Η ουσία της σάρκας που κατοικείται από τον Θεό (Μέρος πρώτο)

Ο πρώτος ενσαρκωμένος Θεός έζησε στη γη για τριάντα τρία και μισό χρόνια, ωστόσο εκτέλεσε τη διακονία Του μόνο για τριάμισι χρόνια. Τόσο κατά τον χρόνο που εργάστηκε, όσο και πριν ξεκινήσει το έργο Του, κατείχε κανονική ανθρώπινη φύση. Κατοίκησε στην κανονική ανθρώπινη φύση Του για τριάντα τρία και μισό χρόνια. Καθ’ όλα τα τελευταία τριάμισι χρόνια, αποκάλυψε τον εαυτό Του ως ενσαρκωμένο Θεό. Πριν ξεκινήσει να εκτελεί τη διακονία Του, εμφανίστηκε με συνηθισμένη, κανονική ανθρώπινη φύση, μη δείχνοντας κανένα σημάδι της θεϊκής φύσης Του, και μόνο αφού ξεκίνησε επίσημα να εκτελεί τη διακονία Του, εκδήλωσε τη θεϊκή φύση Του. Η ζωή και το έργο Του κατά αυτά τα πρώτα είκοσι εννέα χρόνια απέδειξαν πως ήταν ένα πραγματικό ανθρώπινο όν, ο υιός του ανθρώπου, μια σάρκα, διότι η διακονία Του άρχισε ουσιαστικά μονάχα μετά την ηλικία των είκοσι εννέα. Η έννοια της ενσάρκωσης είναι πως ο Θεός εμφανίζεται με σάρκα και έρχεται να εργαστεί με μορφή σάρκας μεταξύ των ανθρώπων που δημιούργησε. Έτσι, για να ενσαρκωθεί ο Θεός, πρέπει πρώτα να αποκτήσει σάρκα, σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση· αυτό, τουλάχιστον, πρέπει να ισχύει. Στην πραγματικότητα, η σημασία της ενσάρκωσης του Θεού είναι πως ο Θεός ζει και εργάζεται στη σάρκα, στην ουσία Του ενσαρκώνεται, γίνεται άνθρωπος. Η ενσαρκωμένη ζωή και το έργο Του μπορούν να διαιρεθούν σε δύο στάδια. Πρώτη είναι η ζωή που ζει πριν την εκτέλεση της διακονίας Του. Ζει σε μία συνηθισμένη ανθρώπινη οικογένεια, με μια εντελώς κανονική ανθρώπινη φύση, υπακούοντας στα συνήθη ήθη και τους νόμους της ανθρώπινης ζωής, με φυσιολογικές ανθρώπινες ανάγκες (τροφή, ένδυση, στέγη, ύπνο), με φυσιολογικές ανθρώπινες αδυναμίες και φυσιολογικά ανθρώπινα συναισθήματα. Με άλλα λόγια, κατά το πρώτο στάδιο, ζει σε μια μη θεϊκή, απολύτως κανονική ανθρώπινη φύση, συμμετέχοντας σε όλες τις συνηθισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Το δεύτερο στάδιο είναι η ζωή που ζει αφού ξεκινά να εκτελεί τη διακονία Του. Εξακολουθεί να ζει στην κανονική ανθρώπινη φύση με ένα κανονικό ανθρώπινο κέλυφος, μη δείχνοντας κάποιο εξωτερικό σημάδι του υπερφυσικού. Ωστόσο, Εκείνος ζει αποκλειστικά για χάρη της διακονίας Του και στη διάρκεια αυτής της εποχής, η κανονική ανθρώπινη φύση Του βρίσκεται εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία του κανονικού έργου της θεϊκής φύσης Του· διότι μέχρι τότε, η κανονική ανθρώπινη φύση Του έχει ωριμάσει σε σημείο που να είναι σε θέση να εκτελέσει τη διακονία Του. Έτσι, το δεύτερο στάδιο της ζωής Του είναι η εκτέλεση της διακονίας Του με την κανονική ανθρώπινη φύση Του, είναι μια ζωή τόσο μιας κανονικής ανθρώπινης φύσης, όσο και μιας τέλειας θεϊκής φύσης. Ο λόγος που, κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της ζωής Του ζει σε μια απολύτως κανονική ανθρώπινη φύση, είναι πως η ανθρώπινη φύση Του δεν είναι ακόμα ίση με το σύνολο του θεϊκού Του έργου, δεν έχει ωριμάσει ακόμη· μόνο μετά την ωρίμανσή της γίνεται ικανός να επωμιστεί τη διακονία Του και μπορεί να ξεκινήσει να την εκτελεί. Από τη στιγμή που Εκείνος, ως σάρκα, πρέπει να μεγαλώσει και να ωριμάσει, το πρώτο στάδιο της ζωής Του είναι αυτό της κανονικής ανθρώπινης φύσης, ενώ στο δεύτερο στάδιο, επειδή η ανθρώπινη φύση Του είναι σε θέση να αναλάβει το έργο Του και να εκτελέσει τη διακονία Του, η ζωή που ο ενσαρκωμένος Θεός διάγει κατά τη διακονία Του είναι μια ζωή τόσο της ανθρώπινης όσο και της τέλειας θεϊκής φύσης. Αν ο ενσαρκωμένος Θεός είχε ουσιαστικά ξεκινήσει τη διακονία Του από τη στιγμή της γέννησης Του, εκτελώντας υπερφυσικά σημεία και τέρατα, τότε δεν θα είχε κάποια ενσώματη ουσία. Επομένως, η ανθρώπινη φύση Του υπάρχει χάρη στην ενσώματη ουσία Του· δεν μπορεί να υπάρξει σάρκα χωρίς ανθρώπινη φύση, και ένα άτομο χωρίς ανθρώπινη φύση δεν είναι ανθρώπινο ον. Με τον τρόπο αυτόν, η ανθρώπινη φύση της σάρκας του Θεού είναι μια εγγενής ιδιότητα της σάρκας του ενσαρκωμένου Θεού. Αν ειπωθεί ότι «όταν ο Θεός ενσαρκώνεται, είναι εξ ολοκλήρου Θεός, δεν είναι καθόλου άνθρωπος», είναι βλασφημία, διότι μια τέτοια άποψη είναι αδύνατο να εκφραστεί, καθώς παραβιάζει την αρχή της ενσάρκωσης. Ακόμη κι αφού ξεκινά να εκτελεί τη διακονία Του, η θεϊκή φύση Του κατοικεί ακόμα στο ανθρώπινο κέλυφος ενόσω επιτελεί το έργο Του. Απλώς, κατά τη στιγμή εκείνη, η ανθρώπινη φύση Του εξυπηρετεί τον μοναδικό σκοπό του να επιτρέπει στη θεϊκή φύση Του να εκτελεί το έργο μέσα στην κανονική ανθρώπινη σάρκα. Έτσι, αυτή που επιτελεί το έργο είναι η θεϊκή φύση που κατοικεί στην ανθρώπινη φύση Του. Η θεϊκή φύση Του είναι αυτή που ενεργεί, και όχι η ανθρώπινη φύση Του, ωστόσο είναι μια θεϊκή φύση κρυμμένη μέσα στην ανθρώπινη φύση Του. Το έργο Του στην ουσία επιτελείται από την τέλεια θεϊκή φύση Του, όχι από την ανθρώπινη φύση Του. Αλλά ο εκτελεστής του έργου είναι η σάρκα Του. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως Εκείνος είναι και άνθρωπος και Θεός, διότι ο Θεός γίνεται ένας Θεός που ζει στην σάρκα, με ανθρώπινο κέλυφος και με ανθρώπινη, αλλά και θεϊκή ουσία. Επειδή Εκείνος είναι ένας άνθρωπος με την ουσία του Θεού, είναι πάνω από οποιονδήποτε δημιουργημένο άνθρωπο, πάνω από οποιονδήποτε άνθρωπο που μπορεί να εκτελέσει το έργο Του. Κι έτσι, μεταξύ όλων εκείνων που διαθέτουν ανθρώπινο κέλυφος σαν το δικό Του, μεταξύ όλων όσοι κατέχουν ανθρώπινη φύση, μόνο Εκείνος είναι ο ίδιος ενσαρκωμένος Θεός —όλοι οι υπόλοιποι είναι δημιουργημένοι άνθρωποι. Παρόλο που όλοι έχουν ανθρώπινη φύση, οι δημιουργημένοι άνθρωποι δεν είναι τίποτα άλλο παρά άνθρωποι, ενώ ο ενσαρκωμένος Θεός είναι διαφορετικός: Μέσα στη σάρκα Του δεν περικλείει μόνο την ανθρώπινη, αλλά, ακόμη πιο σημαντικό, τη θεϊκή φύση. Την ανθρώπινη φύση Του μπορεί να τη δει κανείς στην εξωτερική ανθρώπινη εμφάνιση της σάρκας Του και στην καθημερινή Του ζωή, αλλά είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή η θεϊκή φύση Του. Επειδή η θεϊκή φύση Του εκφράζεται μόνο όταν έχει ανθρώπινη φύση και δεν είναι τόσο υπερφυσική όσο τη φαντάζονται οι άνθρωποι, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους να τη δουν. Ακόμη και σήμερα, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους να συλλάβουν την πραγματική ουσία του ενσαρκωμένου Θεού. Στην πραγματικότητα, ακόμα και αφού έχω μιλήσει για αυτό τόσο πολύ, υποθέτω ότι παραμένει ακόμα ένα μυστήριο για τους περισσότερους από εσάς. Το ζήτημα είναι πολύ απλό: Από τη στιγμή που ο Θεός ενσαρκώνεται, η ουσία Του είναι ένας συνδυασμός ανθρώπινης και θεϊκής φύσης. Αυτός ο συνδυασμός λέγεται ο ίδιος ο Θεός, ο ίδιος ο Θεός στη γη.

Η ζωή που έζησε ο Ιησούς στη γη ήταν μια φυσιολογική ζωή της σάρκας. Έζησε στην κανονική ανθρώπινη φύση της σάρκας Του. Η εξουσία Του —να εκτελεί το έργο του Θεού και να προφέρει τον λόγο του Θεού, ή να θεραπεύει τους ασθενείς και να εκβάλει τους δαίμονες, να κάνει τέτοια παράδοξα πράγματα— δεν εκδηλώθηκε μόνη της, ως επί το πλείστον, έως ότου ξεκίνησε η διακονία Του. Η ζωή Του πριν από την ηλικία των είκοσι εννέα, προτού πραγματοποιήσει τη διακονία Του, ήταν αρκετή απόδειξη ότι Εκείνος ήταν απλώς μια κανονική σάρκα. Για τον λόγο αυτόν, κι επειδή δεν είχε ξεκινήσει ακόμη να εκτελεί τη διακονία Του, οι άνθρωποι δεν είδαν τίποτα το θεϊκό σ’ Εκείνον, δεν είδαν τίποτα περισσότερο από ένα κανονικό ανθρώπινο ον, έναν συνηθισμένο άνθρωπο —όπως όταν αρχικά κάποιοι πίστευαν πως ήταν γιος του Ιωσήφ. Οι άνθρωποι πίστευαν πως ήταν ο γιος ενός συνηθισμένου ανθρώπου, δεν είχαν τρόπο να καταλάβουν πως ήταν ο ενσαρκωμένος Θεός. Ακόμα κι όταν, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της διακονίας Του, πραγματοποίησε πολλά θαύματα, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολούθησαν να λένε πως ήταν γιος του Ιωσήφ, διότι ήταν ο Χριστός με το εξωτερικό κέλυφος της κανονικής ανθρώπινης φύσης. Τόσο η κανονική ανθρώπινη φύση όσο και το έργο Του υπήρξαν προκειμένου να εκπληρώσουν τη σημασία της πρώτης ενσάρκωσης, αποδεικνύοντας πως ο Θεός είχε εισέλθει πλήρως στη σάρκα, έχοντας γίνει ένας εντελώς συνηθισμένος άνθρωπος. Το ότι Εκείνος είχε κανονική ανθρώπινη φύση προτού ξεκινήσει το έργο Του ήταν απόδειξη πως ήταν μια συνηθισμένη σάρκα· και το ότι εργάστηκε αργότερα, επίσης αποδείκνυε πως ήταν συνηθισμένη σάρκα, διότι πραγματοποίησε σημεία και τέρατα, θεράπευσε αρρώστους και εξέβαλε δαίμονες όντας στη σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση. Ο λόγος που μπορούσε να πραγματοποιεί θαύματα ήταν ότι η σάρκα Του άντεξε την εξουσία του Θεού, ήταν η σάρκα την οποία ντύθηκε το Πνεύμα του Θεού. Κατείχε αυτήν την εξουσία λόγω του Πνεύματος του Θεού, και αυτό δεν σήμαινε πως Εκείνος δεν ήταν μια σάρκα. Η θεραπεία των αρρώστων και η εκβολή των δαιμόνων ήταν το έργο που χρειαζόταν να επιτελέσει κατά την εκτέλεση της διακονίας Του, μία έκφραση της θείας φύσης Του κρυμμένη μέσα στην ανθρώπινη φύση Του και, παρά τα σημεία ή τον τρόπο που επέδειξε την εξουσία Του, εξακολούθησε να ζει διαθέτοντας μια κανονική ανθρώπινη φύση και να είναι μια κανονική σάρκα. Μέχρι τη στιγμή που αναστήθηκε αφού πέθανε επάνω στον σταυρό, Εκείνος κατοικούσε μέσα σε μια κανονική σάρκα. Η απονομή χάριτος, η θεραπεία των αρρώστων και η εκβολή των δαιμόνων ήταν όλα μέρος της διακονίας Του, ήταν όλα έργο που επιτέλεσε στην κανονική σάρκα Του. Πριν τη σταύρωσή Του, Εκείνος ποτέ δεν άφησε την κανονική ανθρώπινη σάρκα Του, ανεξάρτητα από το τι έκανε. Ήταν ο ίδιος ο Θεός που πραγματοποιούσε το ίδιο το έργο του Θεού, ωστόσο, επειδή ήταν ο ενσαρκωμένος Θεός, έτρωγε τροφή και φορούσε ρούχα, είχε συνηθισμένες ανθρώπινες ανάγκες, κανονική ανθρώπινη λογική και κανονικό ανθρώπινο νου. Όλα αυτά ήταν απόδειξη πως Εκείνος ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, πως η σάρκα του ενσαρκωμένου Θεού ήταν μια σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση, κι όχι υπερφυσική. Η δουλειά Του ήταν να ολοκληρώσει το έργο της πρώτης ενσάρκωσης του Θεού, να εκπληρώσει τη διακονία της πρώτης ενσάρκωσης. Η σημασία της ενσάρκωσης είναι ότι ένας συνηθισμένος, κανονικός άνθρωπος εκτελεί το έργο του ίδιου του Θεού· ότι δηλαδή ο Θεός εκτελεί το θεϊκό Του έργο στην ανθρώπινη φύση και, συνεπώς, συντρίβει τον Σατανά. Ενσάρκωση σημαίνει πως το Πνεύμα του Θεού ενσαρκώνεται, δηλαδή ο Θεός ενσαρκώνεται. Το έργο που επιτελεί στη σάρκα είναι το έργο του Πνεύματος, το οποίο εισέρχεται στη σάρκα και εκφράζεται μέσα από τη σάρκα. Κανείς εκτός από τη σάρκα του Θεού δεν μπορεί να εκπληρώσει τη διακονία του ενσαρκωμένου Θεού· δηλαδή, μόνο η σάρκα του ενσαρκωμένου Θεού, αυτή η κανονική ανθρώπινη φύση —και κανένας άλλος— μπορεί να εκφράσει το θείο έργο. Εάν, κατά την πρώτη Του έλευση, ο Θεός δεν είχε την κανονική ανθρώπινη φύση πριν από την ηλικία των είκοσι εννέα —εάν αμέσως αφού γεννήθηκε μπορούσε να πραγματοποιεί θαύματα, εάν αμέσως αφού μίλησε μπορούσε να μιλήσει την ουράνια γλώσσα, εάν τη στιγμή που πρωτοπερπάτησε στη γη μπορούσε να αντιληφθεί όλα τα εγκόσμια ζητήματα, να ξεχωρίζει τις σκέψεις και τις προθέσεις κάθε ανθρώπου —τότε Εκείνος δεν θα μπορούσε να λέγεται κανονικός άνθρωπος, ούτε η σάρκα Του να θεωρείται ανθρώπινη. Εάν αυτό είχε συμβεί με τον Χριστό, τότε η έννοια και η ουσία της ενσάρκωσης του Θεού θα είχαν χαθεί. Το ότι Εκείνος κατείχε κανονική ανθρώπινη φύση αποδεικνύει πως ήταν Θεός ενσαρκωμένος. Το γεγονός ότι υποβλήθηκε σε μια κανονική διαδικασία ανθρώπινης ανάπτυξης δείχνει πως Εκείνος ήταν μια κανονική σάρκα. Κι επιπλέον, το έργο Του είναι επαρκής απόδειξη πως Εκείνος ήταν ο Λόγος του Θεού, το Πνεύμα Του Θεού που ενσαρκώθηκε. Ο Θεός ενσαρκώνεται εξαιτίας των αναγκών του έργου. Με άλλα λόγια, αυτό το στάδιο του έργου πρέπει να γίνει στη σάρκα, να γίνει με κανονική ανθρώπινη φύση. Αυτή είναι η προϋπόθεση προκειμένου «ο Λόγος να ενσαρκωθεί», προκειμένου «ο Λόγος να εμφανιστεί στη σάρκα», και είναι η αληθινή ιστορία πίσω από τις δύο ενσαρκώσεις του Θεού. Οι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν πως ολόκληρη η ζωή του Ιησού είναι συνυφασμένη με θαύματα, πως μέχρι το τέλος του έργου Του στη γη δεν εκδήλωσε μια κανονική ανθρώπινη φύση, πως δεν είχε φυσιολογικές ανθρώπινες ανάγκες ή αδυναμίες, ή ανθρώπινα συναισθήματα, πως δεν χρειαζόταν τα προς το ζην ή πως δεν τον απασχολούσαν κανονικές ανθρώπινες σκέψεις. Αυτοί απλώς Τον φαντάζονται να έχει έναν υπεράνθρωπο νου, μια υπερβατική ανθρώπινη φύση. Πιστεύουν πως από τη στιγμή που είναι Θεός, δεν θα έπρεπε να σκέφτεται και να ζει όπως κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι, πως μόνο ένα κανονικό άτομο, ένα πραγματικό ανθρώπινο ον, μπορεί να έχει κανονικές ανθρώπινες σκέψεις και να ζει μια ανθρώπινη ζωή. Αυτά είναι όλα ανθρώπινες ιδέες και ανθρώπινες αντιλήψεις, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις αρχικές προθέσεις του έργου του Θεού. Η κανονική ανθρώπινη σκέψη συντηρεί την κανονική ανθρώπινη λογική και την κανονική ανθρώπινη φύση· η κανονική ανθρώπινη φύση συντηρεί τις φυσιολογικές λειτουργίες της σάρκας· και οι φυσιολογικές λειτουργίες της σάρκας επιτρέπουν τη φυσιολογική ζωή της σάρκας στο σύνολο της. Μονάχα δουλεύοντας σε τέτοια σάρκα μπορεί ο Θεός να εκπληρώσει τον σκοπό της ενσάρκωσης Του. Εάν ο ενσαρκωμένος Θεός διέθετε μόνο το εξωτερικό κέλυφος της σάρκας, αλλά δεν είχε κανονικές ανθρώπινες σκέψεις, τότε αυτή η σάρκα δεν θα κατείχε ανθρώπινη λογική, πολύ λιγότερο δε, πραγματική ανθρώπινη φύση. Πώς θα μπορούσε μία τέτοια σάρκα, χωρίς ανθρώπινη φύση, να εκπληρώσει τη διακονία που ο ενσαρκωμένος Θεός έπρεπε να εκτελέσει; Ο κανονικός νους συντηρεί όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής· χωρίς αυτόν, κανείς δεν θα ήταν άνθρωπος. Με άλλα λόγια, ένα άτομο που δεν κάνει κανονικές σκέψεις είναι ψυχικά ασθενές. Και ένας Χριστός που δεν έχει ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο θεϊκή, δεν μπορεί να λέγεται ενσαρκωμένος Θεός. Άρα, πώς θα μπορούσε η σάρκα του ενσαρκωμένου Θεού να μην έχει κανονική ανθρώπινη φύση; Δεν είναι βλασφημία να λέει κανείς ότι ο Χριστός δεν έχει ανθρώπινη φύση; Όλες οι δραστηριότητες που ασκούν οι κανονικοί άνθρωποι βασίζονται στη λειτουργία ενός κανονικού ανθρώπινου νου. Χωρίς αυτόν, οι άνθρωποι θα είχαν παρεκκλίνουσα συμπεριφορά· θα ήταν ανίκανοι ακόμα και να ξεχωρίσουν το μαύρο από το άσπρο, το καλό από το κακό και δεν θα είχαν καμία ανθρώπινη ηθική ούτε ηθικές αρχές. Ομοίως, αν ο ενσαρκωμένος Θεός δεν σκεφτόταν σαν ένας κανονικός άνθρωπος, τότε δεν θα ήταν μια πραγματική σάρκα, μια κανονική σάρκα. Μια τέτοια μη σκεπτόμενη σάρκα δεν θα ήταν σε θέση να αναλάβει το θείο έργο. Εκείνος δεν θα ήταν σε θέση να ασκεί τις φυσιολογικές δραστηριότητες της σάρκας, πόσο μάλλον να ζει με τους ανθρώπους στη γη. Κι έτσι, η σημασία της ενσάρκωσης του Θεού, η ίδια η ουσία του Θεού που εισέρχεται στη σάρκα, θα είχε χαθεί. Η ανθρώπινη φύση του ενσαρκωμένου Θεού υπάρχει για να διατηρεί το κανονικό θείο έργο στη σάρκα· η κανονική ανθρώπινη σκέψη Του συντηρεί την κανονική ανθρώπινη φύση Του και όλες τις φυσιολογικές ενσώματες δραστηριότητες Του. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως η κανονική ανθρώπινη σκέψη Του υπάρχει, προκειμένου να συντηρεί όλο το έργο του Θεού στη σάρκα. Εάν αυτή η σάρκα δεν κατείχε έναν κανονικό ανθρώπινο νου, τότε ο Θεός δεν θα μπορούσε να εργαστεί στη σάρκα, και ό,τι χρειάζεται να κάνει στη σάρκα, δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί. Παρόλο που ο ενσαρκωμένος Θεός διαθέτει έναν κανονικό ανθρώπινο νου, το έργο Του δεν έχει νοθευτεί από την ανθρώπινη σκέψη. Εκείνος αναλαμβάνει το έργο στην ανθρώπινη φύση με κανονικό νου, με την προϋπόθεση πως κατέχει μια νοήμονα ανθρώπινη φύση, όχι με την άσκηση μιας κανονικής ανθρώπινης σκέψης. Ανεξάρτητα απ’ το πόσο μεγαλόπνοες είναι οι σκέψεις της σάρκας Του, το έργο Του δεν φέρει τη σφραγίδα της λογικής ή της σκέψης. Με άλλα λόγια, το έργο Του δεν έχει σχεδιαστεί από τον νου της σάρκας Του, αλλά είναι μια άμεση έκφραση του θείου έργου στην ανθρώπινη φύση Του. Όλο Του το έργο είναι η διακονία που πρέπει να εκπληρώσει, και τίποτα από αυτό δεν έχει σχεδιαστεί από τον εγκέφαλο Του. Για παράδειγμα, η θεραπεία των αρρώστων, η εκβολή των δαιμόνων και η σταύρωση δεν ήταν προϊόντα του ανθρώπινου νου Του, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν από οποιονδήποτε άνθρωπο με ανθρώπινο νου. Ομοίως, το σημερινό έργο της κατάκτησης είναι μια διακονία που πρέπει να εκτελεστεί από τον ενσαρκωμένο Θεό, αλλά δεν είναι έργο ανθρώπινης θέλησης, είναι έργο που πρέπει να επιτελέσει η θεϊκή φύση Του, έργο για το οποίο κανένας σαρκικός άνθρωπος δεν είναι ικανός. Έτσι, ο ενσαρκωμένος Θεός πρέπει να διαθέτει έναν κανονικό ανθρώπινο νου, πρέπει να διαθέτει κανονική ανθρώπινη φύση, διότι πρέπει να εκτελέσει το έργο Του στην ανθρώπινη φύση με κανονικό νου. Αυτή είναι η ουσία του έργου του ενσαρκωμένου Θεού, η ίδια η ουσία του ενσαρκωμένου Θεού.

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.