Μπορούμε να βλέπουμε τους άλλους μόνο υπό το πρίσμα των λόγων του Θεού

13 Ιουλίου 2023

Γνώριζα τη Σίλα από παλιά και την ήξερα καλά. Όποτε συναντιόμασταν, πάντα μου μιλούσε για την κατάστασή της. Έλεγε ότι ήταν πάντα καχύποπτη και νοιαζόταν πολύ για το τι σκέφτονταν οι άλλοι γι’ αυτήν, ότι μπορούσε να γίνει πολύ μικροπρεπής, και πάντα ανέλυε τι εννοούσαν οι άλλοι. Μπορούσε να εκνευριστεί με το παραμικρό βλέμμα ή το ύφος κάποιου, ή ακόμα και με κάποιο φευγαλέο σχόλιο. Δεν ήθελε να είναι έτσι, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έλεγε συχνά ότι ήταν βαθιά διεφθαρμένη, ύπουλη και χωρίς ανθρώπινη φύση, ότι μισούσε το πόσο πολύ εκτιμούσε τη φήμη και το κύρος, και καθώς μιλούσε, έκλαιγε. Βλέποντάς την τόσο μετανιωμένη και αηδιασμένη με τον εαυτό της, πίστευα ότι ήθελε να αλλάξει. Ίσως η διεφθαρμένη διάθεση να ήταν σοβαρή. Ήταν η αχίλλειος πτέρνα της και η αλλαγή δεν θα ερχόταν εύκολα· θα έπαιρνε χρόνο. Έτσι πίστευα ότι θα έπρεπε να δείξω κατανόηση. Αν ήθελε να κουβεντιάσουμε, όση δουλειά κι αν είχα την άφηνα στην άκρη και την άκουγα να ανοίγει την καρδιά της, και συχνά την παρηγορούσα και συναναστρεφόμουν μαζί της. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί αν και φαινόταν λογική στη συναναστροφή της και είχε αυτογνωσία, όταν άλλοι τόνιζαν τα προβλήματά της, πίστευε ότι την περιφρονούσαν και γινόταν αρνητική. Αυτό συνέβαινε ξανά και ξανά και δεν άλλαζε ποτέ. Επιπλέον, είχε μιλήσει με πολλούς ανθρώπους για το θέμα αυτό, είχε ανοιχτεί πολλές φορές και πολλοί είχαν συναναστραφεί μαζί της. Όμως, μετά από χρόνια, δεν είχε δείξει το παραμικρό σημάδι βελτίωσης.

Θυμάμαι μια φορά, ένας επόπτης εξέταζε ένα θέμα που είχαμε με το πότισμα νεοφώτιστων, λέγοντας ότι δεν ήμασταν αρκετά στοργικοί και υπομονετικοί μαζί τους, και δεν τους είχαμε συναναστραφεί και υποστηρίξει αμέσως όταν δεν συναθροίζονταν, πράγμα ανεύθυνο. Ο επόπτης το έλεγε αυτό σε όλους τους εργάτες ποτίσματος, και δεν ξεχώριζε κανέναν συγκεκριμένα. Αλλά η Σίλα είπε ότι την εξέθετε και την έκανε να χάσει την υπόληψή της, οπότε δεν ήθελε να μιλήσει στη συνάθροιση. Άλλη φορά, ένας αδελφός έκανε συναναστροφή για την κατάστασή του, και είπε ότι ενίοτε όταν είχε να κάνει με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου δεν τους φερόταν δίκαια. Συναναστράφηκε για την εμπειρία του και για το πώς βελτιώθηκε και κέρδισε την είσοδο. Όταν όμως το άκουσε αυτό η Σίλα, νόμιζε ότι μιλούσε γι’ αυτήν, και ότι ο αδελφός κακολογούσε το επίπεδό της και την περιφρονούσε. Μετά από αυτό, ήταν αρνητική για πολλές μέρες, ανέπτυξε προκατάληψη για τον αδελφό, τον απέφευγε και τον αγνοούσε. Μια άλλη φορά, σε συζήτηση για το έργο, ο επόπτης επεσήμανε ένα μικρό ζήτημα για το πώς πότιζε η Σίλα τους νεοφώτιστους, και εκείνη άρχισε να κλαίει και έφυγε τρέχοντας, και επέστρεψε μετά από αρκετή ώρα. Κάθισε σιωπηλά σε μια γωνιά, με δάκρυα στα μάτια, λες και είχε αδικηθεί βαθιά. Όταν είδα την έκφρασή της, δεν μπορούσα να γαληνέψω την καρδιά μου και αναστατώθηκε η συνάθροιση. Τελικά, ο επόπτης δεν είχε επιλογή παρά να την παρηγορήσει και να την ενθαρρύνει, και τελικά ηρέμησε. Αργότερα, τη συναναστράφηκε ο επικεφαλής, τονίζοντας ότι εκτιμούσε πάρα πολύ τη φήμη και το κύρος, και ότι έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής για να κάνει το καθήκον της. Εκείνη δεν το δέχτηκε αυτό: Από τη μία είπε ότι η κριτική του επόπτη ήταν προκατειλημμένη και άδικη, ενώ παράλληλα έλεγε ότι είχε δύσκολη φύση, και ήθελε να αλλάξει, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Είπε επίσης: «Δεν υπάρχει σωτηρία για μένα. Γιατί να έχω τέτοια φύση; Γιατί όλοι είναι καλύτεροι από μένα και έχουν λιγότερο περίπλοκες σκέψεις; Γιατί ο Θεός δεν μου έδωσε καλή φύση;» Όταν τα άκουσα όλα αυτά, σκέφτηκα: «Πόσο άθλιο και παράλογο εκ μέρους της! Πώς μπορεί να κατηγορεί τον Θεό;» Μα σκέφτηκα ότι ίσως ήταν σε άσχημη κατάσταση τελευταία, και έλεγε αυτά τα πράγματα επειδή απειλήθηκε η φήμη και η θέση της. Ίσως όταν η κατάστασή της βελτιωνόταν, να σταματούσε να είναι έτσι.

Μα αργότερα συνειδητοποίησα ότι όποιος κι αν ήταν μαζί της, πάντα περιοριζόταν από τις εκφράσεις του. Αν πίστευε ότι κάποιος ήταν ψυχρός μαζί της ή αν δεν της άρεσε το ύφος του, συμπέραινε ότι το άτομο αυτό την είχε βάλει στο μάτι. Όταν αλληλεπιδρούσα μαζί της, ήμουν εξαιρετικά προσεκτική, ανησυχούσα μην την προσβάλω, μη γίνει αρνητική και καθυστερήσει τα καθήκοντά της. Το να αλληλεπιδρώ μαζί της με έπνιγε και συχνά ήθελα να την αποφεύγω. Μα θυμόμουν ότι ήμουν κι εγώ διεφθαρμένη και δεν θα έπρεπε να βλέπω τους άλλους με κριτικό μάτι, μα να είμαι στοργική και να λογαριάζω τις δυσκολίες τους, και να είμαι ανεκτική και συμπονετική. Έτσι πίεζα τον εαυτό μου να αλληλεπιδρά μαζί της και πάσχιζα να μην την προσβάλω.

Αργότερα, επειδή η Σίλα δεν δεχόταν καθόλου την αλήθεια, ήταν παράλογη, και διατάρασσε την εκκλησία, ο επικεφαλής την απέλυσε και της ζήτησε να απομονωθεί και να σκεφτεί. Ξαφνιάστηκα αρκετά όταν άκουσα τα νέα, γιατί αν και ενδιαφερόταν υπερβολικά για τη φήμη και το κύρος και ήταν καχύποπτη απέναντι στους άλλους, ήταν αρκετά πρόθυμη να ανοιχτεί και να συναναστραφεί, και έδειχνε να αναζητά την αλήθεια. Γιατί λοιπόν να απομονωθεί; Αλλά αργότερα σε μια συνάθροιση, οι επικεφαλής διάβασαν τις αξιολογήσεις της Σίλα και ανέλυσαν τη συμπεριφορά της με τα λόγια του Θεού, κι απέκτησα κάποια διάκριση γι’ αυτήν. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Οι παράλογοι, ανελέητα ενοχλητικοί άνθρωποι, όταν ενεργούν, σκέφτονται μόνο τα δικά τους συμφέροντα. Κάνουν ό,τι θέλουν και ο λόγος τους είναι γεμάτος από παράλογες αιρέσεις. Δεν καταλαβαίνουν από λογική και ξεχειλίζουν από φαύλη διάθεση. Κανείς δεν τολμά να αλληλεπιδράσει μαζί τους, και κανείς δεν είναι πρόθυμος να συναναστραφεί μαζί τους σχετικά με την αλήθεια, φοβούμενοι όλοι μήπως προκαλέσουν μόνοι τους την καταστροφή τους. Οι άνθρωποι αγχώνονται όταν τους λένε τη γνώμη τους, φοβούμενοι ότι αν πουν έστω και μια λέξη που δεν τους αρέσει ή δεν είναι σύμφωνη με τις επιθυμίες τους, θα πιαστούν απ’ αυτή και θα προβούν σε εξωφρενικές κατηγορίες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι κακοί; Δεν είναι ζωντανοί δαίμονες; Όλοι όσοι έχουν φαύλες διαθέσεις και διαταραγμένη λογική είναι ζωντανοί δαίμονες. Και όταν κάποιος αλληλεπιδρά με έναν ζωντανό δαίμονα, μπορεί να προκαλέσει καταστροφή στον εαυτό του με μια στιγμιαία απροσεξία. Δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα αν υπήρχαν τέτοιοι ζωντανοί δαίμονες στην εκκλησία; (Θα δημιουργούσε.) Αφού αυτοί οι ζωντανοί δαίμονες έχουν ξεσπάσει και έχουν εκτονώσει τον θυμό τους, ίσως μιλήσουν για λίγο σαν άνθρωποι και ζητήσουν συγγνώμη, αλλά μετά δεν πρόκειται να αλλάξουν. Ποιος ξέρει πότε θα χαλάσει η διάθεσή τους και πότε θα ξεσπάσουν εκ νέου, εκστομίζοντας τις εξωφρενικές αιρέσεις τους; Κάθε φορά είναι διαφορετικός ο στόχος της οργής και του ξεσπάσματός τους· όπως και η πηγή και το παρασκήνιο των ξεσπασμάτων τους. Το οτιδήποτε μπορεί να πυροδοτήσει την αντίδρασή τους. Το οτιδήποτε μπορεί να τους κάνει να νιώσουν δυσαρεστημένοι και το οτιδήποτε μπορεί να τους κάνει να αντιδράσουν με αγενή και παράλογο τρόπο. Πόσο τρομακτικό και πόσο ενοχλητικό! Αυτοί οι κακοί άνθρωποι συμπεριφέρονται λες και είναι ψυχικά άρρωστοι. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να χάσουν τα λογικά τους, και ουδείς γνωρίζει τι είναι ικανοί να κάνουν. Έχω τεράστιο μίσος γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Κάθε ένας από αυτούς πρέπει να εκκαθαριστεί —πρέπει να αποπεμφθούν όλοι. Δεν θέλω να ασχοληθώ μαζί τους. Έχουν μπερδεμένη σκέψη και κτηνώδη ιδιοσυγκρασία, είναι γεμάτοι παράλογες αιρέσεις και ασυναρτησίες, και όταν τους συμβαίνει κάτι, ξεσπούν γι’ αυτό με ορμητικό τρόπο. […] Δεν παραδέχονται ότι έχουν πρόβλημα, αντίθετα μεταθέτουν την ευθύνη στους άλλους. Κατηγορούν ακόμη και άλλους ανθρώπους για τη συμπεριφορά τους, ισχυριζόμενοι ότι τους έχουν κακομεταχειριστεί, λες και όλα τα ξεσπάσματά τους και οι παράλογες φασαρίες τους οφείλονται σε κάποιον άλλον και δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συμπεριφερθούν έτσι. Το παίζουν λες και ενεργούσαν σε αυτοάμυνα, λες και για όλα φταίνε οι άλλοι. Μόλις νιώσουν δυσαρεστημένοι, αρχίζουν να εκτονώνουν τον θυμό τους, να εκτοξεύουν ανοησίες και να εκστομίζουν τις παράλογες αιρέσεις τους. Φέρονται λες και φταίει κάποιος άλλος, λες και μόνο αυτοί είναι καλοί και όλοι οι άλλοι είναι κακοί. Και σε όσα ξεσπάσματα κι αν προβούν και όσες παράλογες αιρέσεις κι αν ξεστομίσουν, εξακολουθούν να θέλουν οι άλλοι να μιλούν καλά γι’ αυτούς. Όταν έχουν κάνει κάτι κακό, δεν επιτρέπουν σε κανέναν να το εκθέσει ή να τους κατηγορήσει. Αν πεις κάτι κακό γι’ αυτούς, θα σε ενοχλούν ασταμάτητα γι’ αυτό και δεν θα το αφήσουν ποτέ να πέσει κάτω. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι παράλογοι, ανελέητα ενοχλητικοί άνθρωποι, και είναι όλοι τους κακοί» («Ο Λόγος», τόμ. 5: «Οι υποχρεώσεις των επικεφαλής και των εργατών»). Μόλις κάποιος πει κάτι που απειλεί τα συμφέροντά τους, μιλούν παράλογα και κάνουν σκηνή. Έχουν τόσο μοχθηρές διαθέσεις, που οι άλλοι φοβούνται να τους προσβάλουν και να τους αντιμετωπίσουν. Αναστατώνουν τους αδελφούς και την εκκλησιαστική ζωή. Η Σίλα ήταν έτσι απ’ την αρχή. Όταν επεσήμαιναν τα προβλήματά της, δεν σκεφτόταν αν αυτά που έλεγαν ήταν αληθινά και δεν προβληματιζόταν, μα επικεντρωνόταν στο ύφος και τη στάση τους. Αν δεν της άρεσαν, τρελαινόταν και είτε δυσανασχετούσε και σχημάτιζε κακή γνώμη, νομίζοντας ότι την είχαν βάλει στο μάτι και την υποτιμούσαν, είτε εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της κλαίγοντας. Αυτό περιόριζε τους άλλους, που έπρεπε είτε να την αποφεύγουν είτε να της κάνουν το χατίρι. Ο επόπτης μάς ανέλυσε τα προβλήματα στο έργο ποτίσματος για να βελτιωθούμε και να κάνουμε καλύτερα τα καθήκοντά μας, αλλά εκείνη πίστευε ότι την ξεχώριζε και αναφερόταν στα παρελθοντικά λάθη της, έτσι σχημάτισε κακή γνώμη για τον επόπτη και έκλαιγε συνεχώς λες και είχε αδικηθεί, κάτι που διατάραξε τη συνάθροιση κι αναστάτωσε τους πάντες. Όταν ένας αδελφός συναναστράφηκε για την κατάστασή του, και είπε ότι αδυνατούσε να φέρεται δίκαια στους άλλους, εκείνη θεώρησε ότι την υποτιμούσε, γι’ αυτό και τον αγνόησε, και μάλιστα άρχισε να κλαίει για να ξεσπάσει. Κανείς δεν της εναντιωνόταν ούτε την προσέβαλλε και μόνο με λεπτό τρόπο μπορούσαν να της μιλήσουν, καθησυχάζοντάς την και συμφωνώντας μαζί της. Μόνο τότε έκανε το καθήκον της. Η Σίλα συμπεριφερόταν έτσι για χρόνια. Σχημάτιζε κακή γνώμη για όποιον έβλαπτε τη φήμη και το κύρος της ή απειλούσε τα συμφέροντά της. Έλεγε μάλιστα ότι ήταν αρνητική λόγω της συμπεριφοράς των άλλων απέναντί της, πράγμα που ήταν μια εντελώς παράλογη αντιστροφή της αλήθειας. Δεν ήταν ένας από τους παράλογους ανθρώπους που εξέθεσε ο Θεός; Μόνο αφού το κατάλαβα αυτό, είδα ότι η καχυποψία και η υπερβολική ανησυχία για τη φήμη δεν ήταν τα μόνα προβλήματα της Σίλα· δεν αποδεχόταν την αλήθεια και ήταν ένα ενοχλητικό και παράλογο άτομο. Σκέφτηκα που όταν την έβλεπα να συζητά συχνά για την κατάστασή της, να μιλά για τη διαφθορά της, να αναλύει τον εαυτό της σε συναθροίσεις, μέχρι και να κλαίει και να δείχνει μετανιωμένη όταν μιλούσε για τη διαφθορά της, πίστευα ότι είχε πραγματική αυτογνωσία και αναζητούσε την αλήθεια. Τι συνέβαινε με την κατανόησή μου;

Αφότου συναναστράφηκα τα λόγια του Θεού με τους αδελφούς και τις αδελφές, τελικά απέκτησα κάποια διάκριση για την υποτιθέμενη «αυτογνωσία» της. «Όταν μερικοί άνθρωποι συναναστρέφονται σχετικά με την αυτογνωσία τους, το πρώτο πράγμα που βγαίνει από το στόμα τους είναι: “Είμαι ένας διάβολος, ένας ζωντανός Σατανάς, άνθρωπος που αντιστέκεται στον Θεό. Τον παρακούω και Τον προδίδω· είμαι μια οχιά, ένας κακός άνθρωπος άξιος κατάρας”. Είναι αυτό αληθινή αυτογνωσία; Μιλούν μόνο με γενικόλογα. Γιατί δεν δίνουν παραδείγματα; Γιατί δεν μπορούν να φέρουν τα επαίσχυντα που έκαναν στο φως της ημέρας για ανάλυση; Μερικοί που δεν έχουν καλή κρίση τούς ακούνε και σκέφτονται: “Αυτή μάλιστα, είναι αληθινή αυτογνωσία! Να έχουν επίγνωση ότι είναι σαν τον διάβολο, τον Σατανά, και μάλιστα να καταριούνται τον εαυτό τους —σε τι επίπεδα έχουν φτάσει!” Πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα οι νέοι στην πίστη, παραπλανώνται εύκολα από τέτοια λόγια. Νομίζουν ότι ο ομιλητής είναι αγνός και κατανοεί τα πνευματικά ζητήματα, ότι είναι άνθρωπος που αγαπά την αλήθεια και έχει τα προσόντα να ηγείται. Ωστόσο, μόλις αλληλεπιδράσουν μαζί του για λίγο, διαπιστώνουν ότι δεν είναι έτσι, ότι το άτομο δεν είναι αυτό που φαντάζονταν, ότι είναι εξαιρετικά ψεύτικο και απατηλό, επιδέξιο στη μεταμφίεση και την πλαστοπροσωπία, γεγονός το οποίο οδηγεί σε μεγάλη απογοήτευση. Σε ποια βάση μπορεί να θεωρηθεί ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν πραγματικά τον εαυτό τους; Δεν μπορείς απλώς να λάβεις υπόψη σου τι λένε —το κλειδί είναι να διαπιστώσεις αν είναι σε θέση να κάνουν πράξη και να αποδεχτούν την αλήθεια. Αυτοί που κατανοούν πραγματικά την αλήθεια όχι μόνο έχουν αληθινή αυτογνωσία, αλλά, το σημαντικότερο, είναι σε θέση να κάνουν πράξη την αλήθεια. Δεν μιλούν μόνο για την αληθινή κατανόησή τους, αλλά είναι επίσης σε θέση να κάνουν πραγματικά αυτό που λένε. Δηλαδή, τα λόγια τους είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις πράξεις τους. Αν αυτό που λένε ακούγεται συγκροτημένο και ευχάριστο, αλλά δεν το κάνουν, δεν το βιώνουν, τότε έχουν γίνει Φαρισαίοι σε αυτό, είναι υποκριτές και σίγουρα δεν είναι άνθρωποι με αυτογνωσία. Πολλοί άνθρωποι ακούγονται πολύ συγκροτημένοι όταν συναναστρέφονται την αλήθεια, όμως δεν συνειδητοποιούν πότε έχουν εκρήξεις διεφθαρμένης διάθεσης. Είναι αυτοί άνθρωποι με αυτογνωσία; Εάν κάποιοι δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους, είναι άνθρωποι που καταλαβαίνουν την αλήθεια; Όλοι όσοι δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους είναι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν την αλήθεια, ενώ όσοι λένε κενά λόγια αυτογνωσίας έχουν ψευδή πνευματικότητα, είναι ψεύτες. Μερικοί ακούγονται πολύ συγκροτημένοι όταν λένε λόγια δόγματος, όμως το πνεύμα τους είναι απαθές και θολωμένο, δεν έχουν αντίληψη και δεν ανταποκρίνονται σε κανένα θέμα. Μπορεί να ειπωθεί ότι είναι απαθείς, όμως μερικές φορές, από τα λεγόμενά τους, φαίνονται αρκετά οξυδερκείς. Για παράδειγμα, αμέσως μετά από ένα περιστατικό, μπορούν αμέσως να γνωρίσουν τον εαυτό τους: “Μόλις τώρα μου ήρθε μια ιδέα. Το σκέφτηκα και συνειδητοποίησα ότι ήταν πανούργο, ότι εξαπατούσα τον Θεό”. Μερικοί άνθρωποι που δεν έχουν καλή κρίση ζηλεύουν όταν το ακούνε αυτό, λέγοντας: “Αυτό το άτομο συνειδητοποιεί αμέσως πότε έχει μια έκρηξη διαφθοράς, και μπορεί και να ανοιχτεί και να συναναστραφεί γι’ αυτό. Αντιδρά πολύ γρήγορα, το πνεύμα του είναι οξυδερκές, είναι πολύ καλύτερος από εμάς. Πραγματικά επιδιώκει την αλήθεια”. Είναι αυτός ακριβής τρόπος να μετράς τους ανθρώπους; (Όχι.) Ποια θα πρέπει να είναι η βάση για να αξιολογηθεί εάν οι άνθρωποι γνωρίζουν πραγματικά τον εαυτό τους; Δεν πρέπει να είναι μόνο τα όσα ξεστομίζουν. Πρέπει να εξετάζετε, επίσης, τι πραγματικά εκδηλώνεται σε αυτούς, και η απλούστερη μέθοδος γι’ αυτό είναι να εξετάζετε εάν είναι σε θέση να ασκήσουν την αλήθεια —αυτό έχει την κρισιμότερη σημασία. Η ικανότητά τους να ασκούν την αλήθεια αποδεικνύει ότι γνωρίζουν αληθινά τον εαυτό τους, επειδή όσοι γνωρίζουν αληθινά τον εαυτό τους εκδηλώνουν μετάνοια, και μόνο όταν οι άνθρωποι εκδηλώνουν μετάνοια γνωρίζουν αληθινά τον εαυτό τους» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο η αυτογνωσία βοηθά στην επιδίωξη της αλήθειας). Διαβάζοντας τα λόγια του Θεού, έμαθα ότι όσοι έχουν αυτογνωσία μπορούν να αποδεχτούν την αλήθεια, να ντραπούν όταν αποκαλύψουν διαφθορά, και να μετανοήσουν και να αλλάξουν. Οι άλλοι λένε τα σωστά λόγια, αποκαλώντας τους εαυτούς τους δαίμονες ή Σατανά, λες και έχουν μεγάλη αυτογνωσία, αλλά όταν κλαδεύονται, δεν το δέχονται και δεν προβληματίζονται, και μάλιστα υπερασπίζονται τον εαυτό τους με παραπειστικά επιχειρήματα. Όση αυτογνωσία κι αν φαίνεται να έχουν αυτοί, είναι όλα ένα τέχνασμα. Η Σίλα πάντα συνομιλούσε με τους άλλους για την κατάστασή της, λέγοντας ότι την ένοιαζε πολύ η υπόληψη, ότι περιοριζόταν απ’ τη στάση των άλλων, και ότι ήταν ύπουλη και καχύποπτη απέναντί τους. Επιφανειακά, φαινόταν ότι μιλούσε ευθέως και ήταν ειλικρινής, ότι μπορούσε να εντοπίσει τη διαφθορά της και να κάνει αυτοκριτική, και μερικές φορές έκλαιγε ενώ μιλούσε. Έδειχνε μετανιωμένη και σαν να σιχαινόταν τον εαυτό της. Γι’ αυτό, πίστευα ότι αναζητούσε την αλήθεια. Όμως μιλούσε γι’ αυτές τις συμπεριφορές εδώ και χρόνια, αλλά δεν φαινόταν ποτέ να αλλάζει. Μόνο μέσα απ’ την αποκάλυψη των λόγων του Θεού είδα ότι η υποτιθέμενη αυτογνωσία της ήταν ένα θέατρο· δεν αποδεχόταν την αλήθεια ούτε αναλογιζόταν τη διαφθορά της. Απέδιδε συχνά στον εαυτό της διάφορους βαθυστόχαστους, αλλά κενούς χαρακτηρισμούς, λέγοντας ότι είχε κακή ανθρώπινη φύση, ότι ήταν ύπουλη, κακόβουλη, αντίχριστη, και ότι της άξιζε η κόλαση. Φαινόταν σαν να είχε μεγάλη αυτογνωσία, αλλά όταν τόνιζαν τα προβλήματά της ή την κλάδευαν και την αντιμετώπιζαν, δεν ήταν καθόλου δεκτική, και μάλιστα αντιστεκόταν, ήταν ενοχλητική και παράλογη. Ξεσπούσε σε κλάματα και διαφωνούσε για το σωστό και το λάθος, κι ενοχλούσε τους άλλους σε βαθμό που δεν συναθροίζονταν ούτε έκαναν καθήκον. Αναστάτωνε σοβαρά την εκκλησιαστική ζωή και το έργο της εκκλησίας. Στο παρελθόν, δεν καταλάβαινα την αλήθεια και δεν είχα διάκριση, έτσι με εξαπάτησε η εξωτερική της συμπεριφορά, και μάλιστα πίστευα ότι αναζητούσε την αλήθεια. Πόσο μπερδεμένη και ανόητη ήμουν! Μόνο αργότερα κατάλαβα ότι δεν μιλούσε για την κατάστασή της επειδή αναζητούσε την αλήθεια για να επιλύσει τα προβλήματά της και να διορθώσει την κατάστασή της, αλλά απλώς επειδή ήθελε κάποιον για να εκφράσει τα παράπονά της, να την παρηγορήσει και να μετριάσει τα βάσανά της. Σε όσους κι αν ανοίχτηκε, ήταν πάντα απλώς μια αναστάτωση. Αν δεν την απέλυαν και δεν ανέλυαν την κατάστασή της, δεν θα αποκτούσα διάκριση γι’ αυτήν. Θα της φερόμουν ως αδελφή με ανοχή και υπομονή, και ίσως άθελά μου ακόμη και να εξαπατούμουν απ’ αυτήν. Κατάλαβα τη σημασία του να βλέπουμε τους ανθρώπους βάσει των λόγων του Θεού!

Αργότερα, διάβασα κάποια λόγια του Θεού, με τα οποία κατάλαβα τα κίνητρα της Σίλα και τις τακτικές εξαπάτησής της. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Πώς μπορεί κανείς να διακρίνει αν ένας άνθρωπος αγαπά την αλήθεια; Από μία άποψη, πρέπει να εξετάσει εάν αυτό το άτομο μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του με βάση τον λόγο του Θεού, εάν μπορεί να κάνει αυτοκριτική και να αισθανθεί αληθινή μεταμέλεια. Από μια άλλη άποψη, πρέπει να εξετάσει εάν μπορεί ν’ αποδεχθεί και να κάνει πράξη την αλήθεια. Εάν μπορεί ν’ αποδεχθεί και να κάνει πράξη την αλήθεια, είναι άτομο που αγαπά την αλήθεια και μπορεί να υπακούει στο έργο του Θεού. Εάν μόνο αναγνωρίζει την αλήθεια, αλλά ποτέ δεν την αποδέχεται ούτε την κάνει πράξη, όπως λένε ορισμένοι: “Κατανοώ όλη την αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να την κάνω πράξη”, αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι άτομο που αγαπά την αλήθεια. Μερικοί άνθρωποι παραδέχονται ότι ο λόγος του Θεού είναι η αλήθεια κι ότι έχουν διεφθαρμένες διαθέσεις· λένε δε ότι είναι πρόθυμοι να μετανοήσουν και να ξεκινήσουν από την αρχή, μετά όμως απ’ αυτό, δεν υπάρχει καμία απολύτως αλλαγή. Τα λόγια κι οι πράξεις τους είναι και πάλι όπως πριν. Όταν μιλούν για αυτογνωσία, είναι σαν να λένε κάποιο αστείο ή να φωνάζουν ένα σύνθημα. Δεν κάνουν αυτοκριτική ούτε γνωρίζουν καθόλου τον εαυτό τους ως τα βάθη της καρδιάς τους και, το σημαντικότερο, δεν έχουν καμία στάση μεταμέλειας. Λιγότερο ακόμη ανοίγονται για τη διαφθορά τους κατά τρόπο απλό, προκειμένου να κάνουν πραγματικά την αυτοκριτική τους. Αντιθέτως, υποκρίνονται ότι γνωρίζουν τον εαυτό τους κάνοντας απλώς τα διαδικαστικά και ενεργώντας τυπικά. Δεν είναι άνθρωποι που γνωρίζουν πραγματικά τον εαυτό τους ή αποδέχονται την αλήθεια. Όταν άνθρωποι σαν αυτούς μιλούν για αυτογνωσία, το κάνουν τυπικά. Επιδίδονται σε προσποίηση και απάτη, αλλά και ψεύτικη πνευματικότητα. Μερικοί άνθρωποι είναι δόλιοι, κι όταν βλέπουν άλλους να συναναστρέφονται σχετικά με την αυτογνωσία τους, σκέφτονται: “Όλοι οι άλλοι ανοίγονται και αναλύουν τον δόλο τους. Αν δεν πω τίποτα, όλοι θα νομίζουν ότι δεν γνωρίζω τον εαυτό μου. Θα πρέπει να κρατήσω τους τύπους, λοιπόν!” Κατόπιν τούτου, περιγράφουν τον δόλο τους ως εξαιρετικά σοβαρό, απεικονίζοντάς τον με δραματικό τρόπο, και η αυτογνωσία τους φαίνεται ιδιαίτερα βαθιά. Ο καθένας που τους ακούει αισθάνεται ότι γνωρίζουν πραγματικά τον εαυτό τους και, στη συνέχεια, τους κοιτάζει με φθόνο, κάτι που με τη σειρά του τους κάνει να νιώθουν σαν να είναι γεμάτοι δόξα, σαν να τους στόλισε μόλις ένα φωτοστέφανο. Αυτός ο τρόπος αυτογνωσίας, που επιτυγχάνεται ενεργώντας τυπικά, σε συνδυασμό με την προσποίηση και την απάτη τους, παραπλανά εντελώς τους άλλους. Μπορεί η συνείδησή τους να είναι ήσυχη όταν το κάνουν αυτό; Δεν πρόκειται απλώς για κραυγαλέο δόλο; Εάν οι άνθρωποι δεν λένε παρά κενά λόγια σχετικά με την αυτογνωσία, τότε, όσο υψηλή ή καλή κι αν φαίνεται αυτή η γνώση, θα συνεχίσουν και πάλι ν’ αποκαλύπτουν μια διεφθαρμένη διάθεση, όπως ακριβώς και πριν, χωρίς ν’ αλλάζουν καθόλου. Αυτό δεν είναι γνήσια αυτογνωσία. Εάν οι άνθρωποι μπορούν εσκεμμένα να προσποιούνται και να εξαπατούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό αποδεικνύει ότι δεν αποδέχονται καθόλου την αλήθεια και είναι ακριβώς όπως οι άπιστοι. Μιλώντας για την αυτογνωσία τους κατ’ αυτόν τον τρόπο, απλώς ακολουθούν την τάση και λένε ό,τι ταιριάζει στα γούστα του καθενός. Δεν είναι παραπλανητική η γνώση κι η ανάλυση του εαυτού τους; Είναι αυτό γνήσια αυτογνωσία; Σίγουρα όχι. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν ανοίγονται και δεν αναλύουν τον εαυτό τους από καρδιάς, και απλώς μιλούν λίγο για το ότι γνωρίζουν τον εαυτό τους μ’ έναν ψεύτικο, παραπλανητικό τρόπο, ώστε να κάνουν απλώς τα άκρως απαραίτητα. Ακόμη σοβαρότερο είναι ότι για να κάνουν τους άλλους να τους θαυμάζουν και να τους ζηλεύουν, σκόπιμα υπερβάλλουν ώστε να κάνουν τα προβλήματά τους να φαίνονται σοβαρότερα όταν συζητούν περί αυτογνωσίας, κάτι που σημαίνει ότι, όταν ανοίγονται, αυτό νοθεύεται από τις προσωπικές τους προθέσεις και τους προσωπικούς τους στόχους. Όταν το κάνουν αυτό, δεν αισθάνονται ένοχοι, η συνείδησή τους δεν τους ενοχλεί αφού προσποιηθούν και προβούν σε απάτη, δεν αισθάνονται τίποτα αφού επαναστατήσουν ενάντια στον Θεό και Τον εξαπατήσουν, ούτε και προσεύχονται σ’ Εκείνον για να παραδεχτούν το σφάλμα τους. Δεν είναι αδιάλλακτοι οι άνθρωποι αυτοί; Αν δεν αισθάνονται ένοχοι, μπορούν ποτέ να νιώσουν μεταμέλεια; Μπορεί κάποιος χωρίς αληθινή μεταμέλεια ν’ απαρνηθεί τη σάρκα και να κάνει πράξη την αλήθεια; Μπορεί κάποιος χωρίς αληθινή μεταμέλεια να μετανοήσει πραγματικά; Σίγουρα όχι. Αν δεν νιώθει καν μεταμελημένος, δεν είναι παράλογο να μιλάμε για αυτογνωσία; Δεν είναι απλώς προσποίηση κι απάτη αυτό;» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο η αυτογνωσία βοηθά στην επιδίωξη της αλήθειας). Της άρεσε να μιλάει για την κατάστασή της και έκανε αυτοκριτική στις συναθροίσεις με τα λόγια του Θεού. Περιέγραφε τον εαυτό της με τους πιο σοβαρούς όρους. Φαινόταν λες και είχε μεγάλη αυτογνωσία, λες και ήταν πολύ μετανιωμένη και μισούσε τον εαυτό της, αλλά όλα αυτά ήταν ένα θέατρο που έπαιζε για τους άλλους, για να τους κάνει να νομίζουν ότι αποδέχεται την αλήθεια και ότι έχει αυτογνωσία. Η υποτιθέμενη αυτογνωσία ήταν ο τρόπος της να εξαπατά τους άλλους, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι ξεγύμνωνε με θάρρος τον εαυτό της, έτσι ώστε όχι μόνο να μην την καταλάβουν, αλλά και να τη σέβονται πολύ. Επίσης, όποτε αποκάλυπτε διαφθορά, περιέγραφε τον εαυτό της βάσει της αποκάλυψης του Θεού για τους αντίχριστους, λέγοντας ότι επιζητούσε τη φήμη και το κύρος, ότι βάδιζε στο μονοπάτι ενός αντίχριστου, ότι η επιθυμία για το κύρος είχε κυριεύσει τη ζωή της και ότι αν δεν μετανοούσε, αυτή η επιθυμία θα τη σκότωνε. Μα μόλις κάτι απειλούσε τη φήμη και το κύρος της, επέστρεφε στους παλιούς της τρόπους, κι έτσι, αν και συναναστρεφόταν χρόνια για την κατάστασή της, δεν είχε επιτύχει αλλαγή. Οι επικεφαλής τής είχαν πει τα προβλήματά της και την είχαν συναναστραφεί, μα δεν άκουγε και δεν έκανε καμία αλλαγή. Μάλιστα, αντιστεκόταν, ερχόταν σε αντιπαράθεση και έθετε παραπειστικά επιχειρήματα. Όταν έβλεπε τους άλλους να παραμερίζουν τον εγωισμό και να αναζητούν την αλήθεια, δεν μάθαινε απ’ τα προτερήματά τους, μα πίστευε ότι απλώς γεννήθηκαν με καλή φύση, και ότι εκείνη δεν μπορούσε να ασκήσει την αλήθεια, και ήταν πάντα καχύποπτη επειδή ο Θεός δεν την είχε προικίσει με καλή φύση. Δεν σιχαινόταν τη σατανική της διάθεση, μα κατηγορούσε τον Θεό, νιώθοντας μομφή γι’ Αυτόν και λέγοντας ότι δεν είναι δίκαιος. Αυτό έδειχνε ότι η ουσία της Σίλα ήταν αυτή ενός δαίμονα, και ήταν απίστευτα άτοπη και παράλογη. Χωρίς την αποκάλυψη των λόγων του Θεού, θα της είχα φερθεί σαν κάποια που αναζητά την αλήθεια.

Σε μια συνάθροιση, είδα αυτό το απόσπασμα των λόγων του Θεού. «Μόνον αυτοί που αγαπούν την αλήθεια ανήκουν στον οίκο του Θεού· μόνον αυτοί είναι πραγματικοί αδελφοί και αδελφές. Νομίζεις ότι όλοι όσοι πηγαίνουν συχνά στη συνέλευση είναι αδελφοί και αδελφές; Όχι απαραίτητα. Ποιοι άνθρωποι δεν είναι αδελφοί και αδελφές; (Αυτοί που σιχαίνονται την αλήθεια, που δεν αποδέχονται την αλήθεια.) Όλοι αυτοί που δεν αποδέχονται την αλήθεια και έχουν κουραστεί από αυτήν είναι κακοί άνθρωποι. Είναι όλοι άνθρωποι χωρίς συνείδηση ή λογική. Κανένας από αυτούς δεν ανήκει σ’ εκείνους που σώζει ο Θεός. Αυτοί οι άνθρωποι στερούνται ανθρώπινης φύσης, είναι αμελείς στο έργο τους και αχαλίνωτοι στη συμπεριφορά τους. Ζουν με σατανικές φιλοσοφίες και επιστρατεύουν πονηρούς ελιγμούς, ενώ χρησιμοποιούν, καλοπιάνουν και εξαπατούν τους άλλους. Δεν δέχονται ούτε το παραμικρό ίχνος της αλήθειας και έχουν παρεισφρήσει στον οίκο του Θεού αποκλειστικά και μόνο για να κερδίσουν ευλογίες. Γιατί τους αποκαλούμε μη πιστούς; Επειδή έχουν κουραστεί από την αλήθεια και δεν την αποδέχονται. Μόλις κάποιος συναναστραφεί την αλήθεια, χάνουν το ενδιαφέρον τους, είναι μπουχτισμένοι απ’ αυτήν, δεν αντέχουν να ακούν γι’ αυτήν, νιώθουν ότι είναι βαρετή και δεν μπορούν να μείνουν καθισμένοι. Είναι ξεκάθαρα μη πιστοί και άπιστοι. Και ό,τι κι αν κάνεις, δεν πρέπει να τους θεωρείς αδελφούς και αδελφές. […] Αν δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια, πώς μπορούν να την κάνουν πράξη; Σύμφωνα με τι ζουν, λοιπόν; Χωρίς αμφιβολία, ζουν σύμφωνα με τις φιλοσοφίες του Σατανά, είναι διαρκώς πονηροί και πανούργοι, δεν ζουν σύμφωνα με την κανονική ανθρώπινη φύση. Ποτέ δεν προσεύχονται στον Θεό ούτε αναζητούν την αλήθεια, αλλά διεκπεραιώνουν τα πάντα χρησιμοποιώντας ανθρώπινα τεχνάσματα, τακτικές και φιλοσοφίες για τη ζωή —κάτι που κάνει εξαντλητική και επίπονη την ύπαρξη. […] Όσοι δεν αγαπούν την αλήθεια δεν πιστεύουν πραγματικά στον Θεό. Αυτοί που δεν μπορούν να αποδεχτούν καθόλου την αλήθεια δεν μπορούν να αποκαλούνται αδελφοί και αδελφές. Μόνο όσοι αγαπούν και μπορούν να αποδεχτούν την αλήθεια είναι αδελφοί και αδελφές. Ποιοι είναι, λοιπόν, εκείνοι που δεν αγαπούν την αλήθεια; Είναι όλοι άπιστοι. Εκείνοι που δεν αποδέχονται καθόλου την αλήθεια έχουν κουραστεί από την αλήθεια και την έχουν απαρνηθεί. Πιο συγκεκριμένα, είναι όλοι τους άπιστοι που έχουν παρεισφρήσει στην εκκλησία. Αν είναι ικανοί να κάνουν κάθε λογής κακό και να διακόπτουν και να διαταράσσουν το έργο της εκκλησίας, είναι τσιράκια του Σατανά. Πρέπει να απομακρυνθούν και να αποκλειστούν. Δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως αδελφοί και αδελφές. Όλοι όσοι τους δείχνουν αγάπη είναι εξαιρετικά ανόητοι και αδαείς» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μέρος τρίτο). Από τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι οι αληθινοί αδελφοί και αδελφές είναι όσοι αγαπούν και αποδέχονται την αλήθεια. Δαπανούν τον εαυτό τους για τον Θεό και έχουν μαρτυρίες άσκησης της αλήθειας. Ίσως δεν μπορούν να μιλήσουν για μεγάλη αυτογνωσία, μα αγαπούν την αλήθεια και ασκούν όσα λόγια του Θεού καταλαβαίνουν. Αν και ενίοτε ίσως κάνουν παραβάσεις, αποκαλύπτουν διαφθορά και γίνονται αρνητικοί, επειδή αναζητούν την αλήθεια, όταν κλαδεύονται και αντιμετωπίζονται ή όταν αποτυγχάνουν, μπορούν να το δεχθούν από τον Θεό, να αναζητήσουν την αλήθεια και να κάνουν αυτοκριτική. Όταν αναγνωρίζουν τα προβλήματά τους, τα διορθώνουν και βελτιώνονται. Μόνο τέτοιοι άνθρωποι είναι αληθινοί αδελφοί και αδελφές. Όσοι δεν αποδέχονται ή μάλιστα απεχθάνονται την αλήθεια, δεν μπορούν να λέγονται αδελφοί και αδελφές. Αν έχουν κακή ανθρώπινη φύση και κάνουν κακό που διαταράσσει το έργο, είναι κακούργοι και αντίχριστοι, και δεν γίνεται να αποκαλούνται αδελφοί ή αδελφές. Ακόμη κι αν παραμείνουν στην εκκλησία, είναι ψευδόπιστοι που έχουν διεισδύσει στον οίκο του Θεού. Όσο καιρό κι αν πιστεύουν, τελικά ο Θεός θα τους εκθέσει και θα τους αποκλείσει. Εξωτερικά, η Σίλα δεν φαινόταν να έχει κάνει μεγάλο κακό, αλλά ό,τι έκανε αναστάτωνε τις σκέψεις των ανθρώπων και τους εμπόδιζε στα καθήκοντά τους, και αυτό το έκανε από την αρχή. Όσο κι αν τη συναναστρέφονταν και την υποστήριζαν, δεν έκανε ποτέ την παραμικρή αλλαγή, μα ερχόταν σε αντιπαράθεση, διαφωνούσε και ήταν παράλογη. Άρα δεν δεχόταν καθόλου την αλήθεια και από τη φύση της είχε κουραστεί απ’ την αλήθεια. Είναι από το σινάφι του διαβόλου, δεν είναι αδελφή μας. Παλιά δεν καταλάβαινα αυτήν την πτυχή της αλήθειας και δεν είχα διάκριση. Νόμιζα ότι εφόσον κάποιος πίστευε στον Θεό και αναγνώριζε το όνομά Του, έπρεπε να θεωρείται αδελφός. Τους συμπονούσα και τους ανεχόμουν στα τυφλά, δείχνοντάς τους ανόητα καλοσύνη και υποστήριξη χωρίς διάκριση. Έτσι, πολλές προσπάθειές μου ήταν μάταιες. Πόσο ανόητη και μπερδεμένη ήμουν.

Τώρα που η Σίλα έχει απομονωθεί, είδα πόσο δίκαιος είναι ο Θεός. Όσοι δεν αναζητούν την αλήθεια και ενεργούν παράλογα δεν στεριώνουν στην εκκλησία, και τελικά θα εκτεθούν από τον Θεό. Κατάλαβα και τις καλές προθέσεις του Θεού: Ο Θεός όρισε καταστάσεις για να πάρω μαθήματα. Πρέπει να αρχίσω να τις εκμεταλλεύομαι. Στο εξής, θα αφιερώνω περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην αλήθεια, θα βλέπω τα πράγματα και θα ενεργώ υπό το πρίσμα των λόγων του Θεού.

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.

Σχετικό περιεχόμενο

Απάντηση