Η αγάπη του Θεού ήταν μαζί μου στη σκοτεινή φυλακή του διαβόλου
Είμαι χριστιανή της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού και ακολουθώ τον Παντοδύναμο Θεό για πάνω από δέκα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένα πράγμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι τα φοβερά δεινά όταν συνελήφθην από την αστυνομία του ΚΚΚ πριν από μια δεκαετία. Τότε, παρά το γεγονός ότι με βασάνισαν και με ποδοπάτησαν κακοί δαίμονες και πλησίασα πολλές φορές τον θάνατο, ο Παντοδύναμος Θεός χρησιμοποίησε το ισχυρό Του χέρι για να με καθοδηγήσει και να με προστατεύσει, να με επαναφέρει στη ζωή και να με φέρει πίσω στην ασφάλεια… Μέσα από αυτά, βίωσα πραγματικά την υπέρβαση και το μεγαλείο της ζωτικής δύναμης του Θεού και κέρδισα τον πολύτιμο πλούτο της ζωής που μου προσέφερε ο Θεός.
Ήταν 23 Ιανουαρίου 2004 (η δεύτερη ημέρα του κινεζικού νέου έτους). Έπρεπε να πάω να επισκεφθώ μια αδελφή από την εκκλησία επειδή είχε προβλήματα και χρειαζόταν επειγόντως βοήθεια. Επειδή ζούσε μακριά, έπρεπε να σηκωθώ νωρίς για να πάρω ταξί, ώστε να επιστρέψω την ίδια μέρα. Έφυγα από το σπίτι την ώρα που άρχιζε να χαράζει. Δεν υπήρχε σχεδόν κανείς στους δρόμους, μόνον οι εργάτες που καθάριζαν τα σκουπίδια. Έψαξα με ανυπομονησία για ταξί, αλλά δεν υπήρχε κανένα εκεί γύρω. Πήγα σε μια πιάτσα να περιμένω και βγήκα στον δρόμο για να κάνω σήμα σε ένα όταν το είδα να έρχεται —όμως αποδείχθηκε ότι ήταν όχημα που ανήκε στο Γραφείο Προστασίας του Περιβάλλοντος. Με ρώτησαν γιατί τους είχα κάνει σήμα. «Λυπάμαι, έκανα λάθος, νόμιζα ότι ήσασταν ταξί», είπα. «Νομίζουμε ότι κολλούσες παράνομες αφίσες», απάντησαν. «Με είδατε να το κάνω; Πού είναι οι αφίσες που κολλούσα;», είπα. Χωρίς να μου δώσουν την ευκαιρία να αμυνθώ, οι τρεις τους όρμησαν μπροστά και έψαξαν με τη βία την τσάντα μου. Τα ανακάτεψαν όλα και βρήκαν ένα αντίγραφο κηρύγματος, ένα σημειωματάριο, πορτοφόλι, κινητό τηλέφωνο και έναν βομβητή που δεν χρησιμοποιούσα πια, και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια, εξέτασαν πιο προσεκτικά το αντίγραφο του κηρύγματος και το σημειωματάριο. Βλέποντας ότι δεν υπήρχαν αφίσες στην τσάντα μου, σήκωσαν ψηλά το αντίγραφο του κηρύγματος και είπαν: «Ίσως να μην κολλούσες παράνομες αφίσες, όμως πιστεύεις στον Παντοδύναμο Θεό». Έπειτα, τηλεφώνησαν στο Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων της Ταξιαρχίας Εθνικής Ασφάλειας. Λίγο μετά, έφτασαν τέσσερα άτομα από την Ταξιαρχία Εθνικής Ασφάλειας. Κατάλαβαν ότι είμαι πιστή του Παντοδύναμου Θεού αμέσως μόλις είδαν τα πράγματα στην τσάντα μου. Χωρίς να με αφήσουν να πω τίποτα, με τσουβάλιασαν στο όχημά τους και έπειτα κλείδωσαν την πόρτα για να μην μπορώ να το σκάσω.
Όταν φτάσαμε στο Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας, οι αστυνομικοί με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο. Ένας από αυτούς σκάλιζε τον βομβητή και το κινητό μου, αναζητώντας στοιχεία. Ενεργοποίησε το τηλέφωνο, όμως έδειξε χαμηλή μπαταρία, κι έπειτα η μπαταρία έπεσε εντελώς. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να το ενεργοποιήσει. Κρατώντας το τηλέφωνο, έμοιαζε ανήσυχος. Είχα μπερδευτεί κι εγώ —είχα μόλις φορτίσει το τηλέφωνο εκείνο το πρωί. Πώς μπορεί να μην είχε καθόλου μπαταρία; Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι το είχε διευθετήσει κατά τρόπο θαυμαστό ο Θεός για να εμποδίσει την αστυνομία να βρει πληροφορίες για τους άλλους αδελφούς και αδελφές. Κατάλαβα, επίσης, τα λόγια που είπε ο Θεός: «Ο καθένας και όλα τα πράγματα, ζωντανά ή νεκρά, θα αλλάξουν, θα μετατραπούν, θα ανανεωθούν και θα εξαφανιστούν σύμφωνα με τις σκέψεις του Θεού. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός κυβερνάει τα πάντα» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής του ανθρώπου). Πραγματικά, όλα τα πράγματα και όλα τα γεγονότα βρίσκονται στα χέρια του Θεού. Είτε ζωντανά είτε νεκρά, όλα υφίστανται αλλαγή σύμφωνα με τις σκέψεις του Θεού. Αυτήν τη στιγμή, κατανοούσα πραγματικά το πώς ο Θεός κυριαρχεί και ενορχηστρώνει τα πάντα. Επιπλέον, κέρδισα την εμπιστοσύνη που χρειαζόμουν για να βασιστώ στον Θεό ώστε να αντιμετωπίσω την επερχόμενη ανάκριση. Δείχνοντας τα πράγματα στην τσάντα, ο αστυνομικός ρώτησε υπό μορφή κατηγορίας: «Αυτά δείχνουν ότι σαφώς δεν είσαι απλό μέλος της εκκλησίας. Πρέπει να είσαι από τους ανώτερους ηγέτες, κάποια σημαντική, αφού οι κατώτεροι ηγέτες δεν έχουν βομβητές ή κινητά τηλέφωνα. Έχω δίκιο;» «Δεν καταλαβαίνω τι λέτε», απάντησα. «Προσποιείσαι ότι δεν καταλαβαίνεις!», βρυχήθηκε, και κατόπιν με διέταξε να κάτσω κάτω και ν’ αρχίσω να μιλάω. Βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να παίξω μπάλα, με περικύκλωσαν και άρχισαν να με χτυπάνε και να με κλοτσάνε —σαν να ήθελαν να με σκοτώσουν. Με το πρόσωπό μου ματωμένο και πρησμένο και όλο μου το σώμα να πονάει αφόρητα, κατέρρευσα στο πάτωμα. Ήμουν εξοργισμένη. Ήθελα να τους μιλήσω λογικά, να υποστηρίξω την υπόθεσή μου: τι έκανα λάθος; Γιατί με χτυπήσατε έτσι; Δεν είχα, όμως, κανέναν τρόπο να τους μιλήσω λογικά, γιατί η κυβέρνηση του ΚΚΚ δεν μιλάει λογικά. Ήμουν μπερδεμένη, όμως δεν ήθελα να ενδώσω στα χτυπήματά τους. Τη στιγμή ακριβώς που δεν ήξερα τι να κάνω, ξαφνικά σκέφτηκα πως, εφόσον οι κακοί αυτοί αστυνομικοί της κυβέρνησης του ΚΚΚ ήταν τόσο παράλογοι, εφόσον δεν μου επέτρεπαν καθόλου να μιλήσω λογικά, δεν χρειαζόταν να τους πω τίποτα. Καλύτερα να έμενα σιωπηλή —έτσι δεν θα τους ήμουν καθόλου χρήσιμη. Όταν το σκέφτηκα αυτό, σταμάτησα να δίνω σημασία σε ό,τι λέγανε. Βλέποντας ότι αυτή η προσέγγιση δεν είχε καμία επίδραση σε μένα, οι κακοί αστυνομικοί εξοργίστηκαν και έγιναν ακόμη πιο βάρβαροι: το γύρισαν στα βασανιστήρια για να αποσπάσουν ομολογία. Με έδεσαν με χειροπέδες σε μια μεταλλική καρέκλα βιδωμένη στο έδαφος, σε στάση που δεν μπορούσα ούτε να καθίσω ούτε να σταθώ. Ένας από αυτούς τοποθέτησε το χέρι μου που δεν ήταν δεμένο πάνω στην καρέκλα και το χτυπούσε με ένα παπούτσι, σταματώντας μόνο όταν το πίσω μέρος του χεριού μου είχε γίνει μπλε και μαύρο, ενώ ένας άλλος ποδοπάταγε τα πόδια μου με τα δερμάτινα παπούτσια του, πιέζοντάς τα συνεχώς στα δάχτυλα των ποδιών μου για να τα συντρίψει˙ τότε ακριβώς βίωσα έναν απίστευτο, διαπεραστικό πόνο που έφθασε κατευθείαν στην καρδιά μου. Μετά από αυτό, έξι ή επτά αστυνομικοί ανέλαβαν με τη σειρά. Ένας από αυτούς επικεντρώθηκε στις αρθρώσεις μου και τις τσίμπησε τόσο δυνατά ώστε ένα μήνα αργότερα δεν μπορούσα ακόμη να λυγίσω το χέρι μου. Ένας άλλος άρπαξε τα μαλλιά μου και κουνούσε το κεφάλι μου από τη μια πλευρά στην άλλη, έπειτα τα τράβηξε απότομα πίσω, έτσι ώστε να κοιτάζω ψηλά. «Κοίταξε τον ουρανό και δες αν υπάρχει Θεός!», είπε με κακία. Συνέχισαν μέχρι να πέσει η νύχτα. Βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να βγάλουν τίποτε από μένα και επειδή ήταν η κινεζική πρωτοχρονιά, με έστειλαν κατευθείαν στο κρατητήριο.
Όταν έφτασα στο κρατητήριο, ένας φύλακας διέταξε μια κρατούμενη να μου βγάλει όλα τα ρούχα και να τα πετάξει στα σκουπίδια. Έπειτα με έβαλαν να φορέσω μια βρόμικη, δύσοσμη φόρμα φυλακισμένου. Οι δεσμοφύλακες με έβαλαν σε ένα κελί και στη συνέχεια είπαν ψέματα στις άλλες κρατούμενες, λέγοντας: «Έκανε ό,τι μπορούσε για να διαλύσει τις οικογένειες άλλων ανθρώπων. Πολλές οικογένειες έχουν καταστραφεί από αυτήν. Είναι ψεύτρα, εξαπατά τους έντιμους ανθρώπους και αναστατώνει τη δημόσια τάξη…» Έχοντας εξαπατηθεί έτσι από τους φρουρούς, όλες οι άλλες κρατούμενες έλεγαν ότι τη γλίτωσα πολύ φτηνά και ότι το μόνο που άξιζε σε κάποια τόσο κακή όσο εγώ ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα! Ακούγοντάς το αυτό εξοργίστηκα —όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Οι προσπάθειές μου να αντισταθώ δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, είχαν μόνο επιφέρει περισσότερα βασανιστήρια και αγριότητα. Στο κρατητήριο, οι δεσμοφύλακες έβαζαν τις κρατούμενες να απαγγέλλουν τους κανόνες κάθε μέρα: «Ομολόγησε τα εγκλήματά σου και υποτάξου στον νόμο. Δεν επιτρέπεται να παρακινείς άλλους να διαπράξουν εγκλήματα. Δεν επιτρέπεται η σύσταση συμμοριών. Δεν επιτρέπονται οι καυγάδες. Δεν επιτρέπεται ο εκφοβισμός ή η προσβολή άλλων. Δεν επιτρέπονται οι ψευδείς κατηγορίες εναντίον άλλων. Δεν επιτρέπεται να παίρνεις το φαγητό ή τα υπάρχοντα άλλων. Δεν επιτρέπεται η εξαπάτηση άλλων. Οι νταήδες των φυλακών θα παταχθούν. Τυχόν παραβίαση των κανόνων θα πρέπει να αναφέρεται αμέσως στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους ή στις περιπόλους. Δεν πρέπει να αποκρύπτετε τα γεγονότα ή να προσπαθείτε να προστατεύετε κρατούμενες που έχουν παραβιάσει τους κανονισμούς, οι δε κανόνες των φυλακών πρέπει να εφαρμόζονται με φιλάνθρωπο τρόπο…» Στην πραγματικότητα, οι φρουροί ενθάρρυναν τις άλλες κρατούμενες να με βασανίζουν, επιτρέποντάς τους να μου κάνουν καψώνια κάθε μέρα: Όταν ήταν 8 ή 9 βαθμοί υπό το μηδέν, έβρεχαν τα παπούτσια μου, έριχναν κρυφά νερό στο φαγητό μου, το βράδυ, όταν κοιμόμουν, έβρεχαν το βαμβακερό μπουφάν μου, με έβαζαν να κοιμηθώ δίπλα στην τουαλέτα και συχνά μου έπαιρναν το πάπλωμα τη νύχτα και τραβούσαν τα μαλλιά μου για να μην με αφήσουν να κοιμηθώ, μου άρπαζαν τα αχνιστά ψωμάκια μου, με ανάγκαζαν να καθαρίσω την τουαλέτα, με έβαζαν να καταπιώ με το ζόρι τα φάρμακα που τους είχαν περισσέψει, δεν με άφηναν να ανακουφιστώ… Εάν δεν έκανα όλα όσα έλεγαν, συνασπίζονταν και με χτυπούσαν —και συχνά εκείνη τη χρονική στιγμή οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι ή οι περίπολοι έσπευδαν να εξαφανιστούν ή προσποιούνταν ότι δεν είχαν δει τίποτα. Μερικές φορές, μάλιστα, κρύβονταν λίγο πιο πέρα και παρακολουθούσαν. Εάν περνούσαν λίγες μέρες χωρίς οι κρατούμενες να με βασανίσουν, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι θα τους παρότρυναν να με χτυπήσουν. Τα βάναυσα βασανιστήρια των φυλάκων με γέμισαν μίσος γι’ αυτούς. Εάν δεν το είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια και δεν το είχα βιώσει προσωπικά, δεν θα πίστευα ποτέ ότι η κυβέρνηση του ΚΚΚ, η οποία υποτίθεται ότι είναι γεμάτη καλοσύνη και ηθική, θα μπορούσε να είναι τόσο σκοτεινή, τρομερή και φρικτή —δεν θα είχα δει ποτέ το αληθινό της πρόσωπο, ένα πρόσωπο δόλιο και υποκριτικό. Όλα όσα έλεγε για την «εξυπηρέτηση του λαού, τη δημιουργία μιας πολιτισμένης και αρμονικής κοινωνίας» —αυτά είναι ψέματα που έχουν σκοπό να εξαπατήσουν και να ξεγελάσουν τους ανθρώπους, είναι ένα μέσο, ένα τέχνασμα ωραιοποίησης για να κερδίσει δόξα που δεν αξίζει. Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα τον λόγο του Θεού: «Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η ενσάρκωση του Θεού παραμένει εντελώς κρυμμένη: σε μια σκοτεινή κοινωνία σαν κι αυτήν, όπου οι δαίμονες είναι ανελέητοι και απάνθρωποι, πώς θα μπορούσε ο βασιλιάς των δαιμόνων, ο οποίος σκοτώνει ανθρώπους ανενδοίαστα, να ανεχτεί την ύπαρξη ενός Θεού που είναι αξιαγάπητος, ευγενικός, αλλά και άγιος; Πώς θα μπορούσε να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει για την άφιξη του Θεού; Αυτοί οι λακέδες! Ανταποδίδουν την καλοσύνη με μίσος, εδώ και καιρό έχουν απαξιώσει τον Θεό, Τον κακομεταχειρίζονται, είναι σε ακραίο βαθμό βάναυσοι, δεν έχουν την παραμικρή εκτίμηση για τον Θεό, λεηλατούν και πλιατσικολογούν, έχουν χάσει κάθε ευσυνειδησία και δρουν αντίθετα με τη συνείδηση, ενώ παρασύρουν τους αθώους στην ανοησία. Προπάτορες των αρχαίων; Πολυαγαπημένοι ηγέτες; Όλοι τους αντιτίθενται στον Θεό! Η ανάμειξή τους έχει αφήσει τα πάντα κάτω από τους ουρανούς σε μια κατάσταση σκότους και χάους! Θρησκευτική ελευθερία; Τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών; Όλα είναι κόλπα συγκάλυψης της αμαρτίας!» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (8)). Για να με εξαναγκάσει να αρνηθώ και να προδώσω τον Θεό, το ΚΚΚ θα έκανε τα πάντα για να μεβασανίσει και να με κακοποιήσει —και όμως δεν γνώριζε ότι όσο περισσότερο με βασάνιζε, τόσο πιο καθαρά έβλεπα το διαβολικό της πρόσωπο και τόσο περισσότερο την περιφρονούσα και την απέρριπτα από τα βάθη της καρδιάς μου. Ήμουν πιο αποφασιστική να ακολουθήσω τον Θεό.
Βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να με κάνουν να πω τίποτα απ’ όσα ήθελαν, δεν φείδονταν τίποτα —ούτε ανθρώπινο δυναμικό, ούτε υλικούς και οικονομικούς πόρους— για να κινήσουν γη και ουρανό ζητώντας αποδείξεις ότι είμαι πιστή του Θεού. Τρεις μήνες αργότερα, όλα τους τα τρεχάματα δεν είχαν καταλήξει πουθενά. Στο τέλος, έπαιξαν το πιο γερό τους χαρτί: Βρήκαν έναν μαιτρ της ανάκρισης. Έλεγαν ότι όλοι όσοι στέλνονταν σ’ αυτόν υποβάλλονταν στις τρεις μορφές βασανιστηρίων του και δεν υπήρξε ποτέ κανείς που να μην είχε ομολογήσει. Μία μέρα, τέσσερις αστυνομικοί ήλθαν και μου είπαν: «Σήμερα σε πάμε σε ένα καινούριο σπίτι». Στη συνέχεια, με έσπρωξαν σε μια κλούβα μεταφοράς κρατουμένων, μου έδεσαν τα χέρια με χειροπέδες πίσω από την πλάτη και μου έβαλαν κουκούλα στο κεφάλι. Δεν ήξερα πώς σχεδίαζαν να με βασανίσουν, έτσι ένιωσα λίγο νευρικό. Μόλις τότε, σκέφτηκα τα λόγια του Κυρίου: «Διότι όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού, θέλει ευρεί αυτήν» (Κατά Ματθαίον 16:25). Τα λόγια του Κυρίου μου έδωσαν πίστη και δύναμη. Αν θέλουμε να πιστέψουμε και να ακολουθήσουμε τον Θεό στην πόλη δαιμόνων της Κίνας, πρέπει να έχουμε το θάρρος να ρισκάρουμε τη ζωή μας. Ήμουν έτοιμη να πεθάνω για τον Θεό. Προς έκπληξή μου, αφού μπήκα στην κλούβα, άκουσα χωρίς να το θέλω μια συζήτηση μεταξύ των κακών αστυνομικών. Απ’ ότι φαινόταν με πήγαιναν κάπου αλλού για να με ανακρίνουν. Αχ! Δεν με πήγαιναν για εκτέλεση —κι εγώ ετοιμαζόμουν να πεθάνω ως μάρτυρας του Θεού! Ακριβώς ενώ τα σκεφτόμουν αυτά, για κάποιον άγνωστο λόγο ένας αστυνομικός έσφιξε τα κορδόνια της κουκούλας πάνω στο κεφάλι μου. Λίγο αργότερα, άρχισα να αισθάνομαι άβολα —αισθανόμουν να ασφυκτιώ. Διαπίστωσα ότι αναρωτιόμουν εάν πραγματικά επρόκειτο να με βασανίσουν μέχρι θανάτου. Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα πώς οι μαθητές του Ιησού είχαν θυσιαστεί για να διαδώσουν το ευαγγέλιο. Δεν επρόκειτο να φανώ δειλή. Ακόμη κι αν πέθαινα, δεν θα τους ικέτευα να τη χαλαρώσουν, ούτε βέβαια θα παραδεχόμουν ότι νικήθηκα. Όμως δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου: λιποθύμησα και κατέρρευσα επάνω τους. Βλέποντας τι συνέβαινε, οι αστυνομικοί χαλάρωσαν γρήγορα την κουκούλα. Άρχισα να βγάζω αφρούς από το στόμα, κι έπειτα δεν μπορούσα να σταματήσω να κάνω εμετό. Ένιωθα λες και θα έβγαζα τα άντερά μου. Αισθανόμουν ζαλάδα, το κεφάλι μου άδειο και δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Δεν είχα δύναμη πουθενά στο σώμα μου, σαν να είχα παραλύσει. Ένιωθα σαν να υπήρχε κάτι κολλημένο στο στόμα μου και δεν μπορούσα να το βγάλω. Ήμουν πάντα ευαίσθητη, και αφού με κακοποίησαν έτσι, αισθανόμουν ότι έχω πρόβλημα και ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να σταματήσω να αναπνέω. Μέσα στον πόνο μου, προσευχήθηκα στον Θεό: «Θεέ μου! Είτε ζήσω είτε πεθάνω, είμαι πρόθυμη να Σε υπακούσω. Σου ζητώ να προστατεύεις την καρδιά μου ώστε να υποταχθώ σε όλα όσα ενορχηστρώνεις και ρυθμίζεις». Λίγο αργότερα, η κλούβα έφτασε σε ένα ξενοδοχείο. Εκείνη τη στιγμή, αισθανόμουν αδύναμο όλο μου το σώμα και δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Με μετέφεραν σε ένα σφραγισμένο δωμάτιο. Το μόνο που μπορούσα να ακούσω ήταν ο ήχος από πολλά τσιράκια της κυβέρνησης του ΚΚΚ που στέκονταν τριγύρω συζητώντας για μένα και λέγοντας ότι το να με βλέπουν ήταν σαν να βλέπουν πώς ήταν η Liu Hulan. «Πόσο απροσδόκητο, πόσο εντυπωσιακό!», έλεγαν. «Είναι ακόμη πιο σκληρή κι από τη Liu Hulan!» Ακούγοντάς το αυτό, η καρδιά μου σκίρτησε από ενθουσιασμό. Είδα ότι με το να στηρίζομαι στην πίστη και να βασίζομαι στον Θεό, σίγουρα θα επικρατούσα του Σατανά, ότι ο Σατανάς ήταν κάτω από τα πόδια του Θεού! Ευχαρίστησα και αίνεσα τον Θεό. Εκείνη τη στιγμή, ξέχασα τον πόνο. Ένιωθα τρομερά ικανοποιημένη που δόξαζα τον Θεό. Λίγο αργότερα, έφτασε ο «ειδικός επί της ανάκρισης» για τον οποίο είχαν μιλήσει οι αστυνομικοί. Μόλις μπήκε, φώναξε: «Πού είναι αυτή η ανόητη σκύλα; Για να ρίξω μια ματιά!» Ήλθε μπροστά μου και με άρπαξε. Αφού με χτύπησε δεκάδες φορές στο πρόσωπο, μου έδωσε αρκετές δυνατές γροθιές στο στήθος και την πλάτη, κι έπειτα έβγαλε ένα από τα δερμάτινα παπούτσια του και με χτύπησε στο πρόσωπο με αυτό. Αφού με χτύπησε έτσι, έχασα την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι που δεν μπορούσα να βγάλω από το στόμα ή το στομάχι μου. Δεν ένιωθα πλέον τόσο ζαλισμένη και μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Άρχισα σταδιακά να νιώθω και πάλι τα άκρα μου και η δύναμη άρχισε να επιστρέφει στο σώμα μου. Στη συνέχεια, άρπαξε άγρια τους ώμους μου και με έσπρωξε πίσω στον τοίχο, διατάζοντάς με να τον κοιτάξω και να απαντήσω στις ερωτήσεις του. Όταν είδε ότι δεν τον πρόσεχα καθόλου εξοργίστηκε και προσπάθησε να με κάνει να αντιδράσω διαβάλλοντας, συκοφαντώντας και βλασφημώντας τον Θεό. Χρησιμοποίησε τα πλέον αξιοκαταφρόνητα και απαίσια μέσα για να με δελεάσει και είπε δυσοίωνα: «Σε βασανίζω σκόπιμα με αυτό που είναι αφόρητο για τη σάρκα και την ψυχή σου, για να σε κάνω να υποφέρεις πόνο που κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να υποφέρει —θα εύχεσαι να πεθάνεις. Στο τέλος, θα με ικετεύεις να σε αφήσω να φύγεις, και τότε θα μιλήσεις λογικά και θα πεις ότι η μοίρα σου δεν είναι στα χέρια του Θεού —είναι στα δικά μου. Αν θέλω να πεθάνεις, θα συμβεί αμέσως. Αν θέλω να ζήσεις, θα ζήσεις, και όποια ταλαιπωρία θέλω να υποφέρεις, θα την υποφέρεις. Ο Παντοδύναμος Θεός σου δεν μπορεί να σε σώσει —θα ζήσεις μόνο αν μας ικετεύσεις να σε σώσουμε». Αντιμέτωπη με αυτούς τους απαίσιους, ξεδιάντροπους και αξιοκαταφρόνητους κακοποιούς, αυτά τα άγρια ζώα, αυτούς τους κακούς δαίμονες, ήθελα πραγματικά να τους πολεμήσω. «Τα πάντα στον ουρανό και τη γη δημιουργούνται από τον Θεό και ελέγχονται από Αυτόν», σκέφτηκα. «Η μοίρα μου υπόκειται επίσης στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Θεού. Ο Θεός είναι ο Κριτής της ζωής και του θανάτου. Nομίζεις ότι θα πεθάνω απλώς και μόνο επειδή το θέλεις εσύ;» Εκείνη τη στιγμή, η καρδιά μου γέμισε οργή. Όλες οι απεχθείς ενέργειες που είχαν διαπράξει εναντίον μου οι αστυνομικοί και όλα τα βλάσφημα και αντιτιθέμενα στον Θεό πράγματα που είχαν πει σήμερα εξέθεταν σαφώς τη δαιμονική τους ουσία ως ανθρώπων που μισούν την αλήθεια και αντιστέκονται στον Θεό και αποτελούν τις αποδείξεις που απαιτούνται για να δικαιολογηθεί η καταδίκη, η τιμωρία και η καταστροφή από τον Θεό.
Η άρνησή μου να ομολογήσω είχε ζημιώσει πολύ την υπόληψη του υποτιθέμενου ειδικού. Έστριψε με μανία το ένα από τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου και τράβηξε το άλλο πίσω από τον ώμο μου κι έπειτα μου έδεσε μαζί σφιχτά τα χέρια με χειροπέδες. Μετά από λιγότερο από μισή ώρα, μεγάλες σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο πρόσωπο και στα μάτια μου, και δεν μπορούσα να τ’ ανοίξω. Βλέποντας ότι και πάλι δεν θα απαντούσα στις ερωτήσεις του, με έριξε στο πάτωμα και έπειτα με σήκωσε από τις χειροπέδες πίσω από την πλάτη μου. Αμέσως ένιωσα έναν διαπεραστικό πόνο στα χέρια, σαν να είχαν σπάσει. Πόναγαν τόσο πολύ που μόλις και μπορούσα να αναπνεύσω. Στη συνέχεια, με έριξε στον τοίχο και με έκανε να σταθώ κολλημένη σ’ αυτόν. Ιδρώτας θόλωνε τα μάτια μου. Πονούσα τόσο πολύ που όλο μου το σώμα ήταν καλυμμένο με ιδρώτα —ακόμα και τα παπούτσια μου ήταν μούσκεμα. Ήμουν πάντοτε ευαίσθητη, και εκείνη τη στιγμή κατέρρευσα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βαριανασαίνω από το στόμα. Ο δαίμονας στάθηκε στο πλάι να με παρακολουθεί. Δεν ήξερα τι είδε —ίσως φοβόταν ότι θα τον κατηγορούσαν αν πέθαινα— άρπαξε γρήγορα μια χούφτα χαρτομάντηλα για να σκουπίσει τον ιδρώτα μου και έπειτα μου έδωσε ένα ποτήρι νερό. Το έκανε αυτό κάθε μισή ώρα περίπου. Δεν ξέρω πώς έμοιαζα εκείνη τη στιγμή. Υποθέτω ότι πρέπει να ήμουν πολύ τρομακτική, γιατί μπορούσα μόνο να βαριανασαίνω με το στόμα ανοιχτό και φαινόταν να είχα χάσει την ικανότητα να αναπνέω από τη μύτη. Τα χείλη μου ήταν ξηρά και σκασμένα και με εξαντλούσε απλώς και μόνο το να αναπνέω. Ένιωθα ότι ο θάνατος πλησίαζε για άλλη μια φορά —ίσως αυτήν τη φορά να πέθαινα πραγματικά. Όμως, εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα τον Λουκά, έναν από τους μαθητές του Ιησού, και την εμπειρία του να τον θανατώσουν δια απαγχονισμού. Επανέκτησα αυθόρμητα τη δύναμη στην καρδιά μου και συνέχισα να λέω το ίδιο ξανά και ξανά για να το θυμίζω στον εαυτό μου: «Ο Λουκάς πέθανε δια απαγχονισμού. Πρέπει και εγώ να είμαι Λουκάς, πρέπει να είμαι Λουκάς, να είμαι Λουκάς… Υπακούω πρόθυμα στις ενορχηστρώσεις και ρυθμίσεις του Θεού και επιθυμώ να Του είμαι πιστή μέχρι θανάτου όπως ο Λουκάς». Ακριβώς τη στιγμή που ο πόνος έγινε αφόρητος και ήμουν στα πρόθυρα του θανάτου, ξαφνικά άκουσα έναν από τους κακούς αστυνομικούς να λέει ότι αρκετοί αδελφοί και αδελφές που πίστευαν στον Παντοδύναμο Θεό είχαν συλληφθεί. Η καρδιά μου συγκλονίστηκε: Επρόκειτο να βασανιστούν αρκετοί ακόμη αδελφοί και αδελφές. Θα ήταν ιδιαίτερα σκληροί με τους αδελφούς. Η καρδιά μου γέμισε ανησυχία. Συνέχισα να προσεύχομαι σιωπηλά γι’ αυτούς. Ίσως με είχε αγγίξει το Άγιο Πνεύμα· όσο περισσότερο προσευχόμουν, τόσο μεγαλύτερη έμπνευση είχα. Ξέχασα χωρίς να το συνειδητοποιήσω τον πόνο μου. Ήξερα πολύ καλά ότι αυτές ήταν οι σοφές ρυθμίσεις του Θεού, ότι ο Θεός είχε επίγνωση της αδυναμίας μου και με οδηγούσε στις πιο οδυνηρές στιγμές μου. Εκείνη τη νύχτα, δεν με ένοιαζε πλέον πώς με αντιμετώπιζε η κακή αστυνομία και δεν έδινα την παραμικρή προσοχή στις ερωτήσεις τους. Βλέποντας τι συνέβαινε, οι κακοί αστυνομικοί χρησιμοποίησαν τις γροθιές τους για να με χτυπήσουν άγρια στο πρόσωπο, έπειτα έπλεκαν τα μαλλιά στον κρόταφό μου γύρω από τα δάχτυλά τους και τα τράβαγαν. Τα αυτιά μου ήταν πρησμένα από το στρίψιμο, το πρόσωπό μου ήταν αγνώριστο, ο πισινός και οι μηροί μου είχαν μώλωπες και αμυχές αφού με χτύπησαν με ένα χοντρό κομμάτι ξύλο, αλλά και τα δάχτυλα των ποδιών μου είχαν επίσης γίνει μπλε και μαύρα αφού τα συνέθλιψαν με ένα κομμάτι ξύλο. Αφού με κρέμασαν από τις χειροπέδες για έξι ώρες, όταν οι κακοί αστυνομικοί άνοιξαν τις χειροπέδες, η σάρκα κάτω από τον αριστερό αντίχειρά μου είχε φύγει τελείως —είχε μείνει μόνο ένα λεπτό στρώμα που κάλυπτε το κόκκαλο. Οι χειροπέδες είχαν επίσης αφήσει τους καρπούς μου καλυμμένους με κίτρινες φουσκάλες και δεν υπήρχε τρόπος να τις ξαναφορούσα. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μια αστυνομικός με ύφος σπουδαίας. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και στη συνέχεια τούς είπε: «Δεν μπορείτε να τη χτυπήσετε αυτήν άλλο —μοιάζει σαν να είναι ετοιμοθάνατη». Η αστυνομία με κλείδωσε σε ένα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Οι κουρτίνες του ήταν τελείως κλειστές είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα. Κάποιος ήταν επιφορτισμένος να φυλάει την πόρτα και δεν επιτρεπόταν σε κανέναν από το προσωπικό υπηρεσίας να μπαίνει, ούτε επιτρεπόταν να βλέπει τις σκηνές ενώ με βασάνιζαν και με κατακρεουργούσαν μέσα. Με ανέκριναν με τη σειρά, αδιάκοπα. Για πέντε μέρες και νύχτες, δεν με άφησαν να κοιμηθώ, δεν με άφησαν να καθίσω ούτε να μείνω οκλαδόν, ούτε μου επέτρεψαν να χορτάσω φαγητό. Μου επιτρεπόταν μόνο να στέκομαι γερμένη στον τοίχο. Μία μέρα ήλθε να με ανακρίνει ένας αξιωματικός. Βλέποντας ότι τον αγνοώ, εξοργίστηκε και με έστειλε με μια κλοτσιά κάτω από το τραπέζι. Έπειτα, με τράβηξε έξω και μου έριξε μπουνιά, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα από την άκρη του στόματός μου. Για να καλύψει την αγριότητά του, έκλεισε γρήγορα την πόρτα μην μπει κανείς. Στη συνέχεια, πήρε μια χούφτα χαρτομάντηλα και μου σκούπισε το αίμα, ξεπλένοντας το αίμα από το πρόσωπό μου με νερό και καθαρίζοντας το αίμα από το πάτωμα. Σκόπιμα άφησα λίγο αίμα στο λευκό πουλόβερ μου. Όταν, όμως, επέστρεψα στο κρατητήριο, οι κακοί αστυνομικοί είπαν στις άλλες κρατούμενες ότι το αίμα στα ρούχα μου ήταν από την πιστοποίησή μου στο ψυχιατρικό νοσοκομείο κι ότι εκεί ήμουν τις τελευταίες ημέρες. Οι πληγές και το αίμα στο σώμα μου είχαν προκληθεί από τους ασθενείς —αυτοί, οι αστυνομικοί, δεν με είχαν αγγίξει. Αυτά τα απάνθρωπα γεγονότα μού έδειξαν τη σκληρότητα, την ύπουλη δολιότητα και την απανθρωπιά της λαϊκής αστυνομίας. Ταυτόχρονα, εκτίμησα βαθιά την προστασία και τη φροντίδα του Θεού για μένα. Κάθε φορά που ο πόνος μου έφτανε στο απροχώρητο, ο Θεός θα με διαφώτιζε και θα με καθοδηγούσε, ενισχύοντας την πίστη και τη δύναμή μου και δίνοντάς μου έτσι το θάρρος να υποστηρίξω στον Θεό για να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου γι’ Αυτόν. Όταν η κακοποίηση της κακής αστυνομίας με άφησε στα πρόθυρα του θανάτου, ο Θεός μού έδωσε την ευκαιρία να ακούσω νέα σχετικά με τη σύλληψη άλλων αδελφών, χρησιμοποιώντας το αυτό για να μου δώσει περαιτέρω κίνητρα να προσευχηθώ γι’ αυτούς ώστε να ξεχάσω τον δικό μου πόνο και να νικήσω χωρίς να το καταλάβω τους περιορισμούς του θανάτου. Χάρη στον Σατανά που ενεργούσε ως το κακό και απαίσιο αντιθετικό στοιχείο, είδα ότι μόνον ο Θεός είναι η αλήθεια, η οδός και η ζωή, και ότι μόνον η διάθεση του Θεού είναι το σύμβολο της δικαιοσύνης και της καλοσύνης. Μόνον ο Θεός κυβερνά τα πάντα και ρυθμίζει τα πάντα και χρησιμοποίησε τη μεγάλη δύναμη και σοφία Του για να οδηγήσει το κάθε μου βήμα ώστε να υπερνικήσω την πολιορκία των λεγεώνων των δαιμόνων, να νικήσω την αδυναμία της σάρκας και τους περιορισμούς του θανάτου, επιτρέποντάς μου έτσι να επιβιώσω με πείσμα σε αυτήν τη σκοτεινή φωλιά. Καθώς σκεφτόμουν την αγάπη και τη σωτηρία του Θεού, ένιωσα μεγάλη έμπνευση και αποφάσισα να πολεμήσω τον Σατανά ως το τέλος. Ακόμη και αν σάπιζα στη φυλακή, θα έμενα ακλόνητη στη μαρτυρία μου και θα ικανοποιούσα τον Θεό.
Αφού δοκίμασαν τα πάντα, οι κακοί αστυνομικοί δεν είχαν βγάλει τίποτα από μένα. Τελικά, είπαν με πεποίθηση: «Το ΚΚΚ είναι φτιαγμένο από ατσάλι, όμως όσοι πιστεύουν στον Παντοδύναμο Θεό είναι φτιαγμένοι από διαμάντι —είναι καλύτεροι από το ΚΚΚ από κάθε άποψη». Όταν άκουσα τα λόγια αυτά, άθελά μου δοξολόγησα και αίνεσα τον Θεό μέσα από την καρδιά μου: «Θεέ μου, Σε ευχαριστώ και Σε αινώ! Με την παντοδυναμία και τη σοφία Σου, νίκησες τον Σατανά και τους εχθρούς Σου. Είσαι η ανώτατη εξουσία, είθε να είσαι δοξασμένος!» Μόνον εκείνη τη στιγμή διαπίστωνα ότι ανεξάρτητα από το πόσο απάνθρωπο είναι η κυβέρνηση του ΚΚΚ, ελέγχεται και ενορχηστρώνεται από τα χέρια του Θεού. Όπως λέει και ο λόγος του Θεού: «Όλα τα πράγματα στον ουρανό και στο έδαφος πρέπει να βρεθούν υπό το κράτος Του. Δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε άλλη επιλογή και πρέπει όλα να υποταχθούν στις ενορχηστρώσεις Του. Αυτό είχε οριστεί από τον Θεό και είναι η εξουσία του Θεού» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Η επιτυχία ή η αποτυχία εξαρτάται από το μονοπάτι που βαδίζει ο άνθρωπος).
Μία μέρα, η κακή αστυνομία ήλθε να με ανακρίνει και πάλι. Αυτήν τη φορά όλοι φαίνονταν λίγο περίεργοι. Με κοίταζαν ενώ μιλούσαν, όμως δεν φαίνονταν να μιλάνε μαζί μου. Έμοιαζαν να συζητούν κάτι. Όπως και τις προηγούμενες φορές, και η ανάκριση αυτή τελείωσε με αποτυχία. Αργότερα, οι κακοί αστυνομικοί με πήγαν πίσω στο κελί μου. Στον δρόμο, τους άκουσα ξαφνικά να λένε ότι μάλλον θα με άφηναν ελεύθερη την πρώτη του επόμενου μήνα. Ακούγοντάς το αυτό, η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει από ενθουσιασμό: «Αυτό σημαίνει ότι θα είμαι έξω σε τρεις μέρες!», σκέφτηκα. «Μπορώ επιτέλους να φύγω από αυτήν τη δαιμονική κόλαση!» Καταπνίγοντας τη χαρά στην καρδιά μου, ανυπομονούσα και περίμενα κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Οι τρεις μέρες έμοιαζαν περισσότερο με τρία χρόνια. Τέλος, έφτασε η πρώτη του μήνα! Εκείνη τη μέρα, κοίταζα συνεχώς την πόρτα, περιμένοντας κάποιον να φωνάξει το όνομά μου. Το πρωί πέρασε και τίποτα δεν συνέβη. Μετέθεσα όλες μου τις ελπίδες στο να φύγω το απόγευμα —όταν όμως έφτασε το βράδυ, και πάλι δεν συνέβη τίποτα. Όταν έφτασε η ώρα για το βραδινό γεύμα, δεν είχα όρεξη να φάω. Στην καρδιά μου, είχα μια αίσθηση απώλειας· εκείνη τη στιγμή, ήταν λες κι η καρδιά μου είχε πέσει από τον ουρανό στην κόλαση. «Γιατί δεν τρώει;», ρώτησε ο σωφρονιστικός υπάλληλος τις άλλες κρατούμενες. «Δεν έχει φάει πολύ από τότε που επέστρεψε από την ανάκριση εκείνη την ημέρα», απάντησε μία από τις κρατούμενες. «Δες αν έχει πυρετό. Είναι άρρωστη;», είπε ο σωφρονιστικός υπάλληλος. Μια κρατούμενη ήλθε και έβαλε το χέρι της στο μέτωπό μου. Είπε ότι ήταν πολύ ζεστό, ότι είχα πυρετό. Είχα πραγματικά. Η ασθένεια είχε έλθει πολύ ξαφνικά και ήταν πολύ σοβαρή. Εκείνη τη στιγμή, κατέρρευσα. Μέσα σε δύο ώρες, ο πυρετός έγινε όλο και χειρότερος. Έκλαψα! Όλοι τους, μεταξύ αυτών και ο σωφρονιστικός υπάλληλος, με παρακολουθούσαν ενώ έκλαιγα. Είχαν μείνει όλοι αποσβολωμένοι: Η άποψή τους για μένα ήταν ότι ήμουν κάποια που ούτε το καρότο την παρακινούσε ούτε το μαστίγιο τη φόβιζε, που δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ κάθε φορά που αντιμετώπιζε οδυνηρά βασανιστήρια και που την είχαν κρεμάσει από τις χειροπέδες για έξι ώρες χωρίς ούτε έναν στεναγμό. Ωστόσο, σήμερα, χωρίς κανένα βασανιστήριο, έκλαιγα. Δεν ήξεραν πού οφείλονταν τα δάκρυά μου —σκέφτονταν απλά ότι έπρεπε να είμαι πολύ άρρωστη. Στην πραγματικότητα, μόνον ο Θεός κι εγώ ξέραμε τον λόγο. Όλα οφείλονταν στην παρακοή και την ανυπακοή μου. Αυτά τα δάκρυα κυλούσαν επειδή ένιωσα απελπισία όταν οι προσδοκίες μου δεν είχαν αποτέλεσμα και οι ελπίδες μου είχαν συντριβεί. Ήταν δάκρυα παρακοής και παραπόνου. Εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελα πια να είμαι αποφασισμένη να γίνω μάρτυρας του Θεού. Δεν είχα καν το κουράγιο να δοκιμαστώ ξανά έτσι. Εκείνο το βράδυ, έχυσα δάκρυα δυστυχίας επειδή είχα βαρεθεί τη ζωή στη φυλακή και απεχθανόμουν αυτούς τους δαίμονες —ακόμη δε περισσότερο, μισούσα να είμαι σε αυτό το φοβερό μέρος. Δεν ήθελα να περάσω ούτε ένα δευτερόλεπτο επιπλέον εκεί. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο αποκαρδιωνόμουν και τόσο περισσότερο αισθανόμουν μια μεγάλη αίσθηση παραπόνου, λύπησης και μοναξιάς. Αισθανόμουν ότι ήμουν σαν μια μοναχική βάρκα πάνω στη θάλασσα, που μπορούσε να την καταπιεί το νερό ανά πάσα στιγμή. Επιπλέον, ένιωθα ότι οι γύρω μου ήταν τόσο ύπουλοι και φοβεροί που μπορεί να ξέσπαγαν την οργή τους επάνω μου ανά πάσα στιγμή.
Προσευχήθηκα στον Θεό ξανά και ξανά, και θυμήθηκα αυτά τα λόγια Του: «Για όλους όσοι φιλοδοξούν να αγαπήσουν τον Θεό, δεν υπάρχουν άπιαστες αλήθειες ή μια δικαιοσύνη στην οποία δεν μπορούν να παραμείνουν πιστοί. Πώς πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου; Πώς πρέπει να αγαπάς τον Θεό και να χρησιμοποιήσεις αυτή την αγάπη για να ικανοποιήσεις την επιθυμία Του; Δεν υπάρχει πιο σημαντικό θέμα από αυτό στη ζωή σου. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχεις τέτοιες φιλοδοξίες και επιμονή, και δεν θα πρέπει να είσαι σαν εκείνα τα δειλά και αδύναμα άτομα. Πρέπει να μάθεις πώς να αποκτάς εμπειρία μιας ουσιαστικής ζωής και να βιώνεις ουσιαστικές αλήθειες και να μην συμπεριφέρεσαι στον εαυτό σου επιπόλαια με αυτόν τον τρόπο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Οι εμπειρίες του Πέτρου: η γνώση του για την παίδευση και την κρίση). Τα λόγια του Θεού μου έδωσαν πίστη. Σκέφτηκα πώς είχα ορκιστεί επίσημα ενώπιον του Θεού ότι όσο κι αν μπορεί να υποφέρω, θα έμενα σταθερή στη μαρτυρία μου και θα ταπείνωνα τον Σατανά. Αλλά όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσω βασανιστήρια της αστυνομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχασα την αποφασιστικότητά μου και ήλπιζα μόνο για την ημέρα που θα μπορούσα να ξεφύγω από αυτό το άθλιο μέρος. Πώς ήταν αυτή η υπακοή; Πώς ήταν αυτό το είδος μαρτυρίας; Σε μια προσευχή στον Θεό, ορκίστηκα ότι ακόμα κι αν σήμαινε να περάσω όλη μου τη ζωή στη φυλακή, δεν θα υπέκυπτα ποτέ στον Σατανά. Θα έμενα σταθερή στη μαρτυρία μου και θα ταπείνωνα τον Σατανά. Στη συνέχεια, στις 6 Δεκεμβρίου 2005, απελευθερώθηκα, θέτοντας τέρμα σε αυτήν την τρομερή φυλακή.
Αφού βίωσα αυτή τη σύλληψη και δίωξη, αν και η σάρκα μου είχε υποστεί κάποια ταλαιπωρία, δεν είχα μόνο αναπτύξει διορατικότητα και οξυδέρκεια, δεν είχα μόνο δει πραγματικά ότι η κυβέρνηση του ΚΚΚ είναι η ενσάρκωση του Σατανά του διαβόλου, μια συμμορία δολοφόνων που σκοτώνει ανθρώπους χωρίς κανένα δισταγμό, αλλά και είχα κατανοήσει τελικά την παντοδυναμία και τη σοφία του Θεού, καθώς και τη δικαιοσύνη και την αγιοσύνη Του. Είχα τελικά εκτιμήσει τις καλές προθέσεις του Θεού όταν με έσωζε, καθώς και τη φροντίδα και την προστασία Του απέναντί μου, επιτρέποντάς μου έτσι, κατά τις αγριότητες του Σατανά, σταδιακά να τον νικήσω και να μείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου. Από σήμερα και στο εξής, επιθυμώ να δώσω ολόκληρη την ύπαρξή μου στον Θεό και θα Τον ακολουθώ πιστά, ώστε να με κερδίσει όσο το δυνατόν συντομότερα.
Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.