσωτερικά έκρυβα πανουργία. Απέκρυπτα την ασχήμια μου, φορώντας προσωπεία και παραπλανώντας άλλους. Κι ακόμα και σε συναθροίσεις, όταν συναναστρεφόμασταν σχετικά με την αλήθεια συζητώντας για προβλήματα, εγώ δεχόμουν τα πράγματα ως είχαν, ελπίζοντας να προστατεύσω το κύρος και την εικόνα μου στα μάτια των άλλων. Αγαπούσα το κύρος και τη φήμη μου πολύ περισσότερο από την αλήθεια και την ηθική. Αυτό ήταν η αποκάλυψη μιας ολότελα πανούργας και μοχθηρής διάθεσης ενός αντίχριστου. Σε αυτό το σημείο της σκέψης μου, κατάλαβα πόσο επικίνδυνη ήταν η κατάστασή μου. Σκέφτηκα πως στην Εποχή της Χάριτος, ο Θεός είπε σε όσους απέτυχαν να κάνουν το θέλημά Του: «Και τότε θέλω ομολογήσει προς αυτούς ότι ποτέ δεν σας εγνώρισα· φεύγετε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Κατά Ματθαίον 7:23). Είχα πίστη, μα δεν έκανα πράξη τα λόγια του Θεού, και δεν δρούσα με σκοπό να ικανοποιήσω τον Θεό. Δεν ήμουν ικανή να ανοιχτώ στους αδελφούς και τις αδελφές που συναναστρεφόμουν ούτε ήμουν ειλικρινής. Αντιθέτως, συγκάλυπτα πάντοτε την ανεπιθύμητη πλευρά μου, προσπαθώντας τα πάντα, για να προστατεύσω την εικόνα μου και να παραπλανήσω άλλους, έτσι ώστε να με εκτιμούν. Πάλευα με τον Θεό για το κύρος, και ήμουν στο μονοπάτι ενός αντίχριστου που στρεφόταν κατά του Θεού. Γνώριζα ότι αν δεν μετάνιωνα, ο Θεός τελικά θα με εξάλειφε. Μόλις το κατάλαβα αυτό, κατέληξα να απεχθάνομαι τη διεφθαρμένη μου φύση και αυτό με έκανε να καταλάβω πόσο επικίνδυνο θα ήταν να συνεχίσω με αυτού του είδους την επιδίωξη. Έπρεπε να σταθώ ενώπιον του Θεού και να μετανιώσω, να απαρνηθώ τη σάρκα, και να κάνω πράξη τα λόγια Του.

Όταν μετά από αυτό ανοίχτηκα στους αδελφούς και τις αδελφές σχετικά με την κατάστασή μου, μια αδελφή μού έστειλε ένα εδάφιο με λόγια του Θεού. «Όταν οι άνθρωποι κάνουν το καθήκον τους ή οποιοδήποτε έργο ενώπιον του Θεού, η καρδιά τους πρέπει να είναι καθαρή σαν ένα μπολ με νερό —πεντακάθαρη— και η στάση τους πρέπει να είναι σωστή. Ποιο είδος στάσης είναι το σωστό; Ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνεις, είσαι σε θέση να μοιραστείς με τους άλλους οτιδήποτε βρίσκεται στην καρδιά σου, οποιεσδήποτε ιδέες μπορεί να έχεις. Αν πουν ότι η ιδέα σου δεν θα δουλέψει και προτείνουν κάτι διαφορετικό, εσύ άκου και πες: “Καλή ιδέα, ας κάνουμε αυτό. Η δική μου δεν άξιζε, δεν είχε γνώση, ήταν πρώιμη”. Από τα λόγια και τις πράξεις σου, όλοι θα δουν ότι έχεις πεντακάθαρες αρχές στη συμπεριφορά σου, ότι δεν υπάρχει σκοτάδι στην καρδιά σου, και ότι ενεργείς και μιλάς ειλικρινά, βασιζόμενος σε στάση ειλικρίνειας. Λες τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Αν είναι έτσι τα πράγματα, είναι έτσι· αν δεν είναι, δεν είναι. Ούτε κόλπα ούτε μυστικά, απλώς ένας πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Δεν είναι αυτό ένα είδος στάσης; Είναι μια στάση απέναντι στους ανθρώπους, τα γεγονότα και τα πράγματα που είναι αντιπροσωπευτική της διάθεσης αυτού του ατόμου» («Μόνο εκείνος που κάνει την αλήθεια πράξη μπορεί να έχει κανονική ανθρώπινη φύση» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Επίσης, διάβασα το εξής απόσπασμα με λόγια του Θεού: «Ο Θεός λέει στους ανθρώπους να μην είναι δόλιοι, μα να είναι έντιμοι, να μιλάνε έντιμα και να κάνουν έντιμα πράγματα. Η σημασία του γεγονότος ότι ο Θεός είπε αυτά είναι να επιτραπεί στους ανθρώπους να έχουν αληθινή ανθρώπινη ομοιότητα, ώστε να μην έχουν την ομοιότητα του Σατανά, ο οποίος μιλά σαν φίδι που σέρνεται στο έδαφος, αοριστολογώντας συνέχεια και περιπλέκοντας την αλήθεια του ζητήματος. Δηλαδή, λέγεται ώστε οι άνθρωποι, και στα λόγια και στις πράξεις, να μπορέσουν να ζήσουν μια ζωή αξιοπρεπή και έντιμη, χωρίς σκοτεινή πλευρά, χωρίς τίποτα ντροπιαστικό, με καθαρή καρδιά, με το εξωτερικό να είναι εναρμονισμένο με το εσωτερικό· να λένε ό,τι σκέφτονται μέσα στην καρδιά τους και να μην εξαπατούν κανέναν ούτε να εξαπατούν τον Θεό, μην παρακρατώντας τίποτα, με την καρδιά τους σαν αγνή γη. Αυτός είναι ο σκοπός του Θεού όταν απαιτεί από τους ανθρώπους να είναι έντιμοι» («Ο άνθρωπος είναι ο μεγαλύτερος δικαιούχος του σχεδίου διαχείρισης του Θεού» στο βιβλίο «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών»). Στα εδάφια αυτά, είδα ότι ο Θεός συμπαθεί τους ειλικρινείς ανθρώπους. Ένας ειλικρινής άνθρωπος είναι απλός και ευθύς, χωρίς δόλο ή πανουργία απέναντι στον Θεό, και είναι αθώος απέναντι στους άλλους. Εκφράζει αυτό που υπάρχει στην καρδιά του χωρίς να το παραποιεί, έτσι ώστε ο Θεός και ο άνθρωπος να μπορούν να δουν την πραγματική του καρδιά. Έτσι πρέπει ένα άτομο να παρουσιάζει τον εαυτό του: τίμια και νόμιμα. Ένα ειλικρινές πρόσωπο αγαπά την αλήθεια και τα θετικά πράγματα, κι έτσι κερδίζει πιο εύκολα την αλήθεια και μπορεί να τελειοποιηθεί από τον Θεό. Εγώ, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσα να πω ούτε μια αληθινή λέξη από καρδιάς κατά τις αλληλεπιδράσεις και συνεργασίες μου με άλλους. Δεν υπήρχε διαφάνεια στην ομιλία και τις ενέργειές μου. Ήμουν σκοτεινή και πονηρή, και δεν υπήρχε τρόπος να μπορέσω να καταλάβω και να κερδίσω την αλήθεια. Ουσιαστικά, ο Θεός γνωρίζει το επίπεδό μου εσωτερικά και εξωτερικά, όπως επίσης και το πόσο βαθιά κατανοώ την αλήθεια. Τα προσωπεία που φορώ μπορεί να είναι ικανά να παραπλανήσουν άλλους ανθρώπους, μα δεν θα παραπλανήσουν ποτέ τον Θεό. Ο Θεός μπορούσε να δει πόσο μοχθηρό και άθλιο ήταν το γεγονός ότι έπαιζα πάντα παιχνίδια και ήμουν ανειλικρινής, κι έτσι δεν υπήρχε τρόπος να εργαστεί Εκείνος για να με καθοδηγήσει. Ωστόσο, το να κάνω πράξη την αλήθεια, όπως ο Θεός απαιτεί, και να είμαι ένα ειλικρινές άτομο, ανοίγοντας τον εαυτό μου σε άλλους είτε η οπτική μου ήταν λανθασμένη είτε όχι, δεν θα είναι τόσο εξουθενωτικό για εμένα, ενώ παράλληλα αυτό χαροποιεί τον Θεό. Επιπλέον, μόνο ανοίγοντας το στόμα μου μπορώ να μάθω πού κάνω λάθος. Μετά, άλλοι άνθρωποι μπορούν να μου δίνουν συμβουλές και να με βοηθούν, κάτι το οποίο είναι ο μόνος τρόπος να σημειώσω πρόοδο. Παρότι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ρεζιλευτώ λίγο, είναι πολύ επωφελές για την κατανόηση της αλήθειας και την εξέλιξή μου στη ζωή. Παλαιότερα, ειλικρινά δεν είχα ιδέα πως να συμπεριφέρομαι. Μα μόλις ο Θεός μάς πήρε από το χέρι για να μας μάθει πώς να μιλάμε και να δρούμε, μπορούσαμε να βιώσουμε την ανθρώπινη ομοιότητα. Κατάλαβα τις ειλικρινείς προθέσεις του Θεού, ένιωσα πραγματικά ενθαρρυμένη και κέρδισα ένα μονοπάτι άσκησης.

Μετά από αυτό, όταν συνεργαζόμουν με αδελφούς και αδελφές ή επικοινωνούσα με προϊσταμένους στο καθήκον μου, άρχισα να προσπαθώ να ανοίγομαι, να μην είμαι κρυψίνους, και να σταματήσω να προστατεύω τη φήμη και το κύρος μου. Προσπάθησα να μοιραστώ όσα πραγματικά σκεφτόμουν και να φέρομαι με ευθύτητα απέναντι σε αδελφούς και αδελφές. Μπορούσα να τους πω ευθέως ότι δεν είχα σκεφτεί πολύ καλά τις ιδέες μου, ότι η κατανόησή μου ήταν ρηχή ή ο ειρμός μου απλοϊκός, και εκείνοι ήταν ευπρόσδεκτοι να διορθώσουν ό,τι έλειπε. Το να εξασκώ αυτό ήταν πολύ απελευθερωτικό για μένα. Και το να λέω κάτι λάθος δεν ήταν ταπεινωτικό. Για την ακρίβεια, το γεγονός ότι φορούσα συνεχώς προσωπεία και δημιουργούσα μια ψεύτικη βιτρίνα για να προκαλώ τον θαυμασμό των άλλων ήταν υποκριτικό και αναίσχυντο. Πριν από καιρό, άρχισα να εργάζομαι δίπλα στην αδελφή που ήταν περισσότερο καιρό στην ομάδα. Ήταν πολύ καλή στη δουλειά μας και στη συναναστροφή σχετικά με την αλήθεια. Έτσι, δίσταζα να εκφράζω τις απόψεις μου κατά την εργασία μου μαζί της, έτσι ώστε να μην αποκαλύψω τα ελαττώματά μου και να φανώ πιο λογική. Όταν μου εμφανίστηκε αυτή η ιδέα, συνειδητοποίησα αμέσως ότι για άλλη μια φορά ήθελα να φορέσω προσωπείο, κι έτσι προσευχήθηκα στον Θεό και απαρνήθηκα τον εαυτό μου. Έκτοτε, κατά τις συζητήσεις μου με αυτή την αδελφή για την εργασία, δεν συγκρατήθηκα ποτέ ξανά, και ήθελα να μοιράζομαι την οπτική μου. Αυτές οι κοινές συζητήσεις με βοήθησαν να δω, αν η οπτική μου ήταν όντως έγκυρη ή όχι, και πού μπορεί να είχε ελάττωμα. Εκείνη μπορούσε να δει τις αδυναμίες μου και να μου κάνει αντίστοιχα προτάσεις. Αυτού του είδους η συνεργασία μου επέτρεψε να εξελιχθώ στην εργασία μου και στη βασιλεία της κατανόησης των αρχών. Η εμπειρία μου ήταν ότι επικοινωνώντας και συζητώντας εκούσια με άλλους, όντας ένα ειλικρινές άτομο και κάνοντας το καθήκον μου αντιμετωπίζοντας άμεσα τον Θεό, το σκότος της καρδιάς μου χανόταν λίγο-λίγο, κι έτσι ένιωθα πολύ καλύτερα. Επίσης, άρχισα να βελτιώνομαι πολύ περισσότερο στο καθήκον μου. Ευχαριστώ τον Θεό μέσα από την καρδιά μου για την καθοδήγησή Του!

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Απάντηση