Παράρτημα τρίτο: Πώς ο Νώε και ο Αβραάμ υπάκουσαν στα λόγια του Θεού και υποτάχθηκαν σ’ Αυτόν (Μέρος δεύτερο) Πρώτο Μέρος

Στην προηγούμενη συνάθροιση, συναναστραφήκαμε πάνω στο δέκατο σημείο των διάφορων εκδηλώσεων των αντίχριστων, δηλαδή στο εξής: «Σιχαίνονται την αλήθεια, παραβιάζουν απροκάλυπτα τις αρχές και περιφρονούν τις διευθετήσεις του οίκου του Θεού». Πάνω σε ποιες λεπτομέρειες συναναστραφήκαμε συγκεκριμένα; (Στο ότι έχεις συναναστραφεί, Θεέ μου, κυρίως πάνω στο πώς να προσεγγίζουμε τα λόγια του Θεού.) Έχει σχέση αυτό με το δέκατο σημείο; (Ναι. Επειδή, στο σημείο «Σιχαίνονται την αλήθεια, παραβιάζουν απροκάλυπτα τις αρχές και περιφρονούν τις διευθετήσεις του οίκου του Θεού», μία από τις συμπεριφορές των αντίχριστων είναι ότι απλώς ακούνε όσα λέει ο Χριστός, όμως ούτε υπακούν ούτε υποτάσσονται σ’ αυτά. Δεν υπακούν στα λόγια του Θεού ούτε και ασκούνται σύμφωνα με τα λόγια του Θεού. Στην προηγούμενη συνάθροιση, συναναστράφηκες, Θεέ μου, πάνω στο πώς να προσεγγίζει κανείς τα λόγια του Θεού, στο πώς να υπακούει στα λόγια του Θεού κι έπειτα στο πώς να εφαρμόζει και να εκτελεί τα λόγια του Θεού.) Είναι κατανοητά όλα αυτά, έτσι; Κατά τη διάρκεια της προηγούμενής μας συνάθροισης, είπα δύο ιστορίες: Η μία ήταν η ιστορία του Νώε κι η άλλη η ιστορία του Αβραάμ. Πρόκειται για δύο κλασικές ιστορίες από τη Βίβλο. Πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν αυτές τις ιστορίες και τις κατανοούν· αφού, όμως, τις κατανοήσουν, πολύ λίγοι γνωρίζουν πώς να προσεγγίσουν τα λόγια και τις απαιτήσεις του Θεού. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο κύριος σκοπός της συναναστροφής μας πάνω σ’ αυτές τις δύο ιστορίες; Ήταν να μάθουν οι άνθρωποι τον τρόπο με τον οποίο πρέπει, ως άνθρωποι και ως δημιουργήματα, να προσεγγίζουν τα λόγια και τις απαιτήσεις του Θεού, αλλά και να μάθουν τη θέση που πρέπει να υιοθετεί ένα δημιούργημα και τη στάση που πρέπει να τηρεί όταν έρχεται αντιμέτωπο με τις απαιτήσεις του Θεού κι όταν ακούει τα λόγια του Θεού. Αυτά είναι τα κυριότερα. Αυτήν την αλήθεια ήταν ο σκοπός να μάθουν και να κατανοήσουν οι άνθρωποι την προηγούμενη φορά που συναναστραφήκαμε πάνω σ’ αυτές τις δύο ιστορίες. Αφού, λοιπόν, συναναστραφήκαμε πάνω σ’ αυτές τις δύο ιστορίες, σας είναι τώρα ξεκάθαρο πώς να υποτάσσεστε στον Χριστό και να υπακούτε στα λόγια Του, τι συμπεριφορά πρέπει να έχουν οι άνθρωποι και ποια πρέπει να είναι η οπτική και η θέση τους απέναντι στον Χριστό κι απέναντι στα λόγια που λέει ο Χριστός, αλλά και πώς πρέπει να προσεγγίζουν οι άνθρωποι τα λόγια και τις απαιτήσεις που προέρχονται από τον Θεό, και ποιες αλήθειες πρέπει να γίνουν κατανοητές μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο; (Η πρώτη είναι να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον Χριστό, η δεύτερη να μάθουμε να σεβόμαστε τον Χριστό και η τρίτη να υπακούμε στα λόγια Του, να ακούμε τα λόγια του Θεού με την καρδιά μας.) Θυμάστε τους κανόνες. Αν δεν είχα αναφερθεί σ’ αυτούς τους κανόνες, θα είχατε καταφέρει να τους συμπεράνετε απ’ τις δύο ιστορίες που είπα; (Το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι πρέπει να υπακούμε σε οτιδήποτε λέει ο Θεός.) Το μόνο που μπορείτε να συμπεράνετε είναι απλοί, δογματικοί και θεωρητικοί τρόποι συμπεριφοράς· ακόμα δεν μπορείτε να κατανοήσετε ούτε να μάθετε τις αλήθειες που πρέπει να αναζητήσουν και να κατανοήσουν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Ας συναναστραφούμε, λοιπόν, αναλυτικά πάνω στις ιστορίες του Νώε και του Αβραάμ.

I. Η στάση του Νώε απέναντι στα λόγια του Θεού

Ας μιλήσουμε πρώτα για την ιστορία του Νώε. Στην προηγούμενη συνάθροιση, καλύψαμε σε γενικές γραμμές τις αιτίες και τις εκβάσεις της ιστορίας του Νώε. Γιατί δεν μιλήσαμε πιο συγκεκριμένα; Επειδή οι περισσότεροι γνωρίζουν ήδη τις αιτίες, τις εκβάσεις και τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας. Αν κάποιες λεπτομέρειες δεν σας είναι πολύ ξεκάθαρες, μπορείτε να τις βρείτε στη Βίβλο. Το αντικείμενο της τωρινής μας συναναστροφής δεν είναι οι ειδικές λεπτομέρειες της ιστορίας, αλλά το πώς αντιμετώπισε ο Νώε, ο πρωταγωνιστής της, τα λόγια του Θεού, ποιες πτυχές της αλήθειας πρέπει να κατανοήσουν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, καθώς και ποια ήταν η στάση του Θεού, τι γνώμη είχε και πώς αξιολόγησε τον Νώε αφού είδε κάθε κίνησή του. Αυτές πρέπει να είναι οι λεπτομέρειες της συναναστροφής μας. Η στάση του Θεού απέναντι στον Νώε και το πώς αξιολόγησε όσα έκανε ο Νώε αρκούν για να μας δείξουν ποια ακριβώς πρότυπα απαιτεί ο Θεός από την ανθρωπότητα, από όσους Τον ακολουθούν, από όσους σώζει. Υπάρχει εδώ κάποια αλήθεια που πρέπει να αναζητήσει κανείς; Όπου υπάρχει αλήθεια προς αναζήτηση, αξίζει κανείς να την αναλύει, να την αναλογίζεται και να συναναστρέφεται λεπτομερώς σχετικά. Δεν θα εξετάσουμε τις ειδικές λεπτομέρειες της ιστορίας του Νώε. Σήμερα θα συναναστραφούμε πάνω στην αλήθεια που πρέπει να αναζητήσει κανείς στις διάφορες συμπεριφορές του Νώε απέναντι στον Θεό, καθώς και στις απαιτήσεις και στις προθέσεις του Θεού που πρέπει να κατανοήσουν οι άνθρωποι με βάση το πώς αξιολόγησε ο Θεός τον Νώε.

Ο Νώε ήταν ένα συνηθισμένο μέλος της ανθρωπότητας που λάτρευε και ακολουθούσε τον Θεό. Όταν τον βρήκαν τα λόγια του Θεού, η στάση του δεν ήταν να κινηθεί αργά, να καθυστερήσει ή να πάει με το πάσο του. Αντίθετα, άκουσε τα λόγια του Θεού με μεγάλη σοβαρότητα, άκουσε ολόκληρη την ομιλία του Θεού με μεγάλο ενδιαφέρον και προσοχή, δείχνοντας επιμέλεια και προσπαθώντας να θυμηθεί όλες τις εντολές που του έδωσε ο Θεός, χωρίς να τολμήσει να αφαιρεθεί ούτε στο ελάχιστο. Η στάση που υιοθέτησε απέναντι στον Θεό και στα λόγια Του χαρακτηριζόταν από θεοφοβούμενη καρδιά, κι αυτό έδειχνε πως υπήρχε στην καρδιά του θέση για τον Θεό και πως ήταν υποτακτικός απέναντι στον Θεό. Αφουγκραζόταν όσα έλεγε ο Θεός, το περιεχόμενο των λόγων Του, όσα του ζητούσε να κάνει ο Θεός. Άκουγε προσεκτικά· όχι με ανάλυση, αλλά με αποδοχή. Δεν είχε μέσα του καμία άρνηση, αντιπάθεια ή ανυπομονησία· αντίθετα, σημείωνε στην καρδιά του με ηρεμία, ενδιαφέρον και προσοχή κάθε λέξη και κάθε πράγμα που αφορούσε τις απαιτήσεις του Θεού. Αφού ο Θεός τού έδωσε όλες τις οδηγίες, ο Νώε κατέγραψε με λεπτομέρειες και με τον δικό του τρόπο όλα όσα του είχε πει και του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Έπειτα, έβαλε στην άκρη τις δικές του δουλειές, άφησε πίσω τη ρουτίνα και το πρόγραμμα της παλιάς του ζωής, και άρχισε να προετοιμάζεται για όλα όσα του εμπιστεύτηκε ο Θεός να κάνει και να ετοιμάζει τις απαιτούμενες προμήθειες για την κιβωτό που του ζήτησε ο Θεός να φτιάξει. Δεν τόλμησε να αγνοήσει ούτε ένα από τα λόγια του Θεού, ούτε ένα απ’ όσα ζήτησε ο Θεός, ούτε μία λεπτομέρεια απ’ όλα όσα απαιτούσαν από εκείνον τα λόγια του Θεού. Με τον δικό του τρόπο, κατέγραψε τα κύρια και τα ειδικά σημεία απ’ όλα όσα του ζήτησε και του εμπιστεύτηκε ο Θεός κι έπειτα τα αναλογίστηκε και στοχάστηκε πάνω σ’ αυτά ξανά και ξανά. Στη συνέχεια, ο Νώε βγήκε να αναζητήσει όλα τα υλικά που του είχε ζητήσει να ετοιμάσει ο Θεός. Φυσικά, μετά από κάθε οδηγία που του έδινε ο Θεός, εκείνος έκανε με τον δικό του τρόπο αναλυτικό προγραμματισμό και διευθετήσεις για όλα όσα του είχε εμπιστευτεί και του είχε δώσει οδηγίες ο Θεός να κάνει· έπειτα, βήμα προς βήμα, υλοποιούσε και εκτελούσε το πρόγραμμα και τις διευθετήσεις του, κάθε λεπτομέρεια και κάθε επιμέρους βήμα από όσα ζήτησε ο Θεός. Σε όλη τη διαδικασία, κάθε τι που έκανε ο Νώε, είτε μικρό είτε μεγάλο, είτε αξιοσημείωτο είτε όχι στα μάτια του ανθρώπου, ήταν αυτό που του είχε δώσει οδηγίες να κάνει ο Θεός και ήταν αυτό για το οποίο είχε μιλήσει και το είχε απαιτήσει ο Θεός. Από όλα όσα εκδήλωσε μέσα του ο Νώε αφότου αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό, είναι εμφανές ότι η στάση του απέναντι στα λόγια του Θεού δεν ήταν μια στάση κατά την οποία απλώς άκουγε και τίποτα παραπάνω· και φυσικά δεν ισχύει καθόλου ότι ο Νώε, αφότου άκουσε αυτά τα λόγια, διάλεξε για την εκτέλεση της αποστολής μια ώρα που ο ίδιος είχε κέφι, που ήταν κατάλληλο το περιβάλλον ή που ήταν ευνοϊκή η συγκυρία για να την εκτελέσει. Αντίθετα, έβαλε στην άκρη τις δικές του δουλειές, άφησε πίσω τη ρουτίνα της ζωής του, έθεσε την κατασκευή της κιβωτού που είχε παραγγείλει ο Θεός ως τη σημαντικότερη προτεραιότητα της ζωής και της ύπαρξής του από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, και την εφάρμοσε ανάλογα. Η στάση του απέναντι στην ανάθεση από τον Θεό και στα λόγια του Θεού δεν ήταν στάση αδιαφορίας, επιπολαιότητας ή ιδιοτροπίας, ούτε φυσικά στάση απόρριψης· αντίθετα, άκουσε προσεκτικά τα λόγια του Θεού και έκανε ό,τι μπορούσε για να τα θυμάται και να τα αναλογίζεται. Η στάση του απέναντι στα λόγια του Θεού ήταν μια στάση αποδοχής και υποταγής. Ο Θεός, από την πλευρά Του, μόνο αυτήν τη στάση πιστεύει ότι πρέπει να έχουν τα αληθινά δημιουργήματα απέναντι στα λόγια Του. Αυτή η στάση δεν είχε μέσα της καθόλου άρνηση, καθόλου επιπολαιότητα, καθόλου ισχυρογνωμοσύνη, ούτε ήταν νοθευμένη από ανθρώπινους σκοπούς· ήταν, πλήρως και στον απόλυτο βαθμό, η στάση που πρέπει να έχει ένα δημιουργημένο ανθρώπινο ον.

Αφού αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό, ο Νώε άρχισε να προγραμματίζει τη δημιουργία της κιβωτού που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Αναζήτησε τα διάφορα υλικά, αλλά και τους ανθρώπους και τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή της κιβωτού. Φυσικά, κάτι τέτοιο περιλάμβανε πολλά πράγματα· δεν ήταν τόσο απλό και εύκολο όσο υπονοείται στο κείμενο. Εκείνη την προβιομηχανική εποχή, μια εποχή που τα πάντα γίνονταν με το χέρι, με σωματικό κόπο, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο επίπονη ήταν η κατασκευή μιας τέτοιας κιβωτού, ενός τέτοιου κολοσσιαίου έργου, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο της κατασκευής της κιβωτού όπως το είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο ο Νώε προγραμμάτισε, προετοίμασε, σχεδίασε και βρήκε τα διάφορα πράγματα, όπως τα υλικά και τα εργαλεία, δεν είναι απλό ζήτημα, και επιπλέον ο Νώε μπορεί να μην είχε ξαναδεί ποτέ του ένα τόσο τεράστιο πλοίο. Αφού δέχτηκε αυτήν την αποστολή, αφού κατάλαβε το νόημα των λόγων του Θεού, και κρίνοντας από όλα όσα είχε πει ο Θεός, ο Νώε αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο για ένα απλό ζήτημα, για ένα εύκολο έργο. Η εργασία δεν ήταν ούτε απλή ούτε εύκολη· τι συνεπαγόταν αυτό; Από τη μία, σήμαινε πως, με το που θα αποδεχόταν ο Νώε αυτήν την ανάθεση, θα έπαιρνε βαρύ φορτίο στις πλάτες του. Επιπλέον, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Θεός κάλεσε αυτοπροσώπως τον Νώε και του έδωσε ο ίδιος τις οδηγίες για την κατασκευή της κιβωτού, δεν επρόκειτο για κάτι συνηθισμένο ούτε για μικρής σημασίας ζήτημα. Κρίνοντας από τις λεπτομέρειες όλων όσα είπε ο Θεός, δεν πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να επωμιστεί κανένας συνηθισμένος άνθρωπος. Το γεγονός ότι ο Θεός κάλεσε τον Νώε και ανέθεσε σ’ αυτόν να φτιάξει μια κιβωτό δείχνει πόσο σημαντικό θεωρούσε μέσα Του ο Θεός τον Νώε. Όταν τέθηκε αυτό το ζήτημα, ο Νώε ήταν, φυσικά, σε θέση να κατανοήσει κάποιες από τις προθέσεις του Θεού· έτσι, ο Νώε συνειδητοποίησε τι είδους ζωή τον περίμενε τα χρόνια που θα ακολουθούσαν και είχε επίγνωση για κάποιες απ’ τις δυσκολίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Παρόλο που ο Νώε συνειδητοποίησε και κατανόησε τη μεγάλη δυσκολία αυτού που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός και το πόσο μεγάλες θα ήταν οι ταλαιπωρίες που θα αντιμετώπιζε, δεν είχε καμία πρόθεση να αρνηθεί· αντίθετα, ήταν βαθιά ευγνώμων στον Ιεχωβά Θεό. Γιατί ήταν ευγνώμων ο Νώε; Επειδή ο Θεός τού είχε εμπιστευτεί αναπάντεχα κάτι τόσο σημαντικό, και του είχε πει και εξηγήσει αυτοπροσώπως κάθε λεπτομέρεια. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι ο Θεός είχε, επίσης, πει στον Νώε ολόκληρη την ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος, του γιατί έπρεπε να κατασκευαστεί η κιβωτός. Αυτό ήταν ζήτημα του σχεδίου διαχείρισης του Θεού, ήταν δική Του υπόθεση, αλλά ο Θεός τού είχε μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα, κι έτσι ο Νώε κατάλαβε τη σημασία του. Εν ολίγοις, κρίνοντας από αυτά τα διάφορα σημάδια, κρίνοντας από τον τόνο της ομιλίας του Θεού και από τις διάφορες πτυχές όσων μετέδωσε ο Θεός στον Νώε, εκείνος διαισθάνθηκε τη σημασία της κατασκευής της κιβωτού που του είχε αναθέσει ο Θεός, το εκτίμησε αυτό μέσα του και δεν τόλμησε να το αντιμετωπίσει ελαφρά τη καρδία ούτε τόλμησε να παραβλέψει την παραμικρή λεπτομέρεια. Γι’ αυτό, μόλις ο Θεός ολοκλήρωσε τις οδηγίες Του, ο Νώε ξεκίνησε τον προγραμματισμό και στρώθηκε στη δουλειά για να κάνει όλες τις διευθετήσεις για την κατασκευή της κιβωτού· έψαξε να βρει εργάτες, ετοίμασε τα κάθε είδους υλικά και, όπως προέβλεπαν τα λόγια του Θεού, συγκέντρωσε σιγά σιγά τα διάφορα είδη ζωντανών πλασμάτων στην κιβωτό.

Ολόκληρη η διαδικασία κατασκευής της κιβωτού ήταν γεμάτη δυσκολίες. Για την ώρα, ας βάλουμε στην άκρη το πώς τα έβγαλε πέρα ο Νώε με τους σφοδρούς ανέμους, τον καυτό ήλιο και τη βροχή που τον μαστίγωνε, με την εξαντλητική ζέστη και το δριμύ ψύχος, και με την εναλλαγή των τεσσάρων εποχών, χρόνο με τον χρόνο. Ας μιλήσουμε πρώτα για το πόσο κολοσσιαίο εγχείρημα ήταν η κατασκευή της κιβωτού, για το γεγονός ότι ετοίμασε τα διάφορα υλικά, και για τις ατέλειωτες δυσκολίες που αντιμετώπισε όσο κατασκεύαζε την κιβωτό. Τι περιελάμβαναν αυτές οι δυσκολίες; Αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο κόσμος, κάποια πρακτικά ζητήματα δεν έγιναν σωστά με την πρώτη, και ο Νώε χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πολλές αποτυχίες. Αν κάτι που ολοκλήρωνε του φαινόταν λάθος, το χαλούσε, και μόλις το χαλούσε, έπρεπε να ετοιμάσει τα υλικά και να το κάνει πάλι απ’ την αρχή. Δεν ήταν όπως στη σύγχρονη εποχή, που όλοι κάνουν τα πάντα με ηλεκτρονικό εξοπλισμό, και μόλις προγραμματιστεί ένα έργο εκτελείται σύμφωνα με το καθορισμένο πρόγραμμα. Όταν γίνονται σήμερα τέτοια έργα, χρησιμοποιούνται μηχανήματα· θέτεις το μηχάνημα σε λειτουργία κι εκείνο βγάζει τη δουλειά. Ο Νώε, όμως, ζούσε σε μια πρωτόγονη εποχή και κοινωνία· όλα τα έργα γίνονταν με το χέρι, έπρεπε να κάνεις όλη τη δουλειά με τα δυο σου χέρια, με τα μάτια και με το μυαλό σου, με τη δική σου επιμέλεια και τις δικές σου δυνάμεις. Πάνω απ’ όλα, φυσικά, οι άνθρωποι χρειαζόταν να βασίζονται στον Θεό· χρειαζόταν να αναζητούν τον Θεό παντού, κάθε στιγμή. Ο Νώε, ενώ συναντούσε κάθε είδους δυσκολίες τις μέρες και τις νύχτες που ασχολούνταν με την κατασκευή της κιβωτού, είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις διάφορες καταστάσεις που προέκυπταν ενώ έφερνε σε πέρας αυτό το κολοσσιαίο εγχείρημα, αλλά και τα διάφορα περιβάλλοντα που βρίσκονταν γύρω του, καθώς και τον χλευασμό, τη δυσφήμηση και τη λεκτική βία που του ασκούσαν οι άλλοι. Μπορεί εμείς να μη βιώσαμε προσωπικά αυτές τις σκηνές όταν συνέβησαν, αλλά δεν μπορούμε, άραγε, να φανταστούμε κάποιες από τις διάφορες δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος και βίωσε ο Νώε, και τις διάφορες προκλήσεις που αντιμετώπισε; Το πρώτο πράγμα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Νώε ενώ κατασκεύαζε την κιβωτό ήταν η έλλειψη κατανόησης, η γκρίνια, τα παράπονα, ακόμα και ο εξευτελισμός απ’ την οικογένειά του. Το δεύτερο ήταν η δυσφήμηση, ο χλευασμός και η κρίση των γύρω του, δηλαδή των συγγενών, των φίλων του και οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Ο Νώε, όμως, κρατούσε μόνο μία στάση, κι αυτή ήταν να υπακούει στα λόγια του Θεού και να τα εφαρμόζει μέχρι τέλους, χωρίς να αμφιταλαντευτεί ποτέ. Τι είχε αποφασίσει ο Νώε; «Όσο είμαι ζωντανός, όσο μπορώ ακόμα να κινούμαι, δεν θα εγκαταλείψω την ανάθεση από τον Θεό». Αυτό ήταν το κίνητρό του ενώ εκτελούσε τον μεγάλο άθλο της κατασκευής της κιβωτού, αλλά και η στάση του όταν του δόθηκαν οι εντολές του Θεού κι αφού άκουσε τα λόγια του Θεού. Αντιμέτωπος με κάθε είδους δυσκολίες, δύσκολες καταστάσεις και προκλήσεις, ο Νώε δεν υποχώρησε. Όταν κάποιες από τις πιο δύσκολες μηχανολογικές εργασίες του συχνά αποτύγχαναν και παρουσίαζαν ζημιές, παρόλο που ο Νώε ένιωθε στην καρδιά του ταραγμένος και ανήσυχος, όταν σκεφτόταν τα λόγια του Θεού, όταν θυμόταν κάθε λέξη που του πρόσταζε ο Θεός και την ανύψωσή του από τον Θεό, τότε συχνά ένιωθε ότι είχε μεγάλο κίνητρο: «Δεν μπορώ να παραιτηθώ, δεν μπορώ να απορρίψω αυτό που διέταξε ο Θεός και που μου εμπιστεύτηκε να κάνω· αυτή είναι η αποστολή από τον Θεό, και εφόσον την αποδέχτηκα, εφόσον άκουσα τα λόγια που είπε ο Θεός και τη φωνή του Θεού, και εφόσον την αποδέχτηκα αυτή από τον Θεό, τότε θα πρέπει να υποταχθώ απόλυτα· αυτό θα πρέπει να επιτύχει ένας άνθρωπος». Έτσι, όποιες δυσκολίες κι αν αντιμετώπιζε, όποια κοροϊδία ή συκοφαντία κι αν συναντούσε, όσο κι αν καταπονούνταν το σώμα του, όσο κουρασμένο κι αν ήταν, δεν απαρνούνταν αυτό που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός και είχε διαρκώς στο μυαλό του κάθε λέξη από όσα είχε πει και είχε διατάξει ο Θεός. Όσο κι αν άλλαζε το περιβάλλον του, όσο μεγάλες δυσκολίες κι αν αντιμετώπιζε, είχε πίστη ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνεχιζόταν για πάντα, ότι μόνο τα λόγια του Θεού δεν θα παρέρχονταν ποτέ και ότι σίγουρα θα γινόταν μόνο αυτό που είχε διατάξει ο Θεός να γίνει. Ο Νώε είχε μέσα του την αληθινή πίστη στον Θεό και την υπακοή που όφειλε να έχει, και συνέχισε να κατασκευάζει την κιβωτό που του είχε ζητήσει ο Θεός να κατασκευάσει. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, ο Νώε γερνούσε, αλλά η πίστη του δεν εξασθενούσε, και δεν υπήρχε καμία αλλαγή στη στάση του και στην αποφασιστικότητά του να ολοκληρώσει την αποστολή από τον Θεό. Παρόλο που υπήρχαν στιγμές που αισθανόταν το σώμα του κουρασμένο και εξουθενωμένο, που αρρώσταινε και ένιωθε αδύναμη την καρδιά του, δεν μειώθηκε η αποφασιστικότητα και η επιμονή του προς την ολοκλήρωση της ανάθεσης από τον Θεό και την υποταγή στα λόγια του Θεού. Κατά τη διάρκεια των ετών που ο Νώε κατασκεύαζε την κιβωτό, ασκούταν στο να ακούει και να υποτάσσεται στα λόγια που είχε πει ο Θεός, κι επίσης ασκούταν σε μία σημαντική αλήθεια του ότι ένα δημιούργημα και ένας συνηθισμένος άνθρωπος πρέπει να ολοκληρώσει την ανάθεση από τον Θεό. Κατά τα φαινόμενα, η όλη διαδικασία ήταν, στην πραγματικότητα, ένα μόνο πράγμα: η κατασκευή της κιβωτού, η εκτέλεση όσων του είχε πει ο Θεός να κάνει σωστά και να φέρει σε πέρας. Τι απαιτούνταν, όμως, για να γίνει σωστά κάτι τέτοιο και να ολοκληρωθεί με επιτυχία; Δεν απαιτούνταν ούτε ο ζήλος των ανθρώπων ούτε τα συνθήματά τους, ούτε φυσικά κάποιοι όρκοι που θα έκαναν από μια περαστική απερισκεψία, ούτε κι ο δήθεν θαυμασμός των ανθρώπων για τον Δημιουργό. Τίποτα από αυτά δεν απαιτούνταν. Μπροστά στην κατασκευή της κιβωτού από τον Νώε, ο δήθεν θαυμασμός των ανθρώπων, οι όρκοι τους, ο ζήλος τους και η πίστη τους στον Θεό μέσα στον πνευματικό τους κόσμο, όλα αυτά δεν ωφελούν σε τίποτα απολύτως· μπροστά στην αληθινή πίστη και την αληθινή υποταγή του Νώε στον Θεό, οι άνθρωποι μοιάζουν τόσο φτωχοί κι αξιοθρήνητοι, ενώ τα λίγα δόγματα που κατανοούν μοιάζουν τόσο κούφια, αχνά, ασθενικά κι αδύναμα, για να μην πούμε ντροπιαστικά, ποταπά και αχρεία.

Πήρε στον Νώε 120 χρόνια για να φτιάξει την κιβωτό. Αυτά τα 120 χρόνια δεν ήταν 120 ημέρες, ούτε 10 χρόνια, ούτε 20 χρόνια, αλλά δεκαετίες πιο πολύ από το προσδόκιμο ζωής ενός κανονικού ανθρώπου σήμερα. Δεδομένης της χρονικής διάρκειας, αλλά και της δυσκολίας ολοκλήρωσης του έργου, καθώς και το πόσες μηχανικές εργασίες απαιτήθηκαν, αν ο Νώε δεν διακατεχόταν από αληθινή πίστη, αν η πίστη του ήταν απλώς μια σκέψη, κάτι στο οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, ζήλος ή ένα είδος αόριστης και αφηρημένης πεποίθησης, θα είχε ολοκληρωθεί ποτέ η κιβωτός; Αν η υποταγή του στον Θεό δεν ήταν παρά μια λεκτική υπόσχεση, αν ήταν απλώς μια σημείωση που είχε γίνει γραπτά, με στυλό, του είδους που κρατάτε σήμερα, θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; (Όχι.) Αν η υποταγή του στην αποδοχή της αποστολής από τον Θεό δεν ήταν παρά μόνο θέληση και αποφασιστικότητα, μια επιθυμία, θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; Εάν η υποταγή του Νώε στον Θεό ήταν απλώς οι τυπικές διαδικασίες της απάρνησης, της δαπάνης και της καταβολής τιμήματος ή απλώς ήταν το να κάνει περισσότερο έργο, να καταβάλλει υψηλότερο τίμημα και να είναι αφοσιωμένος στον Θεό μόνο θεωρητικά ή με την έννοια της αναφώνησης συνθημάτων, τότε θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; (Όχι.) Θα ήταν πολύ δύσκολο! Εάν η στάση του Νώε ως προς την αποδοχή της ανάθεσης από τον Θεό ήταν ένα είδος συναλλαγής, εάν την αποδεχόταν απλώς για να ευλογηθεί και ν’ ανταμειφθεί ο ίδιος, θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί η κιβωτός; Σίγουρα όχι! Ο ζήλος ενός ατόμου μπορεί ν’ αντέξει για 10 ή 20 χρόνια, ή 50 ή 60, όταν όμως το άτομο αυτό είναι κοντά στον θάνατο, βλέποντας ότι δεν έχει κερδίσει τίποτα, θα χάσει την πίστη του στον Θεό. Αυτός ο ζήλος που αντέχει για 20, 50 ή 80 χρόνια δεν γίνεται υποταγή ούτε αληθινή πίστη. Αυτό είναι πολύ τραγικό. Η αληθινή πίστη κι η αληθινή υποταγή που συναντάμε στον Νώε, από την άλλη, είναι αυτό ακριβώς που λείπει από τους σημερινούς ανθρώπους, αυτά ακριβώς που δεν μπορούν να δουν, και τα οποία περιφρονούν, χλευάζουν ή και σνομπάρουν. Η αφήγηση της ιστορίας της κατασκευής της κιβωτού από τον Νώε αντιμετωπίζεται πάντα μ’ έναν χείμαρρο συζητήσεων. Όλοι μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτήν, όλοι έχουν κάτι να πουν. Κανείς όμως δεν σκέφτεται, ούτε προσπαθεί να καταλάβει, τι υπήρχε μέσα στον Νώε, ποιο μονοπάτι άσκησης είχε, ποια στάση που επιθυμούσε ο Θεός και ποια άποψη για τις εντολές του Θεού είχε υιοθετήσει, ή τι χαρακτήρα είχε όσον αφορά το ν’ ακούει και να κάνει πράξη τα λόγια του Θεού. Λέω, λοιπόν, ότι οι σημερινοί άνθρωποι δεν είναι κατάλληλοι να λένε την ιστορία του Νώε, επειδή όταν κάποιος αφηγείται αυτήν την ιστορία, δεν αντιμετωπίζει τον Νώε ως κάτι περισσότερο από μια θρυλική φιγούρα, ή ακόμη και ως έναν συνηθισμένο γέροντα με λευκή γενειάδα. Αμφισβητούν το αν πράγματι έζησε ένα τέτοιο άτομο, το πώς ήταν, και δεν προσπαθούν να εκτιμήσουν πώς παρουσίασε ο Νώε όλες αυτές τις εκδηλώσεις αφότου αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό. Σήμερα, όταν επανεξετάζουμε την ιστορία της κατασκευής της κιβωτού από τον Νώε, θεωρείτε ότι πρόκειται για σημαντικό ή δευτερεύον γεγονός; Είναι απλώς η συνηθισμένη ιστορία ενός γέροντα που κατασκεύασε κάποτε στο παρελθόν μια κιβωτό; (Όχι.) Απ’ όλους τους ανθρώπους, ο Νώε ήταν μια προσωπικότητα που είχε φόβο Θεού, που υποτασσόταν στον Θεό και ολοκλήρωσε την ανάθεση από τον Θεό, και η οποία είναι πιο αξιομίμητη απ’ όλες τις άλλες· τον ενέκρινε ο Θεός και θα έπρεπε ν’ αποτελεί πρότυπο για όσους ακολουθούν τον Θεό σήμερα. Και ποιο ήταν το πολυτιμότερο χαρακτηριστικό του; Είχε μία μόνο στάση απέναντι στα λόγια του Θεού: ν’ ακούει και να δέχεται, να δέχεται και να υποτάσσεται, και να υποτάσσεται μέχρι θανάτου. Αυτή η στάση ήταν το πολυτιμότερο απ’ όλα, αυτό που του χάρισε την έγκριση του Θεού. Όσον αφορά τα λόγια του Θεού, ο Νώε δεν έδειξε επιπολαιότητα, δεν ενέργησε μηχανικά, δεν τα εξέτασε, δεν τα ανέλυσε, δεν αντιστάθηκε σ’ αυτά ούτε τα απέρριψε μέσα στο κεφάλι του, για να τα περιορίσει μετά στο πίσω μέρος του μυαλού του· αντίθετα, τα άκουσε με ειλικρίνεια, τα αποδέχθηκε λίγο λίγο μέσα του κι έπειτα αναλογίστηκε πώς μπορούσε να τα κάνει πράξη, να τα εφαρμόσει, να τα εκτελέσει όπως προβλεπόταν αρχικά χωρίς να τα στρεβλώσει. Καθώς αναλογιζόταν, λοιπόν, τα λόγια του Θεού, έλεγε μόνος μέσα του: «Αυτά είναι τα λόγια του Θεού, είναι οι οδηγίες του Θεού, η ανάθεση από τον Θεό, προορισμός μου είναι το καθήκον, πρέπει να υποταχθώ, δεν γίνεται να παραλείψω καμία λεπτομέρεια, δεν γίνεται να εναντιωθώ σε καμία απ’ τις επιθυμίες του Θεού ούτε να παραβλέψω έστω και μία λεπτομέρεια απ’ όσα είπε· διαφορετικά, δεν θα άξιζα να λέγομαι άνθρωπος, θα ήμουν ανάξιος της ανάθεσης από τον Θεό και ανάξιος της εξύψωσής Του. Σε αυτήν τη ζωή, αν δεν καταφέρω να ολοκληρώσω όλα όσα μου είπε και μου εμπιστεύτηκε ο Θεός, τότε θα μείνω με τις τύψεις. Επιπλέον, θα είμαι ανάξιος της ανάθεσης από τον Θεό, δεν θα αξίζω να με εξυψώσει και δεν θα έχω τα κότσια να επιστρέψω ενώπιον του Δημιουργού». Όλα όσα σκέφτηκε και αναλογίστηκε μέσα του ο Νώε, κάθε οπτική και στάση του, όλα αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ότι μπόρεσε, τελικά, να κάνει πράξη τα λόγια του Θεού, να κάνει τα λόγια του Θεού πραγματικότητα, να εφαρμόσει τα λόγια του Θεού με επιτυχία, να ενεργήσει ώστε να εκπληρωθούν και να πραγματοποιηθούν μέσα από τη σκληρή δουλειά του και να γίνουν πραγματικότητα μέσα από εκείνον, κι έτσι ώστε η ανάθεση από τον Θεό να μην αποβεί μάταιη. Κρίνοντας από όλα όσα σκέφτηκε ο Νώε, από κάθε ιδέα που εμφανίστηκε μέσα του και από τη συμπεριφορά του απέναντι στον Θεό, ήταν άξιος της ανάθεσης από τον Θεό, ήταν ένας άνθρωπος που ο Θεός τον εμπιστεύτηκε και του έδειξε την εύνοιά Του. Ο Θεός παρατηρεί κάθε λέξη και πράξη των ανθρώπων, παρατηρεί τις σκέψεις και τις ιδέες τους. Στα μάτια του Θεού, το ότι ο Νώε σκεφτόταν μ’ αυτόν τον τρόπο σήμαινε πως ο Θεός δεν είχε κάνει λάθος επιλογή· ο Νώε μπορούσε να επωμιστεί την ανάθεση από τον Θεό και την εμπιστοσύνη του Θεού, αλλά και να φέρει σε πέρας την ανάθεση από τον Θεό: Αυτός ήταν η μόνη επιλογή μέσα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Στα μάτια του Θεού, ο Νώε ήταν η μοναδική Του επιλογή για την πραγματοποίηση ενός τόσο σπουδαίου εγχειρήματος όσο η κατασκευή μιας κιβωτού. Τι είχε, λοιπόν, ο Νώε; Δύο πράγματα: αληθινή πίστη και αληθινή υποταγή. Αυτά είναι τα πρότυπα που απαιτεί μέσα Του ο Θεός από τους ανθρώπους. Απλό δεν είναι; (Ναι.) Η «μοναδική επιλογή» διέθετε αυτά τα δύο πράγματα, πράγματα τόσο απλά —κι όμως, εκτός από τον Νώε, δεν τα έχει κανένας άλλος. Λένε κάποιοι: «Πώς γίνεται αυτό; Εμείς απαρνηθήκαμε την οικογένεια και την καριέρα μας, απαρνηθήκαμε δουλειά, προοπτικές και εκπαίδευση, εγκαταλείψαμε την περιουσία και τα παιδιά μας. Κοίτα πόσο μεγάλη είναι η πίστη μας, πόσο αγαπάμε τον Θεό! Σε τι είμαστε κατώτεροι του Νώε; Αν ο Θεός μάς ζητούσε να κατασκευάσουμε μια κιβωτό, ε, η σύγχρονη βιομηχανία έχει εξελιχθεί πολύ, μήπως δεν έχουμε πρόσβαση σε ξυλεία και άφθονα εργαλεία; Κι εμείς μπορούμε να εργαστούμε κάτω από τον καυτό ήλιο αν χρησιμοποιήσουμε μηχανήματα· κι εμείς μπορούμε να εργαστούμε απ’ την αυγή ως το σούρουπο. Τι το σπουδαίο έχει, δηλαδή, η ολοκλήρωση μιας τέτοιας μικρής εργασίας; Του Νώε του πήρε εκατό χρόνια, αλλά εμείς θα το κάναμε σε λιγότερο για να μην αγχωθεί ο Θεός· θα μας έπαιρνε μόνο δέκα χρόνια. Είπες πως ο Νώε ήταν η μοναδική επιλογή, αλλά σήμερα υπάρχουν πολλοί ιδανικοί υποψήφιοι· άνθρωποι σαν κι εμάς, που απαρνήθηκαν την οικογένεια και την καριέρα τους, που έχουν αληθινή πίστη στον Θεό, που δαπανούν στ’ αλήθεια τον εαυτό τους —όλοι αυτοί είναι ιδανικοί υποψήφιοι. Πώς γίνεται να λες ότι ο Νώε ήταν η μοναδική επιλογή; Εμάς δεν μας έχεις σε καμία εκτίμηση, έτσι;» Υπάρχει κάποιο πρόβλημα σ’ αυτά τα λόγια; (Ναι.) Λένε κάποιοι: «Τότε, τον καιρό του Νώε, η επιστήμη κι η τεχνολογία ήταν ακόμα σε εμβρυικό στάδιο, εκείνος δεν είχε ούτε ηλεκτρισμό, ούτε σύγχρονα μηχανήματα, ούτε καν τα πιο απλά ηλεκτρικά τρυπάνια και πριόνια, ούτε καν καρφιά. Πώς στο καλό κατάφερε και έφτιαξε την κιβωτό; Σήμερα, τα έχουμε όλα αυτά. Δεν θα μας ήταν απίστευτα εύκολο να φέρουμε σε πέρας αυτήν την ανάθεση; Αν μας μιλούσε ο Θεός από τον ουρανό και μας έλεγε να κατασκευάσουμε μια κιβωτό, τότε όχι μία, αλλά δέκα θα κατασκευάζαμε εύκολα. Τίποτα δεν θα ήταν, παιχνιδάκι. Θεέ μου, δώσε μας την εντολή να κάνουμε οτιδήποτε θέλεις. Οτιδήποτε απαιτείς, πες το μας. Δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο, τόσο πολλοί που είμαστε, να φτιάξουμε μια κιβωτό! Μπορούμε να φτιάξουμε δέκα, είκοσι, ακόμα κι εκατό. Όσες θέλεις Εσύ». Τόσο απλά είναι τα πράγματα; (Όχι.) Μόλις πω ότι ο Νώε ήταν η μοναδική επιλογή, κάποιοι θέλουν να συγκρουστούν μαζί Μου, δεν πείθονται: «Έχεις καλή γνώμη για τους ανθρώπους του παλιού καιρού επειδή δεν είναι παρόντες. Τους σημερινούς ανθρώπους τους έχεις κάτω από τη μύτη Σου, όμως δεν βλέπεις και τίποτα καλό σ’ αυτούς. Κλείνεις τα μάτια σε όλα τα καλά πράγματα που έχουν κάνει οι σημερινοί άνθρωποι, σε όλες τις καλές πράξεις τους. Ο Νώε έκανε ένα πραγματάκι μόνο· μήπως επειδή τότε δεν υπήρχε βιομηχανία και όλες οι χειρωνακτικές εργασίες ήταν σκληρές, γι’ αυτό θεωρείς την πράξη του αξιομνημόνευτη, θεωρείς τον ίδιο παράδειγμα και πρότυπο, και κλείνεις τα μάτια στα βάσανα των σημερινών ανθρώπων, στο τίμημα που πληρώνουμε εμείς για Εσένα και στη σημερινή μας πίστη;» Αυτό συμβαίνει; (Όχι.) Ανεξαρτήτως περιόδου ή εποχής, άσχετα με τις περιστάσεις που επικρατούν στο περιβάλλον διαβίωσης των ανθρώπων, αυτά τα υλικά αγαθά και το γενικό περιβάλλον δεν παίζουν κανένα ρόλο, δεν είναι σημαντικά. Τι είναι σημαντικό; Το πιο σημαντικό δεν είναι σε τι εποχή ζεις, ούτε αν έμαθες στην εντέλεια κάποιου είδους τεχνολογία, ούτε και πόσα απ’ τα λόγια του Θεού διάβασες ή άκουσες. Το πιο σημαντικό είναι αν οι άνθρωποι διαθέτουν ή δεν διαθέτουν αληθινή πίστη, αν δείχνουν ή δεν δείχνουν αληθινή υποταγή. Αυτά τα δύο είναι τα πιο σημαντικά και σε κανένα από τα δύο δεν γίνεται να υστερεί κανείς. Αν σας τοποθετούσαν στον καιρό του Νώε, ποιος από εσάς θα έφερνε σε πέρας αυτήν την ανάθεση; Τολμώ να πω ότι, ακόμα κι αν δουλεύατε όλοι μαζί, και πάλι δεν θα την πραγματοποιούσατε. Ούτε τα μισά δεν θα κάνατε. Πριν γίνει καν η ετοιμασία όλων των υλικών, πολλοί από εσάς θα το είχατε βάλει στα πόδια, γκρινιάζοντας για τον Θεό και αμφισβητώντας Τον. Λίγοι από εσάς θα καταφέρνατε να υπομείνετε με μεγάλη δυσκολία, να υπομείνετε χάρη στο πείσμα, τον ζήλο και τις σκέψεις σας. Για πόσο, όμως, θα υπομένατε; Τι είδους κίνητρο θα χρειαζόταν για να συνεχίσετε; Πόσα χρόνια θα αντέχατε χωρίς αληθινή πίστη κι αληθινή υποταγή; Αυτό είναι θέμα χαρακτήρα. Όσοι έχουν καλύτερο χαρακτήρα και λίγη συνείδηση θα άντεχαν οκτώ με δέκα χρόνια, είκοσι με τριάντα, ίσως ακόμα και πενήντα. Μετά από πενήντα χρόνια, όμως, θα σκέφτονταν μέσα τους: «Μα πότε θα έρθει ο Θεός; Πότε θα γίνει ο κατακλυσμός; Πότε θα εμφανιστεί το σημάδι που θα δώσει ο Θεός; Όλη μου τη ζωή την πέρασα κάνοντας ένα πράγμα. Κι αν δεν έρθει ο κατακλυσμός; Πέρασα πολλά βάσανα σε όλη μου τη ζωή, πενήντα χρόνια υπομένω· καλά είναι κι έτσι· αν τα παρατήσω τώρα, ο Θεός ούτε θα το θυμάται ούτε θα το καταδικάσει. Τώρα, λοιπόν, θα ζήσω τη ζωή μου. Ο Θεός ούτε μιλάει ούτε αντιδρά. Κοιτάζω όλη μέρα τον γαλανό ουρανό και τα λευκά σύννεφα, και τίποτα δεν βλέπω. Πού είναι ο Θεός; Εκείνος, άραγε, που κάποτε βρόντηξε και μίλησε ήταν ο Θεός; Μήπως ήταν ψευδαίσθηση; Πότε θα τελειώσει όλο αυτό; Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται. Όσο κι αν φωνάζω για βοήθεια, το μόνο που ακούω είναι σιωπή, κι Εκείνος ούτε με διαφωτίζει ούτε με καθοδηγεί όταν προσεύχομαι. Ξέχνα το, λοιπόν!» Αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν ακόμα αληθινή πίστη; Καθώς θα περνούσε ο καιρός, πιθανόν να άρχιζαν να αμφιβάλλουν. Θα σκέφτονταν να κάνουν μια αλλαγή, θα έψαχναν διέξοδο, θα έκαναν στην άκρη την ανάθεση από τον Θεό, και θα εγκατέλειπαν τον εφήμερο ζήλο και τους εφήμερους όρκους τους· θα ήθελαν να ελέγξουν τη μοίρα τους και να ζήσουν τη ζωή τους, κι έτσι θα άφηναν την ανάθεση από τον Θεό στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Κι όταν, μια μέρα, θα ερχόταν ο Θεός να τους παροτρύνει αυτοπροσώπως να προχωρήσουν, όταν θα ρωτούσε πώς πάει η κατασκευή της κιβωτού, θα έλεγαν: «Α! Ο Θεός υπάρχει πραγματικά! Υπάρχει, λοιπόν, πράγματι Θεός. Πρέπει να στρωθώ στη δουλειά!» Αν ο Θεός δεν μιλούσε, αν δεν τους έλεγε να βιαστούν, τότε δεν θα αντιμετώπιζαν το ζήτημα ως επείγον· θα θεωρούσαν πως μπορεί να περιμένει. Ένα τέτοιο άστατο σκεπτικό, κι αυτή η στάση να τα καταφέρνεις όπως όπως, απρόθυμα —αυτήν τη στάση πρέπει να δείχνουν όσοι έχουν αληθινή πίστη; (Όχι.) Είναι λάθος να κρατάει κανείς μια τέτοια στάση· σημαίνει πως δεν διαθέτει αληθινή πίστη, πόσο μάλλον αληθινή υποταγή. Μόλις ο Θεός σού μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο, ο στιγμιαίος ζήλος σου θα υποδείκνυε την πίστη σου στον Θεό· όταν, όμως, ο Θεός θα σε έκανε στην άκρη, χωρίς να σε παροτρύνει, να σε επιβλέπει ή να κάνει ερωτήσεις, τότε η πίστη σου θα εξαφανιζόταν. Θα περνούσε ο καιρός και, αν ο Θεός δεν σου μιλούσε, δεν σου εμφανιζόταν και δεν επιθεωρούσε καθόλου το έργο σου, η πίστη σου θα εξαφανιζόταν εντελώς· θα ήθελες να ζήσεις τη ζωή σου και να συνεχίσεις τα δικά σου εγχειρήματα, και η ανάθεση από τον Θεό θα έμενε ξεχασμένη στο πίσω μέρος του μυαλού σου, κι έτσι ο ζήλος, οι όρκοι και η αποφασιστικότητα που έδειξες άλλοτε δεν θα είχαν πια καμία σημασία. Νομίζεις πως θα τολμούσε ο Θεός να εμπιστευτεί ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο; (Όχι.) Γιατί όχι; (Είναι αναξιόπιστος.) Πολύ σωστά. Μία λέξη: αναξιόπιστος. Δεν σε καταλαμβάνει αληθινή πίστη. Είσαι αναξιόπιστος. Κι έτσι, δεν είσαι κατάλληλος να σε εμπιστευτεί ο Θεός για τίποτα. Λένε κάποιοι: «Γιατί είμαι ακατάλληλος; Θα εκτελέσω οποιαδήποτε ανάθεση μου εμπιστευτεί ο Θεός· πού ξέρεις, μπορεί και να την πραγματοποιήσω!» Μπορεί να ενεργείς με απερισκεψία στην καθημερινότητά σου και να μην πειράζει αν τα αποτελέσματα δεν είναι ακριβώς τα επιθυμητά. Άραγε, όμως, όσα εμπιστεύεται σε κάποιον ο Θεός, όσα θέλει ο Θεός να πραγματοποιηθούν, είναι ποτέ απλά αυτά τα πράγματα; Αν τα εμπιστευόταν σε κάποιον βλάκα ή σ’ έναν απατεώνα, σε κάποιον που κάνει τα πάντα με επιπολαιότητα, σε κάποιον που, αφού αποδεχθεί μια ανάθεση, το πιθανότερο είναι να ενεργήσει κακόπιστα σε κάθε μέρος και στιγμή, άραγε κάτι τέτοιο δεν θα καθυστερούσε ένα σπουδαίο εγχείρημα; Αν σας ζητούσαν να διαλέξετε, αν είχατε να εμπιστευτείτε ένα μεγάλο εγχείρημα σε κάποιον, σε τι είδους άνθρωπο θα το εμπιστευόσασταν; Τι είδους άνθρωπο θα διαλέγατε; (Έναν αξιόπιστο άνθρωπο.) Αν μη τι άλλο, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι φερέγγυος, να έχει ήθος και, ανεξάρτητα από τη στιγμή ή από το μέγεθος των δυσκολιών που μπορεί να συναντήσει, να προσπαθεί με όλη του την καρδιά και όλη του την ενέργεια να φέρει εις πέρας αυτό που του εμπιστεύτηκες, και να σε κρατάει ενήμερο. Αν εσύ θα διάλεγες έναν τέτοιο άνθρωπο για να εμπιστευτείς μια εργασία, πόσο μάλλον ο Θεός! Ποιον θα διάλεγε, λοιπόν, ο Θεός γι’ αυτό το μείζον συμβάν, δηλαδή την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, ένα συμβάν για το οποίο απαιτήθηκε αφενός να κατασκευαστεί μια κιβωτός, αφετέρου να σωθεί κάποιος που του άξιζε να επιβιώσει; Πρώτον, θεωρητικά, θα διάλεγε κάποιον που θα ήταν κατάλληλος να επιβιώσει, που θα ήταν κατάλληλος να ζήσει στην επόμενη εποχή. Στην πραγματικότητα, πριν από οτιδήποτε άλλο, αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να υπακούει στα λόγια του Θεού, έπρεπε να έχει αληθινή πίστη στον Θεό και να αντιμετωπίζει οτιδήποτε έλεγε ο Θεός ως λόγια του Θεού —ό,τι κι αν αφορούσε, είτε συμβάδιζε είτε δεν συμβάδιζε με τις αντιλήψεις του, είτε ταίριαζε είτε δεν ταίριαζε στο γούστο του, είτε συμφωνούσε είτε δεν συμφωνούσε με τη θέλησή του. Οτιδήποτε κι αν του ζητούσε ο Θεός να κάνει, δεν έπρεπε να αρνείται ποτέ την ταυτότητα του Θεού, έπρεπε να θεωρεί πάντα τον εαυτό του δημιούργημα και να υπακούει πάντα στα λόγια του Θεού ως επιτακτικό καθήκον· να σε τι είδους ανθρώπους εμπιστεύεται ο Θεός αυτό το συγκεκριμένο εγχείρημα. Ο Θεός θεωρούσε μέσα Του τον Νώε τέτοιο άνθρωπο. Όχι μόνο ήταν κάποιος που άξιζε να επιβιώσει στη νέα εποχή, αλλά ήταν και κάποιος που είχε την ικανότητα να επωμιστεί μια μεγάλη ευθύνη, να υποταχθεί στα λόγια του Θεού χωρίς συμβιβασμούς και μέχρι τέλους, καθώς και να αφιερώσει τη ζωή του στην ολοκλήρωση αυτού που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Αυτό είδε ο Θεός στον Νώε. Απ’ τη στιγμή που ο Νώε αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό μέχρι τη στιγμή που έφερε εις πέρας ως και την τελευταία εργασία που του είχε εμπιστευτεί Εκείνος, όλο αυτό το διάστημα, η πίστη του Νώε και η στάση υποταγής του απέναντι στον Θεό έπαιξε απολύτως κρίσιμο ρόλο· χωρίς αυτά τα δύο, δεν θα είχε καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της εργασίας, και η ανάθεση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.

Αν ο Νώε, στο διάστημα για το οποίο αποδέχθηκε την ανάθεση από τον Θεό, είχε τις δικές του ιδέες, τα δικά του σχέδια και τις δικές του αντιλήψεις, πώς θα είχε διαμορφωθεί το όλο εγχείρημα; Πρώτον, όταν θα ερχόταν αντιμέτωπος με κάθε λεπτομέρεια που θα του έδινε ο Θεός —τις προδιαγραφές και τα είδη των υλικών, τα μέσα και τις μεθόδους κατασκευής όλης της κιβωτού, αλλά και την κλίμακα και τις διαστάσεις της, όταν θα τα άκουγε όλα αυτά ο Νώε, θα σκεφτόταν: «Πόσα χρόνια θα μου έπαιρνε να φτιάξω κάτι τόσο μεγάλο; Πόση προσπάθεια και πόσες κακουχίες θα χρειάζονταν για να βρω όλα αυτά τα υλικά; Θα ήταν εξαντλητικό για μένα! Είναι βέβαιο πως με τόση εξάντληση η ζωή μου θα τέλειωνε πιο γρήγορα, έτσι δεν είναι; Κοίτα πόσο έχω γεράσει, κι όμως ο Θεός δεν μ’ αφήνει λίγο ήσυχο και μου ζητάει να κάνω κάτι τόσο απαιτητικό· θα μπορούσα να το αντέξω; Εντάξει, θα το κάνω, αλλά έχω έναν άσο στο μανίκι μου: Θα ακολουθήσω γενικά τις οδηγίες του Θεού. Ο Θεός είπε να βρω ένα είδος αδιάβροχου πεύκου. Ξέρω ένα μέρος όπου θα μπορούσα να βρω, αλλά είναι αρκετά μακριά και πολύ επικίνδυνα. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να το βρω και να το πάρω, μήπως, λοιπόν, να το αντικαταστήσω με ένα παρόμοιο είδος που θα βρω εδώ κοντά και θα είναι πάνω-κάτω το ίδιο; Θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο και θα χρειαζόταν λιγότερη προσπάθεια· κι αυτό κάνει, έτσι;» Έκανε τέτοια σχέδια ο Νώε; Αν είχε κάνει, θα ήταν αληθινή η υποταγή του; (Όχι.) Για παράδειγμα: Ο Θεός ζήτησε η κιβωτός να κατασκευαστεί με εκατό μέτρα ύψος. Ακούγοντάς το αυτό, ο Νώε θα είχε σκεφτεί: «Εκατό μέτρα είναι πολλά, κανείς δεν θα μπορούσε να ανέβει. Δεν θα ήταν θανάσιμος κίνδυνος να σκαρφαλώσει κανείς και να δουλέψει εκεί; Θα κάνω, λοιπόν, την κιβωτό λίγο πιο κοντή, ας πούμε πενήντα μέτρα. Θα είναι λιγότερο επικίνδυνο και οι άνθρωποι θα ανεβαίνουν πιο εύκολα. Δεν θα υπήρχε πρόβλημα σ’ αυτό, έτσι;» Θα είχε κάνει τέτοιες σκέψεις ο Νώε; (Όχι.) Αν τις είχε κάνει, επομένως, θεωρείτε πως ο Θεός θα είχε διαλέξει τον λάθος άνθρωπο; (Ναι.) Η αληθινή πίστη και υποταγή του Νώε τού έδωσε τη δυνατότητα να κάνει στην άκρη τη δική του θέληση· ακόμα κι αν είχε κάνει τέτοιες σκέψεις, δεν θα τις είχε υλοποιήσει ποτέ. Ως προς αυτό, ο Θεός ήξερε πως ο Νώε ήταν αξιόπιστος. Πρώτον, ο Νώε δεν θα άλλαζε καθόλου τις λεπτομέρειες που είχε ορίσει ο Θεός ούτε θα πρόσθετε δικές του ιδέες, και φυσικά δεν θα άλλαζε καθόλου για το δικό του προσωπικό όφελος τις λεπτομέρειες που είχε ορίσει ο Θεός· αντίθετα, θα εκτελούσε κατά γράμμα όλα όσα είχε ζητήσει ο Θεός και, όσο δύσκολο κι αν ήταν να βρει τα υλικά για την κατασκευή της κιβωτού, όσο δύσκολο ή εξαντλητικό κι αν ήταν το έργο, θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε και θα χρησιμοποιούσε όλη του την ενέργεια για να το φέρει σωστά σε πέρας. Αυτό δεν είναι που τον έκανε αξιόπιστο; Κι αυτή ήταν μια πραγματική εκδήλωση της αληθινής του υποταγής στον Θεό; (Ναι.) Ήταν απόλυτη αυτή η υποταγή; (Ναι.) Και δεν ήταν μολυσμένη από τίποτα, δεν είχε μέσα της καμία από τις προσωπικές του τάσεις, δεν ήταν νοθευμένη με προσωπικά σχέδια ούτε φυσικά με προσωπικές αντιλήψεις ή συμφέροντα· αντίθετα, ήταν καθαρή, απλή, απόλυτη υποταγή. Κι ήταν εύκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; (Όχι.) Κάποιοι μπορεί να διαφωνήσουν: «Τι το δύσκολο έχει αυτό; Χρειάζεται μήπως τίποτα παραπάνω απ’ το να μη σκέφτεσαι, να είσαι σαν ρομπότ και να κάνεις ό,τι λέει ο Θεός; Δεν είναι εύκολο αυτό;» Όταν έρχεται η ώρα των πράξεων, προκύπτουν δυσκολίες· οι άνθρωποι έχουν συνεχώς διαφορετικές σκέψεις, έχουν πάντα τις δικές τους τάσεις, κι έτσι είναι πολύ πιθανό να αναρωτηθούν κάποτε αν γίνεται να πραγματοποιηθούν τα λόγια του Θεού. Όταν ακούνε τα λόγια του Θεού, τα αποδέχονται εύκολα· όταν, όμως, έρχεται η ώρα των πράξεων, τα πράγματα δυσκολεύουν· μόλις αρχίσουν οι κακουχίες, τότε είναι πολύ πιθανό να γίνουν αρνητικοί και δεν τους είναι εύκολο να υποταχθούν. Είναι προφανές, λοιπόν, πως ο χαρακτήρας και η αληθινή πίστη και υποταγή του Νώε είναι στ’ αλήθεια παράδειγμα προς μίμηση. Άραγε, λοιπόν, σας είναι ξεκάθαρο πώς αντέδρασε και υποτάχθηκε ο Νώε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τα λόγια, τις εντολές και τις απαιτήσεις του Θεού; Αυτή η υποταγή δεν ήταν μολυσμένη με προσωπικές ιδέες. Ο Νώε απαιτούσε από τον εαυτό του απόλυτη υποταγή, υπακοή και εφαρμογή των λόγων του Θεού, χωρίς παραστρατήματα κι έξυπνα κολπάκια, χωρίς προσπάθειες για εξυπνάδες, χωρίς να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του ούτε να θεωρεί πως μπορεί να κάνει συστάσεις στον Θεό, πως μπορεί να προσθέσει τις δικές του ιδέες στις εντολές του Θεού και χωρίς να συνεισφέρει με τις δικές του καλές προθέσεις. Σ’ αυτά δεν πρέπει να ασκείται κανείς όταν προσπαθεί να πετύχει την απόλυτη υποταγή;

Οι καταστροφές αποτελούν συχνό φαινόμενο, κι έχουν εμφανιστεί τα σημεία της επιστροφής του Κυρίου. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να υποδεχθούμε τον Κύριο; Σας προσκαλούμε εγκάρδια να επικοινωνήσετε μαζί μας για να βρείτε τον τρόπο.