Ο Θεός με καθοδηγεί να υπερνικήσω τη σκληρότητα των δαιμόνων
Η κόρη μου και εγώ είμαστε και οι δύο χριστιανές της Εκκλησίας του Παντοδύναμου Θεού. Ενώ ακολουθούσαμε τον Θεό, η κόρη μου και εγώ συλληφθήκαμε και καταδικαστήκαμε σε αναμόρφωση μέσω εργασίας από την κυβέρνηση του ΚΚΚ. Εγώ καταδικάστηκα σε τρία χρόνια και η κόρη μου, σε ένα. Παρ’ όλο που υπέστην απάνθρωπες διώξεις και σωματικές βλάβες από την κυβέρνηση του ΚΚΚ, κάθε φορά που ένοιωθα απελπισμένη και σε κίνδυνο, ο Θεός ήταν εκεί, προσέχοντάς με κρυφά, προστατεύοντάς με, και ανοίγοντάς μου μια έξοδο διαφυγής. Τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού μού έδωσαν το θάρρος και το κίνητρο να συνεχίσω να ζω, με καθοδήγησαν να υπερνικήσω το μαρτύριο του σκληρού βασανισμού μου, και με βοήθησαν να επιμείνω επί τρία χρόνια σε εκείνη τη φυλακή της κολάσεως. Μέσα στις αντιξοότητες, έγινα μάρτυρας της αγάπης και της σωτηρίας του Παντοδύναμου Θεού, και βίωσα την εξουσία και τη δύναμη των λόγων Του. Αισθάνομαι ευνοημένη που έχω κερδίσει τόσα πολλά, και είμαι αποφασισμένη να ακολουθώ τον Θεό σταθερά και να βαδίζω στο σωστό μονοπάτι στη ζωή.
Προτού πιστέψω στον Θεό, λειτουργούσα μια επιχείρηση. Ήμουν πολύ καλή σε αυτό και έβγαζα ένα αξιοπρεπές χρηματικό ποσό. Αλλά ενώ ήμουν απασχολημένη βγάζοντας τα προς το ζην, βίωσα στο έπακρο και τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Όχι μόνο έπρεπε να στύβω το μυαλό μου για να βρω πώς να κερδίζω χρήματα καθημερινά, αλλά έπρεπε και να αντιμετωπίζω κάθε είδους επιμέρους ελέγχους από όλα τα κυβερνητικά τμήματα. Όλη μέρα, έπρεπε να συμμετέχω σε ανειλικρινείς συζητήσεις και να φοράω ψεύτικο προσωπείο στην επικοινωνία μου με τους άλλους. Ένοιωθα ότι αυτός ο τρόπος ζωής ήταν τόσο οδυνηρός όσο και εξαντλητικός, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Την εποχή ακριβώς που η δουλειά είχε φτάσει στο σημείο να με έχει εξαντλήσει εντελώς τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά, δέχτηκα το ευαγγέλιο του Παντοδύναμου Θεού τις έσχατες ημέρες. Είδα ότι τα λόγια που εκφράζει ο Παντοδύναμος Θεός, αποκαλύπτουν τα μυστήρια της ζωής και φανερώνουν την πηγή του πόνου ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς και την αλήθεια της διαφθοράς της από τον Σατανά. Δείχνουν, επίσης, στον άνθρωπο το μονοπάτι του φωτός που πρέπει να ακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, και η καρδιά μου προσελκύστηκε αμέσως από τα λόγια του Θεού. Από τα βάθη της καρδιάς μου, απέκτησα τη βεβαιότητα ότι αυτό ήταν το έργο του αληθινού Θεού, και ότι η πίστη στον Θεό ήταν το μόνο σωστό μονοπάτι στη ζωή. Αισθανόμουν πολύ τυχερή που ήμουν ικανή να δεχτώ το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες, και σκεπτόμουν όλους τους ανθρώπους στον κόσμο που ήταν ακριβώς όπως εγώ, που ζούσαν άδειες ζωές, που δεν μπορούσαν να βρουν κατεύθυνση στη ζωή τους και είχαν ανάγκη τη σωτηρία των εσχάτων ημερών του Παντοδύναμου Θεού. Ως εκ τούτου, θέλησα να κηρύξω το ευαγγέλιο των εσχάτων ημερών σε περισσότερους αναζητητές της αλήθειας, έτσι ώστε ακόμη περισσότεροι άνθρωποι να μπορούν να επιτύχουν τη σωτηρία του Θεού. Συγκινημένη από την αγάπη του Θεού, κάθε φορά που μιλούσα για το έργο του Θεού ή τη σωτηρία Του, ποτέ δεν μπορούσα να πω αρκετά, και μπόρεσα να κερδίσω μερικούς γνήσιους αναζητητές της αλήθειας με το κήρυγμά μου —ήμουν ενθουσιασμένη. Εκείνη την εποχή, η κόρη μου είχε μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο. Είδε πόσο ευτυχισμένη είχα γίνει αφ’ ότου άρχισα να ακολουθώ τον Παντοδύναμο Θεό, καθώς και ότι οι αδελφοί και οι αδελφές που έρχονταν στο σπίτι μας ήταν όλοι τους αγνοί και καλοσυνάτοι, ότι όλοι συγκεντρώνονταν για να μιλήσουν ανοιχτά, να ψάλουν ύμνους και να χορέψουν, και ότι υπήρχε πάντα μια απίστευτα καλή και χαρούμενη ενέργεια. Ως εκ τούτου, άρχισε να λαχταρά αυτή τη ζωή και ήθελε πολύ να πιστέψει στον Θεό και να Τον ακολουθήσει. Από εκείνη τη στιγμή, λειτουργούσαμε την επιχείρησή μας κατά τη διάρκεια της ημέρας και, μετά, προσευχόμασταν μαζί, διαβάζαμε τα λόγια του Θεού και μαθαίναμε ύμνους μαζί, ενώ τις νύχτες, συναναστρεφόμαστε πάνω στην κατανόησή μας ως προς τα λόγια του Θεού· οι ζωές μας ήταν γεμάτες χαρά.
Ακριβώς τον καιρό που αισθανόμασταν απόλυτα βυθισμένες στην αγάπη του Θεού και ζεσταμένες από αυτήν, απροσδόκητα, η δαιμονική δαγκάνα της κυβέρνησης του ΚΚΚ εξαπέλυσε επίθεση εναντίον μας, προκαλώντας μας εφιαλτικό, σπαρακτικό πόνο —ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη στιγμή. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 2007, και η κόρη μου έβαζε μπουγάδα στο σπίτι, ενώ εγώ ετοιμαζόμουν να βγω για να εκτελέσω το καθήκον μου για την εκκλησία, όταν, ξάφνου, εισέβαλαν πέντε-έξι αστυνομικοί με πολιτικά. Ένας από αυτούς φώναξε: «Είστε πιστοί του Παντοδύναμου Θεού! Και, επιπλέον, τριγυρνάτε κηρύσσοντας σε άλλους!» Στη συνέχεια, έδειξε την κόρη μου και είπε σε δύο άλλους αστυνομικούς: «Πάρτε πρώτα αυτή!» και αμέσως, οι δύο αστυνομικοί την απομάκρυναν. Οι αστυνομικοί που απέμειναν, άρχισαν να ερευνούν το σπίτι από πάνω ως κάτω, ανασκαλεύοντας τα κουτιά και τις κασέλες και ελέγχοντας ακόμα και κάθε τσέπη από τα ρούχα μας. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, στα κρεβάτια και το πάτωμα επικρατούσε χάος και, μάλιστα, τσαλαπάτησαν στα κρεβάτια με τα δερμάτινα παπούτσια τους. Στο τέλος, πήραν βιβλία από τα λόγια του Θεού, μερικούς δίσκους, δύο μηχανήματα αναπαραγωγής CD, δύο MP3, 2.000 γιουάν σε μετρητά και ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια. Στη συνέχεια, με έβαλαν σπρώχνοντας σε ένα περιπολικό. Τους ρώτησα, περιμένοντας να μου δώσουν εξηγήσεις: «Ποιον νόμο παραβήκαμε πιστεύοντας στον Θεό; Γιατί μας συλλαμβάνετε;» Προς μεγάλη μου έκπληξη και μπροστά σε όλους τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν, αυτοί δήλωσαν χωρίς καμία ντροπή: «Είναι ειδικότητά μας να πιάνουμε εσάς, τους πιστούς του Θεού!» Εγώ ήμουν αγανακτισμένη. Αυτοί δεν ήταν «Αστυνομία του Λαού». Ήταν μια συμμορία ληστών, κακούργων και εγκληματικών μπράβων του υποκόσμου, ειδικά επιφορτισμένων με την πάταξη των δίκαιων!
Φτάνοντας στο Γραφείο Δημόσιας Ασφάλειας, μου πέρασαν χειροπέδες και με οδήγησαν σε μια αίθουσα ανακρίσεων. Βλέποντας πόσο άγριοι φαίνονταν, δεν μπορούσα παρά να νοιώσω φόβο, και σκέφτηκα: «Τώρα που έπεσα στα χέρια αυτών των διαβόλων και βρήκαν και τόσα πολλά βιβλία από τα λόγια του Θεού και δίσκους στο σπίτι μου, σίγουρα δεν θα με αφήσουν να φύγω. Αν δεν καταφέρω να αντισταθώ στα βασανιστήριά τους και γίνω Ιούδας, τότε θα μείνω γνωστή στην αιωνιότητα ως προδότρια που πρόδωσε τον Θεό!» Προσευχήθηκα σιωπηλά στον Θεό μέσα μου, ζητώντας Του να με προστατεύσει και να με καθοδηγήσει. Τότε ακριβώς, αναλογίστηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Δεν θα δώσω περισσότερο έλεος σε όσους δεν έδειξαν την παραμικρή πίστη σ’ Εμένα κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Επιπλέον, δεν Μου αρέσουν εκείνοι που κάποτε Mε πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Τα λόγια του Θεού με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η δίκαιη διάθεσή Του δεν ανέχεται τις προσβολές, και ότι ο Θεός δεν αγαπά αυτούς που Tον προδίδουν. Στη συνέχεια, συλλογίστηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία μπορεί να δείχνουν μοχθηροί εξωτερικά, αλλά μη φοβάστε, καθότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχετε πολλή πίστη. Εφόσον η πίστη σας μεγαλώσει, τίποτα δεν θα είναι υπερβολικά δύσκολο» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 75). «Ναι!» σκέφτηκα. «Δεν πρέπει να τους φοβάμαι. Όσο τρομεροί κι αν είναι αυτό το τσούρμο των κακών αστυνομικών, βρίσκονται πάντα στα χέρια του Θεού και, χωρίς τη δική Του συγκατάθεση, δεν μπορούν να βλάψουν ούτε τρίχα από τα μαλλιά μου, όσο φοβεροί κι αν είναι». Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν πίστη και θάρρος, κι έτσι πήρα μια απόφαση ενώπιον του Θεού: «Θεέ μου! Έφτασε η ώρα να με δοκιμάσεις. Επιθυμώ να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα, και ορκίζομαι στη ζωή μου να μη γίνω ποτέ Ιούδας». Αφού ολοκλήρωσα την προσευχή μου, η καρδιά μου ησύχασε. Εκείνη τη στιγμή, ένας από τους κακούς αστυνομικούς που έμοιαζε επικεφαλής τους, με έβρισε, λέγοντας: «Ηλίθια γυναίκα! Από όλα τα πράγματα που μπορούσες να κάνεις, ήταν να βάλεις και την κόρη σου να πιστέψει στον Θεό; Κούκλα είναι. Θα μπορούσε να βγάζει δεκάδες χιλιάδες γιουάν τον χρόνο πηγαίνοντας με πλούσιους άντρες, κι όμως, αυτή πιστεύει στον Θεό σαν χαζή! Πες μας τώρα, πότε άρχισες να πιστεύεις στον Θεό; Ποιος σε προσηλύτισε; Από πού πήρες αυτά τα βιβλία;» Ακούγοντάς τον να αισχρολογεί ανεξέλεγκτα, έγινα έξαλλη. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ένας υποτιθέμενα αξιοπρεπής αξιωματούχος της κυβέρνησης έλεγε τέτοια ελεεινά και ξεδιάντροπα πράγματα! Στα μάτια τους, η εκπόρνευση είναι κάτι καλό και, μάλιστα, ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να κάνουν τέτοιες κακοήθειες. Κι όμως, εμείς που πιστεύουμε στον Θεό και Τον λατρεύουμε, και επιδιώκουμε να είμαστε έντιμοι άνθρωποι, χαρακτηριζόμαστε ως εγκληματίες που δρουν παράνομα και γινόμαστε στόχος για σοβαρές καταστολές και συλλήψεις. Με αυτές τους τις ενέργειες, δεν υποστηρίζουν το κακό, καταστέλλουν την καλοσύνη και καταπνίγουν τη δικαιοσύνη; Η κυβέρνηση του ΚΚΚ είναι απόλυτα σατανική και διεφθαρμένη! Βλέποντας ότι συνέχιζαν να λένε τέτοιες ανοησίες και ήταν ξεροκέφαλοι, ήξερα ότι δεν υπήρχε τρόπος να τους κάνω να λογικευτούν, κι έτσι κράτησα το στόμα μου κλειστό. Όταν είδαν ότι αρνούμουν να μιλήσω, με συνόδευσαν πίσω σε ένα περιπολικό και με απείλησαν, λέγοντας: «Έχουμε βρει τόσα πολλά στοιχεία στο σπίτι σου, που αν δεν φερθείς καλά και δεν μας πεις τα πάντα, θα σε πάμε για τουφεκισμό!» Ακούγοντάς τους, δεν μπόρεσα να μην τρομοκρατηθώ, και σκέφτηκα: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι ικανοί για οτιδήποτε. Αν με τουφεκίσουν, δεν θα ξαναδώ ποτέ την κόρη μου». Όσο περισσότερο το σκεπτόμουν, τόσο πιο αγχωμένη ένοιωθα, και μέσα μου απευθυνόμουν συνεχώς στον Θεό, ζητώντας Του να προστατεύσει την καρδιά μου και να με απαλλάξει από τον φόβο και τις ανησυχίες που είχα. Τότε ακριβώς, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Θεού: «Από όσα συμβαίνουν στο σύμπαν, δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο δεν έχω τον τελικό λόγο. Υπάρχει κάτι που δεν βρίσκεται στα χέρια Μου;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν, Κεφάλαιο 1). «Η πίστη μοιάζει με γέφυρα που αποτελείται από έναν κορμό δέντρου: Όσοι προσκολλώνται επίμονα στη ζωή θα δυσκολευτούν να τη διασχίσουν, αλλά όσοι είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν, θα μπορέσουν να περάσουν απέναντι με σιγουριά και δίχως ανησυχία. Αν ο άνθρωπος τρέφει άτολμες και φοβισμένες σκέψεις, είναι γιατί ο Σατανάς τον έχει ξεγελάσει, φοβούμενος πως θα διασχίσουμε τη γέφυρα της πίστης για να εισέλθουμε στον Θεό» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 6). Εκείνη τη στιγμή, όλα ξεκαθάρισαν: «Ναι», σκέφτηκα. «Η ζωή μου και η ζωή της κόρης μου είναι στα χέρια του Θεού, και ο Θεός έχει τον τελευταίο λόγο για το αν θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε. Αυτοί οι δαίμονες του Σατανά δεν έχουν κανέναν έλεγχο πάνω στη μοίρα μας. Χωρίς τη συναίνεση του Θεού, κανείς δεν μπορεί ούτε να σκεφτεί καν να πάρει τη ζωή μας. Ο Σατανάς προσπαθεί σήμερα να χρησιμοποιήσει την αχίλλειο πτέρνα μου για να με απειλήσει και να με εκφοβίσει, ελπίζοντας να με κάνει να πέσω θύμα του πονηρού του σχεδίου και να παραδοθώ σε αυτόν. Αλλά δεν πρέπει να τον αφήσω να με ξεγελάσει. Είτε ζήσω είτε πεθάνω, είμαι πρόθυμη να υπακούσω, αφού προτιμώ να πεθάνω παρά να προδώσω τον Θεό». Σκεπτόμενη τούτα, αμέσως βρήκα την αποφασιστικότητα να πολεμήσω με τον Σατανά ως το τέλος, και δεν ένοιωθα πια δειλία ή φόβο.
Οι αστυνομικοί με πήγαν στο κρατητήριο. Με το που οδηγήθηκα στο προαύλιο, οι σωφρονιστικές υπάλληλοι με έψαξαν άγρια και με διέταξαν να βγάλω τα ρούχα και τα παπούτσια μου. Στη συνέχεια, με έβαλαν να σταθώ όρθια στο παγωμένο προαύλιο για περίπου 30 λεπτά. Κρύωνα τόσο πολύ, που μόλις και μετά βίας κρατούσα την ισορροπία μου, όλο μου το σώμα μου έτρεμε βίαια, και τα δόντια μου κροτάλιζαν ακατάπαυστα. Βλέποντας ότι δεν είχαν βρει τίποτα πάνω μου, μία από τις σωφρονιστικές υπαλλήλους με πήγε σε ένα κελί και υποκίνησε την επικεφαλής κρατούμενη και τις άλλες φυλακισμένες, λέγοντας: «Τούτη ‘δω πιστεύει στον Παντοδύναμο Θεό…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, και οι κρατούμενες μαζεύτηκαν γύρω μου και με ανάγκασαν να κατεβάσω το παντελόνι μου ως κάτω στους αστραγάλους και, στη συνέχεια, να το ξανανεβάσω. Με έβαλαν να το κάνω ξανά και ξανά, ενώ όλες γελούσαν μαζί μου. Μετά τις κοροϊδίες και τις προσβολές, η επικεφαλής κρατούμενη μού έδειξε πώς να φτιάχνω αντικείμενα από φτερά κότας. Αλλά καθώς αυτή η δουλειά απαιτούσε κάποια επιδεξιότητα και πρακτική, εγώ ακόμα δεν την κατείχα μέχρι τη δεύτερη μέρα, κι έτσι η επικεφαλής κρατούμενη πήρε ένα ραβδί από μπαμπού και με χτύπησε άγρια στα χέρια. Μου χτύπησε τα χέρια, ώσπου μούδιασαν από τον πόνο, και δεν μπορούσα ούτε να πιέσω τα φτερά του κοτόπουλου το ένα με το άλλο. Όταν πήγα να σηκώσω τα φτερά που είχαν πέσει στο πάτωμα, η επικεφαλής κρατούμενη μού πάτησε το χέρι με το πόδι της και το συνέθλιψε, στέλνοντας έναν οξύ πόνο στα δάχτυλά μου, σαν να είχαν εξαρθρωθεί. Ωστόσο, ακόμα δεν είχε τελειώσει μαζί μου, καθώς πήρε ξανά το μπαμπουδένιο ραβδί της και με χτύπησε στο κεφάλι αρκετές φορές, μέχρι που άρχισα να ζαλίζομαι και τα μάτια μου θόλωσαν. Τέλος, είπε σκληρά: «Η τιμωρία σου θα είναι να αναλάβεις τη νυχτερινή βάρδια απόψε. Αύριο θα σε ανακρίνει η αστυνομία, οπότε πρέπει να κάνεις την αυριανή δουλειά σήμερα. Αν δεν τελειώσεις τα πάντα, αύριο το βράδυ θα σε αφήσω να περάσεις όλη τη νύχτα όρθια!» Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα απερίγραπτα θλιμμένη και μελαγχολική. Σκεφτόμουν ότι ήδη δεν μπορούσα να αντέξω, με τους κακούς αστυνομικούς να συμπράττουν με τις φυλακισμένες για να με πονούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, οπότε πώς στο καλό θα περνούσα τις ημέρες που έρχονταν; Βυθισμένη στη δυστυχία, έκλαψα για την αδικία του όλου πράγματος, με τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό μου, και εκμυστηρεύτηκα σιωπηλά τα προβλήματά μου στον Θεό: «Θεέ μου! Αντιμέτωπη με τον χλευασμό και τα μαρτύρια που μου έχει επιβάλει η συμμορία αυτή των τεράτων, αισθάνομαι εντελώς μόνη, ανήμπορη και φοβισμένη, και δεν ξέρω πώς θα τα βγάλω πέρα. Σε παρακαλώ, καθοδήγησέ με και κάνε με δυνατή». Μετά τη προσευχή, ο Θεός, για να με διαφωτίσει, με ώθησε να σκεφτώ ένα χωρίο από τα λόγια Του: «Εκείνοι στους οποίους αναφέρεται ο Θεός ως “νικητές” είναι εκείνοι που εξακολουθούν να μπορούν να παραμείνουν σταθεροί στη μαρτυρία τους και να διατηρούν την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή τους στον Θεό όταν είναι υπό την επιρροή του Σατανά και ενώ τελούν υπό την πολιορκία του Σατανά, δηλαδή όταν βρίσκονται εν μέσω των δυνάμεων του σκότους. Αν εξακολουθείς να μπορείς να διατηρείς την καρδιά σου αγνή ενώπιον του Θεού και να διατηρείς γνήσια αγάπη για τον Θεό ό,τι κι αν γίνει, τότε παραμένεις σταθερός στη μαρτυρία σου ενώπιον του Θεού, και σ’ αυτό αναφέρεται ο Θεός όταν μιλά για κάποιον που είναι “νικητής”» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Θα πρέπει να διατηρήσεις την αφοσίωσή σου στον Θεό). Τα λόγια του Θεού μού πρόσφεραν μεγάλη παρηγοριά, και μου επέτρεψαν να κατανοήσω το θέλημά Του. Ο Θεός χρησιμοποιεί την πολιορκία και τον διωγμό του Σατανά για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην τελείωση, να του επιτρέψει να ξεφύγει από την επιρροή του Σατανά, ώστε να μπορέσουμε να καταστούμε από τον Θεό νικητές και να εισέλθουμε στη βασιλεία Του. Σε τούτη τη σκοτεινή και κακή χώρα που την κυβερνά το ΚΚΚ, οι άνθρωποι επιτρέπεται να βαδίζουν μόνο στο μονοπάτι του κακού και όχι στη σωστή οδό. Σκοπός του ΚΚΚ είναι να διαφθείρει τόσο πολύ τους ανθρώπους, ώστε να είναι πλέον ανίκανοι να διακρίνουν το καλό από το κακό ή το σωστό από το λάθος, να κάνει τους ανθρώπους να υπερασπίζονται την αχρειότητα και να απαρνηθούν τη δικαιοσύνη, μέχρι, τελικά, να χαθούν μαζί του λόγω της αντίστασής τους στον Θεό. Μόνο αν δεν παραδοθεί όταν πολιορκείται από παντού από σκοτεινές επιρροές, αν διατηρήσει την πίστη, την αφοσίωση και την αγάπη του ενώπιον του Θεού, και μείνει σταθερός στη μαρτυρία του για Εκείνον, μπορεί κάποιος να γίνει γνήσιος νικητής, και μόνο αν το πράξει αυτό, μπορεί να ντροπιάσει τον Σατανά και να επιτρέψει στον Θεό να κερδίσει δόξα. Στη συνέχεια, απηύθυνα στον Θεό μια προσευχή: «Θεέ μου! Χρησιμοποιείς αυτούς τους δαίμονες του Σατανά στη δική Σου υπηρεσία, προκειμένου να δοκιμάσεις την πίστη μου και να μου δώσεις την ευκαιρία να γίνω μάρτυρας για Εσένα. Κάνοντας τούτο, με εξυψώνεις, και πιστεύω ότι όλα όσα μου συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, είναι ενορχηστρωμένα από Εσένα, και ότι Εσύ, με μυστικότητα, ελέγχεις εξονυχιστικά τα πάντα. Στη δοκιμασία αυτή, επιθυμώ να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα και να Σε ικανοποιήσω. Το μόνο που ζητώ, είναι να μου δίνεις πίστη και δύναμη, και την αποφασιστικότητα να υπομένω τα δεινά, ώστε, με όποιο μαρτύριο κι αν έρθω αντιμέτωπη, να μην πέσω ούτε να χάσω τον δρόμο μου!»
Στις 9 το πρωί της τρίτης ημέρας, οι αστυνομικοί με πήγαν σε μια αίθουσα ανακρίσεων. Κραδαίνοντας το κινητό της κόρης μου, άρχισαν να με ανακρίνουν. «Τα μηνύματα σε αυτό το τηλέφωνο έχουν σταλεί από εσένα. Είπες στην κόρη σου ότι επρόκειτο να αγοράσεις σπίτι, οπότε δεν φαίνεται να έχεις οικονομικά προβλήματα». Οι κακοί αυτοί αστυνομικοί ήταν αληθινά ελεεινοί —στην προσπάθειά τους να μου αποσπάσουν και την τελευταία μου δεκάρα, δεν άφησαν ούτε πέτρα που να μην την αναποδογυρίσουν. Απάντησα: «Απλώς αστειευόμουν μαζί της». Η έκφραση του αστυνομικού άλλαξε απότομα και, παίρνοντας ένα σημειωματάριο, άρχισε να μου το κοπανάει βίαια στο κεφάλι και στο πρόσωπο, μέχρι που ζαλίστηκα και το πρόσωπό μου έκαιγε από τον πόνο. Τρίζοντας τα δόντια του, είπε: «Πες μας! Πού είναι τα λεφτά σου; Αν δεν μας πεις τα πάντα, θα σε σύρουμε έξω και θα διατάξουμε να σε πυροβολήσουν! Ή αλλιώς, θα καταδικασθείς σε οκτώ με δέκα χρόνια φυλακή!» Εγώ είπα ότι δεν ήξερα τίποτα. Ένας ψηλός και επιβλητικός αστυνομικός νευρίασε, όρμησε πάνω μου και, αρπάζοντας το πίσω μέρος της μπλούζας μου, με πέταξε μερικά μέτρα πέρα στο πάτωμα. Στη συνέχεια, άρχισε να με κλοτσά βάναυσα στο κεφάλι, την πλάτη και τα πόδια, λέγοντάς μου: «Να, για να μην ομολογείς! Λες ότι δεν ξέρεις τίποτα, αλλά μόνο ένας χαζός θα σε πίστευε! Αν δεν μας πεις αυτά που θέλουμε να μάθουμε, σήμερα κιόλας, θα σε χτυπήσω μέχρι θανάτου!» Έσφιξα τα δόντια μου και υπέμεινα τον πόνο, καλώντας αδιάκοπα τον Θεό στην καρδιά μου: «Θεέ μου! Αυτοί οι διάβολοι είναι πάρα πολύ βάναυσοι. Σε παρακαλώ, δώσε μου τη δύναμη να υπερνικήσω τα χτυπήματά τους και προστάτεψέ με, ώστε να καταφέρω να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα». Τότε ακριβώς, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Θεού που λένε: «Οι καλοί στρατιώτες του Χριστού πρέπει να είναι γενναίοι και να βασίζονται πάνω Μου για να είναι δυνατοί πνευματικά· πρέπει να αγωνίζονται για να γίνουν μαχητές και να πολεμούν τον Σατανά μέχρι θανάτου» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 12). «Αν σου έχει μείνει μονάχα μια ανάσα, ο Θεός δεν θα σε αφήσει να πεθάνεις» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 6). Τα λόγια του Θεού μού έδωσαν πίστη και δύναμη, και μου έδωσαν το θάρρος να υπερνικήσω το αγκάλιασμα του θανάτου πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα την αγάπη του Θεού και κατάλαβα ότι ο Θεός ήταν πάντα δίπλα μου. Σκέφτηκα: «Όσο με χτυπάτε έτσι, τόσο πιο καθαρά βλέπω το αληθινό σας πρόσωπο, που εχθρεύεται τον Θεό. Ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνω, ποτέ δεν θα παραδοθώ σε εσάς. Αν νομίζετε ότι θα προδώσω ποτέ τον Θεό, ξανασκεφτείτε το!» Μετά τις σκέψεις αυτές, αμέσως ένοιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει απόλυτα. Εκείνο το πρωί, με χτυπούσαν και με ανέκριναν εναλλάξ, και το απόγευμα, με ανάγκασαν να γονατίσω στο παγωμένο, σκληρό πάτωμα. Με βασάνιζαν όλη τη μέρα εκείνη μέχρι το σούρουπο και, στο τέλος, με είχαν ξυλοκοπήσει τόσο άγρια, ώστε όλο μου το σώμα πονούσε αφόρητα και δεν είχα τη δύναμη να σταθώ όρθια. Είδαν ότι δεν μπορούσαν να βγάλουν τίποτα από μένα με την ανάκριση, έτσι με συνόδευσαν πίσω στο κρατητήριο.
Πίσω στο κρατητήριο, η σκληρόκαρδη σωφρονιστική υπάλληλος δεν μου έδινε αρκετό φαγητό, αλλά μου φόρτωνε ατελείωτες δουλειές. Με υποχρέωνε να δουλεύω πάνω από 15 ώρες κάθε μέρα, κι αν δεν τελείωνα όλη τη δουλειά, τότε έβαζε την επικεφαλής κρατούμενη να με βασανίζει. Επειδή μόλις είχα ξεκινήσει στη συγκεκριμένη εργασία και δεν ήμουν αρκετά γρήγορη, η επικεφαλής κρατούμενη πήρε το ατσάλινο σφυρί που χρησιμοποιούσα στη δουλειά μου, και με χτύπησε στο κεφάλι. Ένα μεγάλο καρούμπαλο σχηματίστηκε αμέσως στο κεφάλι μου και, στη συνέχεια, αυτή με κλοτσούσε και με χτυπούσε, μέχρι που ο πόνος σε όλο μου το σώμα έγινε αφόρητος και αίμα έσταζε από το στόμα μου. Υπομένοντας τόσο σκληρά βασανιστήρια, δεν μπορούσα να μη σκέπτομαι την κόρη μου. Από τη στιγμή που συνελήφθη, δεν είχα ιδέα σε τι μαρτύρια την υπέβαλλαν οι κακοί δαίμονες, πόσο μάλλον πώς τα πήγαινε στη φυλακή. Τότε ακριβώς, άκουσα μια ξαφνική κραυγή από το κελί των ανδρών δίπλα στο δικό μου, και μια από τις γυναίκες του κελιού μού είπε: «Εδώ μέσα, η ανθρώπινη ζωή αξίζει όσο και ενός εντόμου. Ένας από τους άντρες κρατούμενους δεν μπόρεσε να αντέξει τα βασανιστήρια, οπότε το έσκασε στους λόφους πίσω από τη φυλακή. Όταν τον βρήκαν οι αστυνομικοί, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου, και μετά, είπαν στην οικογένειά του ότι αυτοκτόνησε. Ακριβώς έτσι, τα “κουκούλωσαν” όλα». Η ιστορία αυτή με τρομοκράτησε και αισθάνθηκα ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία για την κόρη μου. Μόλις είχε γίνει 19, και σε όλη της τη ζωή, δεν είχε υποφέρει ποτέ, πόσο μάλλον να είχε βιώσει τέτοια προβλήματα. Αυτοί οι διάβολοι, που μπορούσαν να δολοφονήσουν κάποιον χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα μάτια, ήταν ικανοί για οποιαδήποτε άθλια πράξη, και δεν ήξερα αν η κόρη μου θα κατάφερνε να αντέξει τα μαρτύρια και τη σκληρότητά τους. Επειδή δεν ήξερα ούτε αν η κόρη μου ήταν ζωντανή ή νεκρή, αισθανόμουν φρικτή αγωνία και, ακόμα και στα όνειρά μου τις νύχτες, έβλεπα τρομερές σκηνές με τους δαίμονες αυτούς να τη βασανίζουν. Συχνά, τα όνειρα αυτά με έκαναν να πετάγομαι από τον ύπνο μου τόσο αναστατωμένη, που έμενα ξάγρυπνη όλη τη νύχτα.
Την επομένη, η σωφρονιστική υπάλληλος βρήκε κάποια δικαιολογία για να πει ότι δεν δούλευα αρκετά σκληρά, και με χτύπησε στο πρόσωπο χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Με χτύπησε τόσο δυνατά, που το πρόσωπό μου έκαιγε και τα αυτιά μου κουδούνιζαν. Παρ’ όλα αυτά, δεν ικανοποιήθηκε, και μου φώναξε: «Δεν πιστεύω ότι δεν μπορούμε να σε σωφρονίσουμε εδώ, γι’ αυτό θα σου δώσω μια γεύση από την τρομερή “σιδηρά παρθένο”!» Εν συνεχεία, με διαταγή της, ήρθαν πέντε-έξι άλλες και έκοψαν τα μαλλιά μου τόσο πολύ, που δεν έμοιαζα πλέον με τον εαυτό μου. Μετά, κρατώντας με κάτω στο πάτωμα, με ανάγκασαν να φορέσω το πιο τρομερό εργαλείο βασανισμού σε όλη τη φυλακή —τη «σιδηρά παρθένο». Τοποθέτησαν έναν σιδερένιο δακτύλιο στο κεφάλι μου, από έναν σε κάθε χέρι και από έναν σε κάθε πόδι, που συνδέονταν μεταξύ τους με σιδερένιες ράβδους. Περιορισμένη από αυτά τα όργανα βασανισμού, δεν μπορούσα καν να παραμείνω όρθια, αλλά έπρεπε να γέρνω πάνω στον τοίχο. Η σωφρονιστική υπάλληλος με υποχρέωνε να φοράω αυτά τα όργανα βασανισμού κάθε μέρα, από τις 5 π.μ. ως τα μεσάνυχτα (έπρεπε να μένω όρθια και για τις 19 ώρες), διατάζοντας την επικεφαλής κρατούμενη: «Να την παρακολουθείς. Αν προσπαθήσει να κοιμηθεί, ρίχ’ της μια κλοτσιά!» Από τη στιγμή εκείνη, η επικεφαλής κρατούμενη με παρακολουθούσε καθημερινά και δεν με άφηνε να κλείσω τα μάτια μου ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Επειδή οι δακτύλιοι ήταν από σίδερο και περιέβαλλαν το σώμα μου, ένοιωθα σαν να μου έκοβαν την κυκλοφορία. Στο τέλος, μού ήταν εντελώς αδύνατον να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά, και η επικεφαλής κρατούμενη με έβριζε και, κάποια φορά, με κλότσησε κιόλας. Ολόκληρο το σώμα μου άρχισε να τρέμει, και σχεδόν δεν μπορούσα να αντέξω τον πόνο. Όταν ερχόταν η ώρα του βραδινού ύπνου, τέσσερις φυλακισμένες με σήκωναν και με ξάπλωναν σε μια φαρδιά σανίδα, πάνω στην οποία συνήθιζα να δουλεύω κατά τη διάρκεια της μέρας και, το επόμενο πρωί, έρχονταν και με κατέβαζαν πάλι κάτω. Εκείνες τις λίγες ημέρες, έτυχε να υπάρχει τρομερή χιονοθύελλα έξω, και ο καιρός ήταν ασυνήθιστα κρύος. Για να με βασανίσει, η μισητή σωφρονιστική υπάλληλος με ανάγκασε να φοράω τους σιδερένιους δακτυλίους για επτά ημέρες και επτά νύχτες. Μόνη μου δεν μπορούσα ούτε να φάω, ούτε να πιω, ούτε να πάω στην τουαλέτα. Όταν ήθελα να πάω στην τουαλέτα, έπρεπε να με βοηθούν άλλοι κρατούμενοι, που δεν είχαν καταφέρει να τελειώσουν τη δουλειά τους. Κάθε μέρα, όλοι οι φυλακισμένοι ήταν απασχολημένοι, έτσι, όποτε με τάιζαν φαγητό, το έκαναν πολύ απρόσεκτα, και πολύ σπάνια μου έδιναν νερό. Υπέφερα πραγματικά από την πείνα και το κρύο, και η κάθε μέρα έμοιαζε αιώνας. Νωρίς κάθε πρωί, όταν με κατέβαζαν από τη φαρδιά σανίδα, ένοιωθα απίστευτη αγωνία, μη γνωρίζοντας πώς θα μπορούσα να υπομείνω άλλη μια μέρα. Λαχταρούσα μόνο να πέσει η νύχτα, και δεν θα με ένοιαζε καθόλου αν ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ ξανά. Επειδή οι σιδερένιοι δακτύλιοι ήταν τόσο βαρείς, τη δεύτερη μέρα που με ανάγκασαν να τους φορέσω, τα χέρια μου πρήστηκαν και έγιναν μαύρα και βυσσινί, και το δέρμα έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να «ανοίξει». Όλο μου το σώμα είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι, και το πρήξιμο δεν έφυγε τελείως ούτε μετά από δέκα μήνες. Ήταν τέτοιο το μαρτύριό μου, που ο θάνατος φαινόταν προτιμότερος από τη ζωή, και βρισκόμουν στα όρια της αντοχής μου στον πόνο. Έτσι, κατά τη διάρκεια την προσευχής, ικέτευσα τον Θεό: «Θεέ μου! Πραγματικά, δεν μπορώ να αντέξω άλλο αυτό το μαρτύριο. Δεν θέλω να ζήσω, αλλά ούτε μπορώ να πεθάνω. Το μόνο που ζητώ, είναι να πάρεις τη ανάσα μου, καθώς δεν επιθυμώ να ζήσω ούτε ένα λεπτό ακόμα». Την ώρα ακριβώς που έκανα αυτό το παράλογο αίτημα στον Θεό, επιθυμώντας τον θάνατο ως τρόπο για να δραπετεύσω από τον πόνο μου, αναλογίστηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αυτή τη γνώση. Πιστεύουν ότι η ταλαιπωρία δεν έχει αξία […] Η ταλαιπωρία μερικών ανθρώπων φτάνει στα άκρα, και οι σκέψεις τους στρέφονται στον θάνατο. Αυτή δεν είναι η πραγματική αγάπη προς τον Θεό. Οι άνθρωποι αυτοί είναι δειλοί, δεν έχουν επιμονή, είναι ασθενείς και αδύναμοι! […] Έτσι, κατά τις έσχατες αυτές ημέρες, πρέπει να γίνετε μάρτυρες του Θεού. Άσχετα από το πόσο υποφέρετε, θα πρέπει να προχωρήσετε μέχρι το τέλος και, ακόμα και στην τελευταία σας πνοή, πρέπει να είστε ακόμα πιστοί στον Θεό, να είστε στο έλεός Του. Μόνο έτσι αγαπά κανείς αληθινά τον Θεό και μόνο αυτή είναι η δυνατή και ηχηρή μαρτυρία» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Την ομορφιά του Θεού μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο βιώνοντας επίπονες δοκιμασίες). «Εφόσον είσαι άνθρωπος, θα πρέπει να δαπανήσεις τον εαυτό σου για τον Θεό και να υπομείνεις κάθε βάσανο! Θα πρέπει να αποδεχτείς με χαρά και σιγουριά τα λίγα βάσανα στα οποία υποβάλλεσαι σήμερα και να ζήσεις μια ζωή γεμάτη νόημα, όπως ο Ιώβ και ο Πέτρος. […] Είστε άνθρωποι που επιδιώκουν το σωστό μονοπάτι, αυτοί που επιζητούν τη βελτίωση. Είστε άνθρωποι που ανέρχονται στο έθνος του μεγάλου κόκκινου δράκοντα, αυτοί που ο Θεός αποκαλεί δίκαιους. Δεν έχει αυτή η ζωή το μέγιστο νόημα;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Το μονοπάτι… (2)). Τα λόγια του Θεού κατέκλυσαν την άνυδρη καρδιά μου σαν γλυκιά δροσιά. «Ναι», σκέφτηκα. «Τώρα είναι η στιγμή που ο Θεός με χρειάζεται να γίνω μάρτυρας για Εκείνον. Αν πεθάνω λόγω της απροθυμίας μου να υπομείνω τον πόνο, τούτο δεν με κάνει δειλή; Παρ’ όλο που τώρα υπομένω σκληρότητα και μαρτύρια στα χέρια αυτών των διαβόλων, δεν είναι το πλέον σημαντικό και πολύτιμο πράγμα να είναι κάποιος ικανός να γίνει μάρτυρας για τον Θεό και να τον αποκαλέσει ο Θεός δίκαιο; Όλα αυτά τα χρόνια, ακολουθούσα τον Θεό και έχω απολαύσει τόσο πολλή χάρη και τόσο πολλές ευλογίες από Εκείνον, έτσι, σήμερα, πρέπει να γίνω μάρτυρας για τον Θεό ενώπιον του Σατανά —είναι τιμή μου να το κάνω. Όσο πολύ κι αν υποφέρω ή όσο δύσκολα κι αν γίνουν τα πράγματα, εγώ θα προσκολληθώ στη ζωή, ώστε η καρδιά του Θεού να μπορεί να λάβει ικανοποίηση». Τα λόγια του Θεού μού αφύπνισαν αμφότερα την καρδιά και το πνεύμα, και μου επέτρεψαν να κατανοήσω το θέλημά Του. Δεν ήθελα πια να πεθάνω, αντιθέτως, ευχόμουν μόνο να υπομείνω οποιονδήποτε πόνο και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και διευθετήσεις του Θεού. Επιτέλους, επτά ημέρες και νύχτες σωματικής τιμωρίας έφτασαν στο τέλος τους. Είχα βασανιστεί σχεδόν μέχρι θανάτου, το δέρμα στις φτέρνες μου είχε ξεγδαρθεί και το δέρμα γύρω από το στόμα μου είχε ξεφλουδίσει στρώμα-στρώμα. Αργότερα, άκουσα έναν φυλακισμένο στο διπλανό κελί να λέει: «Ένας δυνατός και ρωμαλέος κρατούμενος γύρω στα τριάντα πέθανε από το συγκεκριμένο βασανιστήριο». Όταν το άκουσα αυτό, ευχαριστούσα συνεχώς τον Θεό μέσα μου, καθώς ήξερα ότι δεν είχα επιβιώσει επειδή ήμουν τυχερή, αλλά χάρη στην καθοδήγηση και την προστασία του Θεού. Διαποτισμένα με δύναμη ζωής, τα λόγια του Θεού μού είχαν δώσει τη θέληση να συνεχίσω, ειδάλλως, δεδομένης της εύθραυστης γυναικείας κράσης μου, θα είχα πεθάνει από το βασανιστήριο αυτό πολύ νωρίτερα.
Έχοντας υποστεί το σκληρό αυτό μαρτύριο, υπήρξα, στ’ αλήθεια, μάρτυρας της παντοδυναμίας του Θεού και, ακόμα περισσότερο, κατέληξα να αναγνωρίσω πόσο ανίσχυρη είμαι. Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας, δεν μπορούσα ούτε να φροντίσω τον εαυτό μου, και όμως, εγώ ανησυχούσα για το αν η κόρη μου θα κατάφερνε να παραμείνει ακλόνητη —δεν αγχωνόμουν για πράγματα της φαντασίας μου; Η μοίρα της κόρης μου ήταν στα χέρια του Θεού και η ανησυχία μου για εκείνη δεν μπορούσε να την βοηθήσει στο ελάχιστο. Το μόνο που έκανε, ήταν να δώσει στον Σατανά την ευκαιρία να φτάσει σε εμένα και να με κάνει ευάλωτη στην εξαπάτηση και την υπονόμευσή του. Όλα τα πράγματα ενορχηστρώνονται και διευθετούνται από τον Θεό, και ήξερα ότι έπρεπε να εμπιστευτώ την κόρη μου στον Θεό και να καταφύγω σε Αυτόν, βασισμένη στο ότι, όπως καθοδηγούσε εμένα μέσα από τούτην την αντιξοότητα, έτσι θα καθοδηγούσε και την κόρη μου την τρομερή αυτή ώρα. Έτσι, προσευχήθηκα στον Θεό και αναλογίστηκα τα λόγια Του, που λένε: «Γιατί δεν τα παραδίδεις στα χέρια Μου; Δεν πιστεύεις αρκετά σ’ Εμένα; Ή μήπως φοβάσαι ότι θα κάνω ακατάλληλες διευθετήσεις για σένα; Γιατί ανησυχείς μονίμως για τη σαρκική σου οικογένεια; Πάντα σου λείπουν τα αγαπημένα σου πρόσωπα! Έχω κάποια θέση στην καρδιά σου;» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ομιλίες του Χριστού στην αρχή, Κεφάλαιο 59). Τα λόγια του Θεού καταπράυναν την κατάσταση μου. «Έτσι είναι», σκέφτηκα. «Οι κακουχίες που περνάει ο κόσμος και ο πόνος που υποφέρει, είναι όλα προκαθορισμένα από τον Θεό. Τα βασανιστήρια που περνά η κόρη μου, την έχουν πλήξει με τη συναίνεση του Θεού. Αν και μπορεί να μην το κατανοώ και δεν ξέρω τι της συμβαίνει τώρα, σίγουρα, πίσω από όλα βρίσκεται η αγάπη του Θεού, διότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι η πιο πραγματική, η πιο αληθινή αγάπη. Επιθυμώ να εμπιστευτώ την κόρη μου στον Θεό, προκειμένου Εκείνος να κυβερνήσει και να προβεί σε διευθετήσεις, και είμαι πρόθυμη να υπακούσω σε όλα όσα προέρχονται από τον Θεό». Μόλις τα άφησα όλα αυτά πίσω και κατέστην πρόθυμη να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις του Θεού, είδα την κόρη μου στο δικαστήριο. Μου είπε, κρυφά, ότι ο Θεός την είχε καθοδηγήσει να υπερνικήσει κάποιες κακουχίες και μαρτύρια και ότι είχε γίνει μάρτυρας των ευλογιών του Θεού: Ο Θεός είχε κινητοποιήσει ορισμένους πλούσιους κρατούμενους να τη βοηθήσουν, με τους μεν να της δίνουν ρούχα και τους δε να της αγοράζουν φαγητό και νερό· όταν η επικεφαλής κρατούμενη πήγε να την εκφοβίσει με κάποιο σαθρό πρόσχημα, κάποιος την υπερασπίστηκε. Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ευλογίες που ο Θεός έδωσε στην κόρη μου μέσα στη φυλακή. Μέσα από αυτές τις εμπειρίες, η κόρη μου έφτασε να αποκτήσει κάποια κατανόηση για το θαυμαστό και σοφό έργο του Θεού, αλλά και να αναγνωρίσει ότι η αγάπη του Θεού είναι αδύνατον να εκφραστεί με λόγια. Ακούγοντας αυτά τα πράγματα από εκείνη, αγαλλίασα, και τα μάτια μου γέμισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό. Στο πρόσωπο της κόρης μου, είδα και πάλι την παντοδύναμη κυριαρχία και τις θαυμαστές πράξεις του Θεού, και κατάλαβα ότι ο Θεός πάντα καθοδηγούσε και προστάτευε και τις δυο μας, ώστε να διέλθουμε μέσα από αυτή την αντιξοότητα και τον διωγμό. Ως εκ τούτου, η πίστη μου στον Θεό δυνάμωσε ακόμη περισσότερο.
Τις ημέρες που ακολούθησαν, η σωφρονιστική υπάλληλος δεν έδινε καμία σημασία στο γεγονός ότι το σώμα μου ήταν πρησμένο και πονούσε, αλλά συνέχισε να με αναγκάζει να δουλεύω. Προτού περάσει πολύς καιρός, εξαντλήθηκα τόσο πολύ, που κατέληξα με πλήθος νέων τραυμάτων πάνω από τα ήδη υπάρχοντα, και η μέση μου πόναγε τόσο, που δεν μπορούσα να σταθώ ίσια. Όταν έκανα να κουνηθώ ή να γυρίσω, σουβλιές διαπερνούσαν κάθε κόκκαλο και κάθε άρθρωση του κορμιού μου, σαν να ξεσκίζονταν, και τις νύχτες, δυσκολευόμουν να κοιμηθώ. Παρ’ όλα αυτά, η σωφρονιστική υπάλληλος δεν έλεγε να μου δείξει επιείκεια, αντίθετα, έβαλε την επικεφαλής κρατούμενη να με εκφοβίζει σε κάθε ευκαιρία. Επειδή δεν είχα λεφτά για να τους πάρω πράγματα να φάνε, η επικεφαλής κρατούμενη κλότσησε βίαια το κάτω μέρος του σώματός μου. Εγώ, τότε, ενστικτωδώς, βούτηξα μακριά και προσπάθησα να κρυφτώ. Η απογοήτευσή της έγινε οργή και άρχισε να με κλοτσά και να με ποδοπατά με λύσσα. Καθώς δεν χρησιμοποιούσαν λάδι στα φαγητά που τρώγαμε, συχνά υπέφερα από δυσκοιλιότητα και, αν περνούσα πολλή ώρα καθισμένη στη λεκάνη, με έβριζαν και με τιμωρούσαν, υποχρεώνοντάς με να αδειάζω τον κάδο της τουαλέτας για πάνω από δέκα ημέρες. Έβρισκαν οποιονδήποτε αυθαίρετο λόγο για να με τιμωρούν, αναγκάζοντάς με να κάνω τις βάρδιες των άλλων και να στέκομαι φρουρός όλη τη νύχτα. Επίσης, είπαν ότι χρησιμοποιούσα πολλή πρώτη ύλη όταν δούλευα, και μου έβαλαν πρόστιμο 50 γιουάν. Η σωφρονιστική υπάλληλος άδραξε την ευκαιρία να με πάει στο γραφείο και προσπάθησε να με δελεάσει λέγοντας: «Αν μου πεις μαζί με ποιους άλλους πιστεύετε μαζί στον Θεό, θα ζητήσω από τον πρόεδρο του δικαστηρίου να σου μειώσει την ποινή, και θα άρουμε και το πρόστιμο των 50 γιουάν». Αυτοί οι κακοί αστυνομικοί έκρυβαν ένα σωρό πανούργα σχέδια κάτω από τα μανίκια τους, χρησιμοποιώντας εναλλάξ μαλακές και σκληρές τακτικές, και δοκιμάζοντας κάθε στρατηγική που μπορούσαν να σκαρφιστούν, προκειμένου να με κάνουν να προδώσω τον Θεό, αλλά μάταια! Αρνήθηκα την προσφορά της.
Στις 25 Αυγούστου του 2008, η κυβέρνηση του ΚΚΚ μού απήγγειλε κατηγορίες για «προσχώρηση σε οργάνωση Σιε Τζιάο και παρεμπόδιση της επιβολής του νόμου», και με καταδίκασε σε τριετή αναμόρφωση μέσω εργασίας. Στη συνέχεια, με συνόδευσαν στο Επαρχιακό Στρατόπεδο Εργασίας Γυναικών, για να εκτίσω την ποινή μου. Η κόρη μου καταδικάστηκε σε ένα χρόνο αναμόρφωσης μέσω εργασίας, με έκτιση στο τοπικό κρατητήριο.
Έπειτα από δύο εβδομάδες στη φυλακή, οι δεσμοφύλακες θέλησαν να χωρίσουν τις κρατούμενες σε διαφορετικές ομάδες εργασίας. Είχα ακούσει ότι η εργασία των ηλικιωμένων κρατουμένων ήταν κάπως πιο ελαφριά, και σκέφτηκα ότι το σώμα μου είχε υποστεί σοβαρές βλάβες και είχε σχεδόν καταστραφεί στο κρατητήριο, και ότι δεν είχα πια τη δύναμη για σκληρή σωματική εργασία. Προσευχήθηκα στον Θεό για αυτό, ζητώντας Του να μου ανοίξει μια διέξοδο. Αν, στ’ αλήθεια, χρειαζόταν να συνεχίσω να βιώνω τη συγκεκριμένη κατάσταση, τότε ήμουν πρόθυμη να υπακούσω. Δόξα τω Θεώ, που εισάκουσε την προσευχή μου, διότι, πράγματι, με έστειλαν στην ομάδα εργασίας των ηλικιωμένων κρατουμένων. Όλοι είπαν ότι αυτό ήταν ανήκουστο, αλλά στην καρδιά μου ήξερα καλά ότι όλα τούτα ήταν ενορχηστρωμένα από τον Θεό και ότι ο Θεός μού έδειχνε ευσπλαχνία για την αδυναμία μου. Στην ομάδα των ηλικιωμένων κρατουμένων, οι δεσμοφύλακες μιλούσαν πολύ ευχάριστα: «Όποια εργάζεται σκληρά και καταβάλλει καλή προσπάθεια, θα έχει μείωση ποινής. Δεν θα υπάρξουν εύνοιες…» Όταν το είπαν αυτό, τις πίστεψα, νομίζοντας ότι οι εδώ οι δεσμοφύλακες ήταν λίγο καλύτερες από τις σωφρονιστικές υπαλλήλους στο κρατητήριο. Έτσι, ρίχτηκα στη δουλειά και κατέληξα στις δέκα πιο παραγωγικές εργάτριες από σχεδόν 300 άτομα. Ωστόσο, όταν έφτασε η ώρα να ανακοινωθεί ο κατάλογος των ανθρώπων των οποίων οι ποινές επρόκειτο να μειωθούν, οι δεσμοφύλακες κανόνισαν να μειωθούν οι ποινές μόνο των φιλέριδων και που τους αγόραζαν δώρα —η δική μου δεν μειώθηκε ούτε μια μέρα. Μια κρατούμενη εργάστηκε σαν σκυλί για να καταφέρει να μειωθεί η ποινή της, αλλά, προς έκπληξή της, οι δεσμοφύλακες απλά είπαν: «Κάποια τόσο ικανή, πρέπει να την κρατήσουμε εδώ για πάντα!» Όταν το άκουσα αυτό, μίσησα τον εαυτό μου για τη βλακεία μου, που δεν κατάλαβα τη σκληρή και κτηνώδη ουσία της κυβέρνησης του ΚΚΚ, και που πιάστηκα κορόιδο από τα ψέματά τους. Πράγματι, ο Θεός είπε πριν από πολύ καιρό: «Πάνω από το ανθρώπινο γένος, ο ουρανός χαμηλώνει, σκοτεινιασμένος και ζοφερός, χωρίς την παραμικρή ακτίνα φωτός, και ο ανθρώπινος κόσμος βυθίζεται σε πισσώδες έρεβος, τόσο που όποιος ζει εκεί, δεν μπορεί να δει ούτε το τεντωμένο του χέρι μπροστά στο πρόσωπό του ούτε τον ήλιο όταν σηκώνει το κεφάλι του» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Ποια θα πρέπει να είναι τα εφόδια ενός ικανοποιητικού ποιμένα). Συγκρίνοντας τις αποκαλύψεις από τα λόγια του Θεού με τα γεγονότα της πραγματικότητας, επιτέλους, κατάλαβα ότι η κυβέρνηση του ΚΚΚ δεν είναι τίποτε άλλο παρά σκότος και βρωμιά από πάνω ως κάτω, και δεν διαθέτει το παραμικρό ίχνος αμεροληψίας ή δικαιοσύνης. Το μόνο που έκαναν οι κακοί αστυνομικοί, ήταν να εξαπατούν και να ξεγελούν τους ανθρώπους με ψέματα, και ήταν εντελώς ανίκανοι να μας μεταχειριστούν σαν ανθρώπινα όντα. Για αυτούς, οι κρατούμενοι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από εργαλεία παραγωγής χρημάτων —όσο πιο ικανοί ήταν εκείνοι, τόσο λιγότερο πιθανό ήταν να μειωθούν οι ποινές τους. Οι δεσμοφύλακες ήθελαν οι άνθρωποι να τους υπηρετούν συνεχώς και να εργάζονται σαν σκυλιά, ώστε να μπορούν να βγάζουν ακόμα περισσότερα χρήματα από αυτούς. Για να αυξηθεί η παραγωγή εργασίας, οι κακοί αστυνομικοί δεν μας άφηναν ούτε να πάμε στην τουαλέτα και, αρκετές φορές, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και κατουρήθηκα πάνω μου. Επειδή ξεχώρισα για την ποσότητα εργασίας που μπορούσα να βγάλω, η κύρια ομάδα εργασίας κανόνισε να μεταφερθώ για να καταστώ αυτή που δίνει τον ρυθμό. Είχα ήδη δει ξεκάθαρα τα άσχημα πρόσωπά τους, και ήξερα ότι, αν με μετέφεραν, σίγουρα θα μου ασκούσαν μεγαλύτερη πίεση για να δουλεύω ακόμα πιο σκληρά. Φοβόμουν να μεταφερθώ, κι έτσι, στρεφόμουν αδιάκοπα στον Θεό: «Θεέ μου! Το ξέρω ότι πρόκειται για παγίδα που μου έχουν στήσει οι δαίμονες, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Σε παρακαλώ, άνοιξέ μου μια έξοδο διαφυγής». Προς έκπληξή μου, μετά την προσευχή αυτή, τα χέρια μου κρύωσαν, παρά τον ζεστό καιρό, ενώ τα δάχτυλά μου κουλουριάστηκαν και σφίχτηκαν άρρηκτα μεταξύ τους, και έγιναν μπλε. Η σωφρονιστικός υπάλληλος της κύριας ομάδας εργασίας είπε ότι προσποιούμουν, και υποχρέωσε δύο άλλες να με κουβαλήσουν επάνω για να δουλέψω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να φωνάζω απεγνωσμένα στον Θεό, με αποτέλεσμα να καταλήξω να πέσω από τον τρίτο στον δεύτερο όροφο. Βλέποντας αυτό, τρόμαξαν, κι έτσι με ανάγκασαν να επιστρέψω στην ομάδα των ηλικιωμένων. Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι, στην πραγματικότητα, το σώμα μου δεν είχε τραυματιστεί καθόλου —για άλλη μια φορά, υπήρξα μάρτυρας της προστασίας του Θεού στο πρόσωπό μου.
Στη φυλακή, οι πιστοί του Παντοδύναμου Θεού χαρακτηρίζονται πολιτικοί κρατούμενοι, και οι διάβολοι του ΚΚΚ μάς παρακολουθούν συνεχώς, που σημαίνει ότι δεν έχουμε ούτε το δικαίωμα να μιλάμε. Αν μιλούσα σε κάποια, οι δεσμοφύλακες θα το έβλεπαν και, μετά, θα μας ρωτούσαν τι λέγαμε. Τη νύχτα, έβαζαν την επικεφαλής κρατούμενη να με παρακολουθεί, για να δει αν συζητούσα θέματα της πίστης με άλλες. Όποτε ερχόταν να με επισκεφθεί κάποιος από την οικογένειά μου, οι δεσμοφύλακες με ανάγκαζαν να μαθαίνω κάποιες φράσεις που συκοφαντούσαν τον Θεό και, αν δεν τις έλεγα, διέκοπταν σκόπιμα τις συνομιλίες μου με την οικογένειά μου (που σήμαινε ότι θα είχα λιγότερο χρόνο για να μιλήσω μαζί τους). Επειδή ήξερα ότι τέτοια λόγια θα πρόσβαλλαν τον Θεό, όποτε ερχόμουν αντιμέτωπη με αυτήν την κατάσταση, προσευχόμουν σιωπηλά στον Θεό, λέγοντας: «Θεέ μου! Δεν μιλάω εγώ, αλλά ο Σατανάς που προσπαθεί να με βάλει σε πειρασμό. Σε παρακαλώ, προστάτεψέ με και βοήθα με να αποφύγω να πω οτιδήποτε μπορεί να προσβάλει τη διάθεσή Σου». Επειδή δεν έλεγα ποτέ αυτά που ήθελαν να πω, στο τέλος, οι δεσμοφύλακες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για αυτό.
Τρία χρόνια στη φυλακή μού επέτρεψαν να δω ξεκάθαρα το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης του ΚΚΚ. Λειτουργεί με έναν τρόπο μπροστά στους ανθρώπους και με άλλον, πίσω από την πλάτη τους· στον έξω κόσμο, κομπάζει για ανεξιθρησκία, αλλά, παρασκηνιακά, καταδιώκει και διαταράσσει το έργο του Θεού με κάθε δυνατό τρόπο, και συλλαμβάνει μανιωδώς τους πιστούς στον Θεό, τους αποσπά ομολογίες μέσω βασανιστηρίων και τους κακοποιεί ανελέητα. Χρησιμοποιεί τα πιο ελεεινά μέσα που μπορεί να φανταστεί κανείς, για να αναγκάσει τους ανθρώπους να απορρίψουν τον Θεό, να Τον προδώσουν και να παραδοθούν στη δεσποτική εξουσία της, προκειμένου να επιτύχει τον κακό της σκοπό, που είναι η αέναη καθυπόταξη και ο παντοτινός έλεγχος των ανθρώπων. Η ανθρωπότητα δημιουργήθηκε από τον Θεό και πρέπει να λατρεύει τον Θεό. Και όμως, η κυβέρνηση του ΚΚΚ κάνει ό,τι μπορεί, για να εκδιώκει την έλευση του Θεού, εμποδίζει τους ανθρώπους να πιστεύουν στον Θεό, να κηρύττουν το ευαγγέλιο και να μαρτυρούν για τον Θεό και, με αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτει απόλυτα την κακή της ουσία, που είναι και διεστραμμένη και αντιτίθεται στους Ουρανούς. Έχοντας βιώσει αυτόν τον διωγμό και τις αντιξοότητες, και παρ’ όλο που η σάρκα μου υπέφερε κάποιο πόνο, δεν παραπονιέμαι ούτε μετανιώνω για τίποτα, καθώς έχω κερδίσει πάρα πολλά από τον Θεό. Όταν αισθανόμουν αδύναμη και ανίσχυρη, ο Θεός μού έδωσε πίστη και δύναμη ξανά και ξανά, επιτρέποντάς μου να βρω την αποφασιστικότητα να πολεμήσω με τον Σατανά ως το τέλος· όταν ένοιωθα θλίψη και απόγνωση, στενοχώρια και απελπισία, ο Θεός χρησιμοποίησε τα λόγια Του για να με παρηγορήσει και να με εμψυχώσει· όταν βρισκόμουν στο χείλος του θανάτου, τα λόγια του Θεού μού έδωσαν το κίνητρο να επιβιώσω και το θάρρος να συνεχίσω να ζω· όποτε κινδύνευσα, την τελευταία στιγμή, ο Θεός άπλωσε το σωτήριο χέρι Του, προστατεύοντάς με, βοηθώντας με να ξεφύγω από τον κίνδυνο και οδηγώντας με στην ασφάλεια. Μέσα από την εμπειρία αυτή, όχι μόνο κατέληξα να δω πιο καθαρά την αντίθετη στον Θεό ουσία του διαβόλου Σατανά και να τη μισήσω ακόμα πιο βαθιά και ολοκληρωτικά, αλλά, ταυτοχρόνως, έφτασα να αποκτήσω κάποια αληθινή κατανόηση των θαυμαστών πράξεων του Θεού, καθώς και την αγάπη και τη σωτηρία Του. Κατέληξα να έχω πραγματική εκτίμηση για την καλοσύνη και ταπεινότητα του Χριστού και για τα μαρτύρια που υπέμεινε για να σώσει την ανθρωπότητα, και η πίστη και η αγάπη μου για τον Θεό έγιναν πιο βαθιές.
Μετά την αποφυλάκισή μου, επειδή οι διάβολοι του ΚΚΚ έσπειραν τη διχόνοια μεταξύ μας, όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς μου με απέρριψαν και με απέφυγαν. Ωστόσο, όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές μου στην εκκλησία με νοιάστηκαν και με φρόντισαν, και μου έδωσαν ό,τι χρειαζόμουν για να ξαναρχίσω τη ζωή μου —κάνοντάς το, μου έδωσαν μια αίσθηση θαλπωρής που θα μού ήταν πολύ δύσκολο να βρω οπουδήποτε αλλού. Δόξα τω Θεώ, που με έσωσε: Όσο δύσκολος κι αν είναι ο δρόμος μπροστά μου, εγώ θα ακολουθώ τον Θεό ως το τέλος και θα επιδιώκω να ζω μια ουσιαστική ζωή, για να Του ανταποδώσω την αγάπη Του.
Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.